Η Μόσχα, με την αναγνώριση των Λαϊκών Δημοκρατιών του Ντονέτσκ
και του Λουγκάνσκ στα όρια που περιλαμβάνουν ολόκληρη τη λεκάνη του Ντονέτσκ
(Ντονμπάς) εμφανίζεται αποφασισμένη να επιβάλει τη ρωσική συμμετοχή σε μια νέα
«αρχιτεκτονική ασφάλειας» στην Ευρώπη.
Αυτό που απαιτεί η Ρωσία, με απλούστερα λόγια, είναι να έχει
λόγο και να λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντά της σε κάθε μείζονα απόφαση που
μπορεί να διαταράξει ή να αναδιαμορφώσει τις γεωπολιτικές ισορροπίες στην
περιοχή.
Ας αφήσουμε κατά μέρος και στη σφαίρα της φιλοσοφίας τη
διερεύνηση του «δικαίου» ή «αδίκου» των ρωσικών απαιτήσεων. Στις διεθνείς
σχέσεις (όπως, δυστυχώς, και στη ζωή των ανθρώπων) «δίκαιο» είναι αυτό που
κάποιος έχει το σθένος και τα μέσα για να το επιβάλει. Και η σημερινή Ρωσία του
Πούτιν φαίνεται ότι είναι διατεθειμένη να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που
διαθέτει προκειμένου να υποστηρίξει τα δικαιώματα / συμφέροντά της.
Αυτό που αμφισβητεί έμπρακτα η Μόσχα με τις κινήσεις της στο
Ντονμπάς είναι η τρέχουσα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας, η οποία
διαμορφώθηκε όχι μόνο ερήμην της, αλλά και με παραβίαση των συμφωνηθέντων
μεταξύ της ευρωατλαντικής συμμαχίας και της παραπαίουσας το 1990 Σοβιετικής
Ένωσης.
Δεσμεύσεις ΗΠΑ – Ε.Ε. στη Ρωσία
Κομβικό σημείο για τη δημιουργία της μετα-ψυχροπολεμικής
τρέχουσας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας ήταν η επανένωση της Γερμανίας
(1990). Στις συνομιλίες για την ένωση της Δυτικής Γερμανίας με τη Λαϊκή
Δημοκρατία της Ανατολικής Γερμανίας πήραν μέρος οι νικητές του Β’ Παγκοσμίου
Πολέμου (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία, Σοβιετική Ένωση) καθώς αυτές οι δυνάμεις είχαν
διαμορφώσει το μεταπολεμικό παγκόσμιο (και ευρωπαϊκό) σύστημα ασφάλειας.
Όπως αποδεικνύεται από αποχαρακτηρισμένα απόρρητα έγγραφα των
συνομιλιών για τη γερμανική επανένωση μεταξύ των νικητών στον Β’ Παγκόσμιο
Πόλεμο (άρθρο του Ιωάννη Μπαλτζώη 7.1.2022 στοslpress.gr), η ηγεσία της
καταρρέουσας τότε Σοβιετικής Ένωσης συναίνεσε στην επανεμφάνιση της ενιαίας
Γερμανίας στο διεθνές σύστημα έχοντας λάβει σαφείς και ρητές διαβεβαιώσεις ότι
«ούτε μια ίντσα της σημερινής στρατιωτικής δικαιοδοσίας του ΝΑΤΟ δεν θα
εξαπλωθεί προς την ανατολική κατεύθυνση» (τον Φεβρουάριο του 1990 ο Αμερικανός
ΥΠΕΞ Τζέημς Μπέικερ προς τον Γκορμπατσόφ).
Τον ίδιο μήνα επίσης ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Χανς
Ντίτριχ Γκένσερ, σε συνάντησή του με τον Βρετανό ομόλογό του, είπε: «Οι Ρώσοι
πρέπει να έχουν κάποια διαβεβαίωση ότι, εάν, για παράδειγμα, η πολωνική
κυβέρνηση εγκαταλείψει το Σύμφωνο της Βαρσοβίας μια μέρα, δεν θα ενταχθεί στο
ΝΑΤΟ την επόμενη».
Γιατί δεν τηρήθηκαν;
Μια ματιά στον χάρτη με τις αμερικανοΝΑΤΟϊκές εγκαταστάσεις
στις χώρες – πρώην μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας της ανατολικής Ευρώπης
αποκαλύπτει αυτό που όλοι γνωρίζουμε. Ότι η ευρωατλαντική συμμαχία δεν τήρησε
καμία από τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει, καθώς αμέσως μετά τη γερμανική
επανένωση επέλασε προς Ανατολάς.
Σε πρώτη φάση οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης (εκτός
Λευκορωσίας και Ουκρανίας) ενσωματώθηκαν οικονομικά με την ένταξή τους στην
Ε.Ε. Σε δεύτερο στάδιο οι εν λόγω χώρες μετατράπηκαν σε κρίσιμα στρατιωτικά
προγεφυρώματα με την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ, όπως για παράδειγμα η Ρουμανία και η
Βουλγαρία, οι οποίες παίζουν αποφασιστικό ρόλο στον αμερικανοΝΑΤΟϊκό
αντιπυραυλικό (αποκαλούμενο) αμυντικό σχεδιασμό και την αμερικανική παρουσία
στη Μαύρη Θάλασσα, δηλαδή τις ρωσικές ακτές.
Πότε είναι «καλή» η αυτοδιάθεση;
Σήμερα οι ευρωατλαντικοί σύμμαχοι κατηγορούν τη Ρωσία του
Πούτιν ότι υποθάλπει αλυτρωτισμούς και αποσχίσεις οδηγώντας στον ακρωτηριασμό
την Ουκρανία. Οι εν λόγω, αναντίρρητα ακριβείς, δυτικές αιτιάσεις ωστόσο δεν
έχουν καμία σχέση με την προσήλωση σε γενικές και παγκοίνως αποδεκτές αρχές του
Διεθνούς Δικαίου.
Η αντεπίθεση του Πούτιν και η αδυναμία των Βρυξελλών
Απλώς περιγράφουν την αδυναμία της ευρωατλαντικής συμμαχίας να
συγκρατήσει την «ιμπεριαλιστική» ανάκαμψη της Ρωσίας, η οποία έχει την
πρωτοβουλία των κινήσεων.
Άλλωστε ήταν η ίδια η ευρωατλαντική συμμαχία που πρώτη χάραξε
τον δρόμο που σήμερα ακολουθεί ο Πούτιν, όταν, στον κολοφώνα της ισχύος της και
με τη διάδοχο της Σοβιετικής Ένωσης Ρωσία στην έσχατη αδυναμία, προχώρησε στη
διάλυση της Γιουγκοσλαβίας (1991) και στον βομβαρδισμό της Σερβίας (1999)
στηρίζοντας με τα όπλα το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του Κοσόβου.
Είναι, έχουμε την εντύπωση, μια ακόμη απόδειξη της γενικής
αρχής που χαρακτηρίζει την πραγματικότητα των διεθνών σχέσεων: Δίκαιο είναι
αυτό που μπορεί κάποια δύναμη να υποστηρίξει και να επιβάλει.
● Τότε, τη δεκαετία του 1990, η ευρωατλαντική συμμαχία είχε τη
δύναμη να επιβάλει το δίκαιό της μεταφέροντας το ΝΑΤΟ στα ρωσικά σύνορα και
διαλύοντας τη Γιουγκοσλαβία δημιουργώντας κράτη – εξαπτέρυγα του δυτικού συστήματος
συμφερόντων.
● Σήμερα στην ανατολική Ουκρανία, απ’ ό,τι φαίνεται αυτό το
δίκαιο βρίσκεται στην πλευρά της Ρωσίας του Πούτιν.
Γιατί είναι σημαντική η Ουκρανία;
Μια ματιά στον χάρτη αρκεί για να καταλάβει κανείς τη σημασία
της Ουκρανίας στην ευρασιατική σκακιέρα και γιατί η Ρωσία δεν πρόκειται να
αποδεχτεί τη μετατροπή και αυτής της χώρας σε ΝΑΤΟϊκό προγεφύρωμα. Όπως το έχει
συνοψίσει ο Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι, χωρίς την Ουκρανία η Ρωσία είναι απλώς μια
χώρα, με την Ουκρανία είναι αυτοκρατορία.
Δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει αν στόχος του Πούτιν είναι η
ρωσική αυτοκρατορική παλινόρθωση με την ανακατάληψη των εδαφών που επί αιώνες
διαμόρφωναν την άμεση σφαίρα επιρροής της τσαρικής και στη συνέχεια σοβιετικής
Ρωσίας. Το βέβαιο, ωστόσο, είναι ότι η σημερινή ρωσική ισχύς επιτρέπει στον
Πούτιν να κατοχυρώσει τα εδάφη του Ντονμπάς στην ανατολική Ουκρανία, στα οποία
άλλωστε κατοικούν συμπαγείς ρωσόφωνοι / ρωσόφιλοι πληθυσμοί.
Η Ουκρανία, παίζοντας καθοριστικό ρόλο στο σύστημα των αγωγών
μεταφοράς του ρωσικού φυσικού αερίου προς τις ευρωπαϊκές αγορές, υπήρξε το
τελευταίο έπαθλο που διεκδίκησε η ευρωατλαντική συμμαχία από τον πρώην
σοβιετικό ζωτικό χώρο. Στην Ουκρανία ωστόσο ξεκίνησε και η ρωσική αντεπίθεση.
Η άγρια σύγκρουση της Δύσης με τη Ρωσία μετέτρεψε την Ουκρανία
σε πεδίο μάχης και οδήγησε τη χώρα σε μια κατάσταση εμφυλίου, ο οποίος κρατά
από το 2014 μέχρι και σήμερα.
● Η πρώτη απάντηση του Πούτιν στις προσπάθειες των δυτικών να
ρυμουλκήσουν την Ουκρανία σε Ε.Ε. και ΝΑΤΟ ήταν η προσάρτηση της Κριμαίας (2014).
● Η επόμενη καθοριστική ρωσική απάντηση δόθηκε αυτές τις μέρες
με την αναγνώριση της ανεξαρτησίας των δύο Λαϊκών Δημοκρατιών στο Ντονμπάς,
γεγονός που στην πράξη σημαίνει τη μετακίνηση ρωσικών δυνάμεων δυτικότερα,
καθώς ούτε ο ουκρανικός στρατός έχει τη δύναμη ούτε το ΝΑΤΟ έχει τη διάθεση να
αναλάβει το ρίσκο να αποτρέψει αυτήν τη ρωσική κίνηση.
Πόσο αρραγές είναι το ευρωατλαντικό μέτωπο;
Με τους «απεριόριστους» ενεργειακούς πόρους της η Ρωσία είναι
εκ των πραγμάτων τροφοδότης της ευρωπαϊκής οικονομικής ανάπτυξης, ιδιαίτερα της
γερμανικής «ατμομηχανής» της Ε.Ε.
Παρά τις επίμονες αμερικανικές προσπάθειες προκειμένου η
Ευρώπη να διαφοροποιήσει τις πηγές ενεργειακού εφοδιασμού της για να αποφευχθεί
η μεγιστοποίηση της ρωσικής επιρροής, η πραγματικότητα επέβαλε στη Γερμανία να
διασυνδεθεί (σε βαθμό εξάρτησης) με τις ρωσικές ενεργειακές πηγές. Δεν είναι
άλλωστε τυχαίο ότι ολόκληρος πρώην καγκελάριος (Σρέντερ), με την αποχώρησή του
από την πολιτική, εξασφάλισε ηγετική θέση στην κρατικά ελεγχόμενη ρωσική εταιρεία
φυσικού αερίου.
Η εμβάθυνση των σχέσεων του γερμανικού οικονομικού
κατεστημένου με τα ρωσικά οικονομικά συμφέροντα παρά τις αμερικανικές
αντιρρήσεις προχώρησαν σε ευρύτερα πεδία συνεργασίας, ενώ στον τομέα της
ενέργειας, με τη δημιουργία δύο αγωγών φυσικού αερίου (για τον δεύτερο ο
καγκελάριος Σολτς υποχρεώθηκε μετά τις τελευταίες εξελίξεις να σταματήσει την
πιστοποίηση που απαιτείται ώστε ο NordStream 2 να τεθεί σε λειτουργία), η
Γερμανία εξαρτάται σε μέγιστο βαθμό από τις ρωσικές προμήθειες.
Η Ρωσία, σύμφωνα με τη Moody’s, είναι μακράν ο μεγαλύτερος
προμηθευτής ενέργειας της Γερμανίας: το 2020 προερχόταν από τη Ρωσία περίπου το
65% του φυσικού αερίου και περίπου το 30% της συνολικής προσφοράς πετρελαίου.
Ανάλογη με τη Γερμανία τεράστια εξάρτηση από τις ρωσικές ενεργειακές πηγές
έχουν η Ελλάδα, η Αυστρία και η Ιταλία. Παρ’ όλα αυτά, με όχημα το ΝΑΤΟ, η
Ουάσιγκτον έχει δέσει τις ευρωπαϊκές χώρες στο άρμα της εξωτερικής της
πολιτικής. Μάλιστα, ειδικότερα η Γερμανία δεν είναι σε θέση να «ξεχάσει» ότι
αμερικανική δύναμη τουλάχιστον 40.000 ανδρών εξακολουθεί να παραμένει στο
έδαφός της…
Τι θα πληρώσει η Ελλάδα;
Η Ελλάδα καταβάλλει ήδη υψηλό κόστος των επιλογών των
κυβερνήσεών της να αποδεχτεί αυξημένο ρόλο στο πλαίσιο της ελληνοαμερικανικής
στρατηγικής συνεργασίας. Η Ελλάδα, στο πλαίσιο της τελευταίας
ελληνοαμερικανικής συμφωνίας για τις βάσεις (που διαπραγματεύτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ και
υπέγραψε η Ν.Δ.), προσφέρει στην Ουάσιγκτον κρίσιμες στρατιωτικές υποδομές
(Σούδα, Αλεξανδρούπολη κ.λπ.), οι οποίες χρησιμοποιούνται από τους Αμερικανούς
εναντίον της Ρωσίας.
Επίσης η διευθέτηση του προβλήματος της ονομασίας της τέως
ΠΓΔΜ (κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ) οδήγησε στην ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ
προσφέροντας μέγιστη υπηρεσία στις ΗΠΑ και τραυματίζοντας βαριά τις
ελληνορωσικές σχέσεις.
Το κόστος που καταβάλλει η χώρα στην προσπάθειά της να
κερδίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στη ΝΑΤΟϊκή συμμαχία είναι ευρύτερο και πέρα από
τα προβλήματα που ενδεχομένως προκύψουν στον ενεργειακό της εφοδιασμό σε
υψηλότερες τιμές από άλλους προμηθευτές.
Η κακή ποιότητα των ελληνορωσικών σχέσεων αποτυπώνεται στη
μείωση κατά 83% φέτος του τουριστικού ρεύματος από τη Ρωσία σε σχέση με την
καλοκαιρινή σεζόν του 2019. Η πανδημία είναι ένας από τους λόγους αυτής της
μείωσης. Ωστόσο, σύμφωνα με τα στοιχεία, οι Ρώσοι τουρίστες φέτος δεν ξεπέρασαν
τους 100.000, έναντι περίπου 610.000 το 2019, ενώ το 2013-2014, πριν δηλαδή από
τη Συμφωνία των Πρεσπών, οι Ρώσοι τουρίστες στη χώρα μας έφταναν το 1,5
εκατομμύριο!
Στην τρέχουσα φάση και εφόσον δεν εξευρεθεί σύντομα ειρηνική
διέξοδος στην Ουκρανία, βαρύ θα είναι το κόστος και για τις ελληνικές εξαγωγές
αγροτικών προϊόντων, καθώς Ρωσία και Ουκρανία απορροφούν το 18% των συνολικών
εξαγωγών οπωροκηπευτικών, το 50% των εξαγωγών φράουλας και σχεδόν το 25% των
εξαγωγών ροδάκινου.
Συμπέρασμα: Είναι σαφές ότι βρισκόμαστε σε μια φάση κατά την
οποία επαναδιαμορφώνεται η ισορροπία στο διεθνές σύστημα. Το αμερικανικό
ενδιαφέρον προς Ανατολάς (στρατηγική συμμαχία ΗΠΑ, Βρετανίας, Αυστραλίας) για
τον έλεγχο της Κίνας δοκιμάζει τα όρια αντοχών και δυνάμεων της αμερικανικής
υπερδύναμης δημιουργώντας «ευκαιρίες» που σπεύδουν να εκμεταλλευτούν άλλοι
μεγάλοι ή περιφερειακοί παίκτες, όπως η Ρωσία σήμερα στην Ουκρανία ή η
«αναθεωρητική» Τουρκία στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο…