Η Ελληνική Κατάρρευση, του Perry Anderson



 Για την κρίση στην Ελλάδα και την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να αντισταθεί στην Ευρωζώνη.

 novote

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί πρόσφατη συμβολή ενός από τους σημαντικότερους σύγχρονους μαρξιστές διανοητές, του Πέρι Άντερσον, σχετικά με την κατάσταση στην Ελλάδα.  Το αρχικό κείμενο, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Jacobin, βρίσκεται εδώ.
Μετάφραση – Επιμέλεια: Γιώργος Σουβλής, Ειρήνη Γαϊτάνου


Η Ελληνική Κατάρρευση

Η ελληνική κρίση έχει προκαλέσει ένα προβλέψιμο μείγμα αγανάκτησης και αυτοϊκανοποίησης στην Ευρώπη, που ταλαντεύεται ανάμεσα στον θρήνο για τη σκληρότητα της συμφωνίας που επιβλήθηκε στην Αθήνα και στους πανηγυρισμούς για τη  διατήρηση, την υστάτη στιγμή, της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή οικογένεια – ή και τα δύο ταυτόχρονα. Και οι δύο αντιδράσεις είναι εξίσου άγονες. Καμία από τις δύο δεν έχει θέση σε μια ρεαλιστική ανάλυση.

To ότι η Γερμανία είναι και πάλι η ηγεμονική δύναμη της ηπείρου, δεν είναι κάτι το οποίο περιμέναμε να μάθουμε το 2015: είναι σαφές τουλάχιστον εδώ και είκοσι χρόνια. Το ότι η Γαλλία λειτουργεί ως υπηρέτης της, μια σχέση αρκετά παρόμοια με αυτήν που διατηρεί το Ηνωμένο Βασίλειο με τις ΗΠΑ, ούτε αυτό συνιστά πολιτική καινοτομία: μετά τον Ντε Γκολ, τα αντανακλαστικά του πολιτικού προσωπικού της Γαλλίας θυμίζουν τις αρχές της δεκαετίας του 1940:  όχι μόνο αποδοχή, αλλά ακόμα και θαυμασμός απέναντι στην κυρίαρχη δύναμη της περιόδου, πρώτα την Ουάσινγκτον και μετά το Βερολίνο.

Ακόμη μικρότερη έκπληξη προξενεί η τρέχουσα έκβαση της νομισματικής ένωσης. Από την αρχή, τα οικονομικά οφέλη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης –τα οποία θεωρούνται υποτίθεται ως δεδομένα από τις διάφορες ορθόδοξες απόψεις – ήταν πραγματικά πολύ περιορισμένα.

Το 2008 οι πιο προσεκτικές εκτιμήσεις, από δύο οικονομολόγους υπέρμαχους της ολοκλήρωσης, τον Barry Eichengreen και τον Andrea Bolth, κατέληξαν ότι το ΑΕΠ στην κοινή αγορά έχει αυξηθεί από 3 ως 4% στην περίοδο ανάμεσα στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και τα μέσα της δεκαετίας του 1970· ότι ο αντίκτυπος του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος ήταν ασήμαντος· ότι η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη θα μπορούσε να προσθέσει άλλο 1%· και ότι η νομισματική ένωση δεν είχε καμία σχεδόν επίδραση είτε στο ρυθμό ανάπτυξης είτε στο επίπεδο της παραγωγής.

Αυτά συνέβαιναν προτού η παγκόσμια οικονομική κρίση πλήξει την Ευρώπη.  
Από τότε, ως γνωστόν, ο ζουρλομανδύας του ενιαίου νομίσματος έχει αποδειχθεί τόσο καταστροφικός για τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου που μετέχουν στην ΕΕ όσο είναι συμφέρων για την Γερμανία, όπου η καθήλωση των μισθών – που συγκαλύπτει  την πολύ χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας – εξασφάλισε στην γερμανική βιομηχανία το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα έναντι της υπόλοιπης Ευρωπαικής Ένωσης. 

Όσο για το ρυθμό ανάπτυξης, μια ματιά στην οικονομική απόδοση του Ηνωμένου Βασιλείου ή της Σουηδίας, μετά το Μάαστριχτ, αρκεί για δείξει τη σαθρότητα του  ισχυρισμού ότι το ευρώ έχει υπάρξει ωφέλιμο για οποιαδήποτε χώρα – αν εξαιρέσουμε τον βασικό αρχιτέκτονά του.

Αυτή είναι η πραγματικότητα της «ευρωπαϊκής Οικογένειας», όπως οικοδομήθηκε από τη νομισματική ένωση και το Σύμφωνο Σταθερότητας
Αλλά, παρά την πραγματικότητα αυτή, η ιδεολογία της παραμένει απαρασάλευτη. Στον επίσημο λόγο, καθώς και στον λόγο των διανοουμένων, η ΕΕ εγγυάται πάντα την ειρήνη και την ευημερία της ηπείρου, εξαφανίζοντας το φάντασμα του πολέμου μεταξύ των εθνών, υπερασπίζοντας τις αξίες της δημοκρατίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων και διατηρώντας τις αρχές μιας ήπιας ελεύθερης αγοράς, στην οποία, εν τέλει, θεμελιώνεται κάθε ελευθερία. 

Οι κανόνες της, αν και σταθεροί, είναι ευέλικτοι· τα κίνητρά της ανταποκρίνονται στην διπλή επιταγή της αλληλεγγύης και της αποτελεσματικότητας.

Για τις ευαισθησίες τις οποίες διαμορφώνει αυτή η ιδεολογία – την οποία συμμερίζεται όλο το ευρωπαϊκό πολιτικό κατεστημένο και η μεγάλη πλειοψηφία των σχολιαστών και των δημοσιογράφων – τα δεινά των Ελλήνων ήταν ένα οδυνηρό θέαμα. Ευτυχώς, στο τέλος η λογική θριάμβευσε, επιτεύχθηκε συμβιβασμός και πρέπει όλοι να μοιραστούμε την ελπίδα ότι η ΕΕ δεν έχει υποστεί ανεπανόρθωτες ζημιές.

Από την εκλογική νίκη του Σύριζα τον Ιανουάριο η πορεία που έχει πάρει η κρίση στην Ελλάδα ήταν επίσης προβλέψιμη, με εξαίρεση μια τελική αναδίπλωση που δεν μπορούσε να έχει προβλεφθεί.  
Οι ρίζες της κρίσης εδράζονται στον συνδυασμό αφενός της απάτης που διέπραξε το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη για να μπορέσει η Ελλάδα να μπει στην Ευρώπη και, αφετέρου, των επιπτώσεων που είχε η παγκόσμια κατάρρευση του 2008 στην αδύναμη – επιβαρυμένη με χρέος και μη ανταγωνιστική – ελληνική οικονομία.

Από το 2010 διαδοχικά πακέτα λιτότητας – αυτά που κάποτε αποκαλούνταν «σταθεροποιητικά σχέδια» – επιβλήθηκαν στην Ελλάδα. Τα πακέτα αυτά τα υπαγορεύθηκαν από τη Γερμανία και τη Γαλλία, οι τράπεζες των οποίων κινδύνευαν περισσότερο από μια ελληνική χρεοκοπία, αλλά τα εφάρμοσε η τρόικα (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΕΚΤ, ΔΝΤ) σε ένα καθεστώς στενής επιτήρησης.

Έπειτα από πέντε χρόνια μαζικής ανεργίας και περικοπών κοινωνικών παροχών, το ελληνικό χρέος είχε απλώς διογκωθεί ακόμη περισσότερο. Ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε την κυβέρνηση, επειδή υποσχέθηκε, με ιδιαίτερα πύρινη ρητορική, να θέσει τέλος στην υπαγωγή της Ελλάδος στην εξουσία της τρόικας. 
Θα “διαπραγματευόταν εκ νέου” τους όρους της κηδεμονίας της χώρας από την Ευρώπη. 

Πως ήλπιζε να το κάνει αυτό; Απλώς παρακαλώντας για καλύτερη μεταχείριση και αναθεματίζοντας όταν αυτή δεν ερχόταν – ικεσίες και κατάρες, καθώς και αναφορές στις υψηλές αξίες της Ευρώπης στις οποίες το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν θα μπορούσε φυσικά να κωφεύει.

Ασύμβατη με αυτές τις εκρήξεις, τις μίξεις ικεσίας και κατάρας, ήταν – και αυτό κατέστη σαφές από την αρχή – κάθε σκέψη παραίτησης από το Ευρώ.  
Υπήρχαν δυο λόγοι για αυτό. 
 Επαρχιώτικη στην αντίληψη της, η ηγεσία του Σύριζα το έβρισκε δύσκολο να κάνει την οποιαδήποτε διανοητική διάκριση μεταξύ συμμετοχής στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, αντιλαμβανόμενη την έξοδο από την μια σαν να σήμαινε αποπομπή από την άλλη: ο απόλυτος εφιάλτης για οποιοδήποτε καλό Ευρωπαίο, όπως θεωρούσε και η ίδια τον εαυτό της.

Είχε επίσης συνείδηση ότι του γεγονότος ότι το ελληνικό βιοτικό επίπεδο – λιπαινόμενο από τα χαμηλά επιτόκια που ήρθαν από την σύγκληση των spreads σε όλη την Ευρώπη, επιπρόσθετα με τα διαρθρωτικά ταμεία (Structural Funds) – είχε πράγματι αυξηθεί κατά τη διάρκεια των χρόνων Ποτέμκιν της διακυβέρνησης Σημίτη, δημιουργώντας μια θερμή λαϊκή δεξίωση του ευρώ – μνήμη που δεν συνδέθηκε με τις κακουχίες που ακολούθησαν. 

 Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προσπάθησε να εξηγήσει την σύνδεση αυτή. Ο Τσίπρας και οι συνεργάτες του διαβεβαίωναν οποιονδήποτε μπορούσε να ακούσει πως, αντιθέτως, δεν υπήρχε κανένα ζήτημα εγκατάλειψης του Ευρώ.

Έτσι όμως εγκατέλειψαν κάθε ελπίδα διαπραγμάτευσης με την πραγματικήόχι με την ονειρεμένη τους – Ευρώπη. 

To 2015, η απειλή ενός Grexit ήταν οικονομικά πολύ ασθενέστερη σε σχέση με το πώς θα ήταν το 2010, επειδή τώρα οι Γερμανικές και Γαλλικές τράπεζες είχαν ξεπληρωθεί, και το bail out μεταφερόταν ονομαστικά στην Ελλάδα. 

Παρά κάποια καμπανάκια κινδύνου που κάπου κάπου ακούγονταν ακόμα, ο Γερμανός υπουργός οικονομικών είχε, για αρκετό χρόνο και για καλό λόγο, αποφύγει οποιαδήποτε δραματική υλική συνέπεια από μια ελληνική χρεοκοπία.

Αλλά για την ευρωπαϊκή ιδεολογία, την οποία ασπάζονται όλες οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης, επειδή το συμβολικό πλήγμα στο ευρωπαϊκό νόμισμα – στην πραγματικότητα, στην τρέχουσα φορμαλιστική γλώσσα των ημερών, σε αυτό καθαυτό το «ευρωπαϊκό σχέδιο» – θα ήταν τεράστιο, μια τέτοια εξέλιξη θεωρήθηκε σημαντικό να αποφευχθεί. 

 Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ, από τη στιγμή που εξελέγη, είχε έτοιμα σχέδια για μια συντεταγμένη χρεοκοπία, – προετοιμάζοντας έλεγχο κεφαλαίων, εναλλακτικό νόμισμα και άλλα μεταβατικά μέτρα τα οποία μπορεί να ήταν αναγκαίο να  εφαρμοστούν μέσα ένα βράδυ,  για να μην ακολουθήσει διαταραχή – και αν είχε απειλήσει την ΕΕ με αυτά, θα είχε ένα διαπραγματευτικό όπλο στα χέρια του.

Εάν επίσης είχε κάνει σαφές ότι, στην περίπτωση μιας σύγκρουσης, θα μπορούσε να βγάλει την Ελλάδα έξω από το ΝΑΤΟ, ακόμη και το Βερολίνο θα σκεφτόταν διπλά το τρίτο πακέτο λιτότητας μπροστά στον αμερικάνικο φόβο για οποιαδήποτε τέτοια πιθανότητα. Αλλά για τους Βολτερικούς αισιόδοξους του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό ήταν φυσικά ακόμη μεγαλύτερο ταμπού από τη σκέψη μιας εξόδου από την Ευρωζώνη.

Έτσι, αντιμέτωπες με έναν ικέτη που εναλλάσσεται μεταξύ του παρακαλητού και της προσβολής, χωρίς καμία κάρτα στα χέρια του, γιατί θα έπρεπε οι συνασπισμένες ευρωπαϊκές δυνάμεις να κάνουν οποιαδήποτε υπαναχώρηση, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι οτιδήποτε αποφάσιζαν θα γινόταν αποδεκτό; 

Σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους, φέρθηκαν απολύτως ορθολογικά.

Μια ανατροπή σε ένα χρονικό κατά τα άλλα τόσο προβλεπόμενο προέκυψε όταν ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, σε απόγνωση, κάλεσε σε δημοψήφισμα για το τρίτο μνημόνιο, και το ελληνικό εκλογικό σώμα το απέρριψε κατά μεγάλη πλειοψηφία. 

Εξοπλισμένος με αυτό το ηχηρό «ΟΧΙ», ο Τσίπρας επέστρεψε από τις Βρυξέλλες έχοντας ψελλίσει ένα πρόστυχο “ναι” σε ένα τέταρτο και ακόμα σκληρότερο μνημόνιο, ισχυριζόμενος ότι δεν είχε καμία εναλλακτική λύση, επειδή οι Έλληνες ήταν προσκολλημένοι στο ευρώ.

Σε αυτή την περίπτωση, γιατί δεν απηύθυνε την ερώτηση στο λαό στο δημοψήφισμα – θα δεχτείτε τα πάντα προκειμένου να κρατήσετε το ευρώ? Καλώντας σε ένα αποφασιστικό “όχι”, και λίγο περισσότερο από μια βδομάδα μετά απαιτώντας ένα υποτακτικό “ναι”, ο ΣΥΡΙΖΑ αποστάτησε με ταχύτητα που δεν έχουμε ξαναδεί από τότε που οι πολεμικές αποζημιώσεις υποστηρίζονταν από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία το 1914, ακόμα κι αν αυτή τη φορά μια μειοψηφία του κόμματος έσωσε την τιμή του.

Βραχυπρόθεσμα, ο Τσίπρας χωρίς καμία αμφιβολία θα ανθίσει πάνω στα ερείπια των υποσχέσεών του, όπως – η πιο προφανής ξένη σύγκριση -  ο αρχηγός του Εργατικού Κόμματος Ramsay Macdonald κάποτε έκανε στη Βρετανία, ως επικεφαλής μιας εθνικής κυβέρνησης που αποτελούνταν από Συντηρητικούς και που επέβαλε λιτότητα κατά τη διάρκεια της Ύφεσης, προτού ταφεί στην περιφρόνηση από τους σύγχρονούς του και τους απογόνους του.

 Η Ελλάδα είχε επίσης το μερίδιο της σε τέτοιες καταστάσεις και στο παρελθόν. Λίγοι έχουν ξεχάσει τον Στέφανο Στεφανόπουλο και την Αποστασία του 1965. Η χώρα, χωρίς αμφιβολία, είναι αντιμέτωπη με άλλη μια τέτοια κατάσταση.

Τι συμβαίνει λοιπόν με την ευρύτερη λογική της κρίσης?  

Όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις, η προσήλωση στην ΕΕ μειώνεται απότομα κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, παντού και με καλές αιτίες. 

Τώρα, η ΕΕ αντιμετωπίζεται ευρύτατα ως αυτό που έχει γίνει: μια ολιγαρχική δομή, γεμάτη διαφθορά, θεμελιωμένη στην άρνηση κάθε είδους λαϊκής κυριαρχίας, επιβάλλοντας ένα πικρό καθεστώς προνομίων για τους λίγους και καταπίεσης για τους πολλούς.

Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι αντιμετωπίζει κανένα θανάσιμο κίνδυνο από τα κάτω.

Ο θυμός διογκώνεται στον πληθυσμό. Αλλά ο φόβος εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να υπερτερεί. 

Σε συνθήκες αυξανόμενης ανασφάλειας, αλλά όχι ακόμα πλήρους καταστροφής, το πρώτο ένστικτο θα είναι πάντα η προσκόλληση σε οτιδήποτε υπάρχει, όσο απωθητικό κι αν είναι αυτό, παρά η διακινδύνευση οτιδήποτε άλλου θα μπορούσε να είναι ριζικά διαφορετικό. 

Αυτό θα αλλάξει μόνο αν, και όταν, ο θυμός είναι μεγαλύτερος από την οργή. Προς το παρόν, εκείνοι που ζουν βασιζόμενοι στο φόβο – δηλαδή η πολιτική τάξη, στην οποία τώρα ο Τσίπρας και οι συνεργάτες του έχουν προσχωρήσει – είναι ασφαλείς.

Το να κυβερνάς με ιδεοληψίες δεν είναι απλώς καταστροφικό, είναι τελικά εγκληματικό

Ο Γιάννης Κιμπουρόπουλος έγραψε μια εκπληκτική κριτική στις ιδεοληψίες του Τσίπρα και του Βαρουφάκη. Ο ίδιος επέλεξε και ένα απόσπασμα του άρθρου του σαν πρόλογο:

Οι θέσεις των εταίρων μας δεν αποσπάστηκαν ούτε δευτερόλεπτο από τον Ορθό Λόγο, ήταν πάντοτε και προβλέψιμες και απολύτως λογικές. Κυρίως όμως ήταν Ευρωπαϊκές. Διότι αυτή ήταν και είναι η λογική των ευρωπαϊκών μηχανισμών, αυτή είναι η λογική της Ενωμένης Ευρώπης, όπως από τη δεκαετία του 1960 διακήρυσσε η Ελληνική αριστερά. Μια λογική ταξική, σαφώς λογική μηχανισμών απόσπασης πλούτου από τους αδύνατους και μεταφορά του στους δυνατούς. Ακόμα και τώρα που όλοι πλέον, με πρώτους τους ίδιους τους «θεσμούς», βλέπουν ότι το τρίτο μνημόνιο δεν υπάρχει περίπτωση να επιτύχει κανέναν από τους στόχους του, γιατί άραγε η Ε.Ε. επιμένει; Λόγω παραλογισμού; Όχι, απλούστατα διότι υπάρχουν φιλέτα και ασημικά στα οποία δεν έχουν βάλει χέρι ακόμα. Διάφανη λογική που μόνο ιδεοληπτικές εμμονές μπορεί να εμποδίζουν κάποιον να τη διακρίνει. Αυτή είναι η πραγματική Ευρώπη. Η Ευρώπη των κκ. Βαρουφάκη και Τσίπρα υπάρχει στη σφαίρα της Ονειροφαντασίας. Το να κυβερνάς με ιδεοληψίες δεν είναι απλώς καταστροφικό, είναι τελικά εγκληματικό.

Παραθέτω τώρα ολόκληρο το άρθρο, εμπλουτισμένο με σημειώσεις, τονισμούς και συνδέσμους:

Το να κυβερνάς με ιδεοληψίες δεν είναι απλώς καταστροφικό, είναι τελικά εγκληματικό

του ΚΜ

Αφορμή για το σχόλιο αυτό έδωσε ο καταιγισμός άρθρων, συνεντεύξεων και χρησμών, συχνά αντιφατικών, που κατά ριπές (η μεταφορά δεν είναι δική μας) εξαπολύει ο κ. Βαρουφάκης τις τελευταίες μέρες. Θέλουμε εδώ να δούμε τις κεντρικές ιδέες που προβάλλονται από τον, ας μην το ξεχνάμε, κεντρικό διαπραγματευτή της Ελληνικής κυβέρνησης, παρά την παραίτησή του στο παρά πέντε.

O κ. Βαρουφάκης εξακολουθεί να ταξιδεύει στα πέλαγα του ιδεαλισμού (χρησιμοποιώ τον όρο αυστηρά φιλοσοφικά και όχι με την τρέχουσα χρήση). 

Σύμφωνα με όσα είπε σε χθεσινή συνέντευξή του στο CNN: «Η αλήθεια είναι ότι η ισχυρή τρόικα των πιστωτών δεν ενδιαφερόταν να βρεθεί λογική, έντιμη, αμοιβαία αποδεκτή λύση», [1] δηλαδή, ακόμη και τώρα θεωρεί ότι η Ελληνική Κυβέρνηση όφειλε να «διαπραγματεύεται» σύμφωνα με τις ιδέες της «λογικής» και της «εντιμότητας» ή, όπως τόχε πει γλαφυρά τότε, σύμφωνα με τον «Ορθό Λόγο» του Καντ. Για να καταλήξει στο …«Τι έχει κάνει η Ευρώπη στον εαυτό της;», υπονοώντας ότι η συμφωνία με την Ελλάδα είναι καταστροφική για την …Ευρώπη, μια φαντασιακή Ευρώπη, που όπως θα δούμε, υπάρχει μόνο στο μυαλό των Ευρωπαϊστών της «αριστεράς παντός καιρού», όπως πετυχεμένα χαρακτηρίστηκαν πρόσφατα.

Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. 

Πριν ακριβώς δύο χρόνια, σε άρθρο με τίτλο «Πόσο ευσταθούν οι θέσεις της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ για επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου, όταν αναλάβει την κυβέρνηση;» [2], είχα ασχοληθεί με την ουσία των ιδεών περί διαπραγμάτευσης της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ με στόχο να αποδειχτεί ότι «η κατά Α. Τσίπρα διαπραγμάτευση δε στέκεται από την άποψη της στρατηγικής θεωρίας και επομένως δεν πρόκειται να γίνει».  

Ειδικότερα, είχα ασχοληθεί με τις δύο αντιφατικές αφετηρίες-όρους της «διαπραγμάτευσης» κατά ΣΥΡΙΖΑ, αφενός της κατάργησης των μνημονίων και αφετέρου της παραμονής στην Ευρωζώνη κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.

Αρχικά, είχα καταπιαστεί με το ερώτημα που από τη ΔΕΘ το 2012, είχε κληθεί να απαντήσει ο Τσίπρας: Αν η ΕΕ αρνηθεί τα Ελληνικά αιτήματα, θα αποχωρήσει η ΕΕ Ελλάδα [διόρθωση omadeon] από την Ευρωζώνη; 

Είχε απαντήσει τότε (2012) ο Τσίπρας ότι η ΕΕ αποκλείεται να μη δεχτεί τα Ελληνικά αιτήματα, επειδή η Ελλάδα κρατά την …τύχη της Ευρωζώνης στα χέρια της.

Όμως οκτώ μήνες αργότερα, η ΕΕ δεν ενέδωσε στην Κύπρο και αποδείχτηκε ότι εδώ η γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ είχε σοβαρά κενά. 

Ο μόνος που μέχρι τέλους τότε επέμεινε ότι η Κύπρος δεν έπρεπε να ενδώσει, διότι η ΕΕ …μπλόφαρε(!) ήταν ο κ. Βαρουφάκης. 

 Αντίθετα, ο κ. Τσίπρας, σε συνέντευξή του στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» τον Ιούλιο του 2013, πρόβαλε την επόμενη ιδεοληψία που μας ταλανίζει τα τελευταία χρόνια. Ότι δηλαδή η έλευση του ΣΥΡΙΖΑ θα αλλάξει το τοπίο της Ευρώπης ριζικά, ώστε να προκύψει νέα δομή και λειτουργία των οργάνων της ΕΕ και να δικαιωθούν τα αιτήματα του ΣΥΡΙΖΑ.

Παρενθετικά εδώ να σημειώσουμε ότι η θεωρία αυτή, που διαδίδεται εμφατικά ακόμα και τώρα, συνυπάρχει με την αντίθετη Βαρουφάκεια αφήγηση, σύμφωνα με την οποία το Eurogroup είναι 99% όργανο του Σόιμπλε με κάποια ψήγματα ανεξαρτησίας των Γάλλων. Αλλά αυτό είναι το χαρακτηριστικό των ιδεοληψιών, ότι ενσωματώνονται σε συστήματα με τυπικές αντιφάσεις, χωρίς να διαρρηγνύεται η ικανότητα τους να διαδίδονται από τα ΜΜΕ και τους υπόλοιπους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους.

Αλλά ας επιστρέψουμε στο 2013. Είχε υπαινιχθεί τότε ο Τσίπρας ότι σε περίπτωση που η Ευρώπη τον αναγκάσει, θα απαντήσει με μονομερείς ενέργειες, υπονοώντας την στάση πληρωμών. Είχα αποδείξει τότε ότι η απειλή (με τη στρατηγική έννοια του όρου) που επέσειε ο Τσίπρας προς τους εταίρους δεν επρόκειτο να γίνει πιστευτή όσο η Ελλάδα δεν είχε ως εναλλακτική την έξοδο από την Ευρωζώνη

Το δίδαγμα από την περίπτωση της Κύπρου ήταν ότι θα έπρεπε να έχουμε απάντηση στην περίπτωση που η ΕΚΤ διέκοπτε τη ρευστότητα των Ελληνικών τραπεζών. Η μόνη δυνατή απάντηση σε μια τέτοια περίπτωση είναι η έξοδος από την Ευρωζώνη, αλλά ο Τσίπρας a priori και εμφατικά απέρριπτε σε κάθε περίπτωση τέτοιο ενδεχόμενο. Άρα η απειλή των μονομερών ενεργειών ήταν μια κούφια απειλή και τέτοιες απειλές είναι μη χρησιμοποιήσιμα χαρτιά στις διαπραγματεύσεις.

Έτσι φτάσαμε στον Ιανουάριο του 2015 και στην ανάληψη της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο οποίος πλέον έπρεπε στα σοβαρά να «διαπραγματευτεί» έχοντας όμως ήδη «κάψει» όποια διαπραγματευτικά χαρτιά διέθετε στη σφαίρα της πραγματικότητας.

Τι επέλεξε λοιπόν να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ μπροστά στην αντίφαση; Για μια ακόμα φορά δραπέτευσε στη χώρα της Ονειροφαντασίας. 

Τώρα επιστρατεύτηκε ο «Ορθός Λόγος» και ο Καντ. 

Όταν ρωτήθηκε ο κ. Βαρουφάκης στις 6 Φεβρουαρίου φέτος «Πως θα αρθούν οι πιέσεις» αρκέστηκε να απαντήσει «μέσα από τον ορθό λόγο που δημιούργησε η Ευρώπη» [3]. Δηλαδή, η ΕΕ θα υποχωρούσε στα αιτήματα της Ελλάδας, επειδή αυτά ήταν …«δίκαια», «λογικά», κ.λπ.(!) και δεν ήταν νοητό η Ευρώπη του ορθολογισμού να μην τα λάβει υπόψη της.

 Έτσι, σύμφωνα με την αφήγηση του ΣΥΡΙΖΑ, τελικά η συμφωνία ήταν βέβαιη και αναπόφευκτη, έστω και με υποχωρήσεις, και όλοι θυμόμαστε ότι την ανέμεναν εδώ και μήνες «από μέρα σε μέρα».

Ο παραλογισμός αυτής της δήθεν διαπραγμάτευσης υπογραμμίζεται ακόμα περισσότερο αν θυμηθούμε ότι στις 16 Φεβρουαρίου ο κ. Βαρουφάκης επανήλθε με …απαιτήσεις: «Η Ευρώπη πρέπει να προσαρμοστεί στο γεγονός πως η Ελλάδα αμφισβητεί ένα πρόγραμμα, το οποίο απέτυχε». Σύμφωνοι, αλλά αν η Ευρώπη δεν «προσαρμοστεί», τι προτείνει ο κ. Βαρουφάκης; 

Μα, τις αρχές της …δημοκρατίας, απάντησε, «Η Δημοκρατία λέει να υπάρξει ένας συγκερασμός αντιτιθέμενων απόψεων. Δεν μπορούμε να λέμε ότι αυτό είναι και τέλος. Η ιστορία της ΕΕ έχει αποδείξει πως τα τελεσίγραφα δεν αποτελούν λύση» [4].

Οι ιδεαλιστικές ιδεοληψίες στο μεγαλείο τους: «οι αρχές της δημοκρατίας επιτάσσουν…»! Αλλά η δραπέτευση από την πραγματικότητα στη συνέχεια έφτασε σε παροξυσμό. Διότι, αμέσως μετά ο κ. Βαρουφάκης, που θεωρείται και γνώστης της Θεωρίας Παιγνίων, προσέθεσε: «Δεν μπλοφάρουμε, λέμε ότι θέλουμε τίμια συμφωνία και κοινά σημεία επαφής. Είναι η μόνη επιλογή που έχουμε. Είναι το σχέδιο Α μας. Δεν έχουμε σχέδιο Β».


Απίστευτο πού μπορεί να οδηγήσουν οι ιδεοληψίες.

Έγραψα τότε ότι «η σηματοδότηση [από την Ελληνική κυβέρνηση] με κάθε τρόπο της θέλησής της να υπογράψει και ο τονισμός της έλλειψης από την πλευρά της οποιουδήποτε άλλου σχεδίου, συνιστούν κατά τη γνώμη σας διαπραγματευτική τακτική; Ή μήπως θυμίζουν εκείνον τον αλήστου μνήμης υπόδικο προκάτοχο του κ. Βαρουφάκη, τον Γ. Παπακωνσταντίνου, που όταν «διαπραγματευόταν» το πρώτο μνημόνιο διακήρυσσε σε όλους τους τόνους ότι η Ελλάδα δε διαθέτει άλλη διέξοδο από αυτό, παρομοιάζοντας την περίπτωσή της με τον «Τιτανικό»;» [5].

Και φτάνουμε στην υπογραφή της Συμφωνίας, η οποία έγινε με την Ελληνική κυβέρνηση να αποδέχεται τη Θατσερική θεωρία της ΤΙΝΑ (There Is No Alternative—Δεν Υπάρχει Εναλλακτική) και τον κ. Βαρουφάκη να την καταψηφίζει με την (ορθή) θέση ότι διαιωνίζει και χειροτερεύει το πρόβλημα.

Αλλά τότε;

Αν δεν υπάρχει εναλλακτική και αν η διαθέσιμη συμφωνία οδηγεί σε ακόμη χειρότερα, μήπως ως Έθνος πρέπει να πάμε να αυτοκτονήσουμε ομαδικά;

Αυτή τη λογική αντίφαση ακόμα και ο κ. Βαρουφάκης πρέπει να την είδε και αιφνιδίως βγήκε να ανακοινώσει ότι βεβαίως και υπήρχε Plan B στα χέρια του κ. Τσίπρα, ο οποίος προφανώς δεν το αποδέχτηκε

Φαίνεται να τον έτσουξε ο αφορισμός του Krugman ότι δεν περίμενε τέτοια ανικανότητα από την Ελληνική κυβέρνηση. 

Αυτό το Plan Β όμως δεν μας το έχουν πει, όπως και δεν έχουν δώσει την υποτιθέμενη μελέτη σύμφωνα με την οποία ο Τσίπρας προτίμησε να υπογράψει από το να περάσει στο Plan B. 

Αλλά από ακριτομυθίες προκύπτει ότι το Βαρουφάκειο Plan B, αν ποτέ υπήρξε, δεν αντιμετωπιζόταν ως σοβαρή εναλλακτική, αλλά απλά ως μια μέθοδος να παραταθεί ακόμη περισσότερο η (υποτιθέμενη) διαπραγμάτευση, δηλαδή η γελοία διαδικασία που μας οδήγησε στο γονάτισμα. 

Ουσιαστικά επρόκειτο για έκδοση διπλού νομίσματος μέσω IOU’s που και πάλι θα γινόταν με ταυτόχρονη διακήρυξη της με κανένα τρόπο και για καμία αιτία αποχώρησης από την Ευρωζώνη, δηλαδή μια από τα ίδια για να συνεχίζει ο κ. Βαρουφάκης να πηγαινοέρχεται στο Eurogroup.

Και εδώ ο κ. Βαρουφάκης περιπίπτει σε μία ακόμα αντίφαση. 

Ταυτόχρονα με την απάντηση που επιχειρεί στην κριτική του Krugman, ότι τάχα είχαν Plan B (που έτσι κι αλλιώς είναι αντίφαση σε σχέση με όσα διαπρυσίως διακήρυσσε παλιότερα, όπως έχουμε δει), προχωρά στο εξής :

  «Ο πρωθυπουργός  ήταν αντιμέτωπος με μια απίστευτα δύσκολη επιλογή. Να αυτοκτονήσει ή να εκτελεστεί» [1]. Μα αυτό αντιφάσκει με την ύπαρξη Plan B, το Plan B εξ ορισμού είναι ένα σχέδιο για να σου επιτρέψει να επιβιώσεις αν το αρχικό σου σχέδιο αποτύχει.

Οπωσδήποτε υπάρχουν προσωπικά κίνητρα πίσω από τις ριπές άρθρων, ομιλιών, διαρροών, συνεντεύξεων, κ.ο.κ. τις οποίες εξαπολύει ο κ. Βαρουφάκης τις τελευταίες μέρες. Αλλά αυτά δε μας ενδιαφέρουν.
Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η ποιότητα του ιδεολογικού λόγου που εκφέρει, η πολιτική και θεωρητική κριτική στα επιχειρήματά του και κυρίως στο βαθμό που αυτά αποτέλεσαν και επιχειρήματα του καθεστωτικού ΣΥΡΙΖΑ.

Πρώτα πρώτα, μας ενδιαφέρει η επίκληση στην άσκηση πολιτικής της «λογικής» και των «πανανθρώπινων αξιών» ως ιδεολογικών επιχειρημάτων. Αυτά όλα θα ακουγόντουσαν, ίσως, με κάποιο ενδιαφέρον στις αρχές και τα μέσα του 18ου αιώνα, όταν η αστική τάξη προετοίμαζε την έφοδό της κατά της φεουδαρχίας, επικαλούμενη επίσης τη «λογική» και τις «πανανθρώπινες αξίες» ως ιδεολογικά επιχειρήματα.

Αλλά από τότε έχει κυλήσει πολύ νερό στ΄ αυλάκι. Και όταν αυτά τα επιχειρήματα επιπλέον χρησιμοποιούνται για να καλύψουν τον αφοπλισμό μιας, υποτίθεται, αριστερής κυβέρνησης, τότε εύλογα κάποιος αναρωτιέται τι άλλο μπορεί να συμβαίνει.

Δεύτερο, μας ενδιαφέρει όχι μόνο η ανυπαρξία εναλλακτικών σχεδίων (βαριά ανικανότητα κατά Krugman) αλλά επιπλέον η a priori διακήρυξη του εθελοντικού αφοπλισμού μας, της δημόσιας αποκήρυξης κάθε άλλης εναλλακτικής, εκτός από το αρχικό σχέδιο επίκλησης των αρχών της δημοκρατίας και του δικαίου.  

Μόνο στην Ελλάδα μπορεί να πουληθεί το ολοφάνερο ψέμα ότι αυτή η στυλ Γ. Παπακωνσταντίνου «διαπραγμάτευση» συνιστά όντως διαπραγμάτευση. Για να αφήσουμε στην άκρη και το εξωφρενικό, ότι θα μπορούσε ποτέ άνθρωπος που γνωρίζει το Α-Β της Θεωρίας Παιγνίων να περιπέσει σε τέτοια απίστευτη ηλιθιότητα.

Όταν κάποιος ασχολείται με τους προηγούμενους έξη μήνες, αλλά και την περασμένη πενταετία, θα πρέπει να διαχωρίσει τις περιπτώσεις Τσίπρα και Βαρουφάκη. Ο κ. Τσίπρας παίζει πάνω στις φαντασιώσεις μιας κοινωνίας που έμαθε να σκέπτεται ιδεοληπτικά μέσω «Μεγάλων Ιδεών». 

Η άρχουσα τάξη έχει αγκαλιάσει με πάθος στις μέρες μας την Μεγάλη Ιδέα του Ευρώ, τα συνθλιβόμενα μεσαία και μικροαστικά στρώματα τη Μεγάλη Ιδέα του Ευρωπαϊσμού, κάποια εργατικά στρώματα τη Μεγάλη Ιδέα του «Λαϊκή Εξουσία ή Τίποτα», κάποια άλλα περιθωριοποιούμενα στρώματα τη Μεγάλη Ιδέα της Εκδίωξης των Μεταναστών που μας παίρνουν το ψωμί από το στόμα.

Ο κ. Τσίπρας, σα γνήσιος λαϊκιστής, εκφέρει λόγο που συναντιέται με αυτές τις μαζικές ιδεοληψίες της κοινωνίας επιχειρώντας, όπως αποδείχτηκε τελικά, να ενσωματώσει την κοινωνική διαμαρτυρία στο κοινωνικό σύστημα του εξαρτημένου Ελληνικού καπιταλισμού. Η περίπτωσή του είναι άλλη από αυτήν του κ. Βαρουφάκη.

Ο τελευταίος επιχειρεί να συνθέσει μια αφήγηση για την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, να κατασκευάσει μια θεωρία που θα ιδεολογικοποιεί όσα απίστευτα παρακολουθήσαμε τους επτά τελευταίους μήνες. Προσωπικά, μου κάνει τεράστια εντύπωση η σαθρότητα του λόγου του κ. Βαρουφάκη. Ο λόγος αυτός δεν είναι απίστευτος μόνο για πολιτικό. Είναι απίστευτος κυρίως για ακαδημαϊκό, και μάλιστα ακαδημαϊκό που θεωρείται και γνώστης της στρατηγικής θεωρίας.

 Όταν χρησιμοποιεί τον όρο «διαπραγμάτευση» για μια διαδικασία που από πολιτική και θεωρητική σκοπιά ουδεμία σχέση είχε με διαπραγμάτευση και όταν, προκειμένου να κρύψει την κενότητα του λόγου του ολισθαίνει στην επίκληση των ιδεών του «ευρωπαϊσμού«, της «λογικής» και της «εντιμότητας«, τότε οφείλουμε όλοι να αντιληφθούμε ότι ο κ. Βαρουφάκης δεν ήταν απλώς ο λάθος άνθρωπος στη λάθος θέση. 

Ο κ. Βαρουφάκης είναι το θεωρητικό σύμπτωμα ενός βαθύτερου κρισιακού φαινομένου που οδήγησε ένα κόμμα του «βλέπουμε και κάνουμε» να εκφράσει την κοινωνική διαμαρτυρία.

Οι θέσεις των εταίρων μας δεν αποσπάστηκαν ούτε δευτερόλεπτο από τον Ορθό Λόγο, ήταν πάντοτε και προβλέψιμες και απολύτως λογικές. Κυρίως όμως ήταν Ευρωπαϊκές. Διότι αυτή ήταν και είναι η λογική των ευρωπαϊκών μηχανισμών, αυτή είναι η λογική της Ενωμένης Ευρώπης, όπως από τη δεκαετία του 1960 διακήρυσσε η Ελληνική αριστερά. 

Μια λογική ταξική, σαφώς λογική μηχανισμών απόσπασης πλούτου από τους αδύνατους και μεταφορά του στους δυνατούς. Ακόμα και τώρα που όλοι πλέον, με πρώτους τους ίδιους τους «θεσμούς», βλέπουν ότι το τρίτο μνημόνιο δεν υπάρχει περίπτωση να επιτύχει κανέναν από τους στόχους του, γιατί άραγε η Ε.Ε. επιμένει; 

Λόγω παραλογισμού; Όχι, απλούστατα διότι υπάρχουν φιλέτα και ασημικά στα οποία δεν έχουν βάλει χέρι ακόμα. Διάφανη λογική που μόνο ιδεοληπτικές εμμονές μπορεί να εμποδίζουν κάποιον να τη διακρίνει.

Αυτή είναι η πραγματική Ευρώπη. Η Ευρώπη των κκ. Βαρουφάκη και Τσίπρα υπάρχει στη σφαίρα της Ονειροφαντασίας. Το να κυβερνάς με ιδεοληψίες δεν είναι απλώς καταστροφικό, είναι τελικά εγκληματικό.


 [1] http://tvxs.gr/news/ellada/baroyfakis-sto-cnn-eixame-plan-b-me-entoli-toy-prothypoyrgoy
[2] «Πόσο ευσταθούν οι θέσεις της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ για επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου, όταν αναλάβει την κυβέρνηση;» http://www.aristerovima.com/details.php?id=4335
[3]http://www.euro2day.gr/news/economy/article/1301476/varoyfakhs-synehizomenh-yfesh-to-mnhmonio.html
[4] http://news.in.gr/economy/article/?aid=1231386193
[5]«Μπότες, Σπιρούνια και Καυτές Διαπραγματεύσεις», http://www.aristerovima.com/details.php?id=4780.

Υπήρχε ή δεν υπήρχε άλλη επιλογή ;



Είναι παράνομο το χρέος της Ελλάδας τελικά

 Boran Tobelem , Eric Toussaint

Ο λογιστικός έλεγχος του χρέους που αιτήθηκε η Πρόεδρος της Βουλής, τείνει να καταδείξει ότι το χρέος στηρίζεται σε παράνομες βάσεις. Γιατί αποπληρώνουν οι Έλληνες αυτά τα αθέμιτα χρέη και γιατί ο Τσίπρας φάνηκε τόσο διακριτικός σχετικά με αυτό το ζήτημα;

Τι είναι ο λογιστικός έλεγχος του χρέους;

Ο λογιστικός έλεγχος είναι ένας εξονυχιστικός έλεγχος του χρέους που μας επιτρέπει να μάθουμε με ακρίβεια πώς και γιατί αυτό δημιουργήθηκε : από ποιόν δανειστήκαμε, γιατί δανειστήκαμε, ποιοι ήταν οι όροι του δανεισμού, κλπ.
 Στόχος είναι η απομόνωση των μερών αυτών του χρέους που θεωρούνται, σύμφωνα με κριτήρια αναγνωρισμένα από το διεθνές δίκαιο, ως «παράνομα, αθέμιτα, επονείδιστα, ή μη βιώσιμα». Ένα κράτος μπορεί να επικαλεστεί αυτά τα κριτήρια ώστε να αναστείλει την αποπληρωμή του χρέους που αποκτήθηκε σε βάρος του διεθνούς δικαίου, του ευρωπαϊκού δικαίου, κάποιες φορές, και του ίδιου του εθνικού δικαίου, με νόμιμα και θεμιτά μέσα.

Η χρήση αυτού του εργαλείου είναι σπάνια. Ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα είναι αυτό του Ισημερινού το 2007. Εφτά μήνες μετά την εκλογή του, ο νέος πρόεδρος, Rafael Correa, οργάνωσε τον λογιστικό έλεγχο του χρέους της χώρας.
Τα συμπεράσματα ήταν οδυνηρά για τους δανειστές : βασικοί κανόνες του διεθνούς δικαίου παραβιάστηκαν κατά την εκχώρηση μεγάλου αριθμού δανείων. Έτσι η χώρα αποφάσισε πολύ απλά να μην εξυπηρετήσει τα παράνομα χρέη της. 7 δισεκατομμύρια δολάρια μπόρεσε να εξοικονομήσει το κράτος του Ισημερινού με αυτό τον τρόπο.

Η αλήθεια για το δημόσιο χρέος της Ελλάδας

Τον Απρίλιο του 2015, η Πρόεδρος της Βουλής, Ζωή Κωνσταντοπούλου, αποφάσισε να δημιουργήσει μία επιτροπή ώστε να πραγματοποιηθεί ο λογιστικός έλεγχος του ελληνικού χρέους. Όπως υπενθύμισε σε μία συνέντευξή της στην Libération, ο κανονισμός 472, που υιοθετήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2013, υποχρεώνει όλα τα κράτη που υπόκεινται σε πολιτικές λιτότητας, να κάνουν λογιστικό έλεγχο του δημοσίου χρέους τους. Περιέργως, η Ελλάδα είναι το μοναδικό ευρωπαϊκό κράτος που το έχει κάνει.
Και όπως και στην περίπτωση του Ισημερινού, τα προκαταρκτικά συμπεράσματα, που παρουσιάστηκαν στην Βουλή στις 17 Ιουνίου, είναι συντριπτικά.

Η αναφορά καταλήγει, μεταξύ άλλων, στο συμπέρασμα ότι τα χρέη που συνήφθησαν με το ΔΝΤ, την ΕΚΤ και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) από το 2010 και μετά, πρέπει να θεωρηθούν παράνομα.
Σε ότι αφορά το ΔΝΤ, η Επιτροπή απέδειξε ότι αυτό παραβίασε το ίδιο του το καταστατικό κατά την δημιουργία του χρέους.
Το χρέος παραβιάζει το ελληνικό Σύνταγμα, το διεθνές δίκαιο, και τις συνθήκες που έχει υπογράψει η Αθήνα. Το ίδιο ισχύει για τις οφειλές στην ΕΚΤ : η εντολή της δεν της επιτρέπει να επιβάλει μέτρα νομοθετικού περιεχομένου.

Παρόλα αυτά, είναι ακριβώς αυτό που έκανε με την συμμετοχή της στην Τρόικα, πιέζοντας, για παράδειγμα, τις ελληνικές αρχές να απορυθμίσουν την αγορά εργασίας. Η έκθεση θεωρεί, κατά συνέπεια, αυτό το χρέος παράνομο. Τέλος, η Επιτροπή θεώρησε πως, εφόσον το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) χορήγησε δάνεια στην Ελλάδα που δεν περιορίζονται σε παροχή ρευστότητας, το άρθρο 122 της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραβιάστηκε, και ως εκ τούτου, το ταμείο δεν σεβάστηκε το ευρωπαϊκό δίκαιο.

Γιατί οπισθοχώρησε ο Τσίπρας;
Γιατί δεν μπόρεσε να χρησιμοποιήσει ο Αλέξης Τσίπρας υπέρ του, το έργο αυτής της επιτροπής στις διαπραγματεύσεις με τους ηγέτες της ευρωζώνης, οι οποίες κατέληξαν, στις 13 Ιουλίου 2015, σε μία συμφωνία στην οποία, όχι μόνο δεν γίνεται λόγος για ελάφρυνση του χρέους, αλλά προβλέπονται νέα μέτρα λιτότητας;
Για τον Eric Toussaint, Βέλγο ακαδημαϊκό, ιδρυτή του CADTM (Επιτροπή για την Ακύρωση του Χρέους του Τρίτου Κόσμου) και επιστημονικό συντονιστή της Επιτροπής αλήθειας για το ελληνικό δημόσιο χρέος, (ο οποίος συνεργάστηκε επίσης με τον Rafael Correa για τον λογιστικό έλεγχο του χρέους του Ισημερινού) :

«Το γεγονός ότι δεν χρησιμοποίησε τον λογιστικό έλεγχο του ελληνικού χρέους ως επιχείρημα, ίσως για να εξευμενίσει τους δανειστές με τους οποίους διαπραγματεύονταν, είναι σίγουρα ατυχές.
Αυτό που μπορούμε να πούμε πάντως, είναι ότι ο λογιστικός έλεγχος του χρέους είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στην Ελλάδα.
Στην Αθήνα, οι άνθρωποι με σταματούσαν τακτικά στον δρόμο για να με συγχαρούν για την δουλειά μου. Παρόλο το blackout των κυρίαρχων ΜΜΕ στην Ελλάδα, εκ των οποίων το 85% είναι ιδιωτικά, και που αναφέρονται στην Επιτροπή λογιστικού ελέγχου του χρέους μόνο για να την απαξιώσουν, ο πληθυσμός είναι ενημερωμένος, μεταξύ άλλων και μέσω του καναλιού της Βουλής, και παρέχει μαζικά την υποστήριξή του σε αυτήν την πρωτοβουλία. Η δύναμη της λαϊκής υποστήριξης στον λογιστικό έλεγχο του χρέους, ίσως, εν τέλει, να οδηγήσει την κυβέρνηση στο να τον χρησιμοποιήσει ως επιχείρημα έναντι των δανειστών.»

Ένα ολοένα πιο δημοφιλές πολιτικό όπλο
Η πρακτική του λογιστικού έλεγχου του δημοσίου χρέους στις περιπτώσεις του Ισημερινού και της Ελλάδος αποτελεί εξαίρεση. Γιατί όμως είναι τόσο σπάνια;
«Οι κυβερνήσεις δεν έχουν το κουράγιο να πραγματοποιήσουν λογιστικό έλεγχο για τα χρέη τους, εφόσον αυτό θα αποτελούσε μια κατά μέτωπο επίθεση στον ιδιωτικό χρηματοοικονομικό τομέα. Συχνά, απλούστατα δεν θέλουν να κάνουν λογιστικό έλεγχο στα χρέη τους, εφόσον, όταν γίνεται ο έλεγχος φαίνεται ότι οι δανειστές μετατρέπουν απλώς τα ιδιωτικά χρέη σε δημόσια. Δεν θέλουν να αποδειχτεί η δική τους ευθύνη», εξηγεί ο Eric Toussaint.

Αν οι λογιστικοί έλεγχοι που πραγματοποιήθηκαν από δημόσιες αρχές σπανίζουν, οι λεγόμενοι “λογιστικοί έλεγχοι των πολιτών” γνωρίζουν, απεναντίας, μία αυξανόμενη δημοτικότητα. Ο Eric Toussaint δηλώνει “αισιόδοξος” σε ότι αφορά την ανάπτυξη τέτοιου είδους δράσεων, ακόμα και σε κυβερνητικό ή νομοθετικό επίπεδο:

«Το 2011, πολυάριθμα κοινωνικά κινήματα πραγματοποίησαν λογιστικό έλεγχο μεγάλου εύρους στο δημόσιο χρέος της Γαλλίας. Ήταν πρωτοφανές.

 Οι Αγανακτισμένοι έκαναν το ίδιο στην Ισπανία την ίδια χρονιά. Μια σειρά κινημάτων των πολιτών επέτρεψε την διάδοση αυτής της πρακτικής. Μια κάποια έκφραση αυτών των κινημάτων έφτασε και στην εξουσία. Όπως στην Ελλάδα με το ΣΥΡΙΖΑ, ή στην Ισπανία με το Podemos [στις δημοτικές εκλογές], όπου η πόλη της Μαδρίτης αποφάσισε να κάνει λογιστικό έλεγχο των χρεών της ευρύτερης περιοχής της

Απέχουμε ακόμα από την γενίκευση αυτής της πρακτικής, αλλά σε κάθε περίπτωση, οι λογιστικοί έλεγχοι των πολιτών και των δημόσιων αρχών που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι τώρα, έδειξαν ότι ο σεβασμός του δικαίου δεν είναι το δυνατό σημείο των δανειστών στα κράτη…

Δεκαήμερο αντίστασης στις Σκουριές


Ενάντια σε κάθε λογική ανάθεσης.

Δεν αναμένουμε καμία ελπίδα την

πραγματώνουμε μόνοι μας.

ΣΚΟΥΡΙΕΣ

24 ΙΟΥΛΙΟΥ-2 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ





















[--->]

Η παράταση του ελληνικού χρέους δεν λύνει το πρόβλημα

Η παράταση του χρόνου αποπληρωμής του ελληνικού χρέους δεν θα είναι αρκετή για να λύσει τα προβλήματα της χώρας, δήλωσε σε συνέντευξή του στην ιταλική Il Foglio το μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, Ignazio Visco, όπως μεταδίδει το Reuters.

Όπως εξήγησε ο Visco το θέμα του ελληνικού χρέους θα πρέπει να αντιμετωπιστεί  "με περαιτέρω παράταση του χρόνου ωρίμανσής του αλλά είναι σαφές πως αυτό δεν θα είναι αρκετό για να ξεπεραστούν τα προβλήματα της χώρας”

"Το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους είναι ήδη χαμηλό και οι αποπληρωμές εκτείνονται σε βάθος χρόνου”, τόνισε ο ίδιος.