Τρία ποιήματα για να θυμηθούμε τον Σέζαρ Βαγιέχο


                      


Σαν σήμερα,στις 15 Απριλίου 1938 πεθαίνει στο Παρίσι μια από τις σπουδαίες μορφές της ισπανοαμερικανικής ποίησης του 20ού αιώνα, ο περουβιανός ποιητής Σέζαρ Βαγιέχο (César Vallejo). Σήμερα τον θυμόμαστε με τρία από τα καλύτερα ποιήματα του.

 
Οι μαύροι αγγελιοφόροι
 Έχει χτυπήματα η ζωή τόσο σκληρά… Δεν ξέρω!
Χτυπήματα σαν απ’ την οργή Θεού, λες και μπροστά τους
η ταραχή όλων των πόνων
ήταν μια λίμνη στην ψυχή… Δεν ξέρω!

Λίγα είναι, μα υπάρχουν… Ανοίγουν τάφρους σκοτεινές
στο πρόσωπο το πιο σκληρό στην πιο γερή την πλάτη.
Ίσως και να ‘ ναι άτια από βάρβαρους Αττίλες
ή μαντατοφόροι μαύροι που μας στέλνει ο Θάνατος.

Είναι οι βαθιές πτώσεις των Χριστών της ψυχής,
από μια πίστη που βλαστημάει το Πεπρωμένο.
Αυτά τα αιματηρά χτυπήματα είναι οι τριγμοί
κάποιου ψωμιού που στου φούρνου την πόρτα μας καίγεται.
Κι ο άνθρωπος… Φτωχός… φτωχός! Στρέφει τα μάτια, όπως
όταν πάνω στον ώμο μια παλάμη μας καλεί,
στρέφει τα τρελά του μάτια , κι όλα όσα έζησε
λιμνάζουν, σαν λακκούβα ενοχής, μέσα στο βλέμμα του.

Έχει χτυπήματα η ζωή τόσο σκληρά… Δεν ξέρω!

[μετάφραση : Marta Silvia Dios Sanz]    


  





Ποίημα για να διαβαστεί και να τραγουδηθεί
Ξέρω πως είναι κάποιος
που με ψάχνει μέσα στο χέρι του νύχτα-μέρα,
και με βρίσκει, κάθε λεπτό, μες στα παπούτσια του.
Δεν ξέρει πως η νύχτα είναι θαμμένη
με σπιρούνια πίσω από την κουζίνα;

Ξέρω πως είναι κάποιος καμωμένος από τα μέλη μου,
που τον ολοκληρώνω όταν το ανάστημά μου
καλπάζει στο ακριβές του πετραδάκι.
Αγνοεί πως στο χρηματοκιβώτιό του
δε θα επιστρέψει νόμισμα που βγήκε απ’ το πορτρέτο του;

Ξέρω τη μέρα,
αλλά μου έχει ξεφύγει ο ήλιος
ξέρω την παγκόσμια πράξη που έκανε το κρεβάτι του
με ξένο κουράγιο κι εκείνο το χλιαρό νερό,
που η φαινομενική συχνότητά του είναι ένα ορυχείο.
Είναι, ίσως, τόσο μικρός εκείνος ο άνθρωπος
που τον πατούν τα ίδια του τα πόδια;

Μια γάτα είναι το σύνορο ανάμεσα σ’ εκείνον και σ’ εμένα,
ακριβώς πλάι στο κύπελλό της με το νερό.
Τον βλέπω στις γωνίες, ανοίγει, κλείνει
το κουστούμι του, μάλλον μια ερωτηματική φοινικιά…
Τι άλλο μπορεί να κάμει παρά ν’ αλλάξει κλάμα;

Αλλά με ψάχνει και με ψάχνει. Τι ιστορία!

[μετάφραση: Ρήγας Καππάτος]

      Αποτέλεσμα εικόνας για ποίημα για να διαβαστεί & να τραγουδηθεί

Μαύρη πέτρα πάνω σε μιαν άσπρη πέτρα
 
Θα πεθάνω στο Παρίσι με νεροποντή
μια μέρα που από τώρα έχω τη μνήμη της.
Θα πεθάνω στο Παρίσι-κι ούτε που μ’ ανησυχεί-
ίσως μια Πέμπτη, όπως σήμερα, φθινόπωρο.

Πέμπτη θα’ ναι, γιατί σήμερα, Πέμπτη, που γράφω
αυτούς τους στίχους, τα μπράτσα μου με παν προς
το χειρότερο και, ποτέ όπως σήμερα, δεν με έχω,
μ’ όλο μου το δρόμο, ξαναδεί τόσο μονάχο.

Ο Θέσαρ Βαγιέχο έχει πεθάνει, τον χτυπούσαν
όλοι χωρίς αυτός τίποτα να τους έχει κάνει
του δίνανε χτυπήματα με ξύλο κι ακόμα

χτυπήματα μ’ ένα σκοινί, μάρτυρες είναι
οι Πέμπτες και τα κόκαλα των μπράτσων,
η μοναξιά, η βροχή, οι δρόμοι…

 [μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης]






                             Σέζαρ Βαγιέχο (1892-1938)

      του Γιάννη Γκούμα 
Η σημαντικότητα του ποιητικού λόγου του Περουβιανού ποιητή Σέζαρ Βαγιέχο είναι περιττό να τονιστεί. Πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές του εικοστού αιώνα.Πιο αινιγματικός και πιο πρωτοποριακός απ’ όλους τους άλλους της εποχής του. Δεν είναι ποιητής μερικής αυθεντικότητας, αλλά πλήρης και ολοκληρωτικά αυθεντικός, γνήσιος.

 Στην ποίησή του η εθνική και ταξική συνείδηση ολόκληρης της Νότιας Αμερικής υποβάλλεται σε δοκιμασία και εν μέρει απαλλάσσεται από δεινά. Το ινδιάνικο στοιχείο του Βαγιέχο εμφανίζεται με λεπτότητα σκέψης, μια όχι άμεσα διατύπωση συναισθημάτων και καταστάσεων αλλά πλαγίως. Αυτό το μαγικό χάρισμα δεν χάνει παρά κερδίζει από αυτήν την «πλαγιότητα» που είχε επισημάνει ο Πάμπλο Νερούδα.

 Σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις, στην ποίησή του το κοινωνικό και πολιτικό άγχος της εποχής παρουσιάζεται πιο αληθινό, απαλλαγμένο από υποκρισία ή προσποίηση. Τα τελευταία του σπαρακτικά ποιήματα, που γράφτηκαν στο Παρίσι καθώς ο Φράνκο και οι Ναζιστές και Ιταλοί σύμμαχοί του κακοποιούσαν την Ισπανία, είναι πράγματι πολιτικό άγχος. 

Όμως υπερβαίνουν κατά πολύ τα κλισέ οποιουδήποτε πολιτικού που γνώρισε ο εικοστός αιώνας, γιατί εκφράζουν μια εξ ολοκλήρου καινούρια και έντονη χρήση της γλώσσας. Εδώ βλέπουμε τα μοχθηρά, αφηρημένα στοιχεία του πολιτικού πάθους να μεταβάλλονται σε αίσθημα ανθρώπινο και συμπονετικό. Όσοι μελετούν τον Βαγιέχο εις βάθος καταλήγουν στο συμπέρασμα ή τουλάχιστον αισθάνονται ότι ίσως να είναι ο υπέρτατος ποιητής του περασμένου αιώνα: άνθρωπος που ζούσε την ποίηση, που επεδίωκε να ενσταλάξει στη γλώσσα την γνήσια, την ανθρώπινη, την αρχική της σημασία.

Το πρώτο βιβλίο του Βαγιέχο, που εκδόθηκε λίγο μετά που πήρε το πτυχίο Ισπανικής φιλολογίας (σπούδασε επίσης νομικά για τρία χρόνια), ήταν το Los heraldos negros (Οι μελαμψοί αγγελιαφόροι, 1918). Πρόκειται για την πιο εκπληκτική πρωτοεμφανιζόμενη ποιητική συλλογή σ’ ολόκληρο τον κόσμο της λογοτεχνίας. Όλα τα θέματα της κατοπινής ποίησής του περιέχονται σε εμβρυώδη μορφή σ’ αυτό το πρώτο βιβλίο.

Ο Βαγιέχο ήταν μέλος μιας αγαπημένης και ευλαβικής Καθολικής οικογένειας, μέρος μιας φτωχικής κοινότητας παγιδευμένη ανάμεσα στην πνιγηρή ανέχεια και την αδιάλλακτη απανθρωπία των χειριστών των ορυχείων που τους είχαν προσλάβει. Όλη αυτή η ατμόσφαιρα καθρεφτίζεται στη συλλογή Οι μελαμψοί αγγελιαφόροι με την χριστιανική της εικονογραφία και τις συγκινητικές παρεμβολές οικογενειακής αγάπης. 

Ο Βαγιέχο, αν και όχι πιστός οπαδός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, διατηρούσε πάντα μια αγάπη για τον ρωμαιοκαθολικισμό της παιδικής του ηλικίας.

Λίγο μετά την έκδοση του Οι μελαμψοί αγγελειαφόροι ο Βαγιέχο καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών μηνών με την ψευδή κατηγορία για εμπρησμό και πολιτική αναταραχή. Αυτή η δοκιμασία σημάδεψε τη ζωή του.

 Τα ποιήματα της επόμενης συλλογής, Trilce (1922) ,ο τίτλος είναι αποτέλεσμα παραδρομής της γλώσσας από μέρους του ποιητή, αλλά σαφώς συνδυάζει το dulce (γλυκό) με το triste (λύπη) γράφτηκαν στη φυλακή. Θέτουν τέρμα στην συμβατικότητα, σπάζουν τα φράγματα μορφής: ό,τι χρειάζεται ν’ αποσπασθεί με αισθήματα αγάπης ή αγανάκτησης αποσπάται σύνταξη, παραδοσιακή τυπογραφία, λογική.

Αναμφιβόλως ο Βαγιέχο, που ήταν πολύ διαβασμένος και με παράφορο ενδιαφέρον για την Γαλλική λογοτεχνία, γνώριζε για τον ντανταϊσμό και τις εξελίξεις στη Γαλλική ποίηση. Πάντως τα ποιήματα του Trilce, αν και οφείλουν πολλά στις πρωτο-υπερρεαλιστικές δραστηριότητες Γάλλων ποιητών μεταξύ το 1916 και την περίοδο που γράφτηκαν, δεν είναι υπερρεαλιστικά.

Έχουν στην καρδιά τους μια «πρωτόγονη» ινδιάνικη σοφία (η μητέρα του Βαγιέχο ήταν Ινδιάνα, όπως και του πατέρα του η μητέρα): αυτήν την «πλάγια» ειδικότητα που είχε αναφέρει ο Πάμπλο Νερούδα. Τα ποιήματα εκφράζουν τον φόβο για την απώλεια, όχι του εαυτού μα της ατομικής μοναδικότητας: πιστεύουν πως αυτό που είναι ένας άνθρωπος είναι πράγματι ωραίο και θα λειτουργήσει όμορφα.

Στα 77 ποιήματα της συλλογής Trilce υπάρχει τεχνική πολλαπλότητα και τονική ποικιλία χωρίς προηγούμενο στην Νότιο- Αμερικάνικη λογοτεχνία. Οι ποιητικές εκφράσεις, οι νεολογισμοί, οι βιολογισμοί, οι αρχαϊσμοί και η καθομιλουμένη εκρήγνυνται σε εκφραστικές ομάδες συσχέτισης. Οι γλώσσα απογυμνώνεται από γραμματική και συμβατική λογική, η σύνταξη μπερδεύεται, και καινούρια ρήματα γεννιούνται από ουσιαστικά, επίθετα και προθέσεις.

Στην πιο ριζοσπαστική της άποψη χρησιμοποιεί έναν εξαιρετικά απλοϊκό λόγο και λαρυγγικούς ρυθμούς και βυθίζεται σε ακατανόητα αποσπάσματα απελπισίας.

Το Trilce είναι ένα σκληρό βιβλίο, δυσαρμονικό και αντιφατικό. Ο Βαγιέχο βγάζει ποιητικό νόημα με το να μετατρέπει τον κόσμο σε παράλογο. Αποφεύγει σαν το διάολο την μοντερνιστική άποψη ομορφιάς. Μπροστά σ’ ένα πρόσωπο τέλειας κλασσικής ομορφιάς, πάντα θα βρει κάποιο ελάττωμα: ένα μάτι που λίγο αλληθωρίζει ή ένα στόμα κάπως δυσανάλογο. 

Σε γενικές γραμμές η ποίησή του είναι δυσάρεστη, αλλά σπαραξικάρδια δυσάρεστη, συσσωρευμένη δυσαρέσκεια σε αντίφαση με την προσωπική του καλοσύνη που είναι άκρως τρωτή. Ο Βαγιέχο επιμένει να ξινίζει την γλυκύτητά του, την οποία χύνει σαν μητρικό γάλα μπροστά στον ανθρώπινο πόνο.

Αρχικά ο Βαγιέχο ήταν αντι-Μαρξιστής, αντίθετος με την εισαγωγή αυστηρών ή αφηρημένων συστημάτων για την θεραπεία των κοινωνικών κακών της Νότιας Αμερικής. Αλλά μετά που τον απέλυσαν από την θέση διευθυντή στο Εθνικό Ινστιτούτο, ένα ιδιωτικό σχολείο (για πολιτικούς λόγους) κι έφυγε για το Παρίσι (για να μην επιστρέψει ποτέ), μέσα στο άγχος του είχε κρίνει τον κομμουνισμό απαραίτητο. Στη Ρωσία πήγε δυο φορές, και το 1931 έγινε μέλος του Κόμματος. Έγραψε μερικά πάνω-κάτω σοσιαλιστικά ρεαλιστικά μυθιστορήματα και θεατρικά έργα αυτού του είδους.

 Όλο και περισσότερο είχε πειστεί για την ανάγκη του συγγραφέα να υποστηρίξει τον αγώνα των εργατών, και διαρκώς εξέφραζε την αντίθεσή του σ’ αυτό που θεωρούσε ως τον ψεύτικο ρόλο της λογικής  σε αντίθεση με την διαίσθηση και το ένστικτο. Πάντως η ποίηση που έγραψε την δεκαετία του Τριάντα, μια έκφραση του πραγματικού του εαυτού, δεν έχει καμιά σχέση με τον Μαρξισμό: υπερβαίνει την γλωσσική δολερότητα (ή την πράγματι φονική προστυχιά) των πολιτικών, όπως και τις φανταχτερές αφηρημένες έννοιες απλών συστημάτων.

 Τα ποιήματα του Βαγιέχο σχετικά με τις αγωνίες της δεκαετίας του Τριάντα και ειδικά της Ισπανίας απεικονίζουν μέσα τους πράξεις οίκτου. Ο Βαγιέχο μπορεί να χρησιμοποιεί λέξεις και φράσεις κλισέ, που στη δουλειά οποιουδήποτε άλλου ποιητή θα ήταν ολέθριο. Από τα συμφραζόμενα αντιλαμβανόμαστε ότι τα εννοεί, ότι είναι λόγια, εκφράσεις, που έχουν ξεριζωθεί από μέσα του.
 Όταν μιλούσε για την ταύτισή του με «κοινούς» ανθρώπους, με το προλεταριάτο, δεν ήταν σαν άλλους διανοούμενους κομμουνιστές: εννοούσε ακριβώς αυτό. Η ποίησή του, αν και δύσκολη, τελικά φθάνει σε λυρική ένταση.

Ένα από τα τελευταία ποιήματά του, Μάζες, που περιέχεται στην τελευταία του συλλογή, είναι από τα πιο απλά που έγραψε ποτέ:

Στο τέλος της μάχης,
ο στρατιώτης νεκρός, τον πλησίασε ένας
και τον ικέτευσε «Αχ, μην πεθάνεις σ’ αγαπώ τόσο!»
Αλλά, φευ, το πτώμα παρέμεινε νεκρό.

Άλλοι δυο τον πλησίασαν και πάλι τον ικέτευσαν:
«Μη μας εγκαταλείπεις! Θάρρος! Γύρισε στην ζωή!
Αλλά, φευ, το πτώμα παρέμεινε νεκρό.

Τότε τον πλησίασαν είκοσι, εκατό, χίλιοι, πεντακόσιες χιλιάδες,
όλοι μαζί να φωνάζουν: «Τόση αγάπη, και να μην έχεις εξουσία πάνω στον θάνατο!»
Αλλά, φευ, το πτώμα παρέμεινε νεκρό.

Μετά εκατομμύρια μαζεύτηκαν γύρω του,
όλοι μαζί να φωνάζουν: «Αδελφέ, σε παρακαλούμε, μείνε!»
Αλλά, φευ, το πτώμα παρέμεινε νεκρό.

Τότε όλοι οι άνθρωποι στη γη
τον πλησίασαν και τ’ ανοιχτά του μάτια γέμισαν δάκρυα:
σηκώθηκε αργά-αργά,
φίλησε τον πρώτο, και περπάτησε…

Δεν γνωρίζω, αλλά θα είναι εξοργιστικό αν όλα αυτά τα χρόνια, για όποια αιτία ή δικαιολογία, η πρόζα, κριτική, δημοσιογραφία και θεατρικά έργα αυτού του υπέρτατα σημαντικού συγγραφέα δεν έχουν συγκεντρωθεί.

Ο Βαγιέχο έζησε σχεδόν μια ολόκληρη ζωή στη φτώχεια. Είναι πάνω απ’ όλα ο ποιητής της φτώχειας, της δυστυχίας, των καταπιεσμένων. Δεν ήταν πετυχημένο κάθε ποίημα που έγραψε, αλλά όλα είναι αναπόσπαστο μέρος της ίδιας θαυμαστής προσπάθειας.

 Έχεις την αίσθηση πως είναι ο ποιητής του μέλλοντος: ο ποιητής για την ευφυή, συμπονετική και διαφωτισμένη νεολαία. Έδειξε ότι οι ποιητικές λέξεις μπορούν, παρ’ όλα αυτά, να έχουν κοινωνική και πολιτική λειτουργικότητα.

[--->] 



Στίχοι-Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου Ερμηνεία:Σωκράτης Μάλαμας
 Ο "Διάφανος" είναι εμπνευσμένος σύμφωνα με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου μετά από την ανάγνωση του ποιήματος "Poema para ser leído y cantado" που σημαίνει "Ποίημα για να διαβαστεί & να τραγουδηθεί

Δεν υπάρχουν σχόλια: