ΤΟ ΤΕΛΟΣ TOY «ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΣΧIΣΜATΟΣ» ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ



Αν ο Α.Σαμαράς «στοχοποιούσε» σήμερα επιχειρηματίες,όπως κάποτε τον Χρ.Λαμπράκη,αν τώρα λέγονταν όσα κάποτε υποστήριζαν ο Μ.Εβερτ και ο Κ.Καραμανλής,θα τους έστηνε αμέσως στο εδώλιο ο Σ.Κεδίκογλου,αλλά η γαλάζια χύτρα των στελεχών της ΝΔ τους χωράει πια όλους,μητσοτακικούς και λαϊκή Δεξιά

του Διονύση Ελευθεράτου



Παρασκευή, 17 Μαΐου 1996. Στη Βουλή ο πρόεδρος της Νέας Δημο­κρατίας Μιλτιάδης Έβερτ κατακεραυνώνει το ΠΑΣΟΚ, που «τελικά ενισχύει» τη διαπλοκή και ιδίως την ταυτοπροσωπία εργοληπτών και ιδιοκτητών ΜΜΕ. Η ομιλία του είναι γεμάτη ονόματα. Πρώτα μνημο­νεύει τους Πόπωτα και Κοσκωτά από τη δεκαετία του 1980 και κατόπιν, απευθυνό­μενος στο κυβερνών ΠΑΣΟΚ, γίνεται ασταμάτητος χείμαρρος:

«Δεν μπορείτε να ανοίξετε τους ισολογισμούς των εφημερίδων και να πείτε "ελάτε εδώ, με δεδομένη την κυκλοφορία της εφημερίδας σας, πώς βγαίνετε οικονομικά; Από πού δανείζεστε; Πόσο είναι το ύψος των δανείων σας; Τι είναι αυτές οι εταιρείες χωρών ευκαιρίας, του Παναμά, οι οποίες έχουν δανειοδοτήσει με 3 και 4 δισεκατομμύρια δραχμές;" Δεν ξέρετε ότι ο κ. Μπόμπολας είναι εργολάβος και εκδότης; Δεν ξέρετε ότι ο κ. Σαραντόπουλος είναι μέτοχος σε εφημερίδα και, ταυτόχρονα, εργολάβος; Δεν ξέρετε ότι στον Flash βρίσκεται ο κ. Κόκκαλης; Δεν ξέρετε ότι στο Κέρδος βρίσκεται ο κ. Λιακουνάκος, δεν ξέρετε ότι στο Star βρίσκεται ο κ. Βαρδι­νογιάννης; Να τα ακούσει τα ονόματα ο ελληνικός λαός!»

Από την επόμενη ημέρα, οι πολιτικοδημοσιογραφικές παρέες του ΠΑ­ΣΟΚ ειρωνεύονταν τα όρια της τόλμης της «λαϊκής Δεξιάς» του Μ.Έβερτ: «Είπε κάμποσα ονόματα, αλλά όχι όλα. "Ξέχασε" κοτζάμ Λαμπράκη».

Να όμως που το κενό αυτό το κάλυψε μερικούς μήνες αργότερα, στην προεκλογική περίοδο, ένας άλλος πολιτικός εκπρόσωπος της «λαϊκής Δε­ξιάς», αν και ευρισκόμενος -τότε- εκτός ΝΔ: «Εμείς δεν πρόκειται ποτέ να δεχθούμε τις τύχες αυτού του τόπου να τις ρυθμίζει ο κάθε κ. Λαμπράκης» τόνισε στις 9 Σεπτεμβρίου 1996, μιλώντας στο Άργος, ο Αντώνης Σαμαράς, πρόεδρος της Πολιτικής Ανοιξης. 

Ποιος ακριβώς ήταν ο Χρ. Λαμπράκης, κατά τον Α. Σαμαρά; Εκείνος που επί χρόνια διαδραμάτιζε ρόλο «μόνι­μου σκιώδους πρωθυπουργού της χώρας» (ομιλία στη Νέα Βύσσα Έβρου, 7/9/96). 
Λάβρος και θυμωμένος επειδή οι εκδότες-εργολήπτες «έσπρωχναν με χίλια» τον Κ. Σημίτη προς την πρωθυπουργία, ο Μ. Έβερτ συνέχιζε να στηλιτεύει: «Εμάς δεν μας στηρίζουν τα διαπλεκόμενα συμφέροντα. Μας πολεμούν (...). Τα παραμάγαζα των συμφερόντων πλουτίζουν, οι βιοτεχνί­ες κλείνουν. Τα λεφτά από την Ευρώπη τα νέμονται πενήντα οικογένειες» (Καρδίτσα, 8/9/96).
 
Τα χρόνια πέρασαν, ο Κώστας Καραμανλής έγινε πρωθυπουργός, αλλά και διάσημος για τη φράση του στον Μπαϊρακτάρη στις 6 Οκτωβρί­ου 2004. Απλώς διαίρεσε διά δέκα την ομάδα των κατά Έβερτ προνομιού­χων, ώστε να παραμείνει η έχουσα ύψιστη πολιτική επιρροή «ελίτ της ελίτ»: «Δεν θ' αφήσω πέντε νταβατζήδες και πέντε συντεχνίες να χειραγωγήσουν την πολιτική ζωή της χώρας».

Το τι (δεν) έγινε με τους «νταβατζήδες» είναι γνωστό. Γνωστό είναι επίσης ότι έκτοτε πολλαπλασιάστηκαν ανεξέλεγκτα οι «συντεχνίες», ώστε όλοι μας να ανήκουμε σε μία και να «ξεσκεπαζόμαστε» κάθε φορά που κάτι διεκδικούμε.

Το ερώτημα όμως εν προκειμένω είναι άλλο: Φαντάζεται κανείς πώς θα κρίνονταν τα προαναφερθέντα λόγια του Έβερτ και του Σαμαρά του '96, αλλά και του «νταβατζηδομάχου» Καραμανλή του 2004, με βάση τα σημερινά μέτρα και σταθμά της ηγετικής ομάδας της ΝΔ; Πόσους αφρούς θα έβγαζε το στόμα του Σ. Κεδίκογλου και πόσους καπνούς θα εξέπεμπαν τα μπαρουτιασμένα «τιτιβίσματα» του Γ. Μουρούτη εναντίον τους; Δεν εί­ναι προφανές ότι «στοχοποιούσαν επιχειρηματίες»; Δεν θα τους άξιζε το στίγμα των εκ προοιμίου «ηθικών αυτουργών» για κάθε γκαζάκι που έμελλε να τοποθετηθεί σε κάποια είσοδο κτιρίου κατά τα επόμενα πενήντα χρόνια;
 
«Ο κ. Σημίτης βρίσκεται σε μια μονεταριστική αντίληψη, φοβερά συντηρητική, που αγγίζει τα όρια του νεοφιλελευθερισμού». Τάδε έψη Μ.Εβερτ, την 1η Σεπτεμβρίου 1996, στην Αλεξανδρούπολη. Πέντε ημέρες αργότερα, ο Βύρων Πολύδωρος, σε συνέντευξη του στην εφημερίδα Νίκη, τόνιζε: «Εμείς λέμε ότι ο αγροτικός πληθυσμός δεν πρέπει να μειωθεί κάτω από το 20%. Το ΠΑΣΟΚ όμως που είναι πιο... βρυξελλιώτικο κι από εμάς -κι ας βάλαμε εμείς τη χώρα στην ΕΟΚ- εμμένει στις νομιμοφροσύνες των ποσοστώσεων. Ο κ. Σημίτης ούτε διαπραγμάτευση δεν κάνει. Πλήρης υπο­τέλεια σε όλα και προς τους δύο: Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον...».
 
Ε, δεν χρειάζεται η παραμικρή λογική αυθαιρεσία για να αντιληφθεί κανείς ότι με τα σημερινά νεοδημοκρατικά κριτήρια ο Έβερτ ήταν ένας ασυγχώρητος «κρατιστής» - κι ας έταζε ιδιωτικοποιήσεις μιλώντας στον ΣΕΒ. Ο Πολύδωρος; Ένας επικίνδυνος «αντιευρωπαϊστής», κήρυκας «της απομόνωσης της χώρας», της μετατροπής της σε «Αλβανία του Χότζα» ή σε «Συρία».

Για την ακρίβεια: Ανάλογη κριτική σε βάρος της «λαϊκής Δεξιάς» του Έβερτ ασκούσαν τότε, περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτά, οι νεοψιλελεύθεροι-μητσοτακικοί, που ένιωθαν
απείρως πιο κοντά στο «εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ.Στα δικά του ψηφοδέλτια θα έβρισκαν άλλωστε πολιτική και εκλογική στέγη ορισμένοι εξ αυτών αργότερα.Το 2000 ο Βασίλης Κοντογιαννόπουλος ένας εκ των έξι που διέγραψε το 1998 ο Κ.Καραμανλής επειδή υπερψήφισαν κυβερνητική τροπολογία ευνοική για ιδιωτικοποιήσεις. Ο Β.Κοντογιαννόπουλος θα γινόταν και υφυπουργός Υγείας της τελευταίας κυβέρνησης Σημίτη.Το 2004, επί ηγεσίας Γ.Παπανδρέου και ο Στέφανος Μάνος-ο δεύτερος επίσης διαγραφείς του 1998.

Νωρίτερα,στην προεκλογική περίοδο του '96, ο Μ.Εβερτ έκανε ένα πολύτιμο δώρο τόσο στο «εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ όσο και στη μητσοτακική εσωκομματική αντιπολίτευση.Σε συνέντευξή του στο Ζάππειο (9/9/96) χρέωσε στους ξένους μετανάστες μία από τις σημαντικότερες αιτίες της ανεργίας στην Ελλάδα.Θέση που τότε,εκ των πραγμάτων,δεν διέθετε διεισδυτικότητα όπως στη σημερινή ελληνική κοινωνία.Θέση επίσης,την οποία πανεύκολα «έβγαλαν  οφ σάιντ» στατιστικά στοιχεία και μελέτες της εποχής.Δεν έχασε την ευκαιρία το στρατόπεδο του Κ.Σημίτη,αλλά ούτε και εκείνο των νεοφιλελεύθερων-μητσοτακικών.Αμφότεροι διέγνωσαν το ρατσισμό ως συστατικό στοιχείο της πολιτικής κουλτούρας της «λαικής Δεξιάς»,τουλάχιστον όταν αυτή τελεί υπό την ηγεσία ενός παλιού ΕΚΟΦΙΤΗ...

Σήμερα, με ποια γραμμή επί του μεταναστευτικού ευθυγραμμίζονται οι νεοψιλεύθεροι της ΝΔ, που ανέκαθεν προέβαλλαν τον υποτιθέμενο «κεντρογενή πολιτικό φιλελευθερισμό» τους ως αντίβαρο στον κοινωνικό δαρβινισμό τον οποίο πρέσβευαν στα της οικονομίας; Ατάραχοι κι αμίλητοι πα­ρακολουθούν, από το Μάρτιο του 2012 κι εντεύθεν, να πριμοδοτούνται οι αντιλήψεις της «ομαδικής τιμωρίας» και της «συλλογικής ευθύνης».

 Βλέ­πουν τον Ν. Δένδια να παραλληλίζει τους μετανάστες με τους Δωριείς και να ανακαλύπτει επίδοξους κατακτητές στα πρόσωπα ανθρώπων που στη μεγάλη τους πλειονότητα θα είχαν ήδη φύγει για άλλες ευρωπαϊκές χώρες, εάν τους το επέτρεπαν οι κέρβεροι του «Δουβλίνου 2». 
Τον Α. Σαμαρά να χαρακτηρίζει τους μετανάστες «τυράννους» και να ζητά «ανακατάληψη των πόλεων». Να βλέπει παιδικούς σταθμούς, όχι απειλούμενους με λουκέτο  λόγω των περικοπών, αλλά απλώς απρόσιτους στους Έλληνες εξαιτίας των μεταναστών. Και να προειδοποιεί: «Αυτό τέρμα...» 

Πότε; Λίγο προτού αρχίσουν διάφοροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι να κλαψουρίζουν επειδή το «τέρμα» θέλησε να το επιβάλει η Χρυσή Αυγή, αντί να αναλάβουν οι θεσμι­κοί «ήρωες» του έπους των Κέντρων Κράτησης-κολαστηρίων.

Σε πρώτη ανάγνωση όλα αυτά ίσως να επιβεβαιώνουν απλώς ότι οι κυβιστήσεις, πότε χαριτωμένες και πότε κωμικοτραγικές, αποτελούν νόμο κίνησης του πολιτικού mainstream. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκει­ται και για κάτι βαθύτερο: Με την ίδια ταχύτητα με την οποία διέλυσε κοι­νωνικές σταθερές και εργασιακά δικαιώματα, ο τυφώνας των μνημονίων εξαφάνισε και το «ιστορικό σχίσμα» της Νέας Δημοκρατίας, ανάμεσα στη «λαϊκή Δεξιά» και τους νεοφιλελεύθερους. Το εξαφάνισε τουλάχιστον ως προς την πολιτική συμπεριφορά των στελεχών. Η κοινωνική βάση είναι, όντως, άλλη υπόθεση.

Έτσι, τη σημερινή φυσιογνωμία της ΝΔ τη συνθέτουν τα χειρότερα «υλικά» και από τα δύο αυτά ρεύματα και μάλιστα επαυξημένα. Η τρέχου­σα οικονομική πολιτική του ισοπεδωτικού μονεταρισμού, της κονιορτοποίησης κάθε στοιχειώδους δομής κοινωνικού κράτους, της ελεύθερης πτώσης των μισθών, της πλήρους εργοδοτικής «ελευθερίας» στις απολύσεις και των αλά Γέλτσιν ξεπουλημάτων, δύσκολα θα χωρούσε ακόμη και στα πιο τρελά όνειρα της Ντόρας Μπακογιάννη και του Κωστή Χατζηδάκη. Τρισευτυ­χισμένοι θα πρέπει να νιώθουν όμως και πολιτικοί όπως οι Μ. Βορίδης, Α. Γεωργιάδης και Φ. Κρανιδιώτης: Η αντιμετώπιση της Αριστεράς με... «εμ­βρίθεια» που αρμόζει στη δεκαετία του 1950 δεν παραπέμπει πλέον σε κά­ποια «ακραία γωνιά» της «μεγάλης κεντροδεξιάς παράταξης» αλλά στην επίσημη ρότα του Σ. Κεδίκογλου και του Γ. Μουρούτη.

Το 1989-90 η «άνετη» ΝΔ του Κ. Μητσοτάκη κράδαινε το λάβαρο της «εθνικής συμφιλίωσης» για να εγκλωβίσει -όπως κι έγινε- την Αριστε­ρά στο παιχνίδι που θα έφερνε θριαμβεύτρια τη Δεξιά στην εξουσία. Γιατί μπορούσε να το κάνει αυτό; Ακριβώς επειδή ήταν άνετη... Το ιδεολογικό της στίγμα φάνταζε απολύτως δικαιωμένο διεθνώς, καθώς κατέρρεε ο λε­γόμενος «υπαρκτός σοσιαλισμός». 
Επιπροσθέτως, μπορούσε με ευκολία -μανούλα ήταν άλλωστε ο Μητσοτάκης σε κάτι τέτοια- να προσεγγίσει μια ηγεσία της Αριστεράς η οποία ταλανιζόταν από διπλή, αντιφατική ζαλάδα:
Από τη μια πλευρά ο πονοκέφαλος των κατακλυσμιαίων διεθνών εξελίξε­ων, από την άλλη το μεθύσι του οράματος της να αναχθεί σε κυβερνητική δύναμη. Τώρα, όμως;

Τώρα που ο ηθικά καταρρακωμένος ολοκληρωτικός καπιταλισμός της τρομακτικής ανεργίας, του απειροελάχιστου «καρότου» και του άφθονου «μαστίγιου», απαιτεί ολοκληρωτική στράτευση των ερεισμάτων του; 
Τώρα που τις μπούρδες του Φουκουγιάμα περί του τέλους της Ιστορίας δεν τις παίρνει στα σοβαρά ούτε ο Φουκουγιάμα; 
Τώρα η επιστροφή στην αλά '50ς υστερία εναντίον της Αριστεράς δεν είναι απλώς το φυσιολογικό δόρυ της ηγεσίας της ΝΔ. Είναι και ένα είδος ασπίδας: Αν πρόκειται ορι­σμένα «συστημικά» επιτελεία να φλερτάρουν με την ιδέα ότι ίσως αποδει­χθεί αναγκαίο -έστω και αναγκαίο κακό- κάποιο χρίσμα στον ΣΥΡΙΖΑ, η λογική στρατηγική άμυνας για τη ΝΔ είναι να διαμορφώσει στην κοινωνία μια «υγειονομική ζώνη» απέναντι και στο πλέον ανεπαίσθητο «άρωμα Αρι­στεράς», αν όχι και στη στοιχειώδη αστικοδημοκρατική «ευταξία». Εδώ ο Αντώνης Ρουπακιώτης, προβάλλοντας ως εγχώριος... Ούγκο Τσάβες των νόμων, από καιρού εις καιρόν υπενθυμίζει πως «ένα κι ένα κάνουν δύο» και όχι όσο κάθε φορά ορίζει ο Τόμσεν.

Τι έχει ρίξει η ΝΔ στη χύτρα στην οποία μαγειρεύει την «Ελλάδα του μέλλοντος»; Κάτι από Παπάγο, τα οικονομικά δόγματα των Ρίγκαν-Θάτσερ από τα '80ς, αλλά και μπόλικη από Γέλτσιν και Μένεμ των '90ς. Από τα '60ς προφανώς θεωρεί ενδιαφέρουσα τη λογική των ανατριχια­στικών συμβάσεων προς χάριν της «ανάπτυξης» τύπου ΠΕΣΙΝΕ. Από τα πρώιμα μεταπολιτευτικά χρόνια την εμπνέει ασφαλώς η δονκιχωτική φιλοδοξία του υπουργού Εργασίας Κ. Λάσκαρη, που κήρυξε το τέλος της πάλης των τάξεων. Επειδή η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, κατά τη ΝΔ φαίνεται να προέχει -ως ρεαλιστική εκκίνηση- η ουσιαστική κατάργηση των απεργιών.

Εν μέσω όλων αυτών, κατανόηση ζητά το δράμα των παραδοσιακών «καραμανλικών» της ΝΔ: Απαγορεύεται πλέον να εκθειάζουν, όπως συνή­θιζαν.εκείνα τα στοιχεία της μεταπολιτευτικής οικονομικής πολιτικής του «εθνάρχη» που καταγγέλθηκαν ως «σοσιαλμανία» από τον ΣΕΒ. Τι να κά­νουμε, όμως; Μαζί με το «ιστορικό σχίσμα» χάθηκαν και παλιές συνήθειες. Απαιτεί θυσίες «η σωτηρία της χώρας»... *






ΠΗΓΗ περιοδικό UNFOLLOW