Το
κείμενο που ακολουθεί είναι ένα από τα εμβόλιμα-σχολιαστικά κείμενα που
περιέχονται στο βιβλίο «Γεώργιος Κηπιώτης, ένας φίλος των παιδιών». Το βιβλίο
στηρίχτηκε στα γραπτά κατάλοιπα -προσωπικές σημειώσεις, αλληλογραφία- ενός
καθηγητή που έζησε εκατό χρόνια και συμμετείχε και κατέγραψε τα σημαντικότερα
γεγονότα του 20ου αιώνα. Ο Γεώργιος Κηπιώτης βρέθηκε στη Μακεδονία και στη
Θράκη από το 1901 μέχρι το 1913, συμμετείχε, με τον τρόπο του, σ΄αυτό που
ονομάστηκε «Μακεδονικός Αγώνας», αιχμαλωτίστηκε από τους Βούλγαρους μαζί με
άλλους προκρίτους της Ξάνθης και απελευθερώθηκε το καλοκαίρι του 1913. Στη
συνέχεια έζησε στα νησιά του αρχιπελάγους και πέθανε σε βαθιά γεράματα στη
Σύρο.
Κι όπως γράφει ο Χρίστος Μάης: «Ταυτόχρονα με την εξέλιξη του βιβλίου έχουμε μια σειρά από
αναστοχαστικά δοκίμια του Τέου Ρόμβου. Τα δοκίμια αυτά πραγματεύονται ζητήματα
τα οποία θίγονται στο βιβλίο, όπως ο πατριωτισμός
και ο εθνικισμός τόσο γενικά όσο
και ειδικά ως προς την περίπτωση της Μακεδονίας. Τα ζητήματα της πολιτικής, της παιδείας, της στρατιωτικοποίησης της ζωής μέσω
της πραγμάτευσης του προσκοπισμού
είναι ακόμη μερικά ζητήματα πάνω στα οποία στοχάζεται και ταυτόχρονα
αυτοαναλύεται ο Ρόμβος. Επιπλέον γίνεται αναφορά και σε ζητήματα όπως ο έρωτας και ο θάνατος με τη βαθιά προσωπική και συνάμα βαθιά διεισδυτική ματιά
του συγγραφέα».
ΠΕΡΙ
ΠΑΤΡΙΔΟΣ
Το 1901, σε ηλικία 29 ετών ο Γεώργιος Κηπιώτης πηγαίνει στις
οθωμανικές Σέρρες για να διδάξει γυμναστική στα σχολεία των ελληνικών
κοινοτήτων.
Εκεί θα συναντηθεί με τον Ίωνα Δραγούμη -ο οποίος στα
ημερολόγιά του αναφέρεται εγκωμιαστικά στον Γ. Κηπιώτη και στη δράση του στη
Μακεδονία- και από τον πρώτο κιόλας καιρό της γνωριμίας τους θα μυηθεί από τον
ίδιο το Δραγούμη στο «μακεδονικό αγώνα»∙ από τότε συνεργάζονται στενά κι αυτό
φαίνεται πως δίνει νέο νόημα στη ζωή του νεαρού καθηγητή.
Ο Γεώργιος Κηπιώτης υπήρξε ο πρώτος Έλληνας γυμναστής που πήγε
στη Μακεδονία, σε μια εποχή που η γυμναστική ως μάθημα ήταν εντελώς άγνωστη, κι
έτσι εκτός από την εκγύμναση των μαθητών και την εκπαίδευση των δασκάλων
ανέλαβε και την κατασκευή των γυμναστηρίων. Απώτερος σκοπός η προετοιμασία των
νέων ώστε να καταστούν στο μέλλον ετοιμοπόλεμοι μαχητές.
Ανάμεσα στα πεταμένα
χαρτιά του Κηπιώτη υπήρχαν σχέδια για την κατασκευή γυμναστηρίων σε διάφορες
πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης όπου υπηρέτησε, καμωμένα από τον ίδιο,
όπως και σχέδια-υποδείγματα για την κατασκευή γυμναστικών οργάνων, αλλά και
χάρτες μεγάλων περιοχών της Μακεδονίας όπου καταγράφονταν λεπτομερώς οι
κινήσεις των οθωμανικών στρατευμάτων και των Βούλγαρων κομιτατζήδων.
Όλα αυτά τα ντοκουμέντα τα είχε σίγουρα καλά κρυμμένα, γιατί
όταν αργότερα, το 1913, τον συνέλαβαν οι Βούλγαροι ως όμηρο μαζί με τους
προκρίτους της Ξάνθης και πλιατσικολόγησαν όλα του τα υπάρχοντα, τα σχέδια αυτά
καθώς και οι χάρτες με τις μετακινήσεις των διαφόρων στρατιωτών και ατάκτων,
όπως και κάποιες φωτογραφίες και λίγες επιστολές, ήταν τα ελάχιστα τεκμήρια που
διασώθηκαν από το πέρασμά του από τη Μακεδονία και τη Θράκη εκείνης της εποχής.
Ο Γεώργιος Κηπιώτης με μαθήτριες του Παρθεναγωγείου Ξάνθης το 1912. |
Στα τέλη του 18ου αιώνα οι νέες ιδέες, εμποτισμένες από το
ανθρωπιστικό ιδεώδες της γαλλικής επανάστασης για «ισότητα, αδελφοσύνη και
ελευθερία», διατρέχουν όλη την Ευρώπη και ο Ρήγας Βελεστινλής βαθύτατα
επηρεασμένος από τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό γράφει με πάθος, σε χυμώδη ελληνική
γλώσσα, πληθώρα κειμένων και μεταφράσεων απευθυνόμενος στους σκλαβωμένους λαούς
των Βαλκανίων και κραυγάζει ότι πάνω απ’ όλα, και από τη ζωή την ίδια, ύψιστο
αγαθό είναι η Ελευθερία του ανθρώπου. Και ως διαφωτιστής πλέον μάχεται την
αμάθεια και τις δεισιδαιμονίες και προσπαθεί με τα κείμενά του να αφυπνίσει τις
κοιμισμένες συνειδήσεις των λαών της Βαλκανικής ώστε να κινητοποιηθούν και να
κατακτήσουν την αυτοδιάθεσή τους. Στο κορυφαίο έργο του Νέα Πολιτική Διοίκησις
των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της
Βλαχομπογδανίας συμπεριλαμβάνεται η επαναστατική ιαχή Θούριος. Μετά τη σύλληψη
και τον τραγικό θάνατό του ο Θούριος διαδόθηκε σε χειρόγραφη μορφή από χέρι σε
χέρι και από στόμα σε στόμα, καλώντας τους ραγιάδες σε συστράτευση και ξεσηκωμό
και οι λαοί των Βαλκανίων τον αγκάλιασαν:
Ως πότε
παλληκάρια να ζούμεν στα στενά,
μονάχοι,
σαν λιοντάρια, στες ράχες, στα βουνά
………………………………………
Βουλγάροι
κι Αρβανήτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,
Αράπηδες
και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,
για την
Ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί
Και με το επαναστατικό άσμα του Ρήγα στα χείλη τους ξεκίνησαν
οι Ρωμιοί, λίγα χρόνια μετά, την επανάσταση.
Μισόν αιώνα αργότερα, ο Πλωτίνος Ροδοκανάκης έχοντας φύγει από
την Ευρώπη των μεγάλων επαναστάσεων και βρισκόμενος πλέον από το 1861 στο
Μεξικό, παρακολουθεί στενά τα τεκταινόμενα στην Ευρώπη και γράφει: «Μετά το
1848, ο σοσιαλισμός κερδίζει συνεχώς έδαφος», παρουσιάζει τις επιδράσεις που
έχει δεχτεί όλη η Ευρώπη από τις κοινωνιστικές ιδέες και καταλήγει στο
συμπέρασμα ότι ο σοσιαλισμός είναι «η φιλοσοφία του μέλλοντος», η «παγκόσμια
θρησκεία που θα αγκαλιάσει το ανθρώπινο γένος». Και συνεχίζοντας γράφει ότι και
στα πριγκιπάτα του Δούναβη, στη Σερβία, στη Μολδαβία, στη Βλαχία, στη
Μακεδονία, ακόμα και στη «διεφθαρμένη», όπως την ονομάζει, Τουρκία, αρχίζει ήδη
ν’ ακούγεται η φωνή του σοσιαλισμού.
Η πρώτη γνωστή επαναστατική οργάνωση που στόχο της έθεσε τη
δημιουργία μιας βαλκανικής Ομοσπονδίας είναι η μυστική εταιρεία «Δημοκρατική
Ανατολική Ομοσπονδία» που ιδρύθηκε στα Βαλκάνια στα μισά του 1870 με σκοπό να
καταργήσει τα κράτη, τους βασιλείς και τον εθνικισμό και να αγωνιστεί για τη
συνεργασία των βαλκανικών χωρών με τη δημιουργία μιας βαλκανικής ομοσπονδίας,
που θα είχε σαν βάση την Ισονομία, την Ισοτιμία και την Ισοπολιτεία.
Η
Ομοσπονδία περιλάμβανε στους κόλπους της Αλβανούς, Αρμένιους, Βούλγαρους,
Έλληνες, Μαυροβούνιους, Ρουμάνους, Σέρβους και Τούρκους. Στην προγραμματική της
διακήρυξη που είχε κυκλοφορήσει σε πολλές γλώσσες από πράκτορές της, η
«Φεντερασιόν», έγραφε χαρακτηριστικά: «Έλληνες, Αλβανοί, Σέρβοι, Ρωμούνοι,
Βούλγαροι, φυλαί ελληνικαί, σλαβικαί, λατινικαί, ταταρικαί, όσαι κατοικείτε τας
ευρείας χώρας, τας περιλαμβανομένας μεταξύ των τριών θαλασσών, του Ευξείνου,
της Μεσογείου και της Αδριατικής, και εκτεινομένας από των Άλπεων και των Καρπαθίων
μέχρι της Κρήτης και της Κύπρου, ενωθείτε. Αποτινάξατε τον επιβαρύνοντα τον
τράχηλόν σας ζυγόν και υπό την σημαίαν της ελευθερίας ανιδρύσατε δημοκρατικήν
ομοσπονδίαν, ήτις και μόνη δύναται να εξασφαλίση το μέλλον της Ανατολής…»
Λίγα χρόνια αργότερα δημιουργήθηκε «ο Ρήγας», το ελληνικό
τμήμα της Ομοσπονδίας, από τον Παναγιώτη Πανά, το Ρόκο Χοϊδά κ.ά. Η Ομοσπονδία
και η δράση της όμως έμελλε σύντομα να σβήσει γιατί δεν είχε ανταπόκριση στους
λαούς της περιοχής.
Στα τέλη του 19ου αιώνα η Μακεδονία ήταν μία από τις
τελευταίες περιοχές της Βαλκανικής χερσονήσου που δεν είχε καταφέρει ακόμη να
αποκτήσει την αυτονομία της, μολονότι το 1878 είχε ξεσηκωθεί. Η οθωμανική
αυτοκρατορία εμφανιζόταν πλέον ανίκανη να διαχειρίζεται τις εντάσεις και τις
εξεγέρσεις που ξεσπούσαν στην επικράτειά της, τα γειτονικά κράτη
παρακολουθούσαν την παρακμή της, ενώ στους κατοίκους της γεννιόταν η ιδέα της
πάλης για ν’ απαλλαγούν από το «ζυγό» του σουλτάνου και να οικοδομήσουν ένα
έθνος ελεύθερο και ανεξάρτητο, σύμφωνα με μία από τις αρχές της επανάστασης του
1848, το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση, που είχε ήδη εισβάλει στα μυαλά
των κατοίκων της βαλκανικής χερσονήσου.
Μπροστά στο ενδεχόμενο της αυτονόμησης της Μακεδονίας οι
γειτονικές χώρες άρχισαν, εντείνοντας τις εθνικιστικές προπαγάνδες, να
επιδιώκουν και να διεκδικούν μέρος από τον τεμαχισμό της. Η Μακεδονία διαιρείτο
σε τρεις διοικητικές περιοχές ή, όπως τις ονόμαζαν οι Οθωμανοί, βιλαέτια, με
μεγαλύτερο το βιλαέτι της Θεσσαλονίκης, ενώ ακολουθούσε το βιλαέτι των Βιτωλίων
(Μοναστήρι) ανατολικά της Αλβανίας, και το βιλαέτι του Κοσόβου που εκτεινόταν
βόρεια προς την πλευρά της Σερβίας. Στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά εδάφη της οθωμανικής
αυτοκρατορίας ήταν τα βιλαέτια των Ιωαννίνων και της Σκεντερίας που βρίσκονταν
υπό αλβανική διοίκηση και στη Θράκη το βιλαέτι της Αδριανούπολης.
Η Μακεδονία εκείνη την εποχή αριθμούσε σχεδόν τρία εκατομύρια
κατοίκους. Οι πληθυσμοί ήταν εθνικοφυλετικά εξαιρετικά μπερδεμένοι, με
πληθυσμιακές ομάδες όπως οι εβραίοι, οι ρωμιοί, οι αρβανίτες, οι σέρβοι, οι αρμένηδες,
οι σλαβομακεδόνες, οι βούλγαροι, οι ρουμανόβλαχοι, οι ντονμέδες, οι
φραγκολεβαντίνοι, οι βλάχοι, οι κουτσόβλαχοι, οι τσιγγάνοι, οι τούρκοι.
Περιελάμβανε συνολικά 42 διαφορετικές εθνότητες εκ των οποίων καμία δεν
συγκροτούσε πλειοψηφία.
Σε γενικές γραμμές, στις πόλεις και κωμοπόλεις συγκεντρώνονταν
οι ελληνόφωνοι και οι οθωμανικοί πληθυσμοί. Στα 1900, η Θεσσαλονίκη είχε
περίπου 150.000 κατοίκους, ενώ υπήρχε μια μεγάλη εβραϊκή κοινότητα που
αποτελούσε το μισό σχεδόν πληθυσμό της.
Η ύπαιθρος αντίθετα κατοικούνταν κυρίως από σλαβόφωνους
χωρικούς. Η δυσχερής επικοινωνία μεταξύ των χωριών, που βρίσκονταν ουσιαστικά
αποκομμένα το ένα από το άλλο εξ αιτίας των ψηλών και δύσβατων βουνών, κυρίως
στο βόρειο τμήμα της Μακεδονίας, συνετέλεσε στο σχηματισμό γλωσσικών νησίδων
και τοπικών ιδιωμάτων, γλωσσικά μίγματα με χρήση ελληνικών, τούρκικων,
βουλγάρικων, σέρβικων και βλάχικων λέξεων.
Οι σλαβόφωνοι πληθυσμοί της Μακεδονίας προσδιορίζονταν σε
προγενέστερες εποχές και με το εθνικό επίθετο «Σέρβοι», ενώ το 19ο αιώνα
χαρακτηρίζονταν κυρίως ως «Βούλγαροι». Ακόμη και στα τέλη του αιώνα οι
διπλωμάτες των Μεγάλων δυνάμεων αποκαλούσαν συχνά το σύνολο των σλαβόφωνων της
Μακεδονίας «Βουλγάρους» μολονότι αυτό δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια. Πριν το
σχίσμα του 1870 οι πληθυσμοί αυτοί μάθαιναν τα ελληνικά, μιας και ήταν η
επίσημη γλώσσα για τους χριστιανούς κατοίκους της οθωμανικής αυτοκρατορίας,
καθότι σ’ αυτήν τελούνταν τα θρησκευτικά μυστήρια της ορθοδοξίας, χωρίς βέβαια
να αποκτούν και ελληνική συνείδηση.
Μέχρι τότε στη μακεδονική γη η έννοια της εθνικής συνείδησης
ήταν ανύπαρκτη και οι κάτοικοι διαχωρίζονταν μόνον από το θρήσκευμά τους,
χριστιανοί ορθόδοξοι, μουσουλμάνοι ή εβραίοι. Και μόνο στις μεγάλες μακεδονικές
πόλεις και στις κοινότητες των μεταναστών του εξωτερικού καλλιεργούνταν η ιδέα
της εθνικής ιδιαιτερότητας.
Μετά την υπογραφή συνθηκών, που προήλθαν από την πίεση των
ευρωπαϊκών δυνάμεων, κυρίως μετά το 1878, αναγνωρίστηκαν στοιχειώδη δικαιώματα
στο χριστιανικό πληθυσμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας για τη δημιουργία σχολείων. Παρόλα αυτά, στις
αγροτικές περιοχές της Μακεδονίας οι γονείς συνέχιζαν ν’ αδιαφορούν για τη
μόρφωση των παιδιών τους και μόνο στις πλούσιες πόλεις και κωμοπόλεις ο αστικός
χριστιανικός και εβραϊκός πληθυσμός ασχολούνταν με την εκπαίδευση.
Στην οθωμανική αυτοκρατορία, όπου η πνευματική και η κοσμική
εξουσία ήταν αλληλένδετες, το ελληνικό πατριαρχείο απέκτησε με την πάροδο των
χρόνων σημαντική εξουσία μεταξύ των χριστιανών, ιδιαίτερα στις αγροτικές
περιοχές. Και επειδή ο οικουμενικός πατριάρχης θεωρείτο επικεφαλής έθνους, οι
ελληνόφωνοι απολάμβαναν για αιώνες προνομιακή μεταχείριση.
Μετά την ελληνική επανάσταση, και μόλις εγκαθιδρύεται το
ελληνικό κράτος, ο αντιβασιλέας Μάουρερ ανέθεσε στον αρχιμανδρίτη Θεόκλητο
Φαρμακίδη να κηρύξει την ανεξαρτησία της ελλαδικής εκκλησίας. Με ενέργειες του
Φαρμακίδη στις 23 Ιουλίου 1832 εκδόθηκε βασιλικό διάταγμα για την κήρυξη του
αυτοκέφαλου της ελλαδικής εκκλησίας και την ανεξαρτησία της από το πατριαρχείο
της Κωνσταντινούπολης. Βασικό επιχείρημά του ήταν ότι δεν μπορούσε το ελεύθερο
ελληνικό κράτος να εξαρτά την εκκλησιαστική του διοίκηση από έναν πατριάρχη
δέσμιο του Τούρκου σουλτάνου.
Την αυτονόμησή της επεδίωξε και η Εξαρχία, η βουλγαρική
εκκλησία. Ήδη το 1852 για πρώτη φορά, αλλά και το 1863, μεταφράστηκε το
ευαγγέλιο στη βουλγαρική γλώσσα, ενώ η πατριαρχική και η ελληνική εκκλησιαστική
αγκύλωση διατηρούν ακόμη και σήμερα τα ευαγγέλια στην αρχαϊστική ελληνική
γλώσσα. Έτσι κατά το 1870, και με την έγκριση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η
βουλγαρική εκκλησία έγινε αυτοκέφαλη με έδρα επίσης την Κωνσταντινούπολη. Δύο
χρόνια αργότερα το οικουμενικό πατριαρχείο αντιδρώντας στην αυτονόμηση της
βουλγαρικής εκκλησίας, κήρυξε την εξαρχία σχισματική. Τα επόμενα είκοσι χρόνια
στα εδάφη της ευρωπαϊκής Τουρκίας οι περισσότερες περιοχές που κατοικούνταν από
Βούλγαρους προσχώρησαν στην εξαρχική εκκλησία. Η εθνικιστική προπαγάνδα είχε
πλέον για τα καλά αρχίσει…
Συνέπεια της αναγνώρισης της εξαρχίας και της κατάργησης της
μονοκρατορίας της ελληνικής γλώσσας στην οθωμανική αυτοκρατορία ήταν και η
ίδρυση σχολείων, βουλγαρικών στην αρχή και κατόπιν ρουμανικών και σερβικών.
Οι δύο εκκλησίες μετατράπηκαν σε θανάσιμους εχθρούς που
ανταγωνίζονταν σε κάθε διορισμό μητροπολίτη ή στο άνοιγμα νέων σχολείων. Το δε
πατριαρχείο, όπως και η εξαρχία εξάλλου, ζητούσαν πάντα πρώτα τη γνώμη των
κυβερνήσεων των Αθηνών και της Σόφιας, αντίστοιχα, και οι κυβερνήσεις μέσω των
διπλωματών τους στην Κωνσταντινούπολη υποστήριζαν σθεναρά τα εθνικά τους
αιτήματα στο σουλτάνο. Η αντιπαλότητα μεταξύ των δύο εκκλησιών συχνά έφτανε σε
ακρότητες: θρησκευτικές τελετές διακόπτονταν ξαφνικά από το αντίπαλο
εκκλησίασμα που αρνιόταν να δεχτεί την επιβολή της λειτουργίας στα ελληνικά ή
στα σλαβονικά κι έρχονταν στα χέρια, ενώ κατέφθαναν Οθωμανοί στρατιώτες για να
σταματήσουν τους αντιμαχόμενους. Τα ίδια συνέβαιναν και στα νεκροταφεία όπου οι
εξαρχικοί αρνούνταν να ταφούν δίπλα στους πατριαρχικούς και το αντίστροφο. Και
έτσι άρχισε η εκατέρωθεν καλλιέργεια του εθνικισμού.
Ως εκ τούτου, η Μακεδονία έγινε ένα ανοιχτό πεδίο, όπου
διαγκωνίζονταν οι πολιτικές και εθνικιστικές φιλοδοξίες των γειτονικών κρατών,
Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας, καθώς οι αντίστοιχες κυβερνήσεις τους δήλωναν
ότι «τους εξ αίματος αδελφούς» θα έπρεπε να τους απελευθερώσουν με κάθε τρόπο
από την οθωμανική κυριαρχία. Η Αθήνα, η Σόφια και το Βελιγράδι ήθελαν διακαώς
να επεκτείνουν τα σύνορά τους και να συμπεριλάβουν σ’ αυτά ένα μεγάλο μέρος από
τα τρία βιλαέτια της Μακεδονίας.
Κάθε χώρα που είχε βλέψεις εδαφικές, προσπαθούσε να εμφυσήσει
στους κατοίκους της Μακεδονίας το αίσθημα της εθνικής συνείδησης και να τους
«ξυπνήσει» την εθνική τους ταυτότητα. Η προπαγάνδα μιλούσε για αλύτρωτους
πληθυσμούς, διεκδίκηση δηλαδή πληθυσμιακών ομάδων που διαβιούσαν στην ευρωπαϊκή
οθωμανική Τουρκία, με σκοπό την ενσωμάτωση των μακεδονικών περιοχών στον κορμό
των κρατών τους. Αυτά έκαναν οι Βούλγαροι, τα ίδια έπρατταν οι Έλληνες, οι
Σέρβοι κ.ο.κ. Για το σκοπό αυτό οργανώνονταν στα γειτονικά κράτη ομάδες ενόπλων
για την απελευθέρωση της Μακεδονίας και κατόπιν εισάγονταν κρυφά στη μακεδονική
περιοχή.
Στη Βουλγαρία, οι πρώτες παραστρατιωτικές ομάδες οργανώθηκαν
από αξιωματικούς του στρατού που πίστεψαν ότι ο ένοπλος αγώνας στη Μακεδονία θα
ήταν αναπόφευκτος. Στα 1895 οργανώθηκε το πρώτο γενικό συνέδριο συλλόγων και
μακεδονικών ενώσεων της Σόφιας, όπου εξέλεξαν την «Ανώτατη Μακεδονική Επιτροπή»
(το βουλγαρικό Κομιτάτο) με επικεφαλής τον στρατηγό Νταναΐλ Νικολάγιεφ, ένα
στρατιωτικό καριέρας που κατά το 1885, είχε παίξει σημαντικό ρόλο στην
προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας. Η Βουλγαρία της εποχής ήταν αποτέλεσμα των
συνθηκών που ακολούθησαν το Ρωσοτουρκικό πόλεμο και την ήττα της οθωμανικής
αυτοκρατορίας.
Αρχικά με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (Φεβρ. 1878) ιδρύθηκε η
«Μεγάλη Βουλγαρία», η οποία απλωνόταν σε όλα τα άλλα ευρωπαϊκά εδάφη της
οθωμανικής αυτοκρατορίας εκτός της Αλβανίας, της Χαλκιδικής, Θεσσαλονίκης,
νότιας Θράκης, και της ευρύτερης περιοχής της Κωνσταντινούπολης και είχε νότια
σύνορα τον Όλυμπο. Όμως λίγους μήνες αργότερα, την 1 Ιουλίου 1878, με τη
Συνθήκη του Βερολίνου, τροποποιείται η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και
δημιουργείται η μικρή αυτόνομη ηγεμονία της Βουλγαρίας με πολύ πιο περιορισμένα
σύνορα, τα οποία βέβαια επεξέτεινε λίγα χρόνια μετά με την προσάρτηση της
Ανατολικής Ρωμυλίας.
Από την άλλη πλευρά, τα κινήματα των Ελλήνων είχαν τη συνεπή
υποστήριξη του οικουμενικού πατριαρχείου, όπως άλλωστε και τα κινήματα των
Βουλγάρων είχαν την υποστήριξη της εξαρχίας. Στην Ελλάδα και στην Αλεξάνδρεια
της Αιγύπτου δημιουργήθηκαν πολλά μακεδονικά σωματεία και σύλλογοι με
προσανατολισμό την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων στη Μακεδονία. Οι ενώσεις
αυτές επεδίωκαν την προσάρτηση της Μακεδονίας στην Ελλάδα και προσπαθούσαν να
πάρουν με το μέρος τους την κοινή γνώμη. Οι απόψεις αυτές των Ελλήνων είχαν τις
ρίζες τους στην καλλιέργεια του «μεγαλοϊδεατισμού» που χρονολογείται από τον
απελευθερωτικό αγώνα που προηγήθηκε της ανεξαρτησίας της Ελλάδας το 1830.
Σύμφωνα με τη «Μεγάλη Ιδέα», που έβρισκε πάντοτε απήχηση στους στρατιωτικούς
και εκείνα τα χρόνια και στους αθηναϊκούς κύκλους των διανοουμένων, απόλυτος
εθνικός στόχος έπρεπε να είναι η ένωση του απανταχού ελληνισμού μέσα και έξω
από το ελληνικό βασίλειο και η αναγέννηση της παλαιάς κραταιάς Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας.
Μέσα σε αυτές τις λογικές, το 1894, μια ομάδα νεαρών
αξιωματικών, συμπεριλαμβανομένου και του Παύλου Μελά, ίδρυσε στην Αθήνα την
«Εθνική Εταιρεία». Η «Εθνική Εταιρεία» οργανώθηκε κατά το σύστημα της Φιλικής
Εταιρείας και απέκτησε τεράστια ισχύ με τη μύηση πολλών στρατιωτικών, πολιτικών
και μελών του δημοσιοϋπαλληλικού και δικαστικού κλάδου.
Με συνεχή προπαγάνδα
προσπαθούσαν να αφυπνίσουν το εθνικό συναίσθημα των Ελλήνων χριστιανών στην
άλλη πλευρά του Ολύμπου. Τον ίδιο καιρό εμφανίζονται και άλλες μυστικές
εθνικιστικές εταιρείες, που παίζουν το ρόλο του αυτόκλητου σωτήρα του έθνους
και επιζητούν την υποκατάσταση του κράτους στη διαχείριση των θεμάτων της
στρατιωτικής ανασυγκρότησης και της εξωτερικής πολιτικής.
Η δράση τους
αποσκοπούσε στη μύηση μελών, στη διάβρωση του στρατού, στον έλεγχο του Τύπου,
στη διενέργεια εράνων για τη χρηματοδότηση των σκοπών τους -ιδιαίτερα την αγορά
οπλισμού-, στη διοργάνωση παρελάσεων, δημόσιων διαλέξεων και εκδηλώσεων, καθώς
και στη στρατολόγηση και αποστολή ενόπλων στρατιωτικών σωμάτων στη Μακεδονία
υπό την καθοδήγηση αδειούχων ή λιποτακτών αξιωματικών του τακτικού στρατού. Επίσης
στην εκπαίδευση και προετοιμασία του ελληνόφωνου πληθυσμού για την επερχόμενη
επανάσταση.
Το μοναδικό αντάρτικο κίνημα που δημιουργήθηκε από αυτόχθονες
Μακεδόνες ήταν η ΕΜΕΟ, «Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση», που
επεδίωκε ένα οργανωμένο πολιτικό κίνημα που θα το διέτρεχαν οι επαναστατικές
σοσιαλιστικές ιδέες. Ιδρύθηκε το1893 στο βιβλιοπωλείο του Ιβάν Νικόλωφ στη
Θεσσαλονίκη, από μια παρέα νεαρών διανοουμένων. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν ο
Ντάμιαν Γκρούγιεφ, δάσκαλος και διορθωτής στα τυπογραφεία, ο Ιβάν Νικόλωφ,
βιβλιοπώλης, ο Χρήστος Τατάρτσιεφ, φυσικός και γιατρός και κάποιοι άλλοι. Στόχο
τους έθεσαν τον τερματισμό της οθωμανικής κυριαρχίας και τη δημιουργία μιας
αυτόνομης, ελεύθερης κοινωνίας για όλους τους κατοίκους της Μακεδονίας, όπου ο
καθένας θα διατηρούσε τα εθνικά χαρακτηριστικά του. Γαλουχημένοι στα σχολεία
της εξαρχίας, με καταγωγή μακεδονική, αποφάσισαν «να υπηρετήσουν την πατρίδα
τους». Ιδεαλιστές, που αισθάνονταν ότι αποστολή τους ήταν η εκπαίδευση του λαού
στις νέες ιδέες.
Πρώτος στόχος που έθεσαν ήταν η αφύπνιση μιας ιδιαίτερης
μακεδονικής εθνικής συνείδησης στους μικτούς πληθυσμούς. Ιδεολογικά τους όπλα
ήταν οι συζητήσεις, η χρησιμοποίηση μιας ευρείας βιβλιογραφίας, ηρωικά πρότυπα
της αμερικάνικης επανάστασης, ο Γαριβάλντι κ.ά. Την περίοδο 1894-1895, ο
Ντάμιαν Γκρούγιεφ συνάντησε τον Γκότσε Ντέλτσεφ, επίσης δάσκαλο και οι δύο
άντρες αναδείχθηκαν ηγέτες της ΕΜΕΟ.
Σύμφωνα με την ΕΜΕΟ η απελευθέρωση έπρεπε
να γίνει μέσα από μια αμιγώς μακεδονική οργάνωση. Παρ’ όλα αυτά, τα επόμενα χρόνια
η οργάνωση κινήθηκε σ’ ένα θολό τοπίο συνεργαζόμενη με το βουλγαρικό
εθνικιστικό κομιτάτο, ενώ δεν ξεκαθάρισε ποτέ τις σχέσεις της με την κυβέρνηση
την Σόφιας ούτε με την εξαρχία και το θρησκευτικό ηγέτη της, που σε κάθε
ευκαιρία δήλωνε ότι το να είσαι αντάρτης της εξαρχίας σημαίνει πρώτα ότι είσαι
Βούλγαρος. Και η κυβερνητική πολιτική της Σόφιας απέβλεπε, επίσης, στο να
ξυπνήσει σταδιακά ένα βουλγαρικό εθνικιστικό αίσθημα μεταξύ των χωρικών και στα
τρία βιλαέτια. Έτσι, η συμμαχία που δημιουργήθηκε από το βουλγαρικό εθνικισμό
με τη σύμπραξη της εκκλησίας και της κυβέρνησης προχώρησε και με τις ευλογίες
της αυτονομιστικής ΕΜΕΟ, μολονότι αρκετά μέλη της διάκειντο εχθρικά προς τους
κληρικούς, λόγω των σοσιαλιστικών και αντικληρικών απόψεών τους. Παράλληλα όμως
οι ηγέτες της ΕΜΕΟ προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τις δομές της εξαρχίας,
σχολεία και μοναστήρια, για τους δικούς τους πολιτικούς σκοπούς.
Μεταξύ 1893 και 1900 η ΕΜΕΟ ήταν η μόνη οργάνωση που είχε
καταφέρει να χτίσει μόνιμες δομές και στα τρία βιλαέτια. Η οργάνωση επεδίωκε να
παρεμβαίνει σε διάφορες φάσεις της καθημερινής ζωής, με τη λειτουργία κρυφών
δικαστηρίων, τη δημιουργία μιας αποτελεσματικής υπηρεσίας υγείας που προμήθευε
τα αναγκαία φάρμακα και μια στοιχειώδη οικονομική οργάνωση αλληλοβοήθειας, ώστε
να πείσει τους απλούς ανθρώπους για την αναγκαιότητα της οργάνωσης ενός
αποτελεσματικού εθνικού μακεδονικού συστήματος. Σύμφωνα με τις εκθέσεις των
προξένων της Γαλλίας και της Αυστρίας που σταθμεύουν στα τρία βιλαέτια, η
αγροτική κοινωνία άργησε να πεισθεί και να ενταχθεί στην ΕΜΕΟ.
Μολονότι οι
χωρικοί ζούσαν σε άθλιες συνθήκες, η ιδέα του να ανατραπεί εντελώς αυτή η
ταπεινή ζωή τους και να πορευτούν προς το άγνωστο τους φόβιζε περισσότερα από
αυτό το λίγο που είχαν. Αντιθέτως, στα βόρεια των Βιτωλίων και στο Κόσοβο η
ΕΜΕΟ απέκτησε γρήγορα έρεισμα και έγινε δημοφιλής, επειδή οι μαχητές της
υπεράσπιζαν τους κατοίκους από την αυθαιρεσία των Αλβανών και τους καθημερινούς
ξυλοδαρμούς. Ήταν επίσης ευκολότερο για την ΕΜΕΟ να οργανώσει ένα δίκτυο εκεί, γιατί
οι περιοχές ήταν ορεινές και δυσπρόσιτες, και ως εκ τούτου μακριά από την
οθωμανική διοικητική παρουσία.
Περί το 1900, οι τρεις κυβερνήσεις, Ελλάδας, Βουλγαρίας και
Σερβίας υποστήριζαν υπόγεια τα αντάρτικα κινήματα που πολεμούσαν με μεγάλη
σφοδρότητα για την «απελευθέρωση της Μακεδονίας» από τους Οθωμανούς, αλλά στην
πραγματικότητα σφάζονταν μεταξύ τους, γεγονός που εξέπληξε αρκετές φορές τη
σοκαρισμένη κοινή γνώμη της Ευρώπης που δεν καταλάβαινε το γιατί. Αυτά τα
τέσσερα κινήματα θα μπορούσαν να έχουν καθίσει σ’ ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων
και χωρίς προαπαιτούμενα να συμφωνήσουν με συμβιβασμούς εκατέρωθεν, αντί να
αλληλοσκοτώνονται. Ωστόσο, η εθνικιστική υστερία και η αντιπαλότητα κυρίως
μεταξύ των τριών βαλκανικών κρατών φάνταζε ανυπέρβλητη και εμπόδιζε κάθε ίχνος
συνεννόησης.
Έλληνες, Βούλγαρος και Σέρβοι καπεταναίοι ποζάρουν για τον φωτογραφικό φακό γύρω στα 1904 |
Μετά το 1900, βασική επιλογή της ΕΜΕΟ υπήρξε η στροφή προς την
τρομοκρατία και ο χαρακτήρας του αγώνα της μακεδονικής οργάνωσης μεταβλήθηκε. Η
ηγεσία της επέλεξε την πολιτική της πρόκλησης, ώστε να αναγκάσει τους Οθωμανούς
σε σπασμωδικές κινήσεις και αντιδράσεις απάνθρωπες και καταδικαστέες που θα
προκαλούσαν την παρέμβαση των μεγάλων δυνάμεων. Για το σκοπό αυτό η EMEO
δημιούργησε τους Τσέτες, που απέκτησαν το προσωνύμιο «εταιρεία θανάτου».
Επρόκειτο για επίλεκτες ομάδες επτά έως δέκα ανδρών που ήταν αποφασισμένοι να
πεθάνουν στη μάχη και ήταν επικηρυγμένοι από τους Οθωμανούς. Οι Τσέτες ήταν
υπεύθυνοι για τις επιθέσεις και την καταστροφή των μέσων επικοινωνίας
(τηλεγραφικές και τηλεφωνικές γραμμές, γέφυρες, σιδηροδρομικές γραμμές). Το
1901-1902, η γενική κατάσταση επιδεινώθηκε σημαντικά, επειδή οι κομιτατζήδες
συντηρούσαν ένα μόνιμο κλίμα γενικής αναταραχής στην ύπαιθρο, ενώ οι Οθωμανοί
στρατιώτες απαντούσαν με σφαγές των χριστιανών και η ΕΜΕΟ διέταζε νέες
επιθέσεις και απαγωγές ξένων υπηκόων.
Στις μακεδονικές πόλεις βασιλεύει πλέον μια τεταμένη
ατμόσφαιρα και οι κάτοικοι ζουν δραματικές ώρες. Το αίμα ρέει ποτάμι, οι δρόμοι
σπαρμένοι με ανθρώπινα κουφάρια, οι πολιτικές δολοφονίες αυξάνονται κατακόρυφα
με θύματα κυρίως εκείνους που εκπροσωπούν την αντίπαλη προπαγάνδα, διευθυντές
σχολείων, ιερείς, κατώτερους αξιωματικούς που υπηρετούν στα προξενεία. Οι φόνοι
αποτελούν, κατά κάποιο τρόπο, την ανταλλαγή επιχειρημάτων μεταξύ των
υποστηρικτών της μιας ή της άλλης εθνικής κοινότητας που συνυπήρχαν στη
Μακεδονία και είναι αποτέλεσμα της συνεχούς και αυξανόμενης προπαγάνδας των
διαφορετικών βαλκανικών γειτόνων. Όπως αναφέρουν ευρωπαίοι διπλωμάτες στις
συναντήσεις τους, ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β΄ έδειχνε μάλλον ευχαριστημένος με
την αλληλοσφαγή των χριστιανών.
Τον Απρίλιο του 1903, η επαναστατική τρομοκρατία φτάνει στο
αποκορύφωμά της με μια σειρά επιθέσεων στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Μια ομάδα
νεαρών αναρχικών, οι Βαρκάρηδες, τοποθέτησαν βόμβα στο γαλλικό ατμόπλοιο
Γουαδαλκιβίρ που εκτελούσε το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη–Κωνσταντινούπολη με
αποτέλεσμα την προσάραξή του, ανατίναξαν το εργοστάσιο φωταερίου και βύθισαν
στο σκοτάδι την πόλη, δυναμίτισαν το κτίριο της Αυτοκρατορικής Οθωμανικής
Τράπεζας και με βόμβες εκτροχίασαν τραίνα. Η πόλη της Θεσσαλονίκης βρέθηκε για
ημέρες σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ο απολογισμός ήταν βαρύς, εκατό περίπου
άνθρωποι σκοτώθηκαν στις ανταλλαγές πυροβολισμών, που ακολούθησαν τις συμπλοκές
των αναρχικών με την αστυνομία. Όπως ήταν επόμενο η τρομοκρατική δραστηριότητα
της ΕΜΕΟ επηρέασε στη συνέχεια και την τακτική των άλλων απελευθερωτικών
κινημάτων.
Τρεις μήνες αργότερα, στις 20 Ιουλίου του 1903, ακολούθησε η
εξέγερση του Ίλιντεν, όταν η ΕΜΕΟ πυροδότησε στο βιλαέτι των Βιτωλίων γενική
εξέγερση που επεκτάθηκε και στην υπόλοιπη Μακεδονία. Οι συγκρούσεις των
κομιτατζήδων και του οθωμανικού στρατού διήρκεσαν τρεις ολόκληρους μήνες. Αν
και η εξέγερση κατεστάλη με τη στρατιωτική ήττα των ανταρτών και τη συντριβή
των δυνάμεων της ΕΜΕΟ από τα οθωμανικά στρατεύματα, οι ηγέτες της οργάνωσης
κέρδισαν μια ακόμη διπλωματική μάχη, διότι η Βιέννη και η Αγία Πετρούπολη,
παρακολουθώντας τα γεγονότα αποφάσισαν να δράσουν ενορχηστρωμένα και να
επιβάλουν ένα νέο σχέδιο μεταρρυθμίσεων στο σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ.
Η Συμφωνία του Μίρτζστεγκ υπεγράφη το Νοέμβριο του 1903 και
προέβλεπε μέτρα για την αποκατάσταση της τάξης και της ασφάλειας, καθώς και την
εκτέλεση ενός σχεδίου μεταρρυθμίσεων για τους χριστιανούς της Μακεδονίας. Τα
τρία βιλαέτια διαιρούνταν σε πέντε διοικητικούς τομείς, και κάθε ένας από
αυτούς τίθετο υπό τον έλεγχο μιας εκ των Μεγάλων Δυνάμεων. Όμως, οι
διφορούμενες φράσεις και η έλλειψη ακρίβειας που χαρακτήριζαν το κείμενο της
συμφωνίας συνέβαλαν στην επιδείνωση της κατάστασης. Το άρθρο 3 προέβλεπε ενδεχόμενη
μεταβολή των γεωγραφικών ορίων των διοικητικών περιφερειών του χώρου,
προκειμένου να επιτευχθεί μια ομοιογενέστερη κατανομή των εθνοτήτων της
περιοχής.
Μια νέα διοικητική οριοθέτηση «για την ομογενοποίηση των διαφορετικών
εθνικοτήτων» από τη στιγμή που θα αποκαθίστατο η τάξη και η ασφάλεια. Ωστόσο, η
έννοια της ιθαγένειας στην οθωμανική αυτοκρατορία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, στο
βαθμό που οι άνθρωποι προσδιόριζαν τους εαυτούς τους πρώτα από τις θρησκευτικές
τους πεποιθήσεις. Έτσι, το άρθρο 3 ανοίγει την πόρτα σε μια νέα μορφή
εξαιρετικά βίαιης εθνικο-θρησκευτικής σύγκρουσης. Οι άνθρωποι συχνά
κακοποιούνταν βάναυσα για να «περάσουν» από τη μια εκκλησία στην άλλη. Για
παράδειγμα, οι ελληνικές ένοπλες ομάδες ανάγκαζαν τα χωριά της εξαρχίας να
ενταχθούν στις τάξεις του πατριαρχείου και ως εκ τούτου να αφομοιωθούν από τους
Έλληνες.
Το 1904, η ΕΜΕΟ έχει πλέον αποδυναμωθεί. Το δίκτυο των
επαναστατικών επιτροπών της έχει κατά μεγάλο μέρος διαλυθεί, ενώ αρκετοί ηγέτες
της έχουν σκοτωθεί στις μάχες. Η ήττα του Ίλιντεν έχει συγκλονίσει την οργάνωση
συθέμελα και έντονες διαφωνίες προκύπτουν σχετικά με τη νέα πολιτική και τον
καθορισμό μιας νέας πορείας. Συνέπεια τούτου ήταν, την άνοιξη 1904, η Μακεδονία
να ερημωθεί και πάλι από τις ένοπλες ομάδες της Ελλάδας, της Βουλγαρίας, της
Σερβίας και της Ρουμανίας, που έσπευσαν να επωφεληθούν από την αποδυνάμωση της
ΕΜΕΟ.
Λίγα χρόνια πριν, στα 1901, ο Ίων Δραγούμης, νεαρός άντρας
μόλις 23 χρόνων, διορίζεται στις Σέρρες ως διπλωματικός υπάλληλος, ενώ αργότερα
με δική του επιθυμία μετατίθεται στα Βιτώλια. Ο Ίων Δραγούμης, διαπνεόμενος από
εθνικιστικές ιδέες και σε στενή συνεργασία με τον πατέρα του, τον πολιτικό
Στέφανο Δραγούμη, υπήρξε ουσιαστικά ο οργανωτής των ελληνικών κοινοτήτων κατά
τη διάρκεια της θητείας του στη Μακεδονία.
Από την αρχή φρόντισε να έχει γύρω
του έμπιστους συνεργάτες και στις πόλεις της Μακεδονίας απ’ όπου διερχόταν
στρατολογούσε ανθρώπους με κύρος στις τοπικές κοινωνίες, διανοούμενους,
προκρίτους, δασκάλους και ιερείς. Από τα Βιτώλια, ήδη, με ένα στενό κύκλο
συνεργατών του, άρχισε να συντονίζει τις κινήσεις των ένοπλων ομάδων που
στέλνονταν από την Ελλάδα στον ευρύτερο μακεδονικό χώρο, στην Καστοριά, στη
Φλώρινα αλλά και στα Βιτώλια, που ήταν ουσιαστικά το θέατρο των επιχειρήσεων
της ΕΜΕΟ.
Παράλληλα, πάλι με ενέργειές του, δημιουργήθηκαν σε κάποιες πόλεις
της Μακεδονίας τοπικά Κέντρα και οργανώθηκε η άμυνα στα χωριά. Όλα γίνονταν σε
συνεχή επικοινωνία με τον πατέρα του, που είχε ευρύ κύκλο Μακεδόνων φίλων, και
με τον άντρα της αδελφής του Ναταλίας, τον Παύλο Μελά, ο οποίος βρισκόταν στην
Αθήνα και στρατολογούσε άντρες ετοιμοπόλεμους για να δράσουν σε ομάδες στη
Μακεδονία. Μετά τα Βιτώλια επιστρέφει και πάλι στις Σέρρες και στη συνέχεια
περνάει από διάφορα προξενεία στις πόλεις της ευρωπαϊκής Τουρκίας μέχρι το
1907, οπότε και διορίζεται στην Κωνσταντινούπολη.
Μετά την εξέγερση του Ίλιντεν και τα δραματικά γεγονότα που
ακολούθησαν, οι προσπάθειες όλων, κράτους και μακεδονικών επιτροπών στην Αθήνα,
συνέκλιναν σε δυναμικότερες επιλογές. Προς το σκοπό αυτό, ο Ίων Δραγούμης
πιέζει τους συνεργάτες του στην Αθήνα να επισπευσθεί η οργάνωση του ελληνικού
Μακεδονικού Κομιτάτου. Έτσι, το Νοέμβρη του 1903 δημιουργείται το Διευθυντήριο
(Ανώτατη Αρχή) και το Μάιο του 1904 ιδρύεται στην Αθήνα το Μακεδονικό Κομιτάτο,
όπου συσπειρώνονται κοντά στο Στέφανο Δραγούμη οι παλαίμαχοι της Εθνικής
Εταιρείας, μέλη άλλων επιτροπών και συλλόγων, εκπρόσωποι του κράτους, καθώς και
πρόσωπα με κοινωνική αποδοχή, όπως ο Λάμπρος Κορομηλάς και ο Δημήτρης
Καλαποθάκης, διευθυντής της εφημερίδας Εμπρός που πρόσφερε την εφημερίδα του
για τους σκοπούς του Κομιτάτου.
Από εκεί και πέρα, το ελληνικό Μακεδονικό Κομιτάτο διευθύνει
και διεκπεραιώνει τον ένοπλο αγώνα στη Μακεδονία. Ο Παύλος Μελάς, οργανωτής των
αποστολών όπλων και ενόπλων, παρέμεινε μέχρι το καλοκαίρι του 1904 στην Αθήνα,
οπότε και μετέβη στη Μακεδονία για να συντονίσει τις επιχειρήσεις του
Μακεδονικού Κομιτάτου ενάντια στους Βούλγαρους αντάρτες. Ο Λάμπρος Κορομηλάς
που υπήρξε πρόξενος στη Φιλιππούπολη όπου έδρευαν τα βουλγαρικά κομιτάτα και
παρακολουθούσε τους τρόπους και μεθόδους δράσης των, υποδυόμενος ακόμη και τον
ομοϊδεάτη, μετατέθηκε το Σεπτέμβρη του ίδιου έτους στο προξενείο της Ελλάδας
στη Θεσσαλονίκη. Λίγες μέρες αργότερα ο Παύλος Μελάς σκοτώνεται στη Μακεδονία.
Το Μακεδονικό Κομιτάτο στηρίζονταν κυρίως στη συνεργασία των
προξενείων με τα κατά τόπους Κέντρα και στη λειτουργία μιας παράλληλης
οργάνωσης εντός της Μακεδονίας, η οποία ενσωμάτωνε όλες τις τοπικές επιτροπές,
τους εθνικούς συλλόγους και τα δίκτυα πληροφοριών. Μυούνταν πρόσωπα με
κοινωνική επιρροή, δάσκαλοι, πρόκριτοι, ιερείς, όσοι μπορούσαν να επηρεάζουν
τους άλλους. Η μύηση γινόταν με το σύστημα των συνωμοτικών τριάδων. Ο πρώτος
που μυούνταν αναλάμβανε και τη μύηση των τριάδων πάντα με όρκο. Τρία πράγματα
απαιτούνταν από τους μυούμενους: α. Μυστικότητα, β. Κατήχηση, γ. Παροχή
πληροφοριών προς τα Κέντρα, συνήθως με κρυπτογραφημένες επιστολές –για το σκοπό
αυτό διανέμονταν στους μυημένους το ειδικό κρυπτογραφικό αλφάβητο.
Κρυπτογραφικό αλφάβητο και κρυπτογραφημένο κείμενο με
μετάφραση
|
Εκείνοι αναλάμβαναν να ιδρύσουν σε κάθε πόλη ένα πολιτιστικό
σωματείο, που λειτουργούσε στην πραγματικότητα ως Κέντρο και όργανο του
προξενείου για την οργάνωση, με τμήματα γυμναστικής, θεάτρου, μουσικής και
κυνηγετικό τμήμα. Είχε επίσης τη μυστική αποστολή να γυμνάζει και να
προετοιμάζει αξιόμαχες ομάδες ανδρών εξοικειωμένων στη χρήση όπλων. Πολλά μέλη
ήταν κρυφοί πράκτορες και αναφέρονταν μόνον στην τριάδα, άλλοι ήταν μαχητές,
σύνδεσμοι και οδηγοί, σχεδίαζαν χάρτες με τις κινήσεις του στρατού και των κομιτατζήδων,
ενεργούσαν κρυφούς και φανερούς εράνους, μοίραζαν όπλα και πολεμοφόδια,
εξασφάλιζαν καταλύματα στους αντάρτες, διενεργούσαν σαμποτάζ, εκτελούσαν
κατασκόπους και προδότες, κάλυπταν τις επιχειρήσεις των ομάδων προκαλώντας
σύγχυση στις καταδιωκτικές αρχές και εμπιστοσύνη στους αγωνιζόμενους. Επίσης το
Κέντρο καθόριζε πότε και σε ποιες περιφέρειες θα δρούσαν οι ερχόμενες από
Ελλάδα ένοπλες ομάδες. Η δράση τους κατευθυνόταν και συντονιζόταν κρυφά από τα
ελληνικά προξενεία, δηλαδή από τον Ίωνα Δραγούμη, τον Άγγελο Άννινο (Καβάλα,
Ξάνθη), τον Ιωάννη Στορνάρη (Σέρρες) κ.ά.
Ο Γεώργιος Κηπιώτης με μικρούς μαθητές του το 1911 στην Ξάνθη. |
Μετά το θάνατο του Παύλου Μελά οι ελληνικές ομάδες ενόπλων
εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία όπου γρήγορα οργανώθηκαν σ’ ένα δίκτυο παρόμοιο με
αυτό της ΕΜΕΟ. Χρησιμοποιώντας ως στρατηγείο το ελληνικό προξενείο στη
Θεσσαλονίκη, περνάνε στη Μακεδονία αποστολές ενόπλων που στρατολογούνται στην Ελλάδα και την
Κρήτη. Έχοντας την υποστήριξη των κληρικών του πατριαρχείου, που επιθυμούσαν
διακαώς να ανακαταλάβουν τις μητροπόλεις και τις ενορίες που είχαν προσχωρήσει
στη βουλγαρική εξαρχία, μάχονται κυρίως ενάντια στους ενόπλους του βουλγαρικού
κομιτάτου και στους αντάρτες της ΕΜΕΟ και όχι κατά των Τούρκων.
Τον ίδιο καιρό, στο βόρειο τμήμα της Μακεδονίας, οι Σέρβοι
οργανώνουν επιδρομές σε όλο το βιλαέτι του Κοσόβου. Χρησιμοποιούν και αυτοί,
όπως οι Έλληνες, τα προξενεία τους για να στέλνουν και να λαμβάνουν οδηγίες,
όπλα και άνδρες. Στο εξής, ο στόχος των ελληνικών στρατιωτικών ομάδων, όπως και
των βουλγαρικών και σερβικών καθώς και της ΕΜΕΟ δεν φαίνεται να είναι πλέον η
απελευθέρωση της Μακεδονίας από τον οθωμανικό «ζυγό», αλλά η ήττα των αντίπαλων
αντάρτικων ομάδων, με άλλα λόγια, «εδώ πρόκειται για έναν ενδοχριστιανικό
πόλεμο». Παρόλο που το ελληνικό και το σέρβικο κίνημα δεν προχωρούν σε καμιά
σύναψη συμφωνίας, φαίνεται να υπάρχει μια σιωπηλή συμφωνία μεταξύ τους∙
μάχονται και οι δυο εναντίον όλων εκείνων που αντιπροσωπεύουν τους Βουλγάρους.
Το 1905, μια καινούργια «εθνική αντάρτικη ομάδα» εμφανίζεται
στη Μακεδονική αρένα, οι Ρουμάνοι. Οι δραστηριότητές τους όμως παραμένουν
περιορισμένες, στο βαθμό που δεν υπάρχουν κοινά σύνορα μεταξύ της Ρουμανίας και
των μακεδονικών βιλαετίων. Σε αντίθεση με τους Έλληνες και τους Βούλγαρους, ο
ρουμάνος βασιλιάς Κάρολος δεν επιθυμεί εδαφική προσάρτηση και επέκταση, αλλά
σκοπεύει στην αναγνώριση της ύπαρξης της βλάχικης κοινότητας από το σουλτάνο.
Οι Κουτσόβλαχοι αντιπροσωπεύουν μόλις το 3% του πληθυσμού και στα τρία
βιλαέτια. Ωστόσο, στο βιλαέτι των Βιτωλίων βλάχικες αντάρτικες ομάδες μάχονταν
στο πλευρό της ΕΜΕΟ εναντίον των Ελλήνων. Παρά το γεγονός ότι οι ρουμανικές
δραστηριότητες παραμένουν οριακές σε σύγκριση με εκείνες των Ελλήνων ή της
ΕΜΕΟ, αποτελούν όμως έναν επιπλέον παράγοντα αναταραχής, ο οποίος συμβάλλει στη
γενική επιδείνωση της κατάστασης της Μακεδονίας.
Και μέχρι την επανάσταση των Νεότουρκων, τον Ιούλιο του 1908,
η κατάσταση συνεχίζει να επιδεινώνεται, καθώς καμιά προσπάθεια για εκτόνωση δε
γίνεται, ενώ ο σουλτάνος, που χρησιμοποιεί αυτό το κλίμα ανασφάλειας για τους
δικούς του σκοπούς στρέφοντας τη μια χριστιανική κοινότητα εναντίον της άλλης,
έχει το πλεονέκτημα. Αρχικά επιτρέπει στις ελληνικές ένοπλες ομάδες να μάχονται
κατά των ενόπλων της ΕΜΕΟ γύρω από τα Βιτώλια, εκεί που η ΕΜΕΟ φαίνεται να έχει
ριζώσει για τα καλά. Στη συνέχεια τους επιτρέπει να δρουν με το δικό τους τρόπο
κατά των Βουλγάρων και κατά της ΕΜΕΟ στην περιοχή των Σκοπίων. Και από τις
αρχές του 1905, δεν λαμβάνει μέτρα κατά των βλάχων ανταρτών στον αγώνα τους
εναντίον των Ελλήνων, γιατί οι τελευταίοι έχουν γίνει πολύ «ισχυροί» στα μάτια
του, ούτε και εναντίον βεβαίως των Αλβανών που καταλαμβάνουν το ένα μετά το
άλλο τα χωριά των Σέρβων στο βιλαέτι του Κοσόβου.
Με την επανάσταση των Νεότουρκων το 1908 τα πράγματα αλλάζουν
και όπως γράφει και ο Γ. Κηπιώτης «…οι
Nεότουρκοι οίτινες ανεκήρυξαν το Σύνταγμα και ανέλαβον την διεύθυνσιν του
τουρκικού Κράτους προσεπάθουν να περιποιούνται τους πάντας άνευ διακρίσεως και
ένεκα της ανακηρύξεως του Συντάγματος εσταμάτησε πάσα εθνική εργασία των
ανταρτικών Σωμάτων».
Τελειώνοντας το κείμενο αυτό για το «μακεδονικό» ζήτημα, και
σαν επίλογο, παραθέτω ένα απόσπασμα από τη συνέντευξη που έδωσε ο Ηλίας
Πετρόπουλος στο περιοδικό των Σκοπίων Επόχα και δημοσιεύτηκε στις 14 Μαρτίου
1992 και την οποία στην Ελλάδα τόλμησε να τη δημοσιεύσει ο Ιός της
Ελευθεροτυπίας στις 8/2/2009, δηλαδή 17 χρόνια αργότερα!
«…Στις
αρχές της δεκαετίας του ’30, εγκατασταθήκαμε σε μια Θεσσαλονίκη που ήτανε,
ακόμη, η μεγάλη πολυεθνική πόλη, όπου κυριαρχούσε το εβραϊκό στοιχείο. Οι
εβραίοι, οι έλληνες, οι αρβανίτες (τους λέγαμε: αρναούτηδες), οι σέρβοι, οι
αρμένηδες, οι σλαβομακεδόνες, οι βούργαροι, οι ρουμανόβλαχοι, οι λαζοί (άλλοι
ήσανε ελληνόφωνοι κι άλλοι τουρκόφωνοι), οι καραμαλήδες (ορθόδοξοι τουρκόφωνοι
από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας), οι ντονμέδες (εξισλαμισθέντες εβραίοι), οι
φραγκολεβαντίνοι. Όλες αυτές οι εθνότητες ζούσαν σε αρμονία. Στην Θεσσαλονίκη
δεν υπήρχαν γκέτο. Οι εθνότητες ήσανε οργανωμένες με διάφορους τρόπους:
γειτονιά, επάγγελμα, ενορία (γύρο σε μιαν εκκλησία, ή χάβρα, ή τζαμί). Υπήρχε
μια ιδιάζουσα κάθετη και οριζόντια κοινωνική διάταξη. Οι άνθρωποι
γνωριζόντουσαν από τις εθνικές τους ενδυμασίες. Οι καβάσηδες ήσαν αρβανίτες, οι
φουρνάρηδες ηπειρώτες, οι σέρβοι είχαν πολλά ζαχαροπλαστεία, οι αρμένηδες είχαν
το μονοπώλιο του καφέ, οι πλανόδιοι γαλατάδες ήσαν βλάχοι… Βέβαια, θυμάμαι τα
πρώτα μου παιδικά χρόνια στην Αθήνα, που στο σπίτι μας την θεωρούσαμε σαν
αληθινή πατρίδα μας. Εκείνη την μακρινή εποχή οι παλιοελλαδίτες αντιμετώπιζαν
σαν αποικία την Βόρεια Ελλάδα. Άλλωστε, τους κάτοικους της Βόρειας Ελλάδας τους
αποκαλούσαν «βούργαρους». Η σχετική παράδοση συνεχίζεται, μέχρι σήμερα, στα
γήπεδα του φουτ-μπολ: κάθε φορά που μια ομάδα της Θεσσαλονίκης κατεβαίνει στην
Αθήνα οι αθηναίοι θεατές ουρλιάζουν «έξω οι βούργαροι» και άλλα χειρότερα».
ΤΕΟΣ ΡΟΜΒΟΣ (απόσπασμα από το βιβλίο «Γεώργιος Κηπιώτης, ένας
φίλος των παιδιών», 2016)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου