του Raffaele Sciortino
Λίγες ημέρες μετά τα γεγονότα στο Παρίσι - μεταξύ πόνου και απελπισίας
των περισσότερων, και την καλά κρυμμένη υποκρισία
των λίγων - μπορούμε να προχωρήσουμε, προσεκτικά, σε μια άσκηση αλήθειας; Ίσως. Πρέπει, όμως, να πούμε, ότι αυτό θα
γίνει με την προϋπόθεση ότι θα αποφύγουμε απλουστεύσεις, και σε κάθε περίπτωση χωρίς υποχωρήσεις στο πολιτικά ορθό. Προς το παρόν
δεν είναι παρά μια άσκηση ανάλυσης,
χωρίς πρακτικές συνέπειες, που αφορά κυρίως μια πολύ μικρή μειοψηφία.
Αυτό λοιπόν, που συνέβη στο Παρίσι είναι μια πράξη πολέμου;
Ναι, αλλά τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε και να εμβαθύνουμε: Πόλεμος ανάμεσα σε
ποιούς και γιατί; Ωστόσο, παρά τις τόσες
διαφορές στην πολυδιαφημισμένη κοινωνία της πληροφορίας με την πληθώρα των κοινωνικών δικτύων, δίκτυα
για όλα τα είδη ειδήσεων, ενημερωτικά δελτία, εφημερίδες και πάει λέγοντας, είναι
δύσκολο να βρεθεί μια απάντηση που να αποκλίνει
από μια (ύποπτη) ομοφωνία: ο πόλεμος της
βαρβαρότητας και της τρέλας εναντίον του πολιτισμού (του δικού μας, όπου τα όρια μεταξύ
δεξιάς και αριστεράς
είναι μόνο αν, πότε και με ποιο
τρόπο θα μπορέσουν να επιβάλλουν αυτόν
τον πολιτισμό και σε άλλους).
Και ενώ οι αδύναμες φωνές που έχουν κάποιες αμφιβολίες θεωρούνται περιθωριακές και άνευ
αξίας από τον πληθωρισμό καταιγισμού
πληροφοριών που εκλαμβάνονται ως γνώση, η
πλειονότητα έχει αρχίσει να έχει μια άποψη (αυτοπαρηγορητική
αλλά όχι λιγότερο αποτελεσματική), ότι τελικά ακόμη και όσοι έκαναν λάθος – χρηματοδοτώντας και εξοπλίζοντας
το Ισλαμικό Κράτος - τώρα θα το έχει
καταλάβει και όλοι μαζί, συμπεριλαμβανομένων των Ρώσων, θα καταφέρουμε να
νικήσουμε στρατιωτικά το τέρας.
Τα πράγματα, όμως ,δεν
είναι τόσο απλά, γραμμικά. Αν πρόκειται για πόλεμο, και έτσι, είναι πρόκειται
για ένα πόλεμο σύνθετο, πολυεπίπεδο, με διεστραμμένες λογικές, όπου μεταξύ των
διαφόρων Ras της περιοχής και τους
εντολείς, παγκόσμιους και περιφερειακούς, Δυτικούς ή μη –η οποίοι από παλιά έχουν κάνει τη Μέση
Ανατολή σε περιοχή ελεγχόμενου κυνηγιού – αυτός που βρίσκεται
στο προσκήνιο πολλές φορές δεν παίζει τον πρωταγωνιστικό
ρόλο. Μπορεί να ακούγεται ωμό, αλλά οι σφαγές του Παρισιού είναι μια παρενέργεια αυτής της κατάστασης
(εξωφρενική η χρήση του όρου αυτού μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για τις
μάζες των πτωμάτων, χωρίς όνομα και πρόσωπο εκτός του δυτικού κόσμου;). Vos guerres, nos morts (Οι πόλεμοι σας, οι νεκροί μας).
Ας προσπαθήσουμε να ξετυλίξουν κάπως το κουβάρι εντοπίζοντας
τις διακριτές αλλά επικαλυπτόμενες
διαστάσεις των επιθέσεων στο Παρίσι, στοιχεία και παρασκήνιο, και ας δούμε αν τυχόν
υπάρχει κάποια λογική στην τρέλα.
A. Το Ισλαμικό
Κράτος βρίσκεται
σε πολύ δύσκολη θέση στη
Συρία, λόγω της ρωσικής παρέμβασης (Για μια πιο ολοκληρωμένη ανάλυση
βλέπε εδώ:
Σχετικά με τον πόλεμο στη Συρία: διάχυτο χάος, νέες ισορροπίες, ή τι άλλο ;). Εάν η παρουσία της τζιχάντ στη
Συρία και το Ιράκ κατέστη δυνατή με την υποστήριξη των διαφόρων
χορηγών, στα πλαίσια
της
στρατηγική της
αλλαγής
του καθεστώτος της Συρίας - όπου το Παρίσι
είναι με τις ΗΠΑ, τη Σαουδική Αραβία και την Τουρκία ένας από τους
πρωταγωνιστές από το ξεκίνημα (2011), ας μη ξεχνάμε – η Μόσχα λειτούργησε ως καταλύτης
(
game changer) , άλλαξε
δηλαδή, τόσο την ισορροπία δυνάμεων επί του εδάφους όσο και τη στάση της ίδιας της
δυτικής κοινής γνώμης, και τα αποτελέσματα φάνηκαν αμέσως.
Αυτό έκανε την
υποστήριξη στους τζιχαντιστές ακόμα πιο δύσκολη, περίπλοκη και ασαφή, καθώς
είναι πιθανό να δημιουργήσει προβλήματα στις σχέσεις Ουάσινγκτον και τοπικούς «σύμμαχους» της, που έχουν ήδη κλονιστεί μετά τη συμφωνία
για τα πυρηνικά του Ιράν. Δεν χρειάζεται
και πολύ για να καταλάβουμε ότι το
παιχνίδι, το χοντρό παιχνίδι , αλλάζει: οι δυτικοί χρηματοδότες δεν θα έχουν κάποιο ιδιαίτερο συνειδησιακό πρόβλημα αν ρίξουν και καμιά στους τζιχαντιστές, που
αυτοί οι ίδιοι έχουν εκπαιδεύσει και εξοπλίσει, ή ακόμη και να τους αφήσουν, άπραγους,
παρά τη θέλησή τους, μέχρι νεωτέρας.
Β. Ήταν, επομένως, προβλέψιμο ότι το Ισλαμικό
Κράτος θα εντείνει την τρομοκρατική δράση
του. Αυτό, όμως, δεν μας λέει μόνο για μια οργάνωση που βρίσκεται στρατιωτικά σε δύσκολη θέση και προσπαθεί να σπάσει την
περικύκλωση και να ανασυντάξει τις δυνάμεις της ενόψει της νέας διαφαινόμενης φάσης.
Πρακτικά,, ενώ η
κατάρριψη του ρωσικού αεροπλάνου στο Σινά
(με την υλικοτεχνική υποστήριξη ποιου;) και η βομβιστική επίθεση στον σιιτικό τομέα της Βηρυτού εντάσσονται σε
γενικές γραμμές στη γραμμική λογική του ασύμμετρου
πολέμου κατά του εχθρού με άμεση
παρουσία επί του εδάφους, οι επιθέσεις στο Παρίσι – όπως πιθανόν και αυτές στην Τουρκία
- θα μπορούσαν με τη σειρά τους να αντιστοιχούν σε μια άλλη λογική, διαφορετική
αλλά συμπληρωματική της πρώτης. Δηλαδή τη λογική των τρομοκρατικών εκβιασμών: στους
(σχεδόν πρώην) χρηματοδότες τους, από την ηγεσία του Ισλαμικού Κράτους.
Προς τους συμμάχους, από τη Σαουδική Αραβία,η οποία βρίσκεται σε
πολύ δύσκολη θέση με την κίνηση των Ρώσων,
τη στασιμότητα της εισβολής της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη, την εσωτερική
αστάθεια που αυξήθηκε με τη μείωση των εσόδων από την πώληση του πετρελαίου, την άνοδο του σιιτικού άξονα στη Μέση Ανατολή.
Αν έτσι έχουν τα
πράγματα,τότε βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ακραίο επεισόδιο «σκληρής
επαναδιαπραγμάτευσης», το οποίο είναι περίπου βέβαιο,ότι είναι έξω από τα χρονικά όρια των νέων
περιφερειακών συνθηκών. Ετσι, ενώ είναι αλήθεια ότι η Γαλλία το τελευταίο διάστημα είχε μπει έντονα στον πειρασμό να παίξει
ένα δικό της ρόλο προσεγγίζοντας τη δυναμική Σαουδική Αραβία, δεν είναι
όμως, σε θέση να ηγηθεί της επίθεσης
κατά της κυβέρνησης Άσαντ στη Συρία.
Αυτό δεν σημαίνει ότι μελλοντικά τα παιχνίδια υποστήριξης της Δύσης και των άλλων στον ισλαμικό τζιχαντισμό δεν θα συνεχιστούν με διαφορετικά ακρωνύμια κατάλληλα σχεδιασμένα .
Είναι μια ταινία που την έχουμε ξαναδεί στο πρόσφατο παρελθόν.
Εξάλλου, δεν τους είναι
ακόμη χρήσιμη αυτή η τακτική σήμερα στη Λιβύη, όπου οι μαχητές
της Τζιχάντ σε ρόλο αντι-Καντάφι ,εξοπλίστηκαν και εκπαιδεύτηκαν από Γάλλους και Βρετανούς στρατιώτες
, καθώς και Σαουδάραβες και Καταριώτες, με τις ΗΠΑ να καθοδηγούν από πίσω τον
πόλεμο εναντίον του κάθε φορά «δικτάτορα», για να τον βγάλουν
από τη μέση; Και γιατί να μη το κάνουν και αύριο οι συνήθεις χρηματοδότες και σε άλλες περιοχές (μία στην
τύχη: στο ρωσικό Καύκασο);
Εάν τώρα η κυβέρνηση Ομπάμα φαίνεται να κλίνει προς
ένα συμβιβασμό με τη Μόσχα στο θέμα της Συρίας, και να ασκεί την ισχύ της υπό
προϋποθέσεις - κάτι που συνεπάγεται ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να ξεφορτωθούν το χαρτί
Ισλαμικό Κράτος – ωστόσο, η στρατηγική
του χάους των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή δεν υποχωρεί και αν θέλει να έχει ένα δυναμικό
στρατηγικό πλεονέκτημα επί του
εδάφους, αυτό μόνο οι τζιχαντιστές μπορούν να τις το παρέχουν (εκτός από μια ενδεχόμενη εμπλοκή τμήματος των Κούρδων, καθόλου εύκολη και
με ένα πλαίσιο δράσης ελάχιστα διαφοροποιούμενο και ευέλικτο).
Θα δούμε τι θα γίνει όταν εκλεγεί η επόμενη κυβέρνηση, των Δημοκρατικών ή των Ρεπουμπλικάνων.
Γ. Είναι
αναμφισβήτητο, ωστόσο - αν θέλουμε να αποφύγουμε "συνωμοσιολογικές" ή
υπεραπλουστευτικές αναγνώσεις - ότι στις
βομβιστικές επιθέσεις των τζιχαντιστών μια
ένοπλη
πρωτοπορία κάνει μια έντονη πολιτικό-θρησκευτικού
χαρακτήρα έκκληση σε ένα κοινωνικό ακροατήριο που είναι διατεθειμένο να
την ακούσει.
Την ταινία αυτή την
έχουμε ξαναδεί. Με δύο ιδιαιτερότητες, που τελικά συγκλίνουν, σε σχέση με άλλα
ιστορικά προηγούμενα: όχι τόσο τα
θρησκευτικά χαρακτηριστικά από μόνα τους
όσο σε συνδυασμό με ένα είδος
(techno) αυτοκτονικού μηδενισμού -
αντίδραση στην ματαιότητα μιας ζωής υπό
το κεφάλαιο με ένα Ισλάμ να επιστρέφει, να έχει πληγεί αλλά και να
έχει ενισχυθεί από την παγκοσμιοποίηση - με τον ακραίο προσδιορισμό με βάση τη φυλή (racialization)
του χάσματος μεταξύ γαλλικών προαστίων / κέντρου, χαρακτηριστικό των γαλλικών
μητροπόλεων.
Και όλα αυτά να δημιουργούν ένα φοβερό και εκρηκτικό μίγμα μίσους,
ώστε η αποτυχία των γνήσιων στοιχείων (όχι βέβαια όλων) της λεγόμενης Αραβικής
Άνοιξης να έχει σίγουρα αυξήσει την προσφυγή στη βία. Κι αυτός ο παράγοντας – ο
ταξικός, ακόμα κι αν είναι σε μορφές παραμορφωμένες και αγνώριστες – είναι αυτός που δίνει μια σχετική αυτονομία στους μαχητές τζιχαντιστές από τους διάφορους
χορηγούς: κανένας δεν σκοτώνεται για τα πολιτικά παιχνίδια των μεγάλων δυνάμεων.
Ελάχιστα κατάλοιπα αυτονομίας όμως, αν ισχύει ότι η πορεία του ριζοσπαστικού Ισλάμ, το οποίο ξεκίνησε από
ένα «αντι-ιμπεριαλισμό» (αντιδραστικό), μετατράπηκε σε μίσος κατά των σιιτών, σε
σύγκρουση μεταξύ Μουσουλμάνων, σε παντελή
έλλειψη διάκρισης μεταξύ κυβερνήσεων και
λαών της Δύσης, σε έναν ακραίο τακτικισμό ως προς τις συμμαχίες.
Το ζήτημα βέβαια δεν εξαντλείται εδώ. Παραμένοντας στη γεωπολιτική
του διάσταση , προς το παρόν φαίνεται να ενισχύεται ο παρεμβατισμός της Μόσχας,
που μπορεί να καλέσει την Ευρώπη κατά
των τζιχαντιστών και τώρα να βρει
πρόθυμα αυτιά, κυρίως η Γερμανία, αλλά πιθανόν ακόμη και η Γαλλία, που ξαναβρίσκεται
στην πολύ δυσάρεστη θέση του αδύναμου
κρίκου της ομάδας , η πιο εκτεθειμένη στα αντίποινα εκείνων που νόμιζε ότι ήταν του χεριού της (τα αμαρτήματα
ενός μεγαλομανούς αλλά μήπως και ο λαός ο κατ’ εξοχή δημοκρατικός τα έχει μέχρι
στιγμής αμφισβητήσει;).
Όσο για την Ουάσιγκτον
το σενάριο είναι αμφίσημο: έχει καταφέρει να εισάγει αστάθεια και στην
Ευρώπη ως μια προειδοποίηση ενάντια σε κάθε περίπτωση αυτόνομης πολιτικής – η ιστορία
των προσφύγων από τη Συρία και οι επιπτώσεις της, κυρίως στην αποδυναμωμένη ηγεσία
της Mutti Μέρκελ είναι πολύ αποκαλυπτική από την άποψη αυτή (εκτός κι αν
πιστεύει κανείς ότι ήταν μια κίνηση μόνο
«αυθόρμητη»). Όμως, την ίδια στιγμή, πέρα από ένα ορισμένο όριο γίνεται όλο
και πιο δύσκολο για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να παρακολουθήσουν οπωσδήποτε το
παιχνίδι του χάους των αμερικανών,
πράγματι, αλλά και κοιτάνε όλο περισσότερο προς τη μεριά του Πούτιν.
Όχι μόνο οι αποφάσεις σε υψηλό επίπεδο αλλά και τα εσωτερικά μέτωπα της Ευρώπης θα καθορίσουν
την πολιτική κατεύθυνση που θα πάρει
η απάντηση στις επιθέσεις στο Παρίσι (και άλλες ενδεχομένως).
Πέρα από
την προφανή απάντηση που έχει να κάνει με την ασφάλεια, η δεξιά (η σοβαρή δεξιά, τύπου Marine Le Pen) βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση όχι μόνο και όχι τόσο επειδή είναι ρατσιστική, αντι-ισλαμική, κ.λπ. αλλά επειδή έχει
καταλάβει και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό ότι θα πρέπει να μένουμε μακριά από τους τυχοδιωκτισμούς των
αμερικανών στη Μέση Ανατολή με το
κόστος της πολιτικής τους να πέφτει στην Ευρώπη και, ως εκ τούτου, να είναι ανοικτή προς την εξωτερική πολιτική του Πούτιν (ακολουθώντας
συντηρητική πολιτική στο εσωτερικό, φυσικά).
Αυτό είναι το καθοριστικό σημείο το
οποίο η αριστερά (αλλά ποια αριστερά;!) δεν
μπορεί να κατανοήσει: το ότι η ηγεμονία των αμερικανών γίνεται όλο και πιο δαπανηρή, σε κάθε επίπεδο, και για την
Ευρώπη και δεν είναι δυνατόν να μη προκαλέσει αντιδράσεις, συγκεχυμένες , αντιφατικές,
δύσπεπτες, αν θέλετε, αλλά έδαφος, αναπόφευκτα, για την οικοδόμηση μιας
αντικαπιταλιστικής προοπτικής.
Η αριστερά όμως εξακολουθεί να ταλαντεύεται
μεταξύ μιας (σωστής) αντιρατσιστικής παρέμβασης
η οποία (όμως) υποβαθμίζεται σε απλή
αλληλεγγύη στους πρόσφυγες , ανίκανη να κατανοήσει τα σκληρά παιχνίδια που παίζονται παγκοσμίως και τα
οποία είναι η αιτία για τα μεταναστευτικά ρεύματα, με λίγα λόγια υποβαθμίζεται σε
μια υποδεέστερη παραλλαγή μιας αλληλεγγύης θρησκευτικού χαρακτήρα και του
οπορτουνισμού των εκάστοτε κυβερνήσεων - και ενός «διεθνισμού» φιλελεύθερου
τύπου, πρωταθλητή,δήθε,των ατομικών
δικαιωμάτων (τα οποία κινδυνεύουν πάντα,
όλως τυχαίως, από το εκάστοτε κράτος-παρία
) που καταλήγει πάντα σε υποταγή στον
Ατλαντισμό, έχοντας πειστεί για κάτι τέτοιο ή από την
έλλειψη εναλλακτικών λύσεων, όταν δεν καταλήγει ανοιχτά στον αντιρωσικό και
αντικινέζικο «ανθρωπιστικό δημοκρατισμό». Αποτέλεσμα: δεν
καταλαβαίνει πια κανείς τίποτα και υποτάσσεται
σε άλλες λογικές. (και ας μην κάνει κανείς το λάθος να θεωρήσει
αυτό το προσχέδιο ανάλυσης ως πρόταση για «συμμαχίες» ...).
Κάποτε λέγαμε : ο κύριος εχθρός είναι στο εσωτερικό της χώρας,
και δεν εννοούσαμε βέβαια ότι ήταν ο μοναδικός εχθρός. Ή ο λαός θα αντιδράσει- ο γαλλικός και όχι μόνο - αν υπάρξει λαϊκή
αντίδραση μέσα σ’ αυτό το κλίμα απελπισίας και φόβου που είναι φυσιολογικό να έχει επικρατήσει, και θα θελήσει να πληρώσουν οι δυτικές κυβερνήσεις τους για την εξωτερική τους πολιτική, το τίμημα των ιμπεριαλιστικών σχεδίων υπάρχει ή δεν θα υπάρξει τρόπος αποτελεσματικός , να αφαιρεθεί χώρο παρέμβασης από τους τζιχαντιστές – αφού το
ζήτημα είναι πολιτικό, και δεν θα λυθεί με
στρατιωτικά μέσα - και θα συνεχίσουν να φορτώνουν τις επιπτώσεις των πολεμικών
σχεδίων τους στις πλάτες μας περισσότερο
από πριν.
ΠΗΓΗ INFOaut