του
Emiliano Brancaccio
Ο Σύριζα, το μεγαλύτερο κόμμα της αριστεράς, έχασε τις
εκλογές στην Ελλάδα. Έτσι λοιπόν χάθηκε η πρώτη, πραγματική ευκαιρία να δοθεί
ένα ξεκάθαρο πολιτικό μήνυμα ενάντια στη μη βιώσιμη κατάσταση της Ευρωπαϊκής
Νομισματικής Ένωσης. Αυτό θα έχει ως συνέπεια, εκτός κι αν υπάρξουν εκπλήξεις,
η αγωνία του ενιαίου νομίσματος να παραταθεί και, μαζί της, τα βάσανα των
περιφερειακών κρατών και των κοινωνικών ομάδων που έχουν πληγεί περισσότερο από
την οικονομική κρίση.
Γιατί έχασε ο Σύριζα; Η εξήγηση που κυριαρχεί είναι
ότι το κόμμα εμφανίστηκε στις εκλογές με ένα πολύ «ριζοσπαστικό» πρόγραμμα.
Αυτό το πρόγραμμα, ως γνωστόν, βασιζόταν στην πρόθεση ακύρωσης του Μνημονίου
που έχει επιβληθεί από την Κομισιόν,την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, και την επαναδιαπραγματευση
όλων των όρων χρηματοδότησης του ελληνικού χρέους.
Αν το καλοσκεφτούμε, όμως, δεν είναι καθόλου βέβαιο
ότι ο Σύριζα πλήρωσε τη «ριζοσπαστικότητά» του.
Είναι πιθανόν ο Σύριζα να έχασε για ένα πολύ διαφορετικό
λόγο, ότι δηλαδή την στιγμή που πρόβαλε το αίτημα για επαναδιαπραγμάτευση των όρων του δανεισμού από το εξωτερικό,
ταυτόχρονα ανακοίνωνε και την πρόθεσή του να παραμείνει στο ευρώ. Αυτή τη θέση, ως γνωστόν,τη διατύπωσε ο ηγέτης του Σύριζα, Αλέξης Τσίπρας, στην
επιστολή του με τίτλο I will keep Greece in the eurozone, η οποία
δημοσιεύθηκε στους Financial Times στις 12 Ιουνίου.
Το πρόβλημα με τη θέση του Τσίπρα είναι πως είναι
εξαιρετικά αντιφατική και έκανε φανερή την αδυναμία της ηγετικής ομάδας του Σύριζα
να αντιμετωπίσει ξεκάθαρα τις πιθανές συνέπειες από μια αποτυχία του αιτήματος
για επαναδιαπραγμάτευση του χρέους.
Αραγε πως θα αντιδρούσε ο Τσίπρας αν η Γερμανία και οι
ευρωπαϊκές αρχές πρότειναν μόνο κάποιες μικρές αλλαγές στη
συμφωνία και αρνιόντουσαν να προχωρήσουν σε μια ριζική αναδιαπραγμάτευση του
χρέους;
Ο ηγέτης του Σύριζα όλες αυτές
τις μέρες απέφυγε να τοποθετηθεί επί του προβλήματος. Δηλαδή απέφυγε να παραδεχτεί ότι, τότε, θα ήταν
αναγκασμένος να αντιμετωπίσει την κρίση εγκαταλείποντας το ενιαίο νόμισμα και να
θέσει υπό αμφισβήτηση, αν χρειαζόταν, ακόμα και την Κοινή Αγορά κεφαλαίων
και αγαθών.Πολλοί έλληνες ψηφοφόροι μπορεί να αντιλήφθηκαν αυτή την
αμφισημία, αυτή την ανικανότητα του Σύριζα να σχεδιάσει ένα λογικό και πολιτικά
πειστικό σχέδιο για τις επόμενες κινήσεις.
Η μικρή ποσοστιαία διαφορά από το αντίπαλο κόμμα, τη ΝΔ, θα μπορούσε να
εξηγηθεί με αυτούς τους όρους, αντί να εμμένουμε στην υπόθεση της υπερβολικής
ριζοσπαστικότητας, υπόθεση που σίγουρα θα κυριαρχήσει στα σχόλια των επόμενων
ημερών.
Η αμφισημία, βέβαια, δεν είναι πρόβλημα μόνο του Σύριζα. Η ίδια η έκκληση υποστήριξής
του, την οποία συνυπέγραψαν οι Ετιέν Μπαλιμπάρ και Ροσάνα Ροσάντα, είχε στοιχεία σύγχυσης και ασάφειας. Με όρους, σε πολλά
σημεία ανάλογους, ακόμα και τα κινήματα «κατά του χρέους»
στις εκκλήσεις τους απέφυγαν, μέχρι σήμερα, να αποσαφηνίσουν, ότι μια
υποθετική, μη κοινά αποδεκτή, απόρριψη του χρέους θα έθετε αμέσως το
πρόβλημα της κάλυψης του εξωτερικού ελλείμματος και επομένως θα έκανε
υποχρεωτική την έξοδο από το ευρώ και\ή τον περιορισμό της ελεύθερης
διακίνησης κεφαλαίων και αγαθών.
Για να μην αναφερθούμε στα αριστερά κόμματα στην
Ευρώπη, τα οποία δείχνουν σε πάρα πολλές περιπτώσεις πρόθυμα να
θυσιάσουν τους ψηφοφόρους τους στο βωμό μιας άνευ όρων πίστης στο ευρώ και στην
Κοινή Αγορά και τα οποία, επομένως,δε μπορούν να κάνουν τίποτε καλύτερο από το
να διατυπώνουν γενικόλογες εκκλήσεις υπέρ της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Όπως
φαίνεται, λοιπόν, βρισκόμαστε μπροστά σε άλλη μια παραλλαγή του φαινομένου της
«αριστερής υπεράσπισης της ελεύθερης αγοράς» το οποίο μεταφέρεται εδώ και καμιά
τριανταριά χρόνια από τους λιγότερο ή περισσότερο στενούς απόγονους του
εργατικού κινήματος και που έχουμε προσπαθήσει να εξετάσουμε κριτικά στο βιβλίο Η
λιτότητα είναι της δεξιάς. Και καταστρέφει την Ευρώπη.
Ούτως ή άλλως, ανεξάρτητα από την απόφαση των
ελλήνων ψηφοφόρων,η σημερινή Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση, από τεχνική άποψη παραμένει μη βιώσιμη.
Το χάσμα μεταξύ επιτοκίων δανεισμού και ρυθμών αύξησης
του εισοδήματος θα επανέλθει γλήγορα στην επικαιρότητα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες,
και δεν θα μπορέσει ασφαλώς να γεφυρωθεί με μικροδιορθώσεις των συμφωνιών
δανεισμού ή με ευρωπαϊκές τραπεζικές εγγυήσεις.
Επιπλέον χωρίς ιδιαίτερες αλλαγές στην ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική, η τελική κερδοσκοπική επίθεση κατά της ζώνης του ευρώ μπορεί, προς το παρόν, να αναβλήθηκε, αλλά δεν αντιμετωπίζεται. Το ερώτημα που μένει αναπάντητο είναι λοιπόν ένα: με την αριστερά σε παράλυση, ποιος θα διαχειριστεί μια
υποθετική κατάρρευση του ενιαίου νομίσματος;