Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σαμίρ Αμίν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σαμίρ Αμίν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Θυμάστε τους G7 που κινούσαν τον κόσμο; Πριν από χρόνια...

 

 

των Francesco Piccioni - Guido Salerno Aletta

Το να μιλάμε για τον ιμπεριαλισμό με καθαρά ιδεολογικούς όρους μπορεί και να ακούγεται ωραία: ο ιμπεριαλισμός είναι κακός, αυταρχικός, επεμβατικός, αλλά και ικανός για μακροπρόθεσμα σχέδια, κρυφούς ελιγμούς, καλύτερη κατανόηση των πραγμάτων. Στην πράξη, ενώ κάποιος δηλώνει το μίσος του γι' αυτόν, εντούτοις, τον καλύπτει με -ακούσιες, φυσικά- φιλοφρονήσεις.

 

Η πραγματικότητα είναι πολύ πιο ωμή και από πολλές απόψεις θλιβερή: ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός -αυτός στον οποίο έχουμε εμπλακεί εδώ και 80 χρόνια- αντιμετωπίζει πολύ σοβαρά προβλήματα εκμετάλλευσης, αρχίζοντας από το χώρο που φαινόταν να έχει εξασφαλίσει για πάντα τη στρατηγική του υπεροχή: την οικονομία.

 

Εδώ και χρόνια έχουμε αρχίσει να εντοπίζουμε και να περιγράφουμε τα διάφορα φαινόμενα που μας κάνουν να μιλάμε για συστημική κρίση στον δυτικό κόσμο, η οποία, από μόνη της βέβαια, δεν σημαίνει  από μόνη της και "κρίση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής".

 

Πρόκειται, με λίγα λόγια, για μια συγκεκριμένη κρίση του καπιταλισμού, ο οποίος από πάντα χαρακτηριζόταν ή τον ανέλυαν με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται ως ο μόνος υπαρκτός καπιταλισμός. Με τους "άλλους" να υποβιβάζονται στην κατηγορία-στίγμα των "απολυταρχιών". Λες και αυτό δεν αποδεικνύεται καθημερινά – όπως για παράδειγμα πρόσφατα στη Γαλλία - ότι η εξουσία αποφασίζει να τροποποιήσει ένα "κοινωνικό σύμφωνο" δεκαετιών χωρίς καν μια ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο. Απολυταρχικά.

 

Ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός, στο πέρασμα των αιώνων, είχε τελειοποιήσει ένα αρκετά γνωστό "μοντέλο ανάπτυξης": τη συστηματική ληστεία των φυσικών πόρων που χρειάζεται, μια βιομηχανική ανάπτυξη εντός των συνόρων του, την παρεμπόδιση με στρατιωτικά μέσα της βιομηχανικής ανάπτυξης των χωρών που παράγουν πρώτες ύλες (το πραξικόπημα κατά του Μοσαντέκ στο Ιράν παραμένει το μοντέλο, που στη συνέχεια επαναλήφθηκε παντού), τη χρήση του νομίσματος και του χρηματοπιστωτικού συστήματος ως όπλο πολέμου για την "άντληση της υπεραξίας" που παράγεται εκτός των φυσικών συνόρων του.

 

Με άλλα λόγια, μια εμπειρική και ιστορική απόδειξη της "άνισης ανταλλαγής" (Σαμίρ Αμίν, Ο Ιμπεριαλισμός και η άνιση ανάπτυξη),  για την οποία ορισμένοι θεωρητικοί είχαν ήδη αναφερθεί εδώ και 40 χρόνια.

 

Με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, το μοντέλο αυτό είχε μια υπερτροφική εξέλιξη (η ψευδαίσθηση του "τέλους της ιστορίας"), η οποία, ωστόσο, άλλαξε ορισμένους από τoυς θεμελιώδεις πυλώνες του. Η βιομηχανική παραγωγή μεταφέρθηκε σε χώρες πρόθυμες να προσφέρουν εργατικό δυναμικό σε πολύ χαμηλό κόστος, ενώ ο έλεγχος του νομίσματος και της οικονομίας επέτρεπαν στη νεοφιλελεύθερη Δύση να εισάγει αγαθά κάθε είδους και να υπερχρεώνεται εκθετικά.

 

Τα κέρδη, ιδίως τα χρηματοπιστωτικά, φυσικά ήταν τεράστια, ενώ οι δυτικοί λαοί έβλεπαν να καταρρέουν τόσο τα επίπεδα των μισθών ( επειδή δεν ήταν ανταγωνιστικά με αυτά του Παγκόσμιου Νότου) όσο και το συνολικότερο βιοτικό τους επίπεδο.

 

Η πανδημία αρχικά και αμέσως μετά ο πόλεμος στην Ουκρανία, έσκασαν τη φούσκα ή, αν θέλετε, έδειξαν ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός. Και γεμάτος χρέη που κανείς δεν θέλει πια να χρηματοδοτήσει.

 

Κομουνιστικές φαντασιώσεις;

 

Όχι βέβαια. Στις οικονομικές εφημερίδες - τις μόνες που είναι υποχρεωμένες να δημοσιεύουν έστω κάποια ψήγματα  αλήθειας, δεδομένου ότι πρέπει να λειτουργούν για να προσφέρουν "υπηρεσίες στους φορείς της οικονομίας", οι οποίοι πρέπει να γνωρίζουν πώς να επενδύσουν τα χρήματά τους και όχι να τους λένε παραμύθια - μπορείτε να βρείτε πολύ ενδεικτικά μαργαριτάρια σοφίας.

 

Όπως αυτό το άρθρο του Guido Salerno Aletta στο MilanoFinanza, το οποίο τον κάνει να παρουσιάζει τους G7 - την ομάδα των χωρών που κάποτε αυτοαποκαλούνταν ως "οι πιο βιομηχανοποιημένες χώρες" – κάτι σαν "μια νέα Comecon". Δηλαδή, την πρώην κοινή αγορά των φιλοσοβιετικών χωρών, πριν αυτές καταρρεύσουν.

 

Από μια οπτική γωνία, που δεν είναι ακριβώς κομπλιμέντο....

 

Καλή ανάγνωση.

 

 

Οι G7 έχουν λίγους πόρους και πολλά χρέη, γιαυτό και κινδυνεύουν με κατάρρευση

 

Guido Salerno Aletta - MilanoFinanza

 

Annus Horribilis (Φρικτή χρονιά) , το 2022, για τις χώρες των G7: η αλματώδης  άνοδος της τιμής των εισαγωγών συνέβαλε στην κατάρρευση των ήδη επισφαλών λογαριασμών εξωτερικού εμπορίου: όλοι στο κόκκινο, με μοναδική εξαίρεση της Γερμανίας.

 

Μεταξύ 2021 και 2022, το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ σε αγαθά και υπηρεσίες επιδεινώθηκε κατά 101 δισ. δολάρια, από τα 1.090 δισ. δολάρια στα 1.191 δισ. δολάρια, παρά το γεγονός ότι οι αμερικανικές εξαγωγές ενεργειακών προϊόντων αυξήθηκαν κατά 152 δισ. δολάρια, από τα 264 δισ. δολάρια στα 416 δισ. δολάρια (+57%). Το ίδιο και της Ιταλία, καθώς από πλεόνασμα 41 δισ. ευρώ κατέληξε σε έλλειμμα 30 δισ. ευρώ.

 

Οχι μόνο το υψηλότερο κόστος της ενέργειας από εναλλακτικές πηγές σε σύγκριση με το κόστος της ενέργειας από ορυκτά καύσιμα, τιμωρεί ειδικά τις ευρωπαϊκές χώρες, αλλά δημιουργείται και μια επιπλέον ασυμμετρία στον διεθνή εμπορικό ανταγωνισμό: η Κίνα και η Ινδία, κυρίως, αλλά και πολλές άλλες πρόσφατα βιομηχανοποιημένες χώρες που δεν συμμετέχουν στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, επωφελούνται από την προμήθεια ενέργειας από τη Μόσχα με ευνοϊκούς όρους.

 

Μια ανισορροπία που δεν δείχνει να θεραπεύεται βραχυπρόθεσμα.

 

Για τη Δύση, φαίνεται να μην ισχύουν τόσο οι τρεις παράγοντες που καθόρισαν ένα χαμηλό διαρθρωτικό πληθωρισμό τις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα: το πιο χαμηλό κόστος της εργασίας στην Κίνα και τις πρώην κομμουνιστικές χώρες της Ευρώπης, η αφθονία και η φτηνή τιμή προμήθειας ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη, κάτι που πλέον δεν υπάρχει, και οι δημοσιονομικές πολιτικές προσανατολισμένες προς ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και άρα μη πληθωριστικές.

 

Ενώ από τη μία, οι ασυνήθιστα βολικές νομισματικές πολιτικές μείωναν τα κόστη των υπερχρεωμένων παραγωγών, από την άλλη, οι ενέσεις ρευστότητας διατηρούσαν ψηλά την αξία των εισηγμένων περιουσιακών στοιχείων, δημιουργώντας ίσως τις κερδοσκοπικές φούσκες στις προθεσμιακές αγορές εμπορευμάτων που οδήγησαν στην έξαρση του πληθωρισμού στα τέλη της άνοιξης του 2020.

Η ιδιαίτερα συνθλιπτική στάση του Οργανισμού Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών, ο οποίος μείωσε ακόμα περισσότερο την παραγωγή πετρελαίου, ακόμη και μπροστά στην επιβράδυνση της παγκόσμιας ζήτησης, προκειμένου να διατηρήσει αμετάβλητο τα συνολικά έσοδα των μελών του, θυμίζει τις συστημικές συνέπειες της πετρελαϊκής κρίσης του 1973, η οποία σηματοδότησε μια βαθιά και μη αναστρέψιμη αλλαγή στην ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των πετρελαιοπαραγωγών χωρών και των χωρών που μετασχηματίζονται, με την εγκατάλειψη ενεργοβόρων βιομηχανικών δραστηριοτήτων και την αποβιομηχάνιση.

 

Η Ευρώπη βγαίνει από αυτή την ιστορία με σπασμένα τα πλευρά, επειδή η Αμερική έχει αμελητέα βιομηχανική παραγωγή εδώ και δεκαετίες και πουλάει ΥΦΑ στην Ευρώπη, όπως και άλλοι παραγωγοί, σε τιμές που δεν μπορεί παρά να είναι πολύ υψηλότερες από αυτές του ρωσικού φυσικού αερίου.

 

Το να εισάγεις περισσότερα από όσα εξάγεις,να καταναλώνεις περισσότερα από όσα παράγεις, σημαίνει ότι πρέπει να δανειστείς. Οι ΗΠΑ είναι ήδη ο μεγαλύτερος οφειλέτης έναντι των υπόλοιπων, με καθαρή αρνητική διεθνή οικονομική θέση 16.117 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

 

Η επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου των χωρών των G7 το 2022 οφείλεται στις ανυπέρβλητες διαρθρωτικές ελλείψεις σε πρώτες ύλες, πετρέλαιο και φυσικό αέριο, που τις επιδεινώνει η γεωπολιτική σύγκρουση με τη Ρωσία και την Κίνα: η χειρότερη προοπτική δεν είναι απλά η φτωχοποίηση, αλλά η απομόνωση και η κατάρρευση.

 [----->]

 

Αποχαιρετώντας τον Σαμίρ Αμίν




 

                                    Μεγάλη απώλεια ο θάνατός του

 Η πλήρης συνέντευξη του Σαμίρ Αμίν στο Contropiano.org το Μάη του 2011:

           

                       "Ήμουν και εξακολουθώ να είμαι κομμουνιστής!"


Ο Σαμίρ Αμίν γεννήθηκε στο Κάιρο, από πατέρα Αιγύπτιο και Γαλλίδα μητέρα. Πέρασε την παιδική του ηλικία και την εφηβεία στο Πορτ Σάιντ, όπου έβγαλε το γυμνάσιο. Από το 1947 έως το 1957 σπουδάζει στο Παρίσι, παίρνοντας ένα πρώτο πτυχίο στις πολιτικές επιστήμες (1952), στη συνέχεια στη στατιστική (1956) και στα οικονομικά (1957).
Στην αυτοβιογραφία του «Itinéraire intellectuel» (1990) γράφει ότι περνώντας τον περισσότερο χρόνο του στον αγώνα, δεν μπόρεσε να αφιερώσει παρά ένα ελάχιστο μέρος του χρόνου του στις πανεπιστημιακές εξετάσεις.

Ο Σαμίρ Αμίν  αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος του έργου του στη μελέτη των σχέσεων μεταξύ ανεπτυγμένων και υπανάπτυκτων χωρών, τη λειτουργία του κράτους σε αυτές τις χώρες αλλά κυρίως την πηγή αυτών των διαφορών, οι οποίες εντοπίζονται στα ίδια θεμέλια του καπιταλισμού και της παγκοσμιοποίησης. Για τον Αμίν, η παγκοσμιοποίηση είναι ένα φαινόμενο τόσο παλιό όσο και η ανθρωπότητα, αλλά στις αρχαίες κοινωνίες το φαινόμενο αυτό επέτρεπε κυριολεκτικά στις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές του κόσμου να φτάνουν τις πιο προηγμένες. Αντίθετα, η σημερινή παγκοσμιοποίηση, που συνδέεται με τον καπιταλισμό, είναι από τη φύση της πολωτική, δηλαδή η λογική της παγκόσμιας επέκτασης του καπιταλισμού  από μόνο της οξύνει τις ανισότητες.

Συνέντευξη Σαμίρ Αμίν : Η επιβεβαίωση της εθνικής λαϊκής κυριαρχίας απέναντι στην επίθεση του κεφαλαίου




 Συνέντευξη Σαμίρ Αμίν :  Η επιβεβαίωση της εθνικής λαϊκής κυριαρχίας απέναντι στην επίθεση του κεφαλαίου

Συνέντευξη στον Ραφαέλε Μοργκαντίνι




Αναδημοσιεύουμε τη συνέντευξη που έδωσε ο Σαμίρ Αμίν στον Ραφαέλε Μοργκαντίνι στις 11/10/2016 για λογαριασμό του investigaction.net. Ο Σαμίρ Αμίν είναι Αιγύπτιος οικονομολόγος, μελετητής των σχέσεων (νεο)αποικιακής κυριαρχίας και πρόεδρος του Παγκόσμιου Εναλλακτικού Φόρουμ.

Εδώ και δεκαετίες τα γραπτά και οι αναλύσεις σας μας προσφέρουν χρήσιμα στοιχεία για την αποκωδικοποίηση του καπιταλιστικού συστήματος, τις σχέσεις κυριαρχίας Βορρά-Νότου και τις απαντήσεις των κινημάτων αντίστασης των χωρών του Νότου. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια νέα φάση της συστημικής καπιταλιστικής κρίσης. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της νέας κρίσης;

Η σημερινή δεν είναι χρηματοοικονομική κρίση του καπιταλισμού, αλλά μια κρίση του συστήματος. Δεν είναι μια συνηθισμένη κρίση με τη μορφή «U». Στις συνηθισμένες κρίσεις του καπιταλισμού (με τη μορφή «U»), οι ίδιες λογικές που οδηγούν στην κρίση, μετά από μια περίοδο επιμέρους αναδιαρθρώσεων, επιτρέπουν μια ανάκαμψη. Είναι οι φυσιολογικές κρίσεις του καπιταλισμού. Αντίθετα η κρίση που είναι σε εξέλιξη από τη δεκαετία του 1970, είναι μια κρίση μορφής «L»: η λογική που προκάλεσε την κρίση, δεν επιτρέπει την ανάκαμψη. Αυτό μας ωθεί στις ακόλουθες διευκρινίσεις (που είναι εξάλλου και ο τίτλος των βιβλίων μου): Να βγούμε από την κρίση του καπιταλισμού, ή από τον καπιταλισμό που βρίσκεται σε κρίση;

Μια κρίση μορφής «L» σηματοδοτεί την ιστορική εξάντληση του συστήματος. Αυτό δεν σημαίνει πως το ισχύον καθεστώς θα εκπνεύσει αργά και ειρηνικά με έναν όμορφο θάνατο. Αντίθετα, ο γερασμένος καπιταλισμός γίνεται άγριος και πασχίζει να επιβιώσει εντείνοντας τη βία. Για τους λαούς η συστημική κρίση του καπιταλισμού είναι ανυπόφορη, γιατί οδηγεί στην αυξανόμενη ανισότητα της διανομής των εισοδημάτων και του πλούτου στο εσωτερικό της κοινωνίας, γιατί συνοδεύεται από βαθειά στασιμότητα από τη μια, και από την εμβάθυνση της παγκόσμιας πόλωσης από την άλλη.

Αν και δεν έχουμε σκοπό να υπερασπιστούμε την οικονομική ανάπτυξη, πρέπει να γνωρίζουμε πως η επιβίωση του καπιταλισμού είναι αδύνατη χωρίς αυτήν. Οι ανισότητες που συνοδεύονται από στασιμότητα, γίνονται ανυπόφορες. Η ανισότητα είναι αποδεκτή όταν υπάρχει ανάπτυξη και όλοι ωφελούνται από αυτήν, όσο κι αν αυτό γίνεται με άνισο τρόπο, όπως συνέβη στη διάρκεια των «30 ένδοξων ετών» (σ.μ. 1945 μέχρι το 1975).

Τότε υπήρχε ανισότητα αλλά χωρίς φτωχοποίηση. Αντίθετα, η ανισότητα σε συνθήκες στασιμότητας, συνοδεύεται υποχρεωτικά από φτωχοποίηση και αυτό γίνεται κοινωνικά μη ανεκτό. Πώς φθάσαμε σε μια τέτοια κατάσταση; Γνώμη μου είναι πως μπήκαμε σε μια νέα φάση του καπιταλισμού των μονοπωλίων, που θεωρώ σαν την φάση των «γενικευμένων μονοπωλίων», και χαρακτηρίζεται από την υπαγωγή όλων των οικονομικών δραστηριοτήτων στην ντε φάκτο κατάσταση της υπεργολαβίας προς όφελος της αποκλειστικής αύξησης των κερδών των μονοπωλίων.


Πώς αξιολογείτε τις σημερινές απαντήσεις που δίνουν οι χώρες και τα διάφορα κινήματα σε αυτή την κρίση;

Πρώτα απ’ όλα θα ήθελα να θυμίσω πως όλες οι συζητήσεις των συμβατικών οικονομολόγων και οι προτάσεις τους για έξοδο από την κρίση, δεν έχουν καμία επιστημονική βαρύτητα. Το σύστημα δεν θα βγει από την κρίση αυτή. Θα επιβιώσει, ή θα επιχειρήσει να επιβιώσει, με κόστος αυξανόμενες απώλειες σε μια κρίση διαρκείας. Οι απαντήσεις στην κρίση αυτή μέχρι σήμερα στις χώρες του Βορρά, τουλάχιστον όσες μπορούν να χαρακτηριστούν σαν τέτοιες, είναι περιορισμένες, αβέβαιες και αναποτελεσματικές.

Όμως υπάρχουν και απαντήσεις λίγο πολύ θετικές στις χώρες του Νότου, που βρίσκονται σε αυτό που λέμε «αναδυόμενες». Το ερώτημα που τίθεται όμως είναι: ανάδυση από τι; Ανάδυση των νέων αγορών μέσα σε αυτό το σύστημα που βρίσκεται σε κρίση και ελέγχεται από τα μονοπώλια της τριάδας (από τους παραδοσιακούς ιμπεριαλισμούς ΗΠΑ, Δυτικής Ευρώπης και Ιαπωνίας) ή ανάδυση των κοινωνιών; Η μόνη θετική περίπτωση στην κατεύθυνση αυτή είναι η Κίνα που προσπαθεί να συνδυάσει τα σχέδιά της για εθνική και κοινωνική ανάδυση, με την προώθηση της ολοκλήρωσής της στην παγκοσμιοποίηση, χωρίς να παραλείπει να ασκήσει έλεγχο επί αυτής της παγκοσμιοποίησης.

Αυτός είναι ο λόγος που η Κίνα είναι πιθανά ο βασικός δυνητικός αντίπαλος της ιμπεριαλιστικής τριάδας. Υπάρχουν όμως και ενδιάμεσες, ημι-αναδυόμενες χώρες, δηλαδή εκείνες που πολύ θα ήθελαν να γίνουν τέτοιες, αλλά δεν είναι στην πραγματικότητα, σαν την Ινδία ή τη Βραζιλία (ακόμη κι από την εποχή του Λούλα και της Ντίλμα). Χώρες που δεν έχουν κάνει καμία αλλαγή στον τρόπο ενσωμάτωσής τους στο παγκόσμιο σύστημα, παραμένουν χώρες εξαγωγής πρώτων υλών και προϊόντων της καπιταλιστικής γεωργίας.

Είναι «αναδυόμενες» με την έννοια ότι μερικές φορές σημειώνουν επίπεδα ανάπτυξης καθόλου άσχημα, που συνοδεύονται από μια πιο γρήγορη ανάπτυξη της μεσαίας τάξης. Σε αυτές, προοδεύουν οι αγορές, όχι οι κοινωνίες. Έπειτα είναι οι άλλες χώρες του Νότου, πιο εύθραυστες, και ιδιαίτερα οι αφρικανικές, οι αραβικές, οι μουσουλμανικές χώρες, καθώς και ορισμένες χώρες διάσπαρτες στην Λατινική Αμερική και την Ασία. Ο Νότος που υφίσταται διπλή εκμετάλλευση: των φυσικών του πηγών από την ιμπεριαλιστική τριάδα, και τη χρηματοοικονομική που υφαρπάζει τα εθνικά αποθέματα. 

Η περίπτωση της Αργεντινής είναι, από την άποψη αυτή, εμβληματική. Οι απαντήσεις στις χώρες αυτές συχνά είναι μάλλον «προ-μοντέρνες» και όχι «μετα-μοντέρνες» όπως μας τις παρουσιάζουν: υποθετική επιστροφή στο παρελθόν, που προτείνουν οι ισλαμιστές ή οι χριστιανικές αδελφότητες των ευαγγελιστών στην Αφρική και στη Λατινική Αμερική.

Ή επίσης ψευδο-εθνικές απαντήσεις που υπογραμμίζουν την εθνική αυθεντικότητα κάποιων ψευδο-κοινοτήτων. Απαντήσεις χειραγωγήσιμες και συχνά αποτελεσματικά παραποιημένες, παρόλο που έχουν πραγματικές κοινωνικές βάσεις (το Ισλάμ ή οι εθνότητες δεν επινοήθηκαν από τις ΗΠΑ). Ωστόσο, το πρόβλημα είναι σοβαρό, γιατί αυτά τα κινήματα έχουν μεγάλα μέσα (οικονομικά, επικοινωνιακά, πολιτικά, κ.λπ.) που έχουν θέσει στη διάθεσή τους οι κυρίαρχες καπιταλιστικές δυνάμεις και οι εγχώριοι φίλοι τους.



Τι είδους απαντήσεις θα περιμέναμε από τη μεριά των κινημάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς, στις προκλήσεις αυτού του επικίνδυνα ετοιμοθάνατου καπιταλισμού;

Ένας από τους πειρασμούς, που θα απομακρύνω αμέσως, είναι πως απέναντι σε μια κρίση του διεθνοποιημένου καπιταλισμού, η απάντηση που ψάχνουμε πρέπει επίσης να είναι διεθνούς εμβέλειας. Πειρασμός πολύ επικίνδυνος, γιατί τροφοδοτεί στρατηγικές προορισμένες σίγουρα να αποτύχουν: «η παγκόσμια επανάσταση» ή ο μετασχηματισμός του παγκόσμιου συστήματος από τα πάνω, με κοινή απόφαση όλων των κρατών. Ποτέ δεν έγιναν αλλαγές στην ιστορία με αυτόν τον τρόπο.

Ξεκίνησαν πάντα από τα έθνη που αποτελούσαν τον αδύνατο κρίκο στο διεθνές σύστημα. Η διαφορετική πορεία μιας χώρας σε σύγκριση με τις άλλες, από τη μια στην άλλη στιγμή. Η αποδόμηση πραγματοποιείται πριν την ανοικοδόμηση. Αυτό ισχύει για παράδειγμα στην Ευρώπη: πρέπει να καταστρέψουμε το ευρωπαϊκό σύστημα πρώτα, αν θέλουμε μετά να φτιάξουμε ένα άλλο, σε διαφορετική βάση. 

Πρέπει να απαλλαγούμε από την ψευδαίσθηση της δυνατότητας επιτυχημένων «μεταρρυθμίσεων» στο εσωτερικό ενός συστήματος που οικοδομήθηκε με μπετόν αρμέ, με το σκοπό να είναι διαφορετικός από αυτό που είναι στην πραγματικότητα.

Το ίδιο ισχύει και για την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Η αποδόμηση, που στην περίπτωση αυτή ονομάζεται αποδέσμευση, δεν είναι σίγουρα ένα φάρμακο μαγικό και απόλυτο, που συνεπάγεται την αυτάρκεια και τη μετανάστευση έξω από τον πλανήτη γη. Η αποσύνδεση από την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση σημαίνει αντιστροφή των όρων της εξίσωσης. Αντί να μας κάνει να αποδεχτούμε, να προσαρμοστούμε μονόπλευρα στις απαιτήσεις αυτής της παγκοσμιοποίησης, επιχειρεί να εξαναγκάσει την παγκοσμιοποίηση να εναρμονιστεί με τις απαιτήσεις της τοπικής ανάπτυξης.

Όμως προσοχή, με την έννοια αυτή, η αποσύνδεση δεν θα είναι ποτέ απόλυτη. Η επιτυχία θα επιτευχθεί αν υλοποιηθούν μόνο μερικές από τις βασικές διεκδικήσεις μας. Κι αυτό θέτει στο τραπέζι ένα θεμελιώδες ζήτημα: αυτό της κυριαρχίας. Είναι μια θεμελιώδης έννοια την οποία πρέπει να επανοικειοποιηθούμε.


Για ποια κυριαρχία μιλάς; Πιστεύεις στη δυνατότητα οικοδόμησης μιας λαϊκής και προοδευτικής κυριαρχίας, σε αντίθεση με την κυριαρχία που εννοούν οι καπιταλιστικές και εθνικιστικές ελίτ;

Κυριαρχία τίνος πράγματος; Αυτό είναι το ζήτημα. Έχουμε συνηθίσει στην ιστορία να θεωρούμε εθνική κυριαρχία αυτήν που πραγματοποίησαν οι αστικές τάξεις των καπιταλιστικών κρατών, από την πλευρά των ηγεμονικών τάξεων για να νομιμοποιήσουν την εκμετάλλευση, πρώτα-πρώτα των ομοεθνών τους εργαζομένων, αλλά και για να ενισχύσουν τη θέση τους, στον ανταγωνισμό με τους άλλους ιμπεριαλιστικούς εθνικισμούς. Αυτός είναι ο αστικός εθνικισμός .

Οι χώρες της ιμπεριαλιστικής τριάδας μέχρι σήμερα δεν έχουν γνωρίσει έναν διαφορετικό εθνικισμό εκτός από αυτόν που αναφέραμε. Αντίθετα στην περιφέρεια έχουμε γνωρίσει και άλλους εθνικισμούς, που προωθούνται για να εδραιώσουν μια αντιιμπεριαλιστική κυριαρχία, που να λειτουργεί ενάντια στη λογική της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης της συγκυρίας.

Η σύγχυση ανάμεσα σε αυτές τις δύο αντιλήψεις περί «εθνικισμού» είναι πολύ διαδεδομένη στην Ευρώπη. Γιατί; Ακριβώς για προφανείς ιστορικούς λόγους. Οι ιμπεριαλιστικοί εθνικισμοί ήταν στη βάση των δύο παγκόσμιων πολέμων, που προκάλεσαν καταστροφές χωρίς προηγούμενο. Είναι λοιπόν κατανοητό πόση απέχθεια προκαλούν τέτοιου είδους εθνικισμοί.

Μετά τον πόλεμο, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα μας έκανε να πιστέψουμε πως θα μπορούσαμε να ξεπεράσουμε αυτούς τους ανταγωνισμούς, διαθέτοντας μια δημοκρατική και προοδευτική υπερεθνική ευρωπαϊκή εξουσία. Οι λαοί τα πίστεψαν όλα αυτά, πράγμα που εξηγεί πώς η δημοφιλία αυτού του ευρωπαϊκού σχεδίου παραμένει ισχυρή, παρ’ όλες τις στρεβλώσεις του. Όπως στην Ελλάδα, για παράδειγμα, όπου οι εκλογείς έχουν εκφραστεί κατά της λιτότητας, αλλά ταυτόχρονα διατηρούν τις ψευδαισθήσεις τους για τη δυνατότητα μιας άλλης Ευρώπης.

Μιλάμε για μια άλλου είδους κυριαρχία. Μια λαϊκή κυριαρχία, σε αντίθεση με την αστική εθνικιστική κυριαρχία των ηγεμονικών τάξεων. Μια κυριαρχία νοούμενη σαν όχημα απελευθέρωσης, που θα αναχαιτίσει την ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση της εποχής μας. Έναν αντιιμπεριαλιστικό εθνικισμό, λοιπόν, που δεν θα έχει καμία σχέση με τις δημαγωγίες ενός τοπικού εθνικισμού που θέλει να υποτάξει τις προοπτικές της χώρας αναφοράς, στην σύγχρονη παγκοσμιοποίηση, και που θεωρεί τον πιο αδύναμο όμορο λαό σαν εχθρό του.

 
Δεν είναι απλό να φανταστούμε τη λαϊκή κυριαρχία

Πώς οικοδομείται, λοιπόν, ένα σχέδιο λαϊκής κυριαρχίας;

Αυτή τη συζήτηση την έχουμε κάνει πάρα πολλές φορές. Είναι μια δύσκολη και πολύπλοκη συζήτηση, με δεδομένη την ποικιλομορφία των συγκεκριμένων καταστάσεων. Θέλω να πιστεύω με καλά αποτελέσματα, ιδιαίτερα στις συζητήσεις που έχουμε οργανώσει στην Κίνα, τη Ρωσία, τη Λατινική Αμερική (Βενεζουέλα, Βολιβία, Ισημερινό, Βραζιλία). Άλλες συζητήσεις ήταν πιο δύσκολες, ιδιαίτερα όσες έχουν διεξαχθεί σε πιο ευαίσθητες χώρες.

Δεν είναι απλό να φανταστούμε τη λαϊκή κυριαρχία, γιατί αυτή ενέχει αντιφάσεις. Η λαϊκή κυριαρχία στοχεύει στην μεταφορά του μεγαλύτερου μέρους των πραγματικών εξουσιών στις λαϊκές τάξεις. Αυτές οι εξουσίες μπορούν να ισχύσουν πιο εύκολα σε τοπικό επίπεδο, αλλά ταυτόχρονα να δημιουργηθούν ανταγωνισμοί αν αναφερθούμε στο γενικό κρατικό επίπεδο. Γιατί αναφέρομαι στο Κράτος; Επειδή, όσο κι αν δεν μας αρέσει, τα Κράτη θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν ακόμη για πολύ καιρό.

Και το Κράτος παραμένει ο βασικός τόπος αποφάσεων που έχουν ορισμένο κύρος. Αυτό είναι το πλαίσιο της συζήτησης. Στη μια άκρη της συζήτησης, έχουμε τους ελευθεριακούς, που λένε πως το Κράτος είναι ο εχθρός που πρέπει με κάθε κόστος να πολεμήσουμε, και άρα πρέπει να κινηθούμε έξω από τη σφαίρα επιρροής του. Στην άλλη άκρη έχουμε τις λαϊκές εθνικές εμπειρίες, ιδιαίτερα εκείνες του πρώτου κύματος αφύπνισης των χωρών του Νότου, με τους αντιιμπεριαλιστικούς εθνικισμούς του Νάσερ, του Λουμούμπα, του Μοντίμπο κ.λπ.

Οι ηγέτες αυτοί είχαν ρόλο κηδεμόνα προς τους λαούς τους και νόμιζαν πως μια αλλαγή θα μπορούσε να προέλθει μόνο από τα πάνω. Τα δύο αυτά ρεύματα πρέπει να έρθουν σε επαφή και να συνεννοηθούν μεταξύ τους, για να οικοδομήσουν λαϊκές στρατηγικές που να ανοίξουν το δρόμο στην πραγματική πρόοδο.

Τι μπορούμε να μάθουμε από όσους βρίσκονται πιο μπροστά; Όπως π.χ. την Κίνα ή τη Λατινική Αμερική; Ποια είναι τα όρια που κατάφεραν να εκμεταλλευτούν προς όφελός τους αυτές οι εμπειρίες; Ποιες είναι οι κοινωνικές δυνάμεις που είναι ή που θα μπορούσαν να είναι σύμφωνες με τέτοιου είδους στρατηγικές; Με ποια πολιτικά μέσα μπορούμε να ελπίζουμε πως θα τις κινητοποιήσουμε;

Αυτές είναι βασικές σκέψεις πάνω στις οποίες όλοι εμείς, τα κοινωνικά κινήματα, τα κινήματα της ριζοσπαστικής αριστεράς, οι αντιιμπεριαλιστές και αντικαπιταλιστές αγωνιστές, πρέπει να εργαστούμε και στις οποίες πρέπει να απαντήσουμε προκειμένου να οικοδομήσουμε την δική μας, λαϊκή, προοδευτική και διεθνιστική κυριαρχία.