Ξίνισε ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ ΚΡΑΣΙ ΤΟΥ 21», στους πανηγυρικούς δεκάρικους
που εκφωνούνται με προβαρισμένο τόνο και παλμό, αναντίστοιχο του εκφωνούντα και
του ακροατήριου του.
Στα τσουγκρίσματα των κρυστάλλινων ποτηριών στα προεδρικά
δείπνα με πουρέ γαρίδας, εις υγείαν ενός συντετριμμένου, πεινασμένου, άρρωστου,
μα συνυπεύθυνου για τη μοίρα του, λαού.
Στις εξέδρες των «επισήμων» κοτζαμπάσηδων που έχουν κάθε λόγο
να γιορτάζουν τις αρπαχτές τους απ’ το δημόσιο κορβανά, τη λεηλασία του τόπου
και το ξεπούλημα του για τα επόμενα 200 χρόνια.
Στην παραχαραγμένη ιστορία που διδάσκονται τα παιδιά, για να
μη μάθουν ποτέ πως οι επαναστατημένοι ραγιάδες πολέμησαν τους Τούρκους, με την
ίδια μάνητα που πολέμησαν τους Έλληνες φοροεισπράχτορες, τους Έλληνες,
προεστούς και κοτζαμπάσηδες, για να μη μάθουν επίσης ποτέ πως ο Ρήγας
αφορίστηκε ως τρομοκράτης και εχθρός της Υψηλής Πύλης απ’ το παπαδαριό των
προνομίων στο Φανάρι, ο Καραϊσκάκης πήγε από το δολοφονικό χέρι «πατριώτη», ο Ανδρούτσος φονεύτηκε από
εγχώριους ρουφιάνους, ο Κολοκοτρώνης φυλακίστηκε, ο Νικηταράς σάπισε στη φυλακή κι έγινε
ζητιάνος, η Μπουμπουλίνα μαχαιρώθηκε από Υδραίους και η Μαντώ πέθανε από πείνα για να γίνει,
200 χρόνια μετά, κιτσάτο γούρι για πούλημα.
Ξίνισε «το αθάνατο κρασι του 21», στη φουστανέλα που αλώνισε
περήφανα τα καταράχια με το καριοφίλι, για να συρρικνωθεί και να γίνει τσαντικό
της μποτοξαρισμένης Γιαννούλας .
Στο ραγιαδισμό που ανεβάζει, με μονότονη εναλλαγή, στον
κοινοβουλευτικό θρόνο, τους γόνους των αρχικοτζαμπάσηδων, και καμώνεται τον
πατριώτη με αποκριάτικες στολές και ανέχεται τον κατιμά του τόπου να
διαχειρίζεται με ρόπαλα, εγκλεισμό και θάνατο τις ζωές μας. .
Φαίνεται πως «το
αθάνατο κρασί του 21» είχε ξινίσει από τότε κιόλας που ο Μακρυγιάννης έγραφε
« και λευτερωθηκαμεν από τους Τουρκους κι εσκλαβωθηκαμεν εις ανθρώπους
κακορίζικους, οπού ήταν η ακαθαρσία της Ευρώπης».
ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΑ ΧΑΜΕΝΑ
[----->]