Το μοντέλο της
οικονομικής πολιτικής πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε
η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί την πιο πιστή εφαρμογή –ένας μη οικονομολόγος, βλέποντας
τις σημερινές εξελίξεις θα τις θεωρούσε παράλογες – των θεωρητικών συμπερασμάτων του κυρίαρχου οικονομικού παραδείγματος
.Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι τα συμπεράσματα αυτά αρνούνται ότι δημόσιες
δαπάνες και ανάπτυξη συνδέονται άμεσα και ότι ένας πιθανά ενεργός ρόλος της νομισματικής πολιτικής μπορεί να επηρεάσει το επίπεδο ισοκατανομής των εισοδημάτων.
Οικοδομήθηκε, έτσι, ένα θεσμικό καθεστώς που επηρέασε με διάφορους τρόπους πολλές χώρες με προηγμένες ή μη οικονομίες, με βάση: 1) τη διάκριση της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής, 2) δημοσιονομικές πολιτικές στα πλαίσια ενός ευρύτερου σχεδίου περιστολής των δημοσίων δαπανών, 3) μια νομισματική πολιτική με μοναδικό στόχο τη σταθερή αύξηση των τιμών.
Στην Ευρώπη, στη συνέχεια, προστέθηκαν δύο ακόμα στοιχεία που καθιστούν την ήπειρο μια περίπτωση εντελώς ιδιαίτερη: 1) η ενιαία νομισματική πολιτική, και 2) μια δημοσιονομική πολιτική η εφαρμογή της οποίας ανατίθεται στα κράτη μέλη με βάση την αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία.
Τα όρια του μοντέλο αυτού έχουν φανεί - όπως αναφέρει και ένας επιστήμονας ο οποίος ασφαλώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ετερόδοξος [1] –κατά την αντιμετώπιση καταστάσεων όπως η οικονομική κρίση του 2007.
Το μοντέλο βασίστηκε σε δύο αμφιλεγόμενες υποθέσεις οι οποίες σε περιόδους κρίσεων, και μάλιστα οικονομικών, δημιουργούν ένα σχήμα οξύμωρο: α) τη ντετερμινιστική φύση του οικονομικού συστήματος δηλαδή την αυθόρμητη τάση του οικονομικού συστήματος προς συνθήκες εξισσορόπησης της πλήρους απασχόλησης της παραγωγικής ικανότητας και της εργασίας (πλην κάποιου ποσοστού ανεργίας τριβής), και β) την ικανότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών να προβλέπουν τη μελλοντική πορεία της οικονομίας.
Οσον αφορά την πρώτη υπόθεση,για να εξετάσουμε τη λειτουργία του οικονομικού συστήματος και τις διαδικασίες ρύθμισης του δεν χρειάζεται να πάρουμε υπόψη μας αναταράξεις συστημικής φύσης, που να πλήττουν δηλαδή με τον ίδιο τρόπο όλες τις χώρες. Ετσι, με βάση αυτή τη λογική, για να υπάρξει πλήρη απασχόληση δεν έχουμε παρά να εγγυηθούμε την ευελιξία της αγοράς εργασίας, και αντιστρέφοντας αυτό το σκεπτικό, η ανεργία οφείλεται στην ακαμψία της αγοράς εργασίας.
Σύμφωνα με τη δεύτερη υπόθεση - γνωστή και ως υπόθεση αποτελεσματικότητας της αγοράς (efficency market hypothesis) - οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι σε θέση να αποτιμούν ανά πάσα στιγμή τους κινδύνους που εμποδίζουν την υπερβολική συσσώρευση χρέους, τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού, προεξοφλώντας την μελλοντική αξία των οικονομικών δραστηριοτήτων και αποτιμώντας επομένως, την αξία μετοχών και ομολόγων.
Η κρίση, εξ ορισμού αποδεικνύει την αβασιμότητα και των δύο αυτών υποθέσεων και πολύ γλήγορα έκανε αισθητή την παρουσία της σε ολόκληρο τον κόσμο, μέσα από τους ισολογισμούς των τραπεζών και, στη συνέχεια με ένα δεύτερο κύμα, με τη μείωση του δανεισμού και την έλλειψη συνολικά της ζήτησης.
Η κρίση ανάδειξε και την δυσμενέστατη θέση κάποιων χωρών έναντι άλλων οπότε έγινε προφανές ότι το μοντέλο της οικονομικής πολιτικής είχε σχεδιαστεί με τρόπο μη ισορροπημένο. Μη ισορροπημένο για κάποιες χώρες και μη ισορροπημένο ως προς το ρόλο της νομισματικής πολιτικής την οποία η δημοσιονομική υπηρετεί, αντί να την αντιμετωπίζει ξεχωριστά..
Οι λεγόμενες χώρες των PIIGS ή GIPSI ανάλογα με το πως θέλει να τις δει κανείς, είτε ως «ζώα» είτε «φυλετικά» - δεν έχουν τα εργαλεία κάλυψης των διαφορών ανταγωνιστικότητας, των ελλειμμάτων τρεχουσών συναλλαγών και του κόστους δανεισμού, παρά μόνο αυτά που πλήττουν την εγχώρια ζήτηση μέσω της περικοπής μισθών και μείωση του ρόλου του δημόσιου τομέα στις οικονομικές δραστηριότητες. Τα εργαλεία όμως αυτά, σε περιόδους κρίσεων, μπορεί να οδηγήσουν σε ακόμα χειρότερες καταστάσεις από τους λόγους που θέλουν να υπηρετήσουν.
Το μέγεθος,επομένως, των ελλειμμάτων και η αύξηση των spreads είναι πιο πολύ ένα σύμπτωμα των αδυναμιών και όχι η ίδια η αιτία (αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο λόγος χρέους / ΑΕΠ της Ισπανίας είναι μικρότερος από αυτόν της Γερμανίας, αλλά παρ’ όλα αυτά η Ισπανία θεωρείται μια περιφερειακή χώρα) .Μπαίνει λοιπόν, σε λειτουργία ένας αυτοτροφοδοτούμενος μηχανισμός, αφού όσο περισσότερο μειώνεται το ΑΕΠ, τόσο περισσότερο αυξάνεται το έλλειμμα και το χρέος και τόσο περισσότερο οι χώρες των PIIGS αναγκάζονται να εφαρμόσουν προγράμματα δημοσιονομικής πειθαρχίας και “προοδευτικών“ μεταρρυθμίσεων [2] στην αγορά εργασίας προκειμένου να ανταποκριθούν στα αιτήματα της Ε.Ε.
Οικοδομήθηκε, έτσι, ένα θεσμικό καθεστώς που επηρέασε με διάφορους τρόπους πολλές χώρες με προηγμένες ή μη οικονομίες, με βάση: 1) τη διάκριση της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής, 2) δημοσιονομικές πολιτικές στα πλαίσια ενός ευρύτερου σχεδίου περιστολής των δημοσίων δαπανών, 3) μια νομισματική πολιτική με μοναδικό στόχο τη σταθερή αύξηση των τιμών.
Στην Ευρώπη, στη συνέχεια, προστέθηκαν δύο ακόμα στοιχεία που καθιστούν την ήπειρο μια περίπτωση εντελώς ιδιαίτερη: 1) η ενιαία νομισματική πολιτική, και 2) μια δημοσιονομική πολιτική η εφαρμογή της οποίας ανατίθεται στα κράτη μέλη με βάση την αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία.
Τα όρια του μοντέλο αυτού έχουν φανεί - όπως αναφέρει και ένας επιστήμονας ο οποίος ασφαλώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ετερόδοξος [1] –κατά την αντιμετώπιση καταστάσεων όπως η οικονομική κρίση του 2007.
Το μοντέλο βασίστηκε σε δύο αμφιλεγόμενες υποθέσεις οι οποίες σε περιόδους κρίσεων, και μάλιστα οικονομικών, δημιουργούν ένα σχήμα οξύμωρο: α) τη ντετερμινιστική φύση του οικονομικού συστήματος δηλαδή την αυθόρμητη τάση του οικονομικού συστήματος προς συνθήκες εξισσορόπησης της πλήρους απασχόλησης της παραγωγικής ικανότητας και της εργασίας (πλην κάποιου ποσοστού ανεργίας τριβής), και β) την ικανότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών να προβλέπουν τη μελλοντική πορεία της οικονομίας.
Οσον αφορά την πρώτη υπόθεση,για να εξετάσουμε τη λειτουργία του οικονομικού συστήματος και τις διαδικασίες ρύθμισης του δεν χρειάζεται να πάρουμε υπόψη μας αναταράξεις συστημικής φύσης, που να πλήττουν δηλαδή με τον ίδιο τρόπο όλες τις χώρες. Ετσι, με βάση αυτή τη λογική, για να υπάρξει πλήρη απασχόληση δεν έχουμε παρά να εγγυηθούμε την ευελιξία της αγοράς εργασίας, και αντιστρέφοντας αυτό το σκεπτικό, η ανεργία οφείλεται στην ακαμψία της αγοράς εργασίας.
Σύμφωνα με τη δεύτερη υπόθεση - γνωστή και ως υπόθεση αποτελεσματικότητας της αγοράς (efficency market hypothesis) - οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι σε θέση να αποτιμούν ανά πάσα στιγμή τους κινδύνους που εμποδίζουν την υπερβολική συσσώρευση χρέους, τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού, προεξοφλώντας την μελλοντική αξία των οικονομικών δραστηριοτήτων και αποτιμώντας επομένως, την αξία μετοχών και ομολόγων.
Η κρίση, εξ ορισμού αποδεικνύει την αβασιμότητα και των δύο αυτών υποθέσεων και πολύ γλήγορα έκανε αισθητή την παρουσία της σε ολόκληρο τον κόσμο, μέσα από τους ισολογισμούς των τραπεζών και, στη συνέχεια με ένα δεύτερο κύμα, με τη μείωση του δανεισμού και την έλλειψη συνολικά της ζήτησης.
Η κρίση ανάδειξε και την δυσμενέστατη θέση κάποιων χωρών έναντι άλλων οπότε έγινε προφανές ότι το μοντέλο της οικονομικής πολιτικής είχε σχεδιαστεί με τρόπο μη ισορροπημένο. Μη ισορροπημένο για κάποιες χώρες και μη ισορροπημένο ως προς το ρόλο της νομισματικής πολιτικής την οποία η δημοσιονομική υπηρετεί, αντί να την αντιμετωπίζει ξεχωριστά..
Οι λεγόμενες χώρες των PIIGS ή GIPSI ανάλογα με το πως θέλει να τις δει κανείς, είτε ως «ζώα» είτε «φυλετικά» - δεν έχουν τα εργαλεία κάλυψης των διαφορών ανταγωνιστικότητας, των ελλειμμάτων τρεχουσών συναλλαγών και του κόστους δανεισμού, παρά μόνο αυτά που πλήττουν την εγχώρια ζήτηση μέσω της περικοπής μισθών και μείωση του ρόλου του δημόσιου τομέα στις οικονομικές δραστηριότητες. Τα εργαλεία όμως αυτά, σε περιόδους κρίσεων, μπορεί να οδηγήσουν σε ακόμα χειρότερες καταστάσεις από τους λόγους που θέλουν να υπηρετήσουν.
Το μέγεθος,επομένως, των ελλειμμάτων και η αύξηση των spreads είναι πιο πολύ ένα σύμπτωμα των αδυναμιών και όχι η ίδια η αιτία (αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο λόγος χρέους / ΑΕΠ της Ισπανίας είναι μικρότερος από αυτόν της Γερμανίας, αλλά παρ’ όλα αυτά η Ισπανία θεωρείται μια περιφερειακή χώρα) .Μπαίνει λοιπόν, σε λειτουργία ένας αυτοτροφοδοτούμενος μηχανισμός, αφού όσο περισσότερο μειώνεται το ΑΕΠ, τόσο περισσότερο αυξάνεται το έλλειμμα και το χρέος και τόσο περισσότερο οι χώρες των PIIGS αναγκάζονται να εφαρμόσουν προγράμματα δημοσιονομικής πειθαρχίας και “προοδευτικών“ μεταρρυθμίσεων [2] στην αγορά εργασίας προκειμένου να ανταποκριθούν στα αιτήματα της Ε.Ε.
Οι
χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες λόγω του ότι δεν υπάρχει μια νομισματική
πολιτική που θα μπορούσε να τις βοηθήσει - αφού με τις συνεχείς ενέσεις ρευστότητας στον τραπεζικό τομέα ούτε το χρήμα έγινε φθηνότερο αλλά ούτε και σταθεροποίησαν τα επιτόκια των τίτλων του δημόσιου χρέους – ανεξάρτητα
με το προπατορικό αμάρτημα τους, φορτώνουν τους κατοίκους τους με δυσβάστακτα βάρη, κάτι
που κατά πάσα πιθανότητα θα αποδειχθεί μάταιο.
Αν όμως έχουν φανεί τα όρια αυτού του μοντέλου οικονομικής πολιτικής και αυτή η πορεία δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ ακόμα, μέχρι σήμερα δεν έχει επιτευχθεί καμία συμφωνία για το μέλλον της ηπείρου.
Σε πολλούς ωριμάζει η ιδέα ότι η εμμονή σ’ αυτή την κατεύθυνση τελικά θα οδηγήσει σε αποτυχία το σχέδιο της νομισματικής ένωσης , και ότι, αντί να υποστούν τις συνέπειες ενός τόσο υψηλού κοινωνικού κόστους θα ήταν προτιμότερο να δοθεί αυτονομία κινήσεων στις εθνικές οικονομικές πολιτικές. Αυτό θα είχε το πλεονέκτημα ότι τη δυνατότητα λήψης των αποφάσεων κάθε μεμονωμένης χώρας θα την αναλάμβανε και πάλι ένας δημοκρατικός μηχανισμός . Η θέση αυτή φαίνεται να κερδίζει έδαφος και μεταξύ όλων αυτών που βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση και πιστεύουν ότι πλήττονται από τις αδυναμίες των χωρών της περιφέρειας.
Σε ένα άλλο μέτωπο συντάσσονται όσοι πιστεύουν ότι ο άλλος δρόμος για την οικοδόμηση της νέας Ευρώπης είναι η πολιτική ένωση της. Η πραγματική ανωμαλία της Νομισματικής Ένωσης είναι η αναντιστοιχία της με ένα ενιαίο κράτος, από το οποίο προκύπτει η αδυναμία να αντιμετωπιστούν οι κρίσεις σαν κοινά προβλήματα.
Αν θέλουμε να αποφασίσουμε ποιος δρόμος είναι ο καλλίτερος, αυτό δεν είναι δυνατό να γίνει αν δεν τεθεί ξανά ένα νέο "τρίλημμα" [3] οικονομικής πολιτικής,όπως το διατύπωσε με απόλυτη σαφήνεια ο Rodrick (2011): παγκοσμιοποίηση, δημοκρατία και αυτονομία διαχείρισης της οικονομικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο δεν μπορούν να συμβαδίσουν. Αν οι αγορές παγκοσμιοποιούνται τότε η δημοκρατία μπορεί να ασκηθεί σε ένα επίπεδο ευρύτερο από το εθνικό, οπότε η διαχείριση της οικονομικής πολιτικής δεν θα πρέπει να γίνεται αυτόνομα. Δημοκρατία και αυτονομία οικονομικής πολιτικής δεν συμβιβάζονται με την παγκοσμιοποίηση.
Αν όμως έχουν φανεί τα όρια αυτού του μοντέλου οικονομικής πολιτικής και αυτή η πορεία δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ ακόμα, μέχρι σήμερα δεν έχει επιτευχθεί καμία συμφωνία για το μέλλον της ηπείρου.
Σε πολλούς ωριμάζει η ιδέα ότι η εμμονή σ’ αυτή την κατεύθυνση τελικά θα οδηγήσει σε αποτυχία το σχέδιο της νομισματικής ένωσης , και ότι, αντί να υποστούν τις συνέπειες ενός τόσο υψηλού κοινωνικού κόστους θα ήταν προτιμότερο να δοθεί αυτονομία κινήσεων στις εθνικές οικονομικές πολιτικές. Αυτό θα είχε το πλεονέκτημα ότι τη δυνατότητα λήψης των αποφάσεων κάθε μεμονωμένης χώρας θα την αναλάμβανε και πάλι ένας δημοκρατικός μηχανισμός . Η θέση αυτή φαίνεται να κερδίζει έδαφος και μεταξύ όλων αυτών που βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση και πιστεύουν ότι πλήττονται από τις αδυναμίες των χωρών της περιφέρειας.
Σε ένα άλλο μέτωπο συντάσσονται όσοι πιστεύουν ότι ο άλλος δρόμος για την οικοδόμηση της νέας Ευρώπης είναι η πολιτική ένωση της. Η πραγματική ανωμαλία της Νομισματικής Ένωσης είναι η αναντιστοιχία της με ένα ενιαίο κράτος, από το οποίο προκύπτει η αδυναμία να αντιμετωπιστούν οι κρίσεις σαν κοινά προβλήματα.
Αν θέλουμε να αποφασίσουμε ποιος δρόμος είναι ο καλλίτερος, αυτό δεν είναι δυνατό να γίνει αν δεν τεθεί ξανά ένα νέο "τρίλημμα" [3] οικονομικής πολιτικής,όπως το διατύπωσε με απόλυτη σαφήνεια ο Rodrick (2011): παγκοσμιοποίηση, δημοκρατία και αυτονομία διαχείρισης της οικονομικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο δεν μπορούν να συμβαδίσουν. Αν οι αγορές παγκοσμιοποιούνται τότε η δημοκρατία μπορεί να ασκηθεί σε ένα επίπεδο ευρύτερο από το εθνικό, οπότε η διαχείριση της οικονομικής πολιτικής δεν θα πρέπει να γίνεται αυτόνομα. Δημοκρατία και αυτονομία οικονομικής πολιτικής δεν συμβιβάζονται με την παγκοσμιοποίηση.
Αν
αποδεχτούμε την παγκοσμιοποίηση και αν θέλουμε η οικονομική πολιτική να ασκείται
αυτόνομα, τότε θα πρέπει να
αποποιηθούμε τη δημοκρατία. Με άλλα λόγια, η παγκοσμιοποίηση μειώνει τη διαπραγματευτική ισχύ των εθνικών
δημοκρατιών και οδηγεί προοδευτικά την οικονομία σε φτωχοποίηση. Το φαινόμενο αυτό, μπορεί
να πάρει και αντίθετο προσανατολισμό, προς
αυταρχικές κατευθύνσεις. Επομένως, θα πρέπει να υπάρξει μια αντιστροφή τάσης της
τρέχουσας οικονομικής και πολιτικής στρατηγικής, προς ένα επίπεδο πολύ ευρύτερο από το εθνικό δηλαδή θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν οι κανόνες της παγκοσμιοποιημένης αγοράς. Ένα προβληματικό,
όμως, ευρωπαϊκό σχέδιο, που θα οξύνει την κρίση, αντί να την αντιμετωπίζει, μπορεί
να αναγκάσει ορισμένες χώρες να αναζητήσουν
λύσεις σε εθνικό επίπεδο, σε μια
προσπάθεια να διασώσουν την οικονομία τους αλλά και τη δημοκρατία τους από την
κρίση.
Βιβλιογραφία
Arestis,P.(2009) Η νέα συναίνεση στην μακροοικονομία: μια κριτική αποτίμηση: G. Fontana & Μ. Setterfield (επιμ.) Μακροοικονομική Θεωρία και Μακροοικονομική Παιδαγωγική (Houndmills: Palgrave Macmillan).
Bini Smaghi Λ. (2011), Κανόνες και θεσμοί οικονομικής πολιτικής σε περιόδους κρίσης, Φόρουμ Νομικών Οικονομικών Υποθέσεων για ΗΠΑ-ΕΕ, Ρώμη, 15 Σεπτεμβρίου.
De Grauwe,P. (2011), Η ΕΚΤ ως πιστωτής έσχατης ανάγκης.
De Grauwe,P. (2011) "Η διακυβέρνηση μιας εύθραυστης Ευρωζώνης," CEPS Έγγραφο εργασίας, αρ. 346, Μάιος.
De Grauwe, P. (2011), Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών της Ευρωζώνης: να ρίχνεις νερό σε βαρέλι δίχως πάτο, Οκτώβριος Σχόλια CEPS.
Π. Κρούγκμαν (2010), Χρέος, απομόχλευση και παγίδα ρευστότητας
Obstfeld, Μ. (1995), «Διεθνής κινητικότητα του κεφαλαίου στη δεκαετία του 1990, στο PB Kenen, εκδ., Κατανοώντας την αλληλεξάρτηση: Τα μακροοικονομικά της ανοικτής οικονομίας. Princeton, NJ: Princeton University Press.
Rodrick, D. (2011) Το παράδοξο της παγκοσμιοποίησης: Η δημοκρατία και το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας, WW Norton, Νέα Υόρκη και Λονδίνο.
De Grauwe ,P. (2011), Ο φονταμενταλισμός του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, CEPS σχόλια Σεπτέμβριος.
[1] Bini Smaghi (2011). Ο συγγραφέας με το επιχείρημα αυτό επιχειρεί να δικαιολογήσει την ανάγκη παρέμβασης της νομισματικής πολιτικής σε περιόδους μεγάλων κρίσεων με εργαλεία όχι και τόσο συνηθισμένα .
[2] Παραδόξως, όσοι είναι αντίθετοι με την επιστροφή στο παρελθόν λόγω της υποστήριξης τους σε ορισμένες "μεταρρυθμίσεις" θεωρούνται "συντηρητικοί" ... με μία διαστρέβλωση του νοήματος των λέξεων που φαίνεται πια πως την έχουμε συνηθίσει.
[3] Το παλιό τρίλημμα της οικονομικής πολιτικής ή ασυμβίβαστη τριάδα (Obstfeld 1995) αναφέρει ότι για την επίτευξη εσωτερικής ισορροπίας είναι πράγματα ασυμβίβαστα, η σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία ,η τέλεια κινητικότητα των κεφαλαίων και η χρήση της νομισματικής πολιτικής.
Βιβλιογραφία
Arestis,P.(2009) Η νέα συναίνεση στην μακροοικονομία: μια κριτική αποτίμηση: G. Fontana & Μ. Setterfield (επιμ.) Μακροοικονομική Θεωρία και Μακροοικονομική Παιδαγωγική (Houndmills: Palgrave Macmillan).
Bini Smaghi Λ. (2011), Κανόνες και θεσμοί οικονομικής πολιτικής σε περιόδους κρίσης, Φόρουμ Νομικών Οικονομικών Υποθέσεων για ΗΠΑ-ΕΕ, Ρώμη, 15 Σεπτεμβρίου.
De Grauwe,P. (2011), Η ΕΚΤ ως πιστωτής έσχατης ανάγκης.
De Grauwe,P. (2011) "Η διακυβέρνηση μιας εύθραυστης Ευρωζώνης," CEPS Έγγραφο εργασίας, αρ. 346, Μάιος.
De Grauwe, P. (2011), Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών της Ευρωζώνης: να ρίχνεις νερό σε βαρέλι δίχως πάτο, Οκτώβριος Σχόλια CEPS.
Π. Κρούγκμαν (2010), Χρέος, απομόχλευση και παγίδα ρευστότητας
Obstfeld, Μ. (1995), «Διεθνής κινητικότητα του κεφαλαίου στη δεκαετία του 1990, στο PB Kenen, εκδ., Κατανοώντας την αλληλεξάρτηση: Τα μακροοικονομικά της ανοικτής οικονομίας. Princeton, NJ: Princeton University Press.
Rodrick, D. (2011) Το παράδοξο της παγκοσμιοποίησης: Η δημοκρατία και το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας, WW Norton, Νέα Υόρκη και Λονδίνο.
De Grauwe ,P. (2011), Ο φονταμενταλισμός του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, CEPS σχόλια Σεπτέμβριος.
[1] Bini Smaghi (2011). Ο συγγραφέας με το επιχείρημα αυτό επιχειρεί να δικαιολογήσει την ανάγκη παρέμβασης της νομισματικής πολιτικής σε περιόδους μεγάλων κρίσεων με εργαλεία όχι και τόσο συνηθισμένα .
[2] Παραδόξως, όσοι είναι αντίθετοι με την επιστροφή στο παρελθόν λόγω της υποστήριξης τους σε ορισμένες "μεταρρυθμίσεις" θεωρούνται "συντηρητικοί" ... με μία διαστρέβλωση του νοήματος των λέξεων που φαίνεται πια πως την έχουμε συνηθίσει.
[3] Το παλιό τρίλημμα της οικονομικής πολιτικής ή ασυμβίβαστη τριάδα (Obstfeld 1995) αναφέρει ότι για την επίτευξη εσωτερικής ισορροπίας είναι πράγματα ασυμβίβαστα, η σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία ,η τέλεια κινητικότητα των κεφαλαίων και η χρήση της νομισματικής πολιτικής.
--------------------------------------------------------------------------------
Βρυξέλλες,24/5/2012- Ατυπη Σύνοδος Κορυφής. Μία ακόμη αποτυχία
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες "επιθυμούν την παραμονή της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ" (πλήρης ανακοίνωση), στην πραγματικότητα όμως η Σύνοδος Κορυφής έγινε μέσα σε εντάσεις, καβγάδες, χωρίς καμία κοινή στρατηγική, αλλά κυρίως χωρίς καμία άποψη για αλλαγή πλεύσης της Ε.Ε. Ο Ολάντ προβάλει το θέμα του ευρωομολόγου, αλλά συναντά την ανένδοτη αντίθεση της Μέρκελ. Γαλλία και Γερμανία, στους αντίποδες. Καμία πρωτοβουλία για την Ισπανία που βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Η Μαδρίτη «πείραξε» τα βιβλία της, όπως και η Ελλάδα.
[--->]