Το μοντέλο της
οικονομικής πολιτικής πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε
η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί την πιο πιστή εφαρμογή –ένας μη οικονομολόγος, βλέποντας
τις σημερινές εξελίξεις θα τις θεωρούσε παράλογες – των θεωρητικών συμπερασμάτων του κυρίαρχου οικονομικού παραδείγματος
.Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι τα συμπεράσματα αυτά αρνούνται ότι δημόσιες
δαπάνες και ανάπτυξη συνδέονται άμεσα και ότι ένας πιθανά ενεργός ρόλος της νομισματικής πολιτικής μπορεί να επηρεάσει το επίπεδο ισοκατανομής των εισοδημάτων.
Οικοδομήθηκε, έτσι, ένα θεσμικό καθεστώς που επηρέασε με διάφορους τρόπους πολλές χώρες με προηγμένες ή μη οικονομίες, με βάση: 1) τη διάκριση της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής, 2) δημοσιονομικές πολιτικές στα πλαίσια ενός ευρύτερου σχεδίου περιστολής των δημοσίων δαπανών, 3) μια νομισματική πολιτική με μοναδικό στόχο τη σταθερή αύξηση των τιμών.
Στην Ευρώπη, στη συνέχεια, προστέθηκαν δύο ακόμα στοιχεία που καθιστούν την ήπειρο μια περίπτωση εντελώς ιδιαίτερη: 1) η ενιαία νομισματική πολιτική, και 2) μια δημοσιονομική πολιτική η εφαρμογή της οποίας ανατίθεται στα κράτη μέλη με βάση την αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία.
Τα όρια του μοντέλο αυτού έχουν φανεί - όπως αναφέρει και ένας επιστήμονας ο οποίος ασφαλώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ετερόδοξος [1] –κατά την αντιμετώπιση καταστάσεων όπως η οικονομική κρίση του 2007.
Το μοντέλο βασίστηκε σε δύο αμφιλεγόμενες υποθέσεις οι οποίες σε περιόδους κρίσεων, και μάλιστα οικονομικών, δημιουργούν ένα σχήμα οξύμωρο: α) τη ντετερμινιστική φύση του οικονομικού συστήματος δηλαδή την αυθόρμητη τάση του οικονομικού συστήματος προς συνθήκες εξισσορόπησης της πλήρους απασχόλησης της παραγωγικής ικανότητας και της εργασίας (πλην κάποιου ποσοστού ανεργίας τριβής), και β) την ικανότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών να προβλέπουν τη μελλοντική πορεία της οικονομίας.
Οσον αφορά την πρώτη υπόθεση,για να εξετάσουμε τη λειτουργία του οικονομικού συστήματος και τις διαδικασίες ρύθμισης του δεν χρειάζεται να πάρουμε υπόψη μας αναταράξεις συστημικής φύσης, που να πλήττουν δηλαδή με τον ίδιο τρόπο όλες τις χώρες. Ετσι, με βάση αυτή τη λογική, για να υπάρξει πλήρη απασχόληση δεν έχουμε παρά να εγγυηθούμε την ευελιξία της αγοράς εργασίας, και αντιστρέφοντας αυτό το σκεπτικό, η ανεργία οφείλεται στην ακαμψία της αγοράς εργασίας.
Σύμφωνα με τη δεύτερη υπόθεση - γνωστή και ως υπόθεση αποτελεσματικότητας της αγοράς (efficency market hypothesis) - οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι σε θέση να αποτιμούν ανά πάσα στιγμή τους κινδύνους που εμποδίζουν την υπερβολική συσσώρευση χρέους, τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού, προεξοφλώντας την μελλοντική αξία των οικονομικών δραστηριοτήτων και αποτιμώντας επομένως, την αξία μετοχών και ομολόγων.
Η κρίση, εξ ορισμού αποδεικνύει την αβασιμότητα και των δύο αυτών υποθέσεων και πολύ γλήγορα έκανε αισθητή την παρουσία της σε ολόκληρο τον κόσμο, μέσα από τους ισολογισμούς των τραπεζών και, στη συνέχεια με ένα δεύτερο κύμα, με τη μείωση του δανεισμού και την έλλειψη συνολικά της ζήτησης.
Η κρίση ανάδειξε και την δυσμενέστατη θέση κάποιων χωρών έναντι άλλων οπότε έγινε προφανές ότι το μοντέλο της οικονομικής πολιτικής είχε σχεδιαστεί με τρόπο μη ισορροπημένο. Μη ισορροπημένο για κάποιες χώρες και μη ισορροπημένο ως προς το ρόλο της νομισματικής πολιτικής την οποία η δημοσιονομική υπηρετεί, αντί να την αντιμετωπίζει ξεχωριστά..
Οικοδομήθηκε, έτσι, ένα θεσμικό καθεστώς που επηρέασε με διάφορους τρόπους πολλές χώρες με προηγμένες ή μη οικονομίες, με βάση: 1) τη διάκριση της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής, 2) δημοσιονομικές πολιτικές στα πλαίσια ενός ευρύτερου σχεδίου περιστολής των δημοσίων δαπανών, 3) μια νομισματική πολιτική με μοναδικό στόχο τη σταθερή αύξηση των τιμών.
Στην Ευρώπη, στη συνέχεια, προστέθηκαν δύο ακόμα στοιχεία που καθιστούν την ήπειρο μια περίπτωση εντελώς ιδιαίτερη: 1) η ενιαία νομισματική πολιτική, και 2) μια δημοσιονομική πολιτική η εφαρμογή της οποίας ανατίθεται στα κράτη μέλη με βάση την αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία.
Τα όρια του μοντέλο αυτού έχουν φανεί - όπως αναφέρει και ένας επιστήμονας ο οποίος ασφαλώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ετερόδοξος [1] –κατά την αντιμετώπιση καταστάσεων όπως η οικονομική κρίση του 2007.
Το μοντέλο βασίστηκε σε δύο αμφιλεγόμενες υποθέσεις οι οποίες σε περιόδους κρίσεων, και μάλιστα οικονομικών, δημιουργούν ένα σχήμα οξύμωρο: α) τη ντετερμινιστική φύση του οικονομικού συστήματος δηλαδή την αυθόρμητη τάση του οικονομικού συστήματος προς συνθήκες εξισσορόπησης της πλήρους απασχόλησης της παραγωγικής ικανότητας και της εργασίας (πλην κάποιου ποσοστού ανεργίας τριβής), και β) την ικανότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών να προβλέπουν τη μελλοντική πορεία της οικονομίας.
Οσον αφορά την πρώτη υπόθεση,για να εξετάσουμε τη λειτουργία του οικονομικού συστήματος και τις διαδικασίες ρύθμισης του δεν χρειάζεται να πάρουμε υπόψη μας αναταράξεις συστημικής φύσης, που να πλήττουν δηλαδή με τον ίδιο τρόπο όλες τις χώρες. Ετσι, με βάση αυτή τη λογική, για να υπάρξει πλήρη απασχόληση δεν έχουμε παρά να εγγυηθούμε την ευελιξία της αγοράς εργασίας, και αντιστρέφοντας αυτό το σκεπτικό, η ανεργία οφείλεται στην ακαμψία της αγοράς εργασίας.
Σύμφωνα με τη δεύτερη υπόθεση - γνωστή και ως υπόθεση αποτελεσματικότητας της αγοράς (efficency market hypothesis) - οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι σε θέση να αποτιμούν ανά πάσα στιγμή τους κινδύνους που εμποδίζουν την υπερβολική συσσώρευση χρέους, τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού, προεξοφλώντας την μελλοντική αξία των οικονομικών δραστηριοτήτων και αποτιμώντας επομένως, την αξία μετοχών και ομολόγων.
Η κρίση, εξ ορισμού αποδεικνύει την αβασιμότητα και των δύο αυτών υποθέσεων και πολύ γλήγορα έκανε αισθητή την παρουσία της σε ολόκληρο τον κόσμο, μέσα από τους ισολογισμούς των τραπεζών και, στη συνέχεια με ένα δεύτερο κύμα, με τη μείωση του δανεισμού και την έλλειψη συνολικά της ζήτησης.
Η κρίση ανάδειξε και την δυσμενέστατη θέση κάποιων χωρών έναντι άλλων οπότε έγινε προφανές ότι το μοντέλο της οικονομικής πολιτικής είχε σχεδιαστεί με τρόπο μη ισορροπημένο. Μη ισορροπημένο για κάποιες χώρες και μη ισορροπημένο ως προς το ρόλο της νομισματικής πολιτικής την οποία η δημοσιονομική υπηρετεί, αντί να την αντιμετωπίζει ξεχωριστά..