Πού οφείλεται το οικονομικό πλεονέκτημα και ποιος φαίνεται να το κερδίζει



του Νίκου Προγούλη

Το 2003, στη διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ, η τότε υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ Κοντολίζα Ράις δήλωνε ότι το Ιράκ διαθέτει όπλα μαζικής καταστροφής και ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν ψεύδεται όταν υποστηρίζει το αντίθετο. Ο πόλεμος εκείνος είχε ένα άμεσο κόστος, που το υπουργείο Εθνικής Άμυνας των ΗΠΑ αρχικά το εκτίμησε στα 757,8 δισ. δολάρια, αλλά μαζί με διάφορα παράπλευρα κόστη, το νούμερο αυτό άνετα ξεπερνάει τα 1,1 τρισ. δολάρια. Δεδομένου ότι το Ιράκ δεν είχε όπλα μαζικής καταστροφής και αυτό προφανώς το ήξεραν όλοι εκ των προτέρων, ήταν ο πόλεμος εκείνος μια «κακή επένδυση» για τις ΗΠΑ; Προφανώς όχι, καθώς την ίδια εκείνη περίοδο η Κοντολίζα Ράις δήλωνε ότι τα «μακρο-οικονομικά πλεονεκτήματα» των αμερικανικών εταιρειών οφείλονται στην ισχύ του αμερικανικού στρατού.

Όμως, μια στιγμή! Τι είδους «πλεονεκτήματα» είναι αυτά που δεν διδάσκονται σε καμία οικονομική σχολή; Αντίθετα, εκεί λένε ότι η τεχνολογία, οι καινοτομίες, η χρηματοδότηση, το χαμηλό εργατικό κόστος, ο τόπος εγκατάστασης, οι υποδομές, κ.λπ., κ.λπ., αποφασίζουν το ποιος έχει το οικονομικό πλεονέκτημα κι επομένως θα επικρατήσει στην αγορά πετώντας έξω τους ανταγωνιστές του.


Δεν χρειάζεται και μεγάλη εξυπνάδα για να καταλάβει κανείς ότι τα οικονομικά εγχειρίδια και οι συναφείς επιστημονικές ανακοινώσεις στα συνέδρια με την επίκληση στατιστικών στοιχείων και τη χρήση περίπλοκων μοντέλων αναλύουν έναν ντελικάτο, ιδεατό κόσμο, ο οποίος καμία σχέση δεν έχει με τον αναιδή και χοντροκομμένο πραγματικό κόσμο στον οποίο ζούμε.

Ο καθένας, νομίζω, είναι διατεθειμένος να αποδεχθεί ότι ορισμένα προϊόντα δεν πουλιούνται με βάση την ανταγωνιστικότητά τους. Ολοκάθαρα, τα οπλικά συστήματα είναι τέτοια «ιδιαίτερα προϊόντα». Από τα πρόσφατα παραδείγματα, δεν είναι στο χέρι της Τουρκίας ή της Ινδίας να αγοράσουν αντιαεροπορικά συστήματα S400 από τη Ρωσία, υφίστανται αφόρητες πιέσεις για να αγοράσουν τους ακριβότερους και χειρότερους Patriot από τις Η.Π.Α, κι αν αυτό συμβαίνει σε τέτοιες ισχυρές χώρες μπορούμε εύκολα να φανταστούμε το τι γίνεται με τις ασθενέστερες.

Εκείνο όμως που δεν καταλαβαίνει ο καθένας, είναι ότι αυτό που ισχύει για τα όπλα ισχύει για τα πάντα. Το διεθνές εμπόριο συνολικά είναι ένα πεδίο μάχης όπου όλα κρίνονται από τις σφαίρες επιρροής των μεγάλων παικτών: δεν μπορείς να αγοράσεις πετρέλαιο από το Ιράν ή τη Βενεζουέλα, δεν μπορείς να εισάγεις αέριο από τη Ρωσία, μπορείς να αγοράζεις διάφορα πράγματα από την Κίνα αλλά όχι αυτοκίνητα ή τραίνα, αν θέλεις να παράγεις κι εσύ κάτι, θα το κάνεις σαν υπεργολάβος χρησιμοποιώντας συγκεκριμένες τεχνολογίες που δεν θα τις ελέγχεις, θα ακολουθήσεις συγκεκριμένα πρότυπα που ευνοούν συγκεκριμένες εταιρείες-γίγαντες, δεν θα παράγεις ρεύμα όπως μπορείς εσύ επειδή είναι «βρώμικο», θα υποχρεωθείς να εισάγεις προϊόντα που τα παράγεις κι εσύ ο ίδιος και μένουν απούλητα, κ.ο.κ., ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Η γενική ιδέα είναι η εξής: όποιος έχει αδιαμφισβήτητη στρατιωτική υπεροπλία αξιώνει και εισπράττει ένα «ενοίκιο» από τους υπόλοιπους κι αυτό μπορεί να γίνει με χιλιάδες τρόπους.

Είναι όλα αυτά μια πρόσφατη εξέλιξη; Όχι, πάντα έτσι δούλευαν οι «ελεύθερες αγορές». Παραθέτω ένα κομμάτι του Φ. Μπρωντέλ από τη «Δυναμική του Καπιταλισμού»:

«Η αλήθεια είναι ότι τον 16ο αιώνα ο μεσογειακός χώρος λεηλατήθηκε από τον Βορρά. Οι έμποροι του Βορρά δεν έκαναν τις πρώτες περιουσίες τους με τις Εταιρείες των Ανατολικών Ινδιών. Νωρίτερα είχαν καταληστεύσει τη Μεσόγειο με πολλούς τρόπους, βίαιους, ειρηνικούς και δόλιους. Και δεν ήταν αιτία για αυτό η ανωτερότητα της βιομηχανίας τους, αλλά το ότι βρίσκονταν στο νέο κέντρο. Είχαν πάρει αυτοί τη θέση των παλαιών ευνοούμενων.»

Μα, αν είναι έτσι, τότε γιατί βλέπουμε τις δύο τελευταίες δεκαετίες να μετατοπίζεται η παραγωγή και η οικονομική ισχύς από τη Δύση στην Ανατολή; Διότι άλλαξε σημαντικά η παγκόσμια ισορροπία της στρατιωτικής και πολιτικής ισχύος είναι η σύντομη απάντηση. Είναι φανερό ότι η οικονομική και η στρατιωτική ισχύς, κατά κανόνα συμβαδίζουν, ωστόσο είναι γονιμότερο να υποθέσουμε ότι σε ένα ακραία ανταγωνιστικό σύστημα όπως είναι ο καπιταλισμός, η στρατιωτική ισχύς προηγείται.

   

    Βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο. Μια νέα παγκόσμια τάξη θα αργήσει να αποκρυσταλλωθεί και μέχρι να γίνει αυτό, ως βάση των διεθνών ισορροπιών θα παραμένει η στρατιωτική ισχύς των μεγάλων παικτών. Ωστόσο, ακόμη κι έτσι, ανοίγει ο δρόμος για τις μικρότερες χώρες να επιλέξουν, ως ένα βαθμό, τη θέση που θέλουν να έχουν στον κόσμο που έρχεται



Ολίγη ιστορία

Ο κόσμος ήταν πολυ-πολικός μέχρι τον 16ο αιώνα, οπότε η Ευρώπη σταδιακά άρχισε να υπερισχύει στρατιωτικά απέναντι σε άλλες χώρες και πολιτισμούς. Μέχρι τότε το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου ΑΕΠ παραγόταν εκτός Ευρώπης, ενώ η Κίνα, ο αραβικός κόσμος, η Κεντρική Ασία, και η περιοχή που σήμερα λέγεται Ινδία ήταν οι κύριες περιοχές τεχνολογικής εξέλιξης και καινοτομίας. Είναι γνωστό ότι τόσο η πυρίτιδα όσο και τα πυροβόλα όπλα εφευρέθηκαν στην Κίνα, αλλά ήταν οι Ευρωπαίοι αυτοί που κυρίως τα αξιοποίησαν. Οι διαρκείς πόλεμοι στην Ευρώπη οδήγησαν σε βελτίωση της στρατιωτικής τεχνολογίας και οργάνωσης. Έκτοτε, τα οικονομικά μοντέλα άρχισαν να διαφέρουν σημαντικά.

Η στρατιωτική υπεροχή έφερε στην Ευρώπη όχι μόνο κατακτήσεις, αλλά της έδωσε και τη δυνατότητα να επιβάλει ευνοϊκούς γι’ αυτήν όρους εμπορίου, τα δικά της πολιτισμικά στερεότυπα, και μια παγκόσμια πολιτική τάξη στα μέτρα της. Αρχικά, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις χρησιμοποίησαν τη στρατιωτική τους υπεροπλία για να αρπάξουν, μετά για να εκμεταλλευτούν τις αποικίες και να επιβάλουν σε όλους ένα άνισο εμπόριο. Το «ελεύθερο εμπόριο» που επέβαλλε η Μεγάλη Βρετανία συνδυαζόταν με τη βρετανική ναυτική δύναμη που συστηματικά μπλόκαρε το εμπόριο ανταγωνιστικών της χωρών. Τελικά, οι αποικίες και το εμπόριο επέτρεψαν στη Δύση μια αυτοχρηματοδοτούμενη στρατιωτική ενίσχυση μεγάλης κλίμακας. Στο πλαίσιο της δυτικής επέκτασης εμφανίστηκαν οικονομικές αυτοκρατορίες με καταμερισμό εργασίας που περιελάμβανε και τις αποικίες (π.χ. Αμερική) και όπου βρήκε πρόσφορο έδαφος η βιομηχανική μαζική παραγωγή. Οι διαρκείς πόλεμοι στην Ευρώπη απογείωσαν την τεχνολογική ανάπτυξη και τη μαζική παραγωγή ειδικά στη σιδηροβιομηχανία. Οι καινοτομίες στα πλοία και τους σιδηρόδρομους οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην πολεμική τεχνολογία και τον στρατιωτικό ανταγωνισμό της Ευρώπης.

Από την άλλη μεριά, η Κίνα τον 15ο-16ο αιώνα είχε ξεμπερδέψει με τους στρατιωτικούς κινδύνους που για αιώνες αντιμετώπιζε από τους Μογγόλους κι άλλες φυλές που την απειλούσαν από τα βοριοδυτικά. Έκτοτε, σταμάτησε να ενδιαφέρεται για τη στρατιωτική της ισχύ. Οικονομικά, ηγείτο στην Ασία μιας εσωστρεφούς ανάπτυξης επικεντρωμένης στην κρατική συγκρότηση μάλλον παρά στον πόλεμο και το υπερπόντιο εμπόριο. Η δημογραφική έκρηξη, η ευημερία και η οικονομική ανάπτυξη που γνώριζε η Κίνα ήταν πηγή έμπνευσης για τον Λάιμπνιτς, τον Βολταίρο και τον Κεναί που έβρισκαν εκεί ένα παράδειγμα επιτυχημένης «φωτισμένης δεσποτείας» αλλά και μια ευημερούσα οικονομία βασισμένη στη γεωργία. Ο μεγάλος πληθυσμός και ο τεράστιος αριθμός των βιοτεχνιών στην Ιαπωνία και την Κίνα έκαναν περιττή τη βιομηχανική επανάσταση. Όλες οι καινοτομίες ήταν εντάσεως εργασίας. Αντίθετα, η Ευρώπη που με την προσθήκη των αποικιών είδε τον οικονομικό της χώρο να μεγαλώνει απότομα, αντιμετώπισε έλλειψη εργατικού δυναμικού και προχώρησε σε μαζική βιομηχανική παραγωγή σε συνδυασμό με εργασία 16 ωρών, παιδική εργασία, κ.λπ. Με αυτές τις εξελίξεις, η Κίνα στα μάτια των Ευρωπαίων άρχισε να φαίνεται στρατιωτικά αδύναμη και γραφειοκρατική σε σχέση με το εξελισσόμενο βρετανικό μοντέλο.

Τελικά, η Κίνα αναγκάστηκε να πληρώσει το τίμημα της στρατιωτικής της αδυναμίας τον 18ο και 19ο αιώνα, όταν μικροί στόλοι των δυτικών δυνάμεων διέλυσαν με ευκολία τον στρατό της. Το περίεργο είναι ότι η κινεζική οικονομία παρέμενε ανταγωνιστική. Αντίθετα με τις διακηρύξεις των Μαρξ και Ένγκελς, τα «φτηνά βρετανικά προϊόντα» δεν υπήρξαν το βαρύ πυροβολικό της Δύσης που νίκησε την κινεζική βιομηχανία. Τα αγγλικά έτοιμα προϊόντα δεν εκτόπισαν τα εγχώρια, οι δε βρετανικές εταιρείες που εγκατέστησαν την παραγωγή τους στην Κίνα προμηθεύονταν τα πάντα από την τοπική αγορά, δημιουργώντας έτσι μια νέα δυναμική, ενώ εναλλακτικές εγχώριες παραγωγικές μονάδες με φτηνότερες πρώτες ύλες εξαπλώθηκαν. Οι Βρετανοί ουσιαστικά κυριάρχησαν μόνο στους σιδηρόδρομους και τα ορυχεία. Σε κανέναν άλλο τομέα δεν εισχώρησαν οι ξένες εταιρείες στην κινεζική αγορά. Παρόλα αυτά, η Κίνα τελικά πλήρωσε και το οικονομικό τίμημα της ήττας: της επιβλήθηκαν δυσμενείς όροι εμπορίου και υποχρεώθηκε να δεχτεί το εμπόριο του οπίου που παραγόταν στην αποικιοποιημένη Ινδία. Μέσα στον 19ο αιώνα η θέση της συγκριτικά με την προηγμένη Δύση είχε υποβιβαστεί σε βαθμό χωρίς προηγούμενο στην μέχρι τότε ιστορία της.

Μετά τον 2ο Π.Π. και το Bretton Woods, δημιουργήθηκε ένα παγκόσμιο σύστημα βασισμένο στο δολάριο, πράγμα που εκτόξευσε ακόμη περισσότερο τη δύναμη των ΗΠΑ.

Η κατάσταση ουσιαστικά άρχισε να αλλάζει προς στο τέλος της δεκαετίας του 1940, όταν η ΕΣΣΔ και αργότερα η Κίνα απέκτησαν πυρηνικά όπλα. Ένας μεγάλος πόλεμος δεν μπορούσε πλέον να κερδηθεί από κανέναν κι αυτό έβαλε φρένο στη στρατιωτική υπεροπλία της Δύσης. Οι ΗΠΑ δεν μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν πυρηνικά ούτε στο Βιετνάμ ούτε στην Κορέα, γιατί πλέον δεν ήταν οι μόνοι που τα διέθεταν. Πολλές μικρότερες χώρες απέκτησαν τη δυνατότητα ελιγμών στη διεθνή σκακιέρα, τα αντι-αποικιακά κινήματα κυριάρχησαν σε διάφορα μέρη του κόσμου κι εμφανίστηκε μια σειρά από χώρες που ήθελαν να λειτουργήσουν ως αδέσμευτες.

Γενικά μιλώντας, η στρατιωτική ισχύς ήταν πάντα και παραμένει ακόμη μια εξαιρετική επένδυση αποτιμώμενη ακόμη και με αποκλειστικά οικονομικούς όρους, υπό την προϋπόθεση ότι παραμένει σε κάποια όρια και δεν γίνονται υπερ-επενδύσεις. Αυτό έχει καταστρέψει κάποιες χώρες με τελευταία, ίσως, περίπτωση την ΕΣΣΔ. Όμως, η στρατιωτική αδυναμία είναι πάντοτε καταστροφική, παρότι η εξοικονόμηση πόρων από τις στρατιωτικές δαπάνες μοιάζει αρχικά να συμφέρει.

Η απόσυρση της ΕΣΣΔ από τον στρατιωτικό ανταγωνισμό κι η επακόλουθη κατάρρευσή της αναγέννησε τη Δύση η οποία έδειχνε να έχει επιτύχει μια «τελική νίκη».

Στις δεκαετίες του 1990 και 2000 μια τεράστια εισροή πλούτου από τις πρώην ανατολικές χώρες αναζωογόνησε τη Δύση, που εκμεταλλεύτηκε τη συγκυρία για να ελέγξει απόλυτα την οικονομία των χωρών αυτών.

Ταυτόχρονα, η Δύση εκμεταλλεύτηκε και διατυμπάνισε την απουσία ανταγωνισμού τρομοκρατώντας τους πάντες με μια σειρά πολέμους στην Γιουγκοσλαβία, το Ιράκ, το Αφγανιστάν, μέχρι και πρόσφατα στη Λιβύη.

    Γενικά μιλώντας, η στρατιωτική ισχύς ήταν πάντα και παραμένει ακόμη μια εξαιρετική επένδυση αποτιμώμενη ακόμη και με αποκλειστικά οικονομικούς όρους, υπό την προϋπόθεση ότι παραμένει σε κάποια όρια και δεν γίνονται υπερ-επενδύσεις. Όμως, η στρατιωτική αδυναμία είναι πάντοτε καταστροφική, παρότι η εξοικονόμηση πόρων από τις στρατιωτικές δαπάνες μοιάζει αρχικά να συμφέρει.




    Γενικά μιλώντας, η στρατιωτική ισχύς ήταν πάντα και παραμένει ακόμη μια εξαιρετική επένδυση αποτιμώμενη ακόμη και με αποκλειστικά οικονομικούς όρους, υπό την προϋπόθεση ότι παραμένει σε κάποια όρια και δεν γίνονται υπερ-επενδύσεις. Όμως, η στρατιωτική αδυναμία είναι πάντοτε καταστροφική, παρότι η εξοικονόμηση πόρων από τις στρατιωτικές δαπάνες μοιάζει αρχικά να συμφέρει




Επιστροφή στο σήμερα


Αλλά κάπου εκεί, η Ρωσία αντέδρασε. Προφανώς κατάλαβε ότι ούτε λίγο-ούτε πολύ κινδυνεύει η εδαφική της ακεραιότητα, οπότε αποφάσισε να ξαναπροβάλει σαν παγκόσμια δύναμη. Αυτό την οδήγησε το 2007-2008 σε κάποιες σημαντικές στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις. Οι κινήσεις της στην Κριμαία και τη Συρία έδειξαν ότι είναι και πάλι υπολογίσιμος αντίπαλος.

Το αποτέλεσμα ήταν να γίνει παγκόσμια αισθητή μια αλλαγή στις στρατιωτικές ισορροπίες και αρκετές χώρες της περιφέρειας έσπευσαν να επωφεληθούν, βελτιώνοντας τις οικονομικές τους επιλογές και σταματώντας να πληρώνουν στη Δύση το «ενοίκιο» που αυτή αξίωνε για τη στρατιωτική της υπεροπλία. Όλα αυτά έχουν σαν αντίκτυπο την ενίσχυση της οικονομίας της περιφέρειας εις βάρος του κέντρου.

Θα είχε ίσως ενδιαφέρον να δούμε πού παράγεται σήμερα ο παγκόσμιος πλούτος. Αν κάνουμε μια σύγκριση ανάμεσα στο «κέντρο» (ΗΠΑ, Ε.Ε., Ιαπωνία) και την πρώτη στιβάδα της «περιφέρειας» (Κίνα, Ινδία, Ρωσία, Βραζιλία), τα στοιχεία θα εκπλήξουν πολλούς. Στα νούμερα που θα παρατεθούν λαμβάνεται υπ’ όψιν η παραγωγή του πραγματικού πλούτου, δηλαδή του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα (βιομηχανία και κατασκευές), όχι οι υπηρεσίες, που στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος τους αφορούν είτε δραστηριότητες ιδιοποίησης πλούτου που παράγεται κάπου αλλού (εμπορία, ενοίκια), είτε δραστηριότητες που τις χρειάζεται το ίδιο το σύστημα για να λειτουργεί (δημόσιος τομέας, τράπεζες, κ.λπ.). Επίσης, τα νούμερα αυτά αποτιμούν τον όγκο της παραγωγής καθώς αναφέρονται σε ίδιες τιμές (GDP PPP). Τα στοιχεία προέρχονται από το CIA World Factbook και αφορούν το 2017.

Όσον αφορά τον πρωτογενή τομέα: Κέντρο: 0,62 τρισ. δολάρια – Περιφέρεια: 4,36 τρισ. δολάρια. Όσον αφορά τον δευτερογενή τομέα: Κέντρο: 11,55 τρισ. δολάρια – Περιφέρεια: 15,86 τρισ. δολάρια.

Λίγα χρόνια πριν η εικόνα αυτή ήταν τελείως αντίστροφη. Προφανώς, το κέντρο παραμένει πολύ πιο επιδέξιο στην ιδιοποίηση του πλούτου οπουδήποτε κι αν παράγεται στον κόσμο, αλλά αυτό είναι κάτι που θα δυσκολεύει όλο και περισσότερο.

Ποια μπορεί να είναι η αντίδραση;

Οι Η.Π.Α. δεν φαίνονται ικανές να επαναλάβουν απέναντι στη Ρωσία την απειλή ενός «πολέμου των άστρων», όπως έκαναν με την ΕΣΣΔ, ούτε μπορούν να επαναλάβουν με την Κίνα αυτό που έκαναν το ’80 και ’90 με την Ιαπωνία, οπότε, εκμεταλλευόμενες τη στρατιωτική και πολιτική της εξάρτηση, ανατίμησαν το γιέν και την καταδίκασαν σε μια στασιμότητα που κρατάει 30 χρόνια τώρα. Η Κίνα, συγκριτικά με την Ιαπωνία, είναι αρκετά ανεξάρτητη τόσο πολιτικά όσο και στρατιωτικά, επίσης, αν χρειαστεί, μπορεί να βασιστεί στη στρατηγική δύναμη της Ρωσίας, οπότε, ακόμη κι αν οι ΗΠΑ κηρύξουν εναντίον της έναν ολοκληρωτικό εμπορικό πόλεμο (θυσιάζοντας το παλιό «σύστημα ελευθέρου εμπορίου» στο σύνολό του) δεν φαίνεται ότι θα της προκαλέσουν μεγάλη ζημιά, ίσα-ίσα μακροπρόθεσμα θα είναι προς όφελος της Κίνας, της κοινωνικής της συνοχής και της ευημερίας του λαού της το να αναγκαστεί να στραφεί στην εσωτερική της αγορά.

Βεβαίως, η σημερινή Κίνα υποφέρει από τη δυσαναλογία της οικονομικής της δύναμης από τη μία μεριά και της συγκριτικής στρατιωτικής και πολιτικής της ανεπάρκειας από την άλλη.

  •     Ένα πρόσφατο παράδειγμα είναι η αδυναμία της να αντιδράσει στο πραξικόπημα στη Βολιβία. Είναι αρκετά εύλογο να υποθέσουμε ότι η ανατροπή του Έβο Μοράλες σχετίζεται με τη συμφωνία για το λίθιο που υπέγραψε με την Κίνα. Λίγοι ηγέτες στον κόσμο θα είναι στο εξής πρόθυμοι να ρισκάρουν παρόμοιες συμφωνίες μετά τα όσα συνέβησαν στον ίδιο τον Μοράλες, στους υποστηρικτές του και τον λαό της Βολιβίας.

  •     Ένα άλλο είναι ο δισταγμός να επέμβει ακόμη και στο Χονκ Κονγκ, που είναι σημείο της επικράτειάς της. Ενώ η Γαλλία συντρίβει τα Κίτρινα Γιλέκα με τα διεθνή μέσα ουσιαστικά να το αποσιωπούν, η Κίνα φοβάται ότι θα κατηγορηθεί για ένα νέο Τιεν Αν Μεν. Οι ξένες ΜΚΟ που έχουν υποκινήσει τις ταραχές καραδοκούν, και η Κίνα επιδεικνύει τη γνωστή της στωικότητα ενώ οι «φιλελεύθεροι διαδηλωτές» διαλύουν τα πάντα.

Ωστόσο, είτε πρόκειται για αντικειμενική αδυναμία είτε για αναποφασιστικότητα, η Κίνα αυτή την περίοδο θέτει σε κίνδυνο τις φιλίες και τις συμμαχίες της κι αυτό θα της στοιχίσει. Όπως όλα δείχνουν, η Κίνα αμυντικά ρίχνει όλο της το βάρος στον υπ’ αριθμόν 1 κίνδυνο που θεωρεί ότι προέρχεται από την πίεση που ασκούν οι ΗΠΑ στα θαλάσσια σύνορά της κι από εκεί στους εμπορικούς δρόμους της προς τον υπόλοιπο κόσμο.

Προφανώς βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο. Μια νέα παγκόσμια τάξη θα αργήσει να αποκρυσταλλωθεί και μέχρι να γίνει αυτό, ως βάση των διεθνών ισορροπιών θα παραμένει η στρατιωτική ισχύς των μεγάλων παικτών. Ωστόσο, ακόμη κι έτσι, ανοίγει ο δρόμος για τις μικρότερες χώρες να επιλέξουν, ως ένα βαθμό, τη θέση που θέλουν να έχουν στον κόσμο που έρχεται. Προς το παρόν αρκετές χώρες της Αφρικής δείχνουν έτοιμες να αλλάξουν στρατόπεδο. Για πολλούς θα υπάρξει η επιλογή μιας μεγαλύτερης ανεξαρτησίας, η επιλογή να ανακτήσουν σε κάποιον βαθμό την κυριαρχία της χώρας τους. Αυτό δεν πρέπει να κατανοείται σαν ψευτο-πατριωτική υπερηφάνεια αλλά τελείως πρακτικά, σαν απαραίτητος όρος για την επιβίωση της κοινωνίας και του πολιτισμού τους.

Δυστυχώς, η Ελλάδα σε αυτή τη συγκυρία, βρίσκεται στη χειρότερη θέση που έχει βρεθεί μεταπολεμικά. Μια σειρά γεγονότων, από την ιδιαίτερη στοχοποίησή της κατά την παγκόσμια κρίση χρέους που έπληξε πολλές χώρες από το 2008 και μετά, μέχρι την αδυναμία των κυβερνήσεων που διαχειρίστηκαν την κρίση αυτή να αντιτάξουν μια στοιχειώδη έστω αντίσταση, δείχνει να προδιαγράφει ένα μέλλον υποτέλειας, φτώχειας και με αυξανόμενο τον κίνδυνο πολεμικής εμπλοκής, αφότου η Ελλάδα «αναβαθμίζεται» αδιαμαρτύρητα ως η προτιμώμενη χώρα των αμερικανικών βάσεων στην περιοχή.

Όσο για το «σχέδιο» εξόδου από την κρίση και την αναπτυξιακή πορεία μέσω «επιχειρηματικότητας» και «καινοτομίας» που θα φέρουν «συγκριτικά πλεονεκτήματα», το άρθρο αυτό θέλει ακριβώς να τονίσει ότι όλα αυτά είναι για γέλια: άλλη είναι η πηγή του οικονομικού πλεονεκτήματος. Έλεγε και κάποιες αλήθειες η Κοντολίζα Ράις…

Δεν υπάρχουν σχόλια: