του David Harvey
Ο
Thomas Piketty είναι ο συγγραφέας του
''Κεφαλαίου'', ενα βιβλίο που έχει κάνει
μεγάλη αίσθηση. Ο Piketty τάσσεται υπέρ της
προοδευτικής φορολόγησης και ενός φόρου
επί του παγκόσμιου πλούτου ως το μόνο τρόπο αντιμετώπισης της τάσης εμφάνισης ενός είδους καπιταλισμού πατρογονικού τύπου, που χαρακτηρίζεται από
''τρομακτικές'' ανισότητες πλούτου και
εισοδήματος.
Επιπλέον, ο συγγραφέας,
τεκμηριώνει λεπτομερώς, με φοβερή ακρίβεια που δύσκολα αντικρούεται,
την εξέλιξη της κοινωνικής ανισότητας
, τους δύο τελευταίους αιώνες ,τόσο στην
κατανομή του πλούτου όσο και στο εισόδημα,με ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο του πλούτου.
Καταρρίπτει την ευρέως διαδεδομένη
άποψη ότι ο καπιταλισμός της ελεύθερης
αγοράς αναδιανέμει τον πλούτο και
ότι αποτελεί ένα ισχυρό προπύργιο υπεράσπισης
της ατομικής απελευθέρωσης και των ατομικών ελευθεριών. Ο Piketty
μας δείχνει με ποιο ακριβώς τρόπο ο
καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς, όταν
δεν έχουμε σημαντικές παρεμβάσεις
αναδιανομής του πλούτου από τη μεριά του κράτους,
γεννά αντιδημοκρατικές ολιγαρχίες. Οι
απόψεις αυτές προκάλεσαν την οργή
των φιλελεύθερων, με αιχμή του δόρατος
την αποπληκτική Wall Street Journal.
Το
βιβλίο αυτό από πολλούς θεωρείται ότι
αντικαθιστά στον εικοστό πρώτο αιώνα
, το Κεφάλαιο του Καρλ Μαρξ ,που γράφτηκε
το δέκατο ένατο αιώνα. Ο Piketty αρνείται
ότι είχε τέτοια πρόθεση , και κάνει
πολύ καλά , δεδομένου ότι το βιβλίο σε καμία
περίπτωση δεν είναι ένα βιβλίο για το
κεφάλαιο. Δεν μας εξηγεί βέβαια τις
αιτίες του κραχ του 2008, και τους λόγους
που για ένα τόσο μεγάλο διάστημα τόσοι
πολλοί άνθρωποι αποτυγχάνουν να
αποτινάξουν το διπλό ζυγό της μόνιμης
ανεργίας και την κατάσχεση των σπιτιών
τους, αλλά και δεν μας βοηθά να κατανοήσουμε
για ποιο λόγο η ανάπτυξη σήμερα είναι
τόσο υποτονική στις Ηνωμένες Πολιτείες,
αντίθετα με ότι συμβαίνει στην Κίνα,
και γιατί η Ευρώπη βρίσκεται σε κατάσταση
παράλυσης από τις πολιτικές λιτότητας
και μιας οικονομίας σε στασιμότητα.
Αυτό
που ο Piketty αποδεικνύει στατιστικά (και
γι αυτό θα πρέπει να τον ευγνωμονούμε
αυτόν και τους συνεργάτες του) είναι
ότι το κεφάλαιο, ιστορικά, είχε πάντα
την τάση να παράγει όλο και μεγαλύτερη ανισότητα. Βέβαια, για πολλούς
από εμάς αυτό δεν είναι κάτι το καινούργιο.
Επιπλέον, αυτό ακριβώς ήταν το θεωρητικό
συμπέρασμα του Μαρξ στον πρώτο τόμο της
δικής του εκδοχής του Κεφαλαίου. Ο
Piketty αυτό δεν το συνειδητοποιεί, αλλά
δεν μας εκπλήσσει δεδομένου ότι, στις
επικρίσεις των μέσων της δεξιάς ότι
είναι κρυφό μαρξιστής, η απάντηση που
έδινε πάντα ήταν ότι δεν έχει διαβάσει
το Κεφάλαιο του Μαρξ.
Ο Piketty για να στηρίξει τα επιχειρήματα του συγκεντρώνει
ένα μεγάλο αριθμό στοιχείων . Τα
συμπεράσματα του για τις διαφορές μεταξύ
εισοδήματος και πλούτου είναι πειστικά
και χρήσιμα. Επιπλέον, προτείνει μια
αιτιολογημένη υπεράσπιση του φόρου
κληρονομιάς, της φορολόγησης του παγκόσμιου πλούτου (αν και είναι σχεδόν βέβαιο ότι αυτά τα μέτρα είναι
πολιτικά ανέφικτα } ως πιθανό αντίδοτο
για την παραπέρα συγκέντρωση του πλούτου
και της εξουσίας.
Αλλά για ποιο λόγο
υπάρχει αυτή η αυξανόμενη τάση της
ανισότητας μέσα στο χρόνο; Από τα στοιχεία
που μας δίνει (διανθισμένα με μερικά
συναρπαστικά λογοτεχνικά ανέκδοτα,
από τα έργα της Jane Austen και του Μπαλζάκ),
χρησιμοποιεί μια μαθηματική εξίσωση για να
εξηγήσει τι συμβαίνει : η προοδευτική
συσσώρευση του πλούτου από το περιβόητο
1% (ένας όρος που έγινε
δημοφιλής από το κίνημα "Occupy ")
οφείλεται στο απλό γεγονός ότι το ποσοστό
απόδοσης του κεφαλαίου (r) υπερβαίνει
πάντα το ρυθμό αύξησης του εισοδήματος
(g).
Αυτή, λέει Piketty, είναι και ήταν πάντα η
''κεντρική αντίφαση'' του κεφαλαίου.
Αλλά
μια στατιστική κανονικότητα αυτού του
τύπου δεν μπορεί να είναι μια επαρκής
εξήγηση, πόσο μάλλον ένας νόμος. Οπότε,
ποιες είναι οι δυνάμεις που παράγουν
και στηρίζουν μια τέτοια αντίφαση; Αυτό
ο Piketty δεν μας το λέει. Ο νόμος είναι ο
νόμος, και τέρμα. Ο Μαρξ την ύπαρξη ενός
τέτοιου νόμου προφανώς θα την απέδιδε
στην ανισορροπία εξουσίας μεταξύ
κεφαλαίου και εργασίας. Και αυτή είναι
μια εξήγηση που ισχύει μέχρι σήμερα.
Η
σταθερή πτώση του μεριδίου της εργασίας
στο εθνικό εισόδημα από το 1970 οφείλεται
στη μείωση της πολιτικής και οικονομικής
ισχύος της εργασίας, αφού το κεφάλαιο
έχει κινητοποιήσει τεχνολογία, ανεργία,
μετεγκατάσταση των επιχειρήσεων και
αντεργατικές πολιτικές (όπως αυτές της
Margaret Thatcher και του Ronald Reagan) για συντρίψει
τις όποιες αντιστάσεις.
Όπως παραδέχτηκε
και ο ίδιος ο Alan Budd, ο οικονομικός
σύμβουλος της Margaret Thatcher, σε μια στιγμή
αφηρημάδας, οι αντιπληθωριστικές
πολιτικές της δεκαετίας του '80 αποδείχθηκαν
''ένας εξαιρετικός τρόπος αύξησης της
ανεργίας και η αύξηση της ανεργίας ήταν
εξαιρετικά επιθυμητή για να μειωθεί η
δύναμη των εργαζόμενων τάξεων ... αυτό
που σχεδιαζόταν ήταν,με μαρξιστικούς
όρους , μια κρίση του καπιταλισμού, η
οποία ξαναδημιούργησε ένα εφεδρικό
στρατό εργαζομένων και από τότε έχει
επιτρέψει στους καπιταλιστές να βγάλουν
τεράστια κέρδη. " Το μισθολογικό χάσμα
μεταξύ διευθυντικού δυναμικού (CEO) και
μέσου εργαζόμενου το 1970 ήταν 30 προς 1.
Σήμερα είναι πολύ πάνω από 300 προς
1, και στην περίπτωση της MacDonalds είναι
περίπου 1.200 προς 1.
Ωστόσο, στον 2 τόμο
του Κεφαλαίου του Μαρξ (που ο Piketty δεν
έχει διαβάσει αλλά το απορρίπτει
επιπόλαια), ο Μαρξ επισήμανε ότι η τάση
του κεφαλαίου να μειώνει τους μισθούς
σε κάποιο σημείο θα περιορίσει την
ικανότητα της αγοράς να απορροφήσει το
προϊόν του ίδιου του κεφαλαίου. Ο Henry
Ford βρέθηκε μπροστά σ’ αυτό το δίλημμα
πριν πολλά χρόνια, όταν έκανε αύξηση
στους εργάτες του 5 δολάρια την ημέρα
για εργάσιμη ημέρα οκτώ ωρών, με στόχο,
όπως είπε, την αύξηση της κατανάλωσης.
Ήταν πολλοί αυτοί που πίστευαν ότι η
έλλειψη πραγματικής ζήτησης ήταν η
αιτία της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας
του 1930.
Αυτό ενέπνευσε τις κεϋνσιανές
μεταπολεμικές επεκτατικές πολιτικές
που μείωσαν εν μέρει τις εισοδηματικές
ανισότητες (αν και όχι τόσο αυτές που
είχαν σχέση με τον πλούτο), σε ένα
περιβάλλον ανάπτυξης που στηριζόταν
στη μεγάλη ζήτηση. Αλλά η λύση αυτή
βασιζόταν στη σχετική χειραφέτηση της
εργασίας και στην οικοδόμηση του
''κράτους πρόνοιας'' (ο όρος του Piketty), που
το χρηματοδοτούσε η προοδευτική
φορολόγηση. ''Σε γενικές γραμμές'', γράφει,
''από το 1932 έως το 1980, σχεδόν μισό αιώνα,
η ομοσπονδιακή φορολόγηση των υψηλών
εισοδημάτων ήταν κατά μέσο όρο γύρω στο
81 τοις εκατό στις Ηνωμένες Πολιτείες."
Και αυτό διόλου δεν μείωσε την ανάπτυξη
(άλλη μία απόδειξη του Piketty που καταρρίπτει
τους ισχυρισμούς της δεξιάς).
Στα τέλη
της δεκαετίας του '60 πολλοί καπιταλιστές
κατάλαβαν ότι έπρεπε να κινηθούν ενάντια
στην υπερβολική δύναμη της εργασίας.
Εξού και η αποπομπή του Κέυνς από το
πάνθεον των σεβάσμιων οικονομολόγων,
και η μετάβαση στη σκέψη του Milton Friedman
,που ήταν ταγμένος με την πλευρά της
προσφοράς, και η σταυροφορία για τη
σταθεροποίηση και τη μείωση της
φορολογίας, την αποδόμηση του κοινωνικού
κράτους και την πειθάρχηση των δυνάμεων
της εργασίας.
Μετά το 1980 στις Ηνωμένες
Πολιτείες οι υψηλότεροι φορολογικοί
συντελεστές μειώθηκαν και τα κέρδη
κεφαλαίου - μια σημαντική πηγή εσόδων
των πολύ πλούσιων - φορολογούνται με
πολύ χαμηλά ποσοστά φορολόγησης,
αυξάνοντας σημαντικά τη ροή του πλούτου
που κατευθύνθηκε προς το ένα τοις εκατό.
Ωστόσο, η επίδραση τους στην ανάπτυξη,
όπως αποδεικνύει ο Piketty , ήταν αμελητέα.
Επομένως, το ''trickle down", η μετακύλιση
των ωφελημάτων αρχίζοντας από την κορυφή
(ένα ακόμα αγαπημένο στερεότυπο της
δεξιάς) δεν ισχύει, αφού δεν στηρίζεται
σε κανένα απολύτως νόμο της οικονομίας,αλλά
πρόκειται ,πολύ απλά, για μια πολιτική
επιλογή και τίποτα περισσότερο.
Αλλά
τότε, το πιο πιεστικό ερώτημα δεν μπορεί
παρά να είναι: με τη ζήτηση τι γίνεται;
Ένα θέμα ,όμως,που ο Piketty αγνοεί συστηματικά . Η δεκαετία του '90 προσπερνά το
ερώτημα , χάρη σε μια τεράστια επέκταση
της πίστωσης, μαζί με την επέκταση της
χρηματοδότησης ενυπόθηκων δανείων στις
αγορές sub-prime . Αλλά η φούσκα που προέκυψε
αναγκαστικά θα έσκαγε,όπως και έγινε
το 2007-8, με την κατάρρευση της Lehman Brothers
και του τραπεζικού συστήματος. Παρ' όλα
αυτά, τα ποσοστά κέρδους και η παραπέρα
συγκέντρωση του ιδιωτικού πλούτου
άρχισε να αυξάνεται πολύ γρήγορα μετά
το 2009, ενώ όλοι και όλα ήταν σε άθλια
κατάσταση. Τα ποσοστά κέρδους των
εταιριών ποτέ δεν ήταν τόσο υψηλά όσο
στις ΗΠΑ σήμερα. Οι επιχειρήσεις έχουν
ένα δυσανάλογο ποσό χρημάτων και
αρνούνται να το διαθέσουν, επειδή οι
συνθήκες της αγοράς δεν είναι σταθερές.
Η
διατύπωση του μαθηματικού τύπου του
Piketty αντί να αποκαλύπτει το ρόλο της
ταξικής πολιτικής, μάλλον τον συσκοτίζει.
Όπως παρατηρεί ο Warren Buffett, '' ασφαλώς και
διεξάγεται ένας ταξικός πόλεμος, και
είναι η τάξη μου, οι πλούσιοι,αυτοί που
τον διεξάγουν και τον κερδίζουν." Μια
σαφής ένδειξη της νίκης τους δίνεται
από τις αυξανόμενες ανισότητες του
πλούτου και του εισοδήματος του 1% ως
προς όλους τους άλλους.
Υπάρχει, ωστόσο,
ένα ζήτημα κεντρικής σημασίας στην
επιχειρηματολογία του Piketty. Αυτό στηρίζεται
σε ένα εσφαλμένο ορισμό του κεφαλαίου. Το
κεφάλαιο όμως, δεν είναι κάτι χειροπιαστό, αλλά μια
διαδικασία. Είναι μια διαδικασία
κυκλοφορίας, όπου το χρήμα χρησιμοποιείται
για να βγουν περισσότερα χρήματα, συχνά
αλλά όχι αποκλειστικά μέσω της
εκμετάλλευσης της εργατικής δυναμης.
Ο Piketty ως κεφάλαιο ορίζει το σύνολο των
περιουσιακών στοιχείων που κατέχουν
ιδιώτες, επιχειρήσεις και κυβερνήσεις,
τα οποία μπορεί να γίνουν αντικείμενα ανταλλαγής, ανεξάρτητα αν
αυτά τα αγαθά αυτά χρησιμοποιούνται ή όχι.
Σαυτά περιλαμβάνονται γη, ακίνητα και
δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας,
καθώς και έργα τέχνης ή συλλογές
κοσμημάτων. Το πως προσδιορίζεται η
αξία όλων αυτών των πραγμάτων είναι ένα
σύνθετο τεχνικό πρόβλημα που δεν έχει
μια κοινά αποδεκτή λύση.
Για να υπολογίσουμε
ένα σημαντικό ποσοστό απόδοσης, r, θα
πρέπει να γνωρίζουμε κάποιο τρόπο υπολογισμού
της αξίας του αρχικού
κεφάλαιου.
Δυστυχώς, τρόπος υπολογισμού
της αξίας του δεν υπάρχει, ανεξάρτητα
από την αξία των χρησιμοποιούμενων
αγαθών και υπηρεσιών , ή την τιμή πώλησης
του στην αγορά. Το σύνολο της νεοκλασικής
οικονομικής σκέψης (που αποτελεί τη
βάση της σκέψης του Piketty) στηρίζεται σε
μια ταυτολογία.
Το ποσοστό απόδοσης του
κεφαλαίου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό
από το ρυθμό ανάπτυξης, αφού το κεφάλαιο
αποτιμάται από αυτό που παράγει,και όχι
από αυτό που χρειάζεται η παραγωγή. Η
αξία του επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό
από τις κερδοσκοπικές συνθήκες και
μπορεί να στρεβλωθεί σοβαρά από την
περιβόητη ''παράλογη ευφορία'' που ο
Greenspan θεωρεί ως χαρακτηριστικό της
χρηματοπιστωτικής αγοράς και της αγοράς
ακινήτων.
Αν αφαιρέσουμε από τον ορισμό
του κεφαλαίου (και το σκεπτικό για την
ένταξή τους είναι μάλλον αδύναμο), την
κατοικία και την ακίνητη περιουσία -
για να μη μιλήσουμε για την αξία των
συλλογών έργων τέχνης των κερδοσκόπων
επενδυτών, τότε η εξήγηση που δίνει ο
Piketty για τις αυξανόμενες ανισότητες
του πλούτου και του εισοδήματος δεν στέκει, αν
και εξακολουθεί να ισχύει η περιγραφή
του για την κατάσταση των ανισοτήτων,
στο παρελθόν και στο παρόν.
Τα
χρήματα, τα οικόπεδα, τα κτίρια, τα
εργοστάσια και τα μηχανήματα που δεν
χρησιμοποιούνται με παραγωγικό τρόπο,
δεν είναι κεφάλαιο. Εάν το ποσοστό
απόδοσης του κεφαλαίου που χρησιμοποιείται
είναι υψηλό, είναι επειδή ένα μέρος του
κεφαλαίου έχει αποσυρθεί από την
κυκλοφορία και ουσιαστικά ''απεργεί''.
Ο περιορισμός της προσφοράς κεφαλαίων
για νέες επενδύσεις (ένα φαινόμενο που παρατηρείται σήμερα)
διασφαλίζει ένα υψηλό ποσοστό απόδοσης
του κυκλοφορούντος κεφαλαίου.
Στη
δημιουργία τεχνητής έλλειψης δεν
καταφεύγουν μόνο οι εταιρείες πετρελαίου
για να εξασφαλίσουν υψηλά ποσοστά
κερδοφορίας, αλλά όλο το κεφάλαιο ,όταν
του δίνεται η ευκαιρία. Αυτό ενισχύει
την τάση του ποσοστού απόδοσης του
κεφαλαίου (ανεξάρτητα από το πώς αυτό
ορίζεται και μετριέται) να υπερβαίνει
πάντα το ρυθμό αύξησης των εσόδων. Έτσι,
το κεφάλαιο διασφαλίζει την αναπαραγωγή
του, ανεξάρτητα από τι επιπτώσεις που
θα έχει αυτό σ'εμάς τους υπόλοιπους.
Μ’αυτό τον τρόπο ζει η καπιταλιστική
τάξη.
Το σύνολο των στοιχείων που έχει
συλλέξει ο Piketty είναι πολύτιμο. Αλλά η
εξήγηση που δίνει αναφορικά με τα αίτια των
ανισότητων και τις ολιγαρχικές τάσεις,έχει σοβαρές ελλείψεις. Οι προτάσεις
του για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων
είναι αφελείς, αν όχι ουτοπικές. Επιπλέον,
δεν μπορούμε ασφαλώς να ισχυριστούμε ότι έχει
παράξει ένα μοντέλο λειτουργικό για το
κεφάλαιο του ΧΧΙ αιώνα. Γι 'αυτό και
χρειαζόμαστε ακόμα τον Μαρξ ή κάποιον
σύγχρονο ισοδύναμο του.
- David Harvey
-