Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Το Brexit φέρνει τις ευρωπαϊκές ηγεσίες και τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών
αντιμέτωπες με το απίστευτο νομοθετικό πάτσγουoρκ Συνθηκών και Κανονισμών
που συνθέτουν την Ε.Ε.
Πριν από ένα χρόνο, λίγο μετά το συντριπτικό 62% στο
ελληνικό δημοψήφισμα, ο πρόεδρος της Κομισιόν (νυν προσηλωμένος «φίλος» της
Ελλάδας) Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, δήλωνε ότι η Επιτροπή είχε ετοιμάσει πολυσέλιδη
μελέτη για τον οδικό χάρτη «αποπομπής» της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και την
Ε.Ε. Το περιεχόμενο αυτής της «μελέτης» δεν το μάθαμε ποτέ.
Ούτε η ελληνική κυβέρνηση μπήκε στον κόπο να τη ζητήσει, παρότι ήταν γνωστό ότι οι Συνθήκες για την Ε.Ε. και για τη Λειτουργία της Ε.Ε. δεν περιελάμβαναν καμιά πρόβλεψη για αποπομπή χώρας είτε από την Ευρωζώνη είτε από την Ε.Ε., παρά μόνο ρήτρα για μονομερή και εθελοντική αποχώρηση κράτους μέλους από την Ε.Ε. (βάσει του άρθρου 50 της Συνθήκης) ή ρήτρα αναστολής δικαιωμάτων χώρας μέλους σε περίπτωση παραβίασης δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών (άρθρο 7).
Ένα χρόνο μετά, η ίδια ευρωπαϊκή ηγεσία και
γραφειοκρατία, που προέβη στην εκβιαστική μπλόφα νομιμοφάνειας εις βάρος της
ετυμηγορίας του ελληνικού λαού, έχει πέσει θύμα της τότε «επιτυχίας» της, καθώς
αυτή τη φορά πρέπει να εφαρμόσει μια πραγματική διαδικασία αποχώρησης, με βάση
το αδιαμφισβήτητο αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος.
Παρότι αυτή τη φορά η διαδικασία υπάγεται στη σχετικά σαφή ρήτρα μονομερούς αποχώρησης του άρθρου 50 της Συνθήκης της Ε.Ε., αποκαλύπτεται ότι οι λεπτομέρειες της βρετανικής αποδέσμευσης είναι χαμένες σε έναν απίστευτο νομικό κυκεώνα, καρπό της κοπτοραπτικής Φρανκενστάιν με την οποία κατασκευάστηκε η Ε.Ε., ιδιαίτερα με βάση τη Συνθήκη της Λισσαβόνας.
Απροσδιόριστος
χρόνος διαπραγμάτευσης
- Οι ηγεσίες της Κομισιόν, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και
του Ευρωκοινοβουλίου απαιτούν «άμεση ενεργοποίηση της διαδικασίας αποχώρησης»
και επιτάχυνση των διαπραγματεύσεων, εκφράζοντας την αντίθεσή τους στην
«καθυστέρηση» μέχρι τον Οκτώβριο που προδιέγραψε ο Κάμερον δια της παραίτησής
του. Όμως, το άρθρο 50 της Συνθήκης της Ε.Ε. δεν προβλέπει καμιά διαδικασία
«επίσπευσης». Αφήνει στη διακριτική ευχέρεια του κράτους μέλους τον χρόνο
γνωστοποίησης της επιθυμίας αποχώρησης.
- Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ κράτους μέλους και
Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τον οδικό χάρτη της αποδέσμευσης πρέπει να έχουν
ολοκληρωθεί εντός διετίας από την γνωστοποίηση του αιτήματος αποχώρησης. Μετά
τη διετία η ιδιότητα του κράτους μέλους αναστέλλεται αυτόματα. Όμως, βάσει του
άρθρου 50 της Συνθήκης, Συμβούλιο και κράτος μέλος προς αποχώρηση μπορούν να
παρατείνουν για απροσδιόριστο διάστημα αυτή τη διαπραγμάτευση.
Ο
ρόλος της Κομισιόν
- Είναι ασαφές ποιος θα κάνει τη διαπραγμάτευση. Η
Κομισιόν έσπευσε να διεκδικήσει δι’ εαυτήν τον ρόλο του διαπραγματευτή, το ίδιο
ζητάει και το ψήφισμα του ευρωκοινοβουλίου που εγκρίνεται σήμερα (28/2) με την
υποστήριξη Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, Σοσιαλιστών, Φιλελεύθερων και Πρασίνων.
Όμως, ο Τουσκ αγνόησε επιδεικτικά τις σχετικές υποδείξεις ανακοινώνοντας τη
συγκρότηση «Task Force Exit» με επικεφαλής Βέλγο διπλωμάτη.
Οι Συνθήκες της
Ε.Ε. και για τη Λειτουργία της Ε.Ε., δεν προβλέπουν ρητά κάποιο ρόλο για την
Κομισιόν, παρά μόνον για διαπραγματεύσεις με χώρα εκτός Ε.Ε. και διεθνείς
οργανισμούς, ενώ δίνουν στο Συμβούλιο την εξουσία να ορίσει ακόμη κι γι’ αυτά
άλλο όργανο ως διαπραγματευτή, πέραν της Κομισιόν (άρθρο 218 ΣΛΕΕ).
- Η γερμανική και άλλες ηγεσίες που θέλουν να δώσουν έναν
τιμωρητικό προς τον βρετανικό λαό τόνο στις διαδικασίες αποδέσμευσης, θυμίζουν
ότι «έξω σημαίνει έξω, και μέσα σημαίνει μέσα», και τονίζουν ότι οποιαδήποτε
μελλοντική σχέση Βρετανίας –Ε.Ε. θα διαμορφωθεί αφού ολοκληρωθεί η
διαπραγμάτευση για την αποδέσμευση. Πλην όμως οι κυρίαρχες ερμηνείες των
σχετικών άρθρων των Συνθηκών λένε ότι οι διαπραγματεύσεις πρέπει να
περιλαμβάνουν και το πλαίσιο της μελλοντικής σχέσης του κράτους με την Ε.Ε. (πχ
συμμετοχή της Βρετανίας στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο).
Το Ευρωκοινοβούλιο και τα κράτη μέλη
- Η συμφωνία για την αποχώρηση προϋποθέτει και συναίνεση
του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Και ενώ το άρθρο 50 παρ. 4 της Συνθήκης της Ε.Ε.
προβλέπει ρητά ότι οι σχετικές αποφάσεις στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο λαμβάνονται σε
ψηφοφορίες χωρίς τη συμμετοχή του αποχωρούντος κράτους μέλους, δεν έχει καμιά
πρόβλεψη για μη συμμετοχή των ευρωβουλευτών του κράτους μέλους στις ψηφοφορίες
στο Ε.Κ.
Όπερ σημαίνει ότι οι 73 Βρετανοί ευρωβουλευτές θα συμμετάσχουν
κανονικότατα στις σχετικές ψηφοφορίες – ανάμεσά τους και οι 27 δεδηλωμένοι
αντιευρωπαϊστές που είναι ενταγμένοι στις ομάδες του Φάρατζ και της Λεπέν. Τι
θα γίνει αν στο Ε.Κ. δεν συγκεντρωθεί πλειοψηφία έγκρισης της συμφωνίας
αποχώρησης;
- Ενώ η συμφωνία προσχώρησης κράτους μέλους στην Ε.Ε.
απαιτεί επικύρωση από κάθε κράτος μέλος, δεν ισχύει το ίδιο για μια συμφωνία
αποχώρησης. Η επικύρωση από τα 27 κράτη μέλη, όμως, απαιτείται για τις αλλαγές
στη Συνθήκη της Ε.Ε. οι οποίες προκύπτουν λόγω της αποχώρησης.
Οι ελάχιστες
αλλαγές στη Συνθήκη αφορούν τα άρθρα για τον χώρο και τις χώρες εφαρμογής της και
για τα δεκάδες πρωτόκολλα «εξαίρεσης» της Βρετανίας από σειρά κοινών ευρωπαϊκών
πολιτικών (βάσει των άρθρων 48 και 52 της Συνθήκης της Ε.Ε.).
Και με δεδομένο
ότι ο γαλλογερμανικός άξονας φιλοδοξεί να προχωρήσει επί τη ευκαιρία σε
ευρύτερες αλλαγές στη Συνθήκη για μια «πιο ευέλικτη Ε.Ε.), η διαδικασία
επικυρώσεων μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά περιπετειώδης, ιδιαίτερα σε χώρες
που προβλέπουν δημοψηφίσματα.
Το
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο
- Επειδή η συμφωνία αποχώρησης δεν θεωρείται πρωτογενές
ευρωπαϊκό δίκαιο, αλλά διεθνής συνθήκη, υπόκειται στον ακυρωτικό έλεγχο του
Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Σε περίπτωση προσφυγής οιουδήποτε εναντίον της
συμφωνίας αποχώρησης το ΔΕΚ υποχρεούται να εξετάσει τη συμβατότητά της με την
νομοθεσία της Ε.Ε., ιδιαίτερα στον βαθμό που επηρεάζει εκατομμύρια συμβόλαια,
εμπορικές και ιδιωτικές συμφωνίες βασισμένες σ’ αυτήν.
Συν τοις άλλοις, και τα
εθνικά δικαστήρια έχουν τη δυνατότητα να απευθύνουν προδικαστικά ερωτήματα στο
ΔΕΚ πριν αποφανθούν για υποθέσεις πολιτών που επηρεάζονται από τη συμφωνία
αποχώρησης. Απ’ αυτόν τον ενδεχόμενο κυκεώνα προσφυγών ενδέχεται να προκύψουν
πρόσθετα προσκόμματα.
Και μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι το «κίνημα»
αυτονόμησης του Λονδίνου, διεθνούς χρηματοπιστωτικού «βασιλείου», είναι από τα
πρώτα που θα προσφύγουν στο Ευρωδικαστήριο.
Σκωτία,
Β. Ιρλανδία και το προηγούμενο της Γροιλανδίας
- Τέλος, με δεδομένη την πρωτοφανή κατάσταση που
διαμορφώνεται με τη Σκωτία και τη Βόρεια Ιρλανδία που, εν ονόματι της
τοποθέτησής τους υπέρ της παραμονής στην Ε.Ε. φλερτάρουν με την ιδέα της
απόσπασής τους από το Ηνωμένο Βασίλειο, έχει τεθεί και το ερώτημα της «μερικής
αποχώρησης» κράτους μέλους. Το θέμα προέκυψε και το 1982, όταν η Γροιλανδία με
δημοψήφισμα ζήτησε την αποχώρησή της.
Αλλά, επειδή δεν είναι κυρίαρχο κράτος
μέλος, αλλά τμήμα της Δανίας, δόθηκε η εμβαλωματική λύση της «συνδεδεμένης
υπερπόντιας περιοχής» (άρθρο 204 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ε.Ε. και
πρωτόκολλο 34 των Συνθηκών) που δίνει στη Γροιλανδία δυνατότητα συμμετοχής μόνο
στην «κοινή αγορά αλιείας».
Αυτό το προηγούμενο δεν αποκλείεται να αξιοποιηθεί
από τις ενδιαφερόμενες Σκωτία και Β. Ιρλανδία, προκαλώντας ωστόσο πρωτοφανή
«εισβολή» της ευρωπαϊκής κυριαρχίας στην εθνική κυριαρχία αποχωρούντος κράτους
μέλους.
Το συμπέρασμα είναι ότι οι ευρωκράτες, ακριβώς όπως ο δρ
Φρανκενστάιν της Μαίρης Σέλλευ, έρχονται για πρώτη φορά σε τέτοια ένταση
αντιμέτωποι με την τερατώδη κατασκευή τους και το νομικό συνονθύλευμα με το
οποίο τη σύρραψαν.