Χρήστος Πολατίδης
Σε αυτόν τον πλάτανο, στις 18 Δεκεμβρίου 1416 απαγχονίστηκε ο σεΐχης Μπεντρεντίν,
ανθρωπιστής, επαναστάτης και συμμαθητής του Γεωργίου Πλήθωνα Γεμιστού.
Ο Μπεντρεντίν γεννήθηκε στο Αμμόβουνο Διδυμοτείχου το 1358,
από Ελληνίδα μητέρα και απροσδιόριστης (τουρκικής ή περσικής ή ελληνικής)
καταγωγής πατέρα. Σπούδασε στην Αδριανούπολη μαζί με τον Γεώργιο Πλήθωνα
Γεμιστό. Έλαβε επίσης πολύ σημαντική μόρφωση στο Κάϊρο, στην Βαγδάτη, στη Συρία
και αλλού.
Ενώ φαινομενικά ήταν μουσουλμάνος, δίδασκε την ισότητα ανδρών
και γυναικών, την κοινοκτημοσύνη, την χρήση μουσικής και χορού στις
θρησκευτικές τελετουργίες, την μη διάκριση των ανθρώπων ανάλογα με το
θρησκευτικό δόγμα που ακολουθούσαν. Επέτρεπε την κατανάλωση αλκοόλ και χοιρινού
κρέατος. Η διδασκαλία του πήγαζε από την αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία και
Θεολογία.
Χαρακτηριστικό είναι και το απόσπασμα που αποδίδεται στον
Μπεντρεντίν και διασώζει ο Μιχαήλ Δούκας: «Ἐξέθετο γὰρ δόγμα ὅστις τῶν Τούρκων
εἶποι ὅτι Χριστιανοὶ οὒχ ὑπάρχουσιν θεοσεβεῖς, οὗτος ἀσεβής ἐστι. Καὶ πάντες οἱ
ὑπήκοοι τοῦ φρονήματος αὐτοῦ συναντῶντες τινὰ τῶν χριστιανῶν ἐφιλοξένουν καὶ ὡς
ἄγγελον τοῦ Διὸς ἐτίμων».
Στην επανάσταση του Μπεντρεντίν το 1415, συμμετείχαν από
κοινού Έλληνες, Τούρκοι, Βούλγαροι, Εβραίοι και άλλοι, ανεξαρτήτως
θρησκεύματος. Δηλαδή συμμετείχαν μουσουλμάνοι, χριστιανοί, εβραίοι, εθνικοί
Έλληνες, σούφι κλπ. Από το κίνημα αυτό, που εξαπλώθηκε σε πολύ μεγάλη έκταση
στην Μικρά Ασία, Βορειοανατολική Βουλγαρία, Ανατολική Μακεδονία και Θράκη,
κινδύνευσε με διάλυση η Οθωμανική αυτοκρατορία.
Η επανάσταση πνίγηκε στο αίμα και ο Μπεντρεντίν οδηγήθηκε στις
Σέρρες για να δικαστεί. Καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά κανένας δικαστής, λόγω
σεβασμού και φόβου, δεν υπέγραφε την εκτέλεση της ποινής. Ο Μπεντρεντίν ρώτησε
το δικαστήριο αν ισχύει η δικαστική του ιδιότητα και αφού έλαβε την απάντηση
ότι ισχύει, υπέγραψε ο ίδιος την εκτέλεση της ποινής του.
Απαγχονίστηκε στον πλάτανο της φωτογραφίας, στις 18 Δεκεμβρίου
του 1416. Το σώμα του έμεινε άταφο στην κρεμάλα για τρεις μέρες προς εκφοβισμό
των Σερραίων. Λέγεται ότι από τότε προς τιμήν του, οι Σερραίοι τρώνε ψάρια κάθε Τρίτη, ημέρα της κηδείας
του.
Η δημοτική αρχή αποφάσισε, υποθέτω, με τη σύμφωνη γνώμη των
υπηρεσιακών παραγόντων, να κόψει τον ιστορικό πλάτανο επί της οδού Γρηγορίου
Ρακιτζή.
Αν η δημοτική αρχή είχε στοιχειώδη γνώση της ιστορίας, μάλλον
θα έπραττε διαφορετικά. Αν είχε ευρύτερη γνώση και σε άλλους τομείς πλην της
ιστορίας, τα πράγματα στην πόλη μας θα ήταν διαφορετικά. Όμως φαίνεται ότι
υστερεί πολύ και παντού.
Σε συζήτηση που είχα χθες βράδυ με κάποιον δημοτικό σύμβουλο,
ο οποίος επέμενε ότι ο πλάτανος δεν θα κοπεί, άκουσα και πάλι τις γνωστές
παπαριές περί του σύννομου των ενεργειών του δήμου, περί γνωμοδότησης των
υπηρεσιακών παραγόντων, περί επικινδυνότητας, περί διαδικασιών και αποφάσεων.
Το αποτέλεσμα είναι ένα: Ένα αιωνόβιο δένδρο δεμένο με την
ιστορία της πόλης χάνεται. Και χάνεται ίσως γιατί η κυρία της απέναντι
πολυκατοικίας δεν θέλει να σκουπίζει τα φύλλα που πέφτουν ή γιατί ο κύριος που
παρκάρει κάτω από τον πλάτανο νιώθει ανασφάλεια όταν χαλάει ο καιρός ή...
Αλλά τι κάθομαι και λέω τώρα και ταράζω την θερινή ραστώνη του
Σερραϊστάν; Αυτός ο λαός είναι μόνο για να τρώει μπουγάτσα το πρωί, σουβλάκια
το μεσημέρι και στο καπάκι ακανέ. Κι αυτός και η δημοτική αρχή του.
Λένε ότι "Ο λαός έχει τους ηγέτες που του αξίζουν".
Χωρίς να αλλάζει το νόημα, μπορώ να το θέσω και πιο χωριάτικα ως εξής:
"Τέτοιο γαϊδούρι τέτοιο σαμάρι"....
Κλείνω με ένα πικρό απόσπασμα από το ποίημα "Το Έπος του
Σεΐχη Μπεντρεντίν" του Ναζίμ Χικμέτ (1902-1963)
Ψιχαλίζει,
φοβισμένα
σιγανά
Σαν μιλιά προδοσίας.
Ψιχαλίζει
σαν το πιλαλητό των λευκών γυμνών ποδιών
κάποιου αρνησίθρησκου πάνω στο υγρό και σκοτεινό το χώμα.
Ψιχαλίζει.
Στις Σέρρες, μες’ στην αγορά των εσνάφηδων
σιμά σ’ ένα χαλκωματάδικο
κρεμάσανε σ’ ένα δέντρο τον Μπεντρεντίν μου.
Ψιχαλίζει.
Είναι μια περασμένη κι ανάστερη ώρα της νύχτας.
Κι αυτό
που μουσκεύει στη βροχή και τραμπαλίζει
κάτω απ’ τ’ άφυλλο κλωνάρι
είναι του σεΐχη μου τ’ ολόγυμνο κορμί.
Ψιχαλίζει.
Η αγορά των Σερρών είναι βουβή.
Η αγορά των Σερρών είναι τυφλή.
Μες στην ατμόσφαιρα είναι η καταραμένη μελαγχολία
της βουβαμάρας, της τυφλωσιάς.
Κι η αγορά των Σερρών εσκέπασε την όψη της
με τα χέρια της.
Ψιχαλίζει.