Η γερμανική “ενεργειακή στροφή” και ο ευρωπαϊκός Νότος

rae map


Πως διαγράφεται η “ενεργειακή στροφή” της Γερμανίας από τη δεκαετία του 1970 και ειδικά μετά το ατύχημα του Φουκουσίμα, και σε τι πλαίσιο πρέπει να δούμε την πρόσφατη επίσκεψη των Γερμανών εμπειρογνωμώνων στην Ικαρία και τις σχεδιαζόμενες βιομηχανικές ΑΠΕ που προορίζονται για τα νησιά μας και το πρόγραμμα ‘Ηλιος’; Ποια είναι τα εργαλεία που επιθυμεί να αξιοποιήσει η Γερμανία προς όφελός της (“εσωτερική αγορά πράσινης ενέργειας” και “διακρατικές συνεργασίες”) και τι θα σημάνει η υλοποίηση τέτοιων προγραμμάτων με όρους ανάπτυξης για τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και ειδικότερα για την Ελλάδα; Ο Δ.Γρανάς είναι υπ.διδάκτορας Νομικής στο Ελεύθερο Πανεπιστημίο του Βερολίνου και το άρθρο του δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ενθέματα.




Η γερμανική “ενεργειακή στροφή” και ο ευρωπαϊκός Νότος
Η Γερμανία αξιοποιεί την κρίση για να υλοποιήσει με τον συμφερότερο γι’ αυτήν τρόπο την ενεργειακή αλλαγή. Ο ευρωπαϊκός Νότος προσφέρεται ιδιαίτερα για την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας, με όρους όμως επαχθείς για τις χώρες του Νότου.
του Διονύση Γρανά
Η Γερμανία, εδώ και δεκαετίες, βρίσκεται σε διαδικασία αλλαγής των πηγών ενέργειας που χρησιμοποιεί, με βασική της προτεραιότητα την ενεργειακή της ασφάλεια και την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ανεξαρτησία. Σε ολόκληρη τη μεταπολεμική της πορεία, η Γερμανία προσπάθησε να εμποδίσει την εκτεταμένη χρήση πετρελαίου έναντι πηγών ενέργειας που δεν την καθιστούσαν τόσο εξαρτημένη από εξαγωγές: αρχικά το εγχώριο κάρβουνο και στη συνέχεια την ατομική ενέργεια. Από τις πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του ’70 έγινε ακόμη σαφέστερη η αδυναμία των ευρωπαϊκών χωρών, που συνδέεται με την εξάρτησή τους από εισαγόμενες πηγές ενέργειας. Ειδικά το πετρέλαιο όχι μόνο παρουσιάζει συνεχή άνοδο τιμών, αλλά η προμήθειά του εξαρτάται κατά κύριο λόγο από πολιτικά ασταθείς περιοχές. Τέλος, από τη δεκαετία του ’80 το πρόβλημα του φαινομένου του θερμοκηπίου πρόσθεσε το επιχείρημα της προστασίας του κλίματος στο οπλοστάσιο των υποστηρικτών της αλλαγής των πηγών ενέργειας, και διαμόρφωσε το αίτημα για μια βιώσιμη ενεργειακή αλλαγή, βασιζόμενη κυρίως σε ανανεώσιμες πηγές (Energiewende).

Από την ατομική ενέργεια στις ανανεώσιμες πηγές
Στους σχεδιασμούς των γερμανικών κυβερνήσεων της δεκαετίας του ’60 ανήκε και η εκτεταμένη χρήση της ατομικής ενέργειας. Αν και από την αρχή συναντούσε σειρά εμποδίων, η ατομική ενέργεια κάλυψε ένα κομμάτι των ενεργειακών αναγκών από τη δεκαετία του ’70 και μετά. Η διαρκής όμως εναντίωση των οικολογικών κινημάτων οδήγησε το 2002 την κυβέρνηση σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων να αποφασίσει το μεσοπρόθεσμο κλείσιμο όλων των εργοστασίων παραγωγής πυρηνικής ενέργειας. Η διαδικασία αυτή αποδείχτηκε εξαιρετικά δύσκολη, όχι μόνο λόγω αντιδράσεων ισχυρών ενεργειακών λόμπι, αλλά και από τεχνική και οικονομική σκοπιά. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τόσο οι προβλεπόμενες «ταρίφες» που οφείλει να πληρώνει το σύστημα διανομής για την αγορά ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές όσο και το κόστος κατασκευής υποδομών παραγωγής ήταν ιδιαίτερα επιβαρυντικά για την οικονομία. Και, βέβαια, όλα αυτά μετακυλίονται στους καταναλωτές.

Έτσι, η χριστιανοδημοκρατική κυβέρνηση εν μέσω διαμαρτυριών παρέτεινε το 2010 την διάρκεια ζωής των ατομικών αντιδραστήρων. Το ατύχημα της Φουκουσίμα όμως ανέτρεψε για άλλη μια φορά τα σχέδια, και αποφασίστηκε το άμεσο κλείσιμο των εργοστασίων και η οριστική στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ).


Όμως ούτε η λύση των ΑΠΕ από μόνη της μπορεί να εξασφαλίσει την πολυπόθητη ενεργειακή αυτάρκεια στην ισχυρότερη παραγωγική μηχανή της Ευρώπης. Ακόμη και σε περιοχές με ευνοϊκά καιρικά φαινόμενα (άνεμος και ηλιοφάνεια), οι ΑΠΕ δεν παρέχουν σταθερή ροή ενέργειας. Για τη λύση αυτού του προβλήματος προσφέρονται δύο επιλογές: αφενός η λεγόμενη διαδικασία power to gas, με την οποία η πλεονάζουσα ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ χρησιμοποιείται για τη παραγωγή συνθετικού μεθανίου, που με τη σειρά του μπορεί, όπως το φυσικό αέριο, να χρησιμοποιηθεί για παραγωγή ενέργειας. Η άλλη λύση αφορά τη δυνατότητα αποθήκευσης σε συσσωρευτές της παραγόμενης από ΑΠΕ ενέργειας (n.b.βλ.υδρο-ηλεκτρικά). Και οι δύο λύσεις είναι όμως εξαιρετικά ακριβές, ενώ η υπάρχουσα υποδομή υστερεί τόσο σε χωρητικότητα όσο και σε τεχνολογική εξέλιξη.


Βέβαια, η Γερμανία δεν στρέφεται αποκλειστικά προς μία κατεύθυνση για να ικανοποιήσει τις ενεργειακές της ανάγκες, αλλά συνεχίζει να διαφοροποιεί τους παρόχους της. Στο πλαίσιο αυτό δεν παύει να ενδιαφέρεται για τους φυσικούς πόρους στην Αφρική, έχει έρθει σε στρατηγικές συμφωνίες με τη Ρωσία για τη παροχή φυσικού αερίου, ενώ ανταγωνίζεται τις ΗΠΑ στην περιοχή της Μ. Ανατολής και του Περσικού Κόλπου. Καθώς όμως για γεωπολιτικούς λόγους οι παραπάνω περιοχές κρύβουν κινδύνους, ο εφοδιασμός με ΑΠΕ παρέχει μεγαλύτερη ασφάλεια και μειώνει την εξάρτηση της Γερμανίας από χώρες με τις οποίες είτε βρίσκεται σε ανταγωνισμό, είτε παρουσιάζουν πολιτική αστάθεια. Επίσης, οι ΑΠΕ αποτελούν την πιο αποδεκτή κοινωνικά λύση στο ενεργειακό πρόβλημα. Η Γερμανία εντούτοις δεν βρίσκεται στην πιο προνομιακή θέση για παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Ακόμη και η βόρεια ακτή στην οποία χτίζονται μια σειρά ανεμογεννήτριες βρίσκεται μακριά από τις βιομηχανικές περιοχές της Νοτίου Γερμανίας που είναι και οι πιο ενεργοβόρες.



Η εσωτερική αγορά πράσινης ενέργειας και ο Νότος
Υπάρχει όμως μία ακόμη εναλλακτική, την οποία η Γερμανία φαίνεται να θεωρεί ως σημαντική λύση για την Energiewende: η προμήθεια πράσινης ενέργειας από ευρωπαϊκές χώρες που την διαθέτουν σε πλεόνασμα. Μια μέθοδος υλοποίησης του στόχου αυτού είναι η εσωτερική αγορά ενέργειας. Αυτό σημαίνει την λειτουργία μιας ελεύθερης πανευρωπαϊκής αγοράς όπου η παραγόμενη σε μία χώρα της Ε.Ε. ενέργεια θα μπορεί να πωλείται και να μεταφέρεται σε κάποια άλλη χώρα της Ε.Ε. Έτσι θα δίνεται και η δυνατότητα σε μια χώρα που διαθέτει πλεόνασμα να μπορεί να το διαθέτει στην αγορά ενέργειας χωρίς να προβληματίζεται για την αποθήκευσή του, ενώ σε περίοδο έλλειψης θα μπορεί, με τον ίδιο τρόπο, να αγοράζει διαθέσιμη ενέργεια από αλλού.

Καταρχάς δημιουργεί προβληματισμό το κατά πόσο –δεδομένης της απουσίας μιας επαρκώς ισχυρής κεντρικής εξουσίας– δύναται ο μηχανισμός της αγοράς αφενός να ρυθμίσει με ασφάλεια έναν τομέα τόσο ευαίσθητο για την ισχύ και την ανεξαρτησία ενός κράτους και αφετέρου να αποτρέψει πολιτικές παρεμβάσεις ή κερδοσκοπικά παιχνίδια εκ μέρους κρατών ή εταιρειών. Δεν είναι τυχαίο ότι μέχρι τη Συνθήκη της Λισαβόνας το 2009 η Ε.Ε. δεν διέθετε καμία αρμοδιότητα για τον τομέα της ενέργειας. Αλλά αν αφήσουμε αυτόν το προβληματισμό κατά μέρος, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας ακούγεται ως η οικονομικότερη και αποδοτικότερη μέθοδος για τη στροφή των ευρωπαϊκών χωρών στις ΑΠΕ. Για χώρες μάλιστα όπως η Ελλάδα παρουσιάζεται μια μεγάλη ευκαιρία να αξιοποιήσουν την άφθονη ηλιακή και αιολική ενέργεια που θα μπορούσαν να παράγουν.



Η πραγματικότητα όμως, για άλλη μια φορά, φαίνεται πολύ πιο ζοφερή αν λάβουμε υπόψη την οικονομική και πολιτική θέση της χώρας μας αυτή τη στιγμή: πρώτα απ’ όλα ο εξοπλισμός θα πρέπει να εισαχθεί από άλλες χώρες, κυρίως τη Γερμανία, δημιουργώντας άλλη μία υπέροχη ευκαιρία για την τελευταία να αυξήσει τις εξαγωγές της. Έπειτα, καθώς οι τεχνολογίες για τις ΑΠΕ είναι ιδιαίτερα δαπανηρές, είναι αμφίβολο κατά πόσο μια χώρα με τα δικά μας ελλείμματα θα μπορούσε, στην κατάσταση που βρίσκεται, να χρηματοδοτήσει τη δική της υποδομή παραγωγής ενέργειας. Ενδεικτικό είναι το ότι η Ελλάδα αποφάσισε να μειώσει την τιμή αγοράς ενέργειας για τους παραγωγούς που κάνουν από δω και στο εξής σύμβαση με τον διαχειριστή του συστήματος διανομής ενέργειας, καθιστώντας τις επενδύσεις στον εν λόγω τομέα λιγότερο ελκυστικές.

Όταν μια χώρα δεν διαθέτει τους πόρους για να δημιουργήσει τη δική της υποδομή παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ, η εναλλακτική λύση είναι να φτιαχτεί η υποδομή από μια άλλη χώρα και να πληρωθεί μέσω της εξαγωγής της ενέργειας στη χώρα αυτή. Κάπως έτσι μπαίνει στο παιχνίδι και ένα ακόμη εργαλείο, αυτό της διακρατικής συνεργασίας για την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας όπως προβλέπεται από την σχετική ευρωπαϊκή Οδηγία. Εκεί ρυθμίζεται η δυνατότητα δύο κρατών να συνάπτουν συμφωνίες για την εκτέλεση έργων ανάπτυξης των ΑΠΕ και να συμφωνούν από κοινού σε ποια επικράτεια, με τίνος τη χρηματοδότηση και εξοπλισμό θα υλοποιηθούν και πώς θα διανεμηθούν τα οφέλη.

Στο πλαίσιο αυτό, η Γερμανία φαίνεται ότι προωθεί την κατασκευή μεγάλων πρότζεκτ στον ευρωπαϊκό Νότο και στην Αφρική, καθώς η οδηγία παρέχει αντίστοιχη δυνατότητα. Το πρόγραμμα DESERTEC, συγκεκριμένα, προβλέπει τη δημιουργία ηλιακών πάρκων στη Β. Αφρική. Σύμφωνα με τις τελευταίες εξελίξεις το συγκεκριμένο πρόγραμμα φαίνεται να αποτυγχάνει. Αυτό οφείλεται τόσο στην πολιτική κατάσταση στις βορειοαφρικανικές χώρες και στις αυξανόμενες ενεργειακές τους ανάγκες, όσο και στο ανύπαρκτο ακόμη δίκτυο μεταφοράς ενέργειας. Έτσι, κολοσσοί όπως η Siemens και η Bosch έχουν ανακαλέσει την υποστήριξή τους, ενώ η Ισπανία φαίνεται να καθυστερεί την υπογραφή διακρατικής συμφωνίας για την κατασκευή μονάδων στο Μαρόκο. Η σύμπραξη της Ισπανίας είναι απαραίτητη για την κατασκευή του δικτύου μεταφοράς της ενέργειας από την Αφρική διαμέσου της επικράτειάς της προς τη Βόρεια Ευρώπη. Οι λόγοι αυτής της καθυστέρησης δεν είναι γνωστοί. Κάποιος θα μπορούσε όμως να κάνει τις δικές του υποθέσεις ως προς το γιατί η Ισπανία –όντας και η ίδια παραγωγός ηλιακών πάνελ– παρακωλύει ένα πρόγραμμα γερμανικής εμπνεύσεως και συμφερόντων.


Το πρόγραμμα «Ήλιος» στην Ελλάδα
Το αντίστοιχο πρόγραμμα στην Ελλάδα έχει την ονομασία «Ήλιος» και προβλέπει την κατασκευή ηλιακών πάρκων, με το παραγόμενο ρεύμα να εξάγεται σε ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως στη Γερμανία. Με δικά της μηχανήματα και απέναντί της μια χώρα παραδομένη και διψασμένη για επενδύσεις, είναι βέβαιο ότι η Γερμανία θα κλείσει τις καλύτερες δυνατές συμφωνίες. Χαρακτηριστικό είναι ότι, σύμφωνα με τους όρους του έργου, τα όποια κέρδη θα προκύπτουν για την Ελλάδα, θα διατίθενται αποκλειστικά στην αποπληρωμή του χρέους[1]. Ναι μεν το πρόγραμμα αυτό δεν είναι άμεσα πραγματοποιήσιμο καθώς πρέπει να ανακατασκευαστεί όλο το δίκτυο, αλλά η υλοποίησή του, έστω και σε μικρότερη κλίμακα, φαίνεται εφικτή και σε κάθε περίπτωση ευκολότερη από τις εναλλακτικές του.

Συνοψίζοντας, η Γερμανία φαίνεται να αναζητά ευκαιρίες για την παραγωγή ενέργειας στον Ευρωπαϊκό Νότο. Αυτό θα έπρεπε σε μια λειτουργούσα οικονομία της αγοράς να χαροποιεί τον τελευταίο και να προσφέρει ευκαιρίες για απασχόληση και ανάπτυξη. Φαίνεται όμως ότι η καθυπόταξη των μεσογειακών χωρών, αφού διαλύει διά της ύφεσης και της λιτότητας τις όποιες δυνατότητες αυτόνομης ανάπτυξης των δικών τους υποδομών και ωφελεί έτσι τις γερμανικές εξαγωγές, αποσκοπεί επιπλέον στην σύναψη συμφωνιών παραγωγής και εξαγωγής πράσινης ενέργειας που αποδεικνύονται ιδιαίτερα ετεροβαρείς υπέρ της Γερμανίας. Οφέλη από τέτοιες επενδύσεις ίσως και να υπάρχουν περιορισμένα και για τις χώρες υποδοχής. Η Γερμανία φαίνεται όμως να παλεύει με λύσσα ώστε αυτά να είναι όσο το δυνατόν λιγότερα. Όπως δείχνει η ιστορία της Αφρικής, η ύπαρξη πλουτοπαραγωγικών πηγών καθόλου δεν εγγυάται την ευημερία για μια χώρα. Αντίθετα, για να ωφεληθεί αυτή πρέπει να έχει την στοιχειώδη ανεξαρτησία αλλά και τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τον πλούτο που διαθέτει για να αναπτύξει τις δικές της υποδομές και να στηρίξει τη δική της παραγωγή, στοχεύοντας στην εξαγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας (επεξεργασμένων και εξελιγμένων προϊόντων). Το ίδιο θα όφειλε να κάνει και η Ελλάδα, αν δεν επιθυμεί να απομυζάται προς αποκλειστικό όφελος ισχυρότερων κρατών.

[1]. Άρθρο 13 της σχετικής σύμβασης: «Η Ελλάδα δεσμεύει τα μελλοντικά έσοδα από το πρόγραμμα Ήλιος ή έσοδα από άλλες ιδιωτικοποιήσεις, πέραν αυτών που ήδη περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα προσαρμογής, προκειμένου να μειώσει περαιτέρω το χρέος της Ελληνικής Δημοκρατίας μέχρις του ποσού των 15 δις. ευρώ, με σκοπό την αποκατάσταση της δανειοδοτικής ικανότητας του ΕΜΧΣ»


[--->]

Δεν υπάρχουν σχόλια: