Η επισφάλεια δεν αναπτύσσει την οικονομία. Αφού το παραδέχεται και το ΔΝΤ...



 Guido Iodice και Daniela Palma

Μετά την αποτυχία της (δήθεν) επεκτατικής λιτότητας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μεταξύ 2013 και 2014  άλλαξε τροπάρι. Σήμερα στο ρεφρέν των υποδείξεων περιλαμβάνονται οι λεγόμενες «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», και ειδικότερα η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας των κρατών  μελών  της  ευρωζώνης.

Σύμφωνα με την Επιτροπή, αλλά και τον πρόεδρο της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι (που τη μία μέρα τις επικαλείται  και την  άλλη όχι), φαίνεται ότι η  κατάργηση  δικαιωμάτων των εργαζομένων αποτελεί μια επείγουσα ανάγκη προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγικότητα των επιχειρήσεων  των χωρών του Νότου,  η οποία έχει μείνει στάσιμη. Με βάση αυτή την παραδοχή, όλα αυτά τα χρόνια τόσο οι κυβερνήσεις της κεντροαριστεράς, όσο και  της κέντροδεξιάς.έχουν προχωρήσει σε ριζικές αλλαγές της εργατικής νομοθεσίας.

Ερχεται όμως,τώρα, το ΔΝΤ με την  έκθεση του  για τις Προοπτικές της Παγκόσμιας Οικονομίας  του Απριλίου του 2015 (World Economic Outlook 2015) ,να υποστηρίξει ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις  ότι η ευελιξία συμβάλει  θετικά στην  παραγωγή. Μια παραδοχή  που είναι μάλλον εντυπωσιακή, αν αναλογιστεί κανείς  ότι η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας ήταν ανέκαθεν ένας από τους όρους που έβαζε το ίδιο του ΔΝΤ προκειμένου να δώσει οικονομική βοήθεια, συμπεριλαμβανομένων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αντιμετωπίζουν κρίση.

Σύμφωνα με το ΔΝΤ η επίδραση  των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην παραγωγικότητα είναι σημαντική όταν πρόκειται για την απελευθέρωση της αγοράς αγαθών και των υπηρεσιών, τη χρήση   καινοτομιών και  πιο εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού,  μεγαλύτερες δαπάνες  στην έρευνα και την ανάπτυξη. Αντίθετα η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας στατιστικά δεν φαίνεται να επηρεάζει σημαντικά την παραγωγικότητα. 
Αυτός είναι ο λόγος που το ΔΝΤ προτείνει στις προηγμένες οικονομίες, σταθερή στήριξη της ζήτησης για την ενθάρρυνση των επενδύσεων και την ανάπτυξη του κεφαλαίου, αλλά και την υιοθέτηση   πολιτικών και  μεταρρυθμίσεων που να μπορούν να αυξήσουν σημαντικά το επίπεδο τη δυναμική της  παραγωγής.
 Οι πολιτικές αυτές πρέπει να περιλαμβάνουν μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων, μεγαλύτερη στήριξη  στην έρευνα και την ανάπτυξη και μια πιο εντατική χρήση του εργατικού δυναμικού υψηλής ειδίκευσης και κεφαλαιουχικά αγαθά που να  προκύπτουν από την τεχνολογία της πληροφορίας και των επικοινωνιών, περισσότερες επενδύσεις σε έργα υποδομής για την αύξηση του φυσικού κεφαλαίου και δημοσιονομικές πολιτικές  και  πολιτικές  δαπανών που να αποσκοπούν στην αύξηση της συμμετοχής του εργατικού δυναμικού.

Το ΔΝΤ μόλις τώρα έρχεται να παραδεχτεί, αφού αυτό το έχουν κάνει προ πολλού αρκετοί οικονομολόγοι  - και συστημικοί – οι οποίοι τόνιζαν ότι η «χαμηλή πτήση»  προς την ευελιξία, δηλαδή η  περικοπή των εγγυήσεων και της προστασίας των εργαζομένων και οι συμβάσεις επισφαλούς εργασίας, στην  πράξη δίνουν τα κίνητρα στις επιχειρήσεις να μη προχωρούν σε καινοτομίες και να αντικαθιστούν τα κεφάλαια επένδυσης  και τις νέες  τεχνολογίες με πιο κακοπληρωμένη εργασία. Με άλλα λόγια,  η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας αποδυναμώνει την «εσωτερική πίεση» που υποχρεώνει  τις εταιρείες να αναζητήσουν  καλύτερες μεθόδους παραγωγής, αντί  να φυτοζωούν λόγω της  μείωσης του κόστους εργασίας.

Παρ 'όλα αυτά, αυτό που κυριαρχεί στο δημόσιο διάλογο είναι η ακλόνητη πεποίθηση ότι  περισσότερο ευελιξία οδηγεί σε αύξηση της παραγωγικότητας. Αλλά η ιδέα ότι η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας μακροπρόθεσμα,βελτιώνει τις αναπτυξιακές προοπτικές μιας χώρας δεν είναι πιο βάσιμη από την υπόθεση – που σε μεγάλο βαθμό έχει αποδειχτεί αποτυχημένη - ότι η δημοσιονομική εξυγίανση αυξάνει πιο πολύ το  ΑΕΠ.