Παναγιώτης Σωτήρης | 24/6/2016
Η επικράτηση του Brexit στο Βρετανικό
δημοψήφισμα συμπυκνώνει τη βαθιά κρίση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και
υπενθυμίζει ότι αυτό που ονομάζουμε «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» είναι μια πολιτική,
οικονομική και νομισματική διαδικασία που διαμορφώθηκε ερήμην των πολιτών και
σε σύγκρουση με τα συμφέροντα της πλειοψηφίας τους. Το καλό νέο είναι ότι αυτή
τη φορά τον τελευταίο λόγο τον είχαν οι πολίτες.
Παρά την ενεργό υποστήριξη υπέρ της παραμονής της
Βρετανίας στην ΕΕ που έδειξε το City του Λονδίνου και όλοι οι
μεγάλοι χρηματοικονομικοί όμιλοι, παρά την ενεργό στράτευση σε αυτή την
κατεύθυνση των Εργατικών, των συνδικάτων, μεγάλου μέρους τους Τύπου, παρά τη
συστράτευση του κύριου όγκου των Συντηρητικών και των περισσότερων υπουργών,
παρά την ωμή παρέμβαση του Μπαρακ Ομπάμα και των ΗΠΑ υπέρ του Remain με το επιχείρημα ότι η «ειδική σχέση» Βρετανίας – ΗΠΑ εξακολουθεί να έχει
ως αναγκαία συνθήκη την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ, παρά την εκστρατεία του
φόβου, παρά τις εκτεταμένες δυνατότητες αυτοεξαίρεσης που εξασφάλισαν ο Κάμερον
από την ΕΕ, οι Βρετανοί πολίτες αποφάσισαν να ψηφίσουν υπέρ της εξόδου.
Σε πείσμα της ρητορικής ότι η ψήφος αυτή ήταν ξενόφοβη,
συντηρητική, ρατσιστική, οι έρευνες κοινής γνώμης έδειξαν ότι τα κίνητρα των
ψηφοφόρων του Brexit ήταν περισσότερο η αγωνία για την οικονομική κατάσταση των οικογενειών και
των παιδιών τους ή η επιθυμία να διασωθεί ό,τι έχει μείνει από το κράτος
πρόνοιας. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι το Brexit ήταν πλειοψηφικό σε
μεγάλο μέρος των παραδοσιακών οχυρών του Εργατικού Κόμματος στην Αγγλία και την
Ουαλία, παρά την ενεργό στράτευση του Τζέρεμι Κόρμπιν στην υπόθεση της παραμονής.
Στην πραγματικότητα, εάν κανείς ήθελε να μιλήσει με όρους
κοινωνικών δυνάμεων στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας έγινε φανερό ότι
η παραμονή ήταν κατά βάση η επιλογή των κυρίαρχων τάξεων. Παρά την παρουσία
επιφανών στελεχών του Συντηρητικού Κόμματος στην καμπάνια του Brexit και τη στήριξη των περισσότερων συνδικάτων στην παραμονή, οι περισσότερες
Βρετανικές επιχειρήσεις αντιμετώπισαν με φόβο το ενδεχόμενο της εξόδου,
θεωρώντας ότι αποπομπή από τον Ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο θα ήταν πλήγμα και το
ίδιο ισχύει για τις Τράπεζες. Η ξεροκεφαλιά της επιμονής στην έξοδο αφορούσε
πολύ περισσότερο εργατικά και μικροαστικά στρώματα που αντιμετωπίζουν την ΕΕ ως
παράγοντα υπονόμευσης των δικαιωμάτων τους. Όχι πώς δεν μέτρησε ένα συντηρητικό
αντανακλαστικό απέναντι στο ζήτημα της μετανάστευσης, αλλά θα ήταν λάθος να
αποδώσουμε το αποτέλεσμα κατεξοχήν σε αυτό.
Την ίδια στιγμή η Βρετανία αποδεικνύεται μια χώρα
περισσότερο παρά ποτέ διαιρεμένη. Η Αγγλία και η Ουαλία έκριναν το αποτέλεσμα
υπέρ της εξόδου την ώρα που η Σκωτία και η Βόρεια Ιρλανδία εμφανώς τάχτηκαν
υπέρ της παραμονής. Αλλά ακόμη και στο εσωτερικό της Αγγλίας ήταν
χαρακτηριστική η διαφορά ανάμεσα στο Λονδίνο και την «βαθειά Αγγλία» που
κατεξοχήν ψήφισε υπέρ του Brexit.
Προφανώς και μένει να δούμε με ποιο τρόπο το αποτέλεσμα
αυτό θα μεταφραστεί σε μια συγκεκριμένη διαδικασία για την έξοδο και προφανώς
θα υπάρξει μια περίοδος έντονης διαπραγμάτευσης για τους όρους με τους οποίους
αυτό θα δρομολογηθεί, δεδομένου και του δαιδαλώδους θεσμικού πλαισίου της ΕΕ.
Όμως, η ουσία είναι ότι αυτή τη στιγμή βλέπουμε μια από τις πιο μεγάλες
θεσμικές και πολιτικές κρίσεις της ιστορίας της ΕΕ.
Τριάντα χρόνια μετά την Ενιαία Πράξη και το ξεκίνημα της
πορείας για τη μετάβαση από την ΕΟΚ στην ΕΕ, μια μεγάλη Ευρωπαϊκή χώρα, και δη
αυτή που διεκδίκησε και πήρε τις μεγαλύτερες παραχωρήσεις, αποφασίζει με
δημοκρατική διαδικασία την έξοδό της. Τίποτα δεν θα είναι ίδιο στην ΕΕ μετά από
αυτό, ακόμη και εάν η γραφειοκρατία των Βρυξελών και οι «γκρίζες εξοχότητες»
των ευρωπαϊκών θεσμών προσπαθήσουν να παρουσιάσουν μια εικόνα κανονικότητας.
Την ίδια στιγμή υπάρχει ένας μεγάλος ελέφαντας στο
ευρωπαϊκό σαλόνι: η πραγματική βούληση των πολιτών. Μια από τις παραμέτρους της
ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που οι υπεύθυνοί της απέφευγαν όπως ο διάολος το λιβάνι
να αναφέρουν, ήταν η απλή αλήθεια ότι σχεδόν πάντα όποτε πλευρές της τέθηκαν
άμεσα στην κρίση των πολιτών αυτοί αποφάσιζαν κατά της ολοκλήρωσης. Η πορεία
της ευρωπαϊκής ενοποίησης και δη το βάθεμά της με τη διαμόρφωση της ευρωζώνης
αποφασίστηκαν χωρίς τη βούληση των πολιτών και σε αρκετές περιπτώσεις σε
σύγκρουση σε αυτή. Αυτό είναι το πραγματικό και μη αντιστρέψιμο «δημοκρατικό
έλλειμμα» της «Ενωμένης Ευρώπης».
Είναι σαφές ότι για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους θεσμούς
της η συγκυρία καλεί σε ένα βαθύ αναστοχασμό για τα χαρακτηριστικά και την
πορεία της. Στην πραγματικότητα δεν θα δούμε τίποτα από όλα αυτά, παρά μόνο ένα
επιφανειακό damage control και κατά τα άλλα business as usual. Η Γερμανική επιθυμία για μια ΕΕ στην οποία όλοι θα εκχωρούν δικαιώματα
και κρίσιμες πλευρές της εθνικής κυριαρχίας, με την εξαίρεση φυσικά της ίδιας
της Γερμανίας που θεωρεί ανάθεμα κάθε βήμα προς τη διόρθωση των περιφερειακών
ανισοτήτων ή το βάθεμα της αλληλεγγύης, σημαίνει ότι πολύ δύσκολα θα δούμε
βήματα εξόδου από το σημερινό αδιέξοδο. Η λογική των «μνημονίων» και του «δεν
υπάρχει δημοκρατική απόφαση ενάντια στις ευρωπαϊκές συνθήκες» θα παραμείνει η
νέα ευρωπαϊκή κανονικότητα.
Την ίδια στιγμή, όμως, και εν μέσω ενός εντεινόμενου
ευρωσκεπτικισμού σε όλη την Ευρώπη το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος σημαίνει
και ένα τέλος στην «απαγόρευση σκέψης» πάνω στο θέμα της ΕΕ που είχε επιβληθεί,
στην Ευρώπη, συχνά και με την πρωτοβουλία της Αριστεράς. Πλέον, νομιμοποιείται
όποιος θέλει να θέσει το θέμα της ρήξης με την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, χωρίς να
κινδυνεύει να θεωρηθεί παρίας. Και εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι: στο
μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης η βαθιά ενδοσυστημική στην πραγματικότητα
Ακροδεξιά μπορεί να χαϊδεύει αντιευρωπαϊκά αντανακλαστικά, αλλά δεν τολμά να
θέσει στόχους ρήξης με την «Ευρώπη». Θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί
αντανακλαστικά τέτοια, αλλά όχι να οργανώσει κίνημα που να αμφισβητήσει το
«ευρωπαϊκό κεκτημένο». Εναπόκειται στις δυνάμεις που αναφέρονται στην
χειραφέτηση και την πρόοδο να το κάνουν. Αρκεί φυσικά να απαλλαγούν από την
ιδεοληψία του «αριστερού ευρωπαϊσμού», της βασικής σήμερα συμπύκνωσης της
ανικανότητας της ευρωπαϊκής Αριστεράς να δει πέραν της μύτης της.
«Μεγάλη αναταραχή, υπέροχη κατάσταση», έλεγε κάποτε ο Μάο
και αυτό μπορεί να εξηγήσει π.χ. την αναστάτωση των «διεθνών αγορών». Σε κάθε
περίπτωση η 24η Ιουνίου ξημέρωσε καλά για την Ευρώπη και τους λαούς της. Ξημέρωσε
με το χαμόγελο να είναι, για πρώτη φορά μετά από καιρό, με τη μεριά εκείνων που
επιμένουν ότι οι πολίτες μπορούν να έχουν τον τελευταίο λόγο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου