Ιδού το σκάνδαλο με τα μνημεία που θέλουν να ξεπουλήσουν – Το απαίτησε η τρόικα, συμμορφώθηκαν αμέσως

Το Υπερταμείο ήξερε ότι ζητούσε και μνημεία; Γιατί η κυβέρνηση δεν τα εξαίρεσε εξαρχής
 
Μετά το θόρυβο που προκλήθηκε από την αποκάλυψη ότι μνημεία και αρχαιολογικοί χώροι περιλαμβάνονται στα ακίνητα που η Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας (το «Υπερταμείο») ζήτησε να μεταβιβαστούν στο χαρτοφυλάκιό της και τα οποία συμπεριλήφθηκαν σε σχετικό ΦΕΚ, η κυβέρνηση έσπευσε να οργανώσει μια επικοινωνιακή αντεπίθεση για να διαβεβαιώσει ότι όλα τα ακίνητα που αφορούν μνημεία και εν γένει την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας θα εξαιρεθούν.

Υποστηρίζει, δηλαδή, η κυβέρνηση και τα αρμόδια υπουργεία (Οικονομικών και Πολιτισμού) ότι τελικά θα ισχύσουν οι προβλέψεις που εξαιρούν προστατευόμενες περιοχές, αρχαιολογικούς χώρους, πράγματα εκτός συναλλαγής κ.λπ.
Ωστόσο οι κυβερνητικές αυτές διαβεβαιώσεις φαίνεται ότι δεν έχουν πείσει τους ανθρώπους που ζουν καθημερινά τη διαχείριση και προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς.


Το Υπερταμείο ήξερε ότι ζητούσε και μνημεία;

Με το που αποκαλύφθηκε η συγκεκριμένη εξέλιξη και δόθηκαν οι πρώτες διευκρινίσεις από τη μεριά της κυβέρνησης, προέκυψαν νέα ερωτήματα σε σχέση με τον κατάλογο που το «Υπερταμείο» έστειλε στην κυβέρνηση αλλά και την επιλογή του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής απλώς να τον αντιγράψει, εξουσιοδοτώντας τον αρμόδιο υπουργό Οικονομικών να δει τι θα γίνει με εξαιρέσεις.

Πώς διαμορφώθηκε ο αρχικός κατάλογος; Το ΕΕΣΥΠ, που είναι ένας φορέας εκτός του δημοσίου και στην πραγματικότητα υπό τον έλεγχο των δανειστών, πώς διαμόρφωσε τον κατάλογο των ακινήτων που θα μεταβιβάζονταν στην ΕΤΑΔ ΑΕ; Για ποιο λόγο ο φορέας, το εποπτικό συμβούλιο του οποίου έχει ως πρόεδρο τον κ. Jacques le Pape, πρώην αναπληρωτή διευθυντή του γραφείου της κ. Λαγκάρντ, ζητούσε να μεταβιβαστούν ακόμη κι αρχαιολογικοί χώροι; Αντίστοιχα, όταν ο κατάλογος αυτός πήγε από την ΕΕΣΥΠ στην κυβέρνηση, δεν υπήρξε κάποιος που να κοιτάξει στον κατάλογο και να αφαιρέσει ακίνητα που θα εξαιρούνταν εν τέλει;

Μια απάντηση στα ερωτήματα αυτά ίσως να δίνει η Έκθεση Συμμόρφωσης με την οποία ολοκληρώθηκε η τέταρτη αξιολόγηση και άρα ήρθε και η «έξοδος από τα μνημόνια». Εκεί το ζήτημα της μεταβίβασης ακινήτων αναφέρεται ως ολοκληρωμένο («done») προαπαιτούμενο και περιγράφεται ως εξής (παραθέτουμε πρώτα το επίσημο αγγλικό κείμενο και εν συνεχεία τη δική μας μετάφραση)

«Consultants have been hired by HCAP. The consultants of HCAP have requested more detailed data on the assets included in the national cadastre on the assets belonging to the state or to an unknown owner to HCAP so as to proceed with the screening process. The additional data has been provided to HCAP at the end of March and the screening has started. The identification of assets has been completed by the consultants. Following the identification, the list of the real estate assets to be transferred to HCAP was submitted to the Minister for approval. The Minister issued the relevant decision, following the relevant authorisation by KYSOIP (FEK B’ 2317/19.06.2018). The decision is the legal title for the transfer of the assets to ETAD/HCAP.»

Παραθέτουμε μια πρόχειρη μετάφραση:
«Σύμβουλοι προσελήφθησαν από την ΕΕΣΥΠ. Οι σύμβουλοι της ΕΕΣΥΠ ζήτησαν πιο λεπτομερή δεδομένα πάνω στα περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στο εθνικό κτηματολόγιο, πάνω στα ακίνητα που ανήκουν στο κράτος ή σε έναν άγνωστο στην ΕΕΣΥΠ ιδιοκτήτη, έτσι ώστε να προχωρήσουν στη διαδικασία ελέγχου. Τα επιπλέον δεδομένα παρασχέθηκαν στην ΕΕΣΥΠ στο τέλος του Μαρτίου και ξεκίνησε ο έλεγχος. Η ταυτοποίηση των περιουσιακών στοιχείων ολοκληρώθηκε από τους συμβούλους. Ύστερα από την ταυτοποίηση η λίστα των ακινήτων που έπρεπε να μεταβιβαστούν στην ΕΕΣΥΠ υποβλήθηκε στον υπουργό για έγκριση. Ο υπουργός εξέδωσε την σχετική απόφαση, ακολουθώντας τη σχετική εξουσιοδότηση από το ΚΥΣΟΙΠ [Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής] (ΦΕΚ Β΄ 2317/19-06-2018). Η απόφαση είναι ο νόμιμος τίτλος για τη μεταβίβαση των ακινήτων στην ΕΤΑΔ/ΕΕΣΥΠ».

Επομένως, για μήνες εξεταζόταν ο κατάλογος των ακινήτων, είχε ελεγχθεί, είχαν δοθεί από τις δημόσιες υπηρεσίες τα απαραίτητα στοιχεία και παρ’ όλα αυτά η ΕΕΣΥΠ ζήτησε συγκεκριμένα και ελεγμένα ακίνητα που περιλάμβαναν και μνημεία, αρχαιολογικούς χώρους κ.λπ.
Δεν είναι ότι πήραν ένα μητρώο ακινήτων και το αντέγραψαν ώστε μετά να αφαιρεθούν τα εξαιρούμενα. Πήραν έναν κατάλογο ελεγμένων ακινήτων που όμως περιλάμβανε μνημεία, το αντέγραψαν σε ένα ΦΕΚ, ώστε να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση και στη συνέχεια εξουσιοδότησαν τον υπουργό να δει εάν υπάρχουν θέματα εξαιρέσεων.

Προφανώς δε, εάν τόσους μήνες υπήρχε επικοινωνία ανάμεσα στην ΕΕΣΥΠ και τις αρμόδιες υπηρεσίες, η κυβέρνηση γνώριζε εξαρχής ότι το «Υπερταμείο» θα ζητούσε και μνημεία, μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους. Γιατί παρ’ όλα αυτά συμπεριλήφθησαν στον αρχικό κατάλογο τα συγκεκριμένα ακίνητα; Ποιοι ήταν οι σύμβουλοι που έναν τον έλεγχο; Ποια ενημέρωση είχαν οι αρμόδιοι φορείς;

Πάντως, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Έθνος», εκπρόσωπος του «Υπερταμείου» δήλωσε ότι «πήραμε ελλιπή στοιχεία από το Κτηματολόγιο, δεν φαινόταν πουθενά ότι υπάρχουν μνημεία» και ότι «η λίστα εκπονήθηκε μέσω Κτηματολογίου. Δεν γνωρίζουμε εάν το χαρτοφυλάκιο του Εθνικού Κτηματολόγιου είχε επαφή με τις αρμόδιες υπηρεσίες». Προσέθεσε, μάλιστα, ότι «για όλες τις εξαιρέσεις, κατά περίπτωση, θα αποφανθεί η αρμόδια Αρχή: Δασική Υπηρεσία, Εφορείες Αρχαιοτήτων, Κτηματικές Υπηρεσίες κ.λπ.».

Εάν ισχύει αυτό, τότε ποιος ο λόγος των αναφορών σε έλεγχο («screening») του καταλόγου από ειδικούς συμβούλους κλπ στην έκθεσης συμμόρφωσης; Προχειρότητα ή εκ των υστέρων προσπάθεια αποποίησης ευθυνών;

Αρχαιολόγοι: Τα μνημεία προστατεύονται με ΦΕΚ, όχι με δελτία Τύπου

Σε αυτό το φόντο, η νέα ανακοίνωση του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, ήρθε να υπογραμμίσει και τη διάσταση του ζητήματος αλλά και τα ανοιχτά ερωτήματα που υπάρχουν.
Καταρχάς, η ανακοίνωση υπενθυμίζει ότι πέραν των μνημείων στα Χανιά που πρώτα ήρθαν στη δημοσιότητα υπάρχουν και άλλα ακίνητα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν, «η συνεχιζόμενη ταύτιση και άλλων Κωδικών Αριθμών Εθνικού Κτηματολογίου (Κ.Α.Ε.Κ.), που περιλαμβάνονται στη λίστα, με μνημεία και λοιπά ακίνητα αρμοδιότητας του ΥΠ.ΠΟ.Α, όπως ο αρχαιολογικός χώρος της Κνωσού ή τα ενετικά τείχη του Ηρακλείου, τα βυζαντινά τείχη της Θεσσαλονίκης, ο Λευκός Πύργος, η Ροτόντα, αρχαιολογικά μουσεία, όπως του Ηρακλείου, της Σπάρτης και του Αργοστολίου, αποδεικνύει ότι στον μακρύ κατάλογο των 10.119 μεταβιβαζομένων στην ΕΤ.Α.Δ. Α.Ε. ακινήτων συμπεριλαμβάνονται δυστυχώς και άλλα ακίνητα του δημοσίου που εμπίπτουν στην αρχαιολογική νομοθεσία ή χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας».

Έπειτα οι αρχαιολόγοι θέτουν σοβαρά ζητήματα. Η υπουργική απόφαση που κάνει τη μεταβίβαση προβλέπει την εξαίρεση με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 196 του Ν. 4389/2016. Βέβαια, αυτή η ρητή αναφορά χρειάστηκε να γίνει γιατί ο Ν. 4389/2016 προέβλεπε αυτές τις εξαιρέσεις μόνο για τα ακίνητα που είχε η ΕΤΑΔ τη στιγμή της ψήφισης του νόμου και άρα για τις νέες μεταβιβάσεις δεν ίσχυαν αυτόματα!

Όμως, η τρέχουσα μεταβίβαση γίνεται δυνάμει της παραγράφου 6 του άρθρου 196 του Ν. 4389/2016 («6. Άλλα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο δύναται να μεταβιβαστούν στην ΕΤΑΔ με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών») και άρα χρειαζόταν η ρητή επανάληψη ότι θα υπάρξουν εξαιρέσεις. Όμως, είμαστε μέσα στη λογική «πρώτα μεταβιβάζουμε και μετά κατά περίπτωση εξαιρούμε από τη μεταγραφή».

Αντίθετα, ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων αντιπροτείνει ότι όλα αυτά θα μπορούσαν να είχαν αντιμετωπιστεί εξαρχής εάν πρώτα είχαν γίνει οι εξαιρέσεις, δηλαδή με ρητή νομοθετική ρύθμιση είχε εξαιρεθεί ο κατάλογος όλων των ακινήτων που πρέπει να εξαιρεθούν. Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά, αυτό σήμαινε πριν τη μεταβίβαση να είχε προηγηθεί:

«1.  Η  άμεση ταύτιση των σχετικών κωδικών αριθμών Εθνικού Κτηματολογίου (Κ.Α.Ε.Κ.), με σύνταξη και δημοσιοποίηση του πλήρους καταλόγου αρχαιολογικών χώρων, μνημείων και μουσείων και γενικότερα ακινήτων που χρησιμοποιούνται από την Αρχαιολογική Υπηρεσία.

2. Η έκδοση σχετικής Υπουργικής Απόφασης ονομαστικής εξαίρεσης από τη μεταβίβαση κάθε δικαιώματος (κυριότητας και διαχείρισης) όλων των παραπάνω και του περιβάλλοντος χώρου αυτών ή μέρους των ακινήτων αυτών που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 196 του Ν. 4389/2016 προς την ΕΤ.Α.Δ. Α.Ε. και οποιαδήποτε συναφή εταιρεία ή οργανισμό στο διηνεκές. Το ίδιο να ισχύσει και για τυχόν άλλα παρόμοια ακίνητα, που θα αποκαλύπτονται ή θα χαρακτηρίζονται στο μέλλον συμπληρώνοντας την πολιτιστική μας κληρονομιά».

Το ερώτημα της διαχείρισης

Όμως, οι αρχαιολόγοι εντοπίζουν στην ανακοίνωσή τους και ένα άλλο σοβαρό θέμα. Εκτός από τη συγκεκριμένη μεταβίβαση, έχει προϋπάρξει η μεταβίβαση του 2016 όταν το σύνολο των ακινήτων που διαχειριζόταν η ΕΤΑΔ μεταβιβάστηκαν σε αυτή και στο «Υπερταμείο» με το νόμο 4389/2016.
Αυτά τα ακίνητα είναι τα παλιά ακίνητα του ΕΟΤ, τα Ολυμπιακά Ακίνητα, αλλά και τα ακίνητα της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου που απορροφήθηκε από την ΕΤΑΔ. Για τα ακίνητα αυτά προβλέπεται με βάση το νόμο αυτό μια διαδικασία μεταβίβασης κυριότητας (μεταγραφής), εκτός από αυτά που εξαιρούνται, δηλαδή αιγιαλοί, παραλίες και παρόχθιες εκτάσεις, υδρότοποι, περιοχές Ramsar, περιοχές Natura, αρχαιολογικοί χώροι, αμιγώς δασικές εκτάσεις, και λοιπά πράγματα εκτός συναλλαγής.

Σε επικοινωνία που είχαμε με την ΕΤΑΔ, σχετικά με αυτή τη διαδικασία, μας διαβεβαίωσαν ότι αποκλείεται να μεταγραφεί οποιοδήποτε ακίνητο εμπίπτει σε κάποια από τις κατηγορίες που εξαιρούνται, ότι υπάρχουν όλες οι ασφαλιστικές δικλείδες και ότι γίνεται εξονυχιστικός έλεγχος σε συνεννόηση και με τις αρμόδιες υπηρεσίες για κάθε ακίνητο.

Ωστόσο, ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων θέτει το ερώτημα ότι ακόμη και στις περιπτώσεις μη μεταγραφής ενός ακινήτου υπάρχει το ερώτημα της διαχείρισης και της νομής του. Γι’ αυτό το λόγο και υποστηρίζουν ότι χρειάζεται:

«Η διασφάλιση με νομοθετική ρύθμιση ότι επίσης εξαιρούνται της μεταβίβασης και τα μνημεία, οι αρχαιολογικοί χώροι, τα μουσεία και άλλα συναφή ακίνητα αρμοδιότητας της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας που συμπεριλαμβάνονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 196 του Ν. 4389/2016, για τα οποία η ίδια η πολιτική ηγεσία του ΥΠ.ΠΟ.Α. αποδέχεται (στο από 19/9/2018 Δελτίο Τύπου) ότι, ακόμη και αν εξαιρεθεί η μεταβίβαση κυριότητας, η ΕΤΑΔ Α.Ε. διατηρεί την διαχείρισή τους και επομένως την νομή τους (ενδεικτικά αναφέρονται το Μέγαρο Τσίλλερ-Νομισματικό Μουσείο, ακίνητα του ΥΠΠΟΑ στην Πλάκα, αποθηκευτικοί χώροι φύλαξης αρχαιοτήτων σε πολλούς νομούς και πόλεις κλπ.).
 Πρόκειται για ακίνητα, τα οποία κατά τον χρόνο δημοσίευσης του Ν. 4389/16 είχαν ήδη  μεταβιβασθεί, ενώ λόγω της αυτοδίκαιης προστασίας τους από το Σύνταγμα, θα πρέπει η διαχείρισή τους από την ΕΤΑΔ να εξαιρείται».

Στο ίδιο πλαίσιο οι αρχαιολόγοι προτείνουν και την «νομοθετική διασφάλιση των κτηρίων των αρχαιολογικών μουσείων, των αρχαιολογικών αποθηκών και συναφών κτηρίων ή υπαίθριων χώρων που ανήκουν στο ελληνικό δημόσιο και χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, της φύλαξης αρχαιοτήτων και γενικότερα για αρχαιολογικούς σκοπούς».

Είναι σαφές ότι σε αντίθεση με την κυβερνητική ρητορική περί «κινδυνολογίας» υπάρχουν πραγματικά ερωτήματα για το πώς τελικά θα μπορέσουμε να συνδυάσουμε την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, με ένα μηχανισμό, το «Υπερταμείο» που κατεξοχήν σχεδιάστηκε με σκοπό την αξιοποίηση του συνόλου της δημόσιας περιουσίας με σκοπό την αποπληρωμή του χρέους.

[---->]

Δεν υπάρχουν σχόλια: