Ο Χιλιανός
συγγραφέας Λουίς Σεπούλβεδα επιλέγει να μιλήσει για την πορεία και τον αγώνα
των ισπανών ανθρακωρύχων αφήνοντας κατά μέρος το μυθιστόρημα που έγραφε. "Οι
λέξεις με προτρέπουν να παρατήσω το μυθιστόρημα που γράφω και να μιλήσω, να
αφηγηθώ, τις μεγάλες μικρές λεπτομέρειες της αντίστασης των ανθρακωρύχων".
Μερικές φορές οι λέξεις χάνουν το νόημα τους, και αν ποτέ είχαν το έχασαν στην πορεία εγώ όμως εξακολουθώ να πιστεύω στη δύναμη τους ώστε να βάλω σε μία σειρά τα πράγματα,τα γεγονότα και,όταν μπουν σε μία τάξη,να εκτιμήσω αν έτσι είναι καλά ή θα πρέπει να αλλάξουν.
Τα χρόνια περνούν, και γερνάνε μαζί μου. Κάθε μέρα που περνάει πείθομαι όλο
και περισσότερο ότι διαβάζω βιβλία που δεν
ενδιαφέρουν κανέναν και ότι οι άλλοι διαβάζουν βιβλία που δεν ενδιαφέρουν εμένα.
Κάθε μέρα που περνάει λέω ΟΧΙ σε νέες προσκλήσεις για συναντήσεις με συγγραφείς, επειδή με κουράζουν, με ενοχλούν τα λογοτεχνικά σόου απ'όπου παρελαύνουν οι χειρότερες ματαιοδοξίες και οι πιο καλοδιατηρημένες μετριότητες. Κάθε μέρα που περνάει απολαμβάνω όλο και περισσότερο τη ζωή, το δρόμο, τα κοινωνικά γεγονότα, επειδή νομίζω ότι εκεί οι λέξεις εξακολουθούν να επιτελούν ακόμα
μια αναγκαία λειτουργία.
Μερικές φορές αισθάνομαι ότι
ζω σε παράλληλους κόσμους, και ότι θα πρέπει να επιλέξω σε ποιον απ’ όλους θα
κινηθώ.
Έτσι, για παράδειγμα, σήμερα, 25 Ιουνίου 2012, καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, πήρα
μια πρόσκληση για ένα συνέδριο. Ένας λατινοαμερικανός συγγραφέας περαστικός από
την Ισπανία θα μιλήσει για τις ομοιότητες που έχουν τα βιβλία του- είναι συγγραφέας απαίσιων
μυθιστορημάτων - με το μνημειώδες έργο του Μαρσέλ Προυστ. Ξέρω ότι η διάλεξη δεν
θα έχει κανένα ενδιαφέρον και πριν απαντήσω "όχι ευχαριστώ", νάσου
μία άλλη πρόσκληση: να συνοδεύσω τους ανθρακωρύχους της Αστούριας, που απεργούν εδώ και ένα μήνα
για να μην κλείσουν τα τελευταία ορυχεία επειδή αυτό θα σημαίνει το θάνατο για πόλεις,
χωριά, επαρχίες που ζούνε από τη βιομηχανία εξόρυξης. Οι ανθρακωρύχοι ξεκίνησαν πορεία προς τη Μαδρίτη.
Έτσι, αναρωτιέμαι αν θα ήμουν σε θέση να παρακολουθήσω τη διάλεξη του λατινοαμερικανού
συγγραφέα που είναι περαστικός από την Ισπανία, να ακούσω και να παρακολουθήσω το
πνευματικό στριπτίζ ,το εγωπαθή συγκριτικό σόου "Ο Προυστ και εγώ"
και να γράψω κάτι γι 'αυτό. Όχι, δεν θα μπορούσα, γιατί η αξία που δίνω στις
λέξεις με έχει μάθει ότι αυτές έχουν μια βαθιά αίσθηση της ντροπής και ότι υποφέρουν, αν κάποιος
τις κακομεταχειριστεί. Αντίθετα, ξέρω ότι είμαι αρκετά ικανός ώστε να κοιτάξω έξω από το
παράθυρο, προς το νότο - όλα είναι πάντα στο Νότο! - Και να δω ότι κάτω από το
αιώνιο ψιλόβροχο που καλύπτει τις κοιλάδες των Αστούριας, και λούζει τα πάντα
με ένα λεπτό μανδύα υγρασίας σαν νυφικό πέπλο, αρκετές εκατοντάδες άνδρες και
γυναίκες συγκεντρώνονται στην άκρη του δρόμου.
Όχι, με προτρέπουν οι λέξεις, μη
λες δρόμο, πες καλύτερα μονοπάτι. Και είναι αλήθεια, αυτοί οι άντρες και αυτές οι
γυναίκες συγκεντρώνονται στην άκρη ενός χωματόδρομου που ξεδιπλώνεται ανάμεσα στα λιβάδια και ενώνει τα διάφορα χωριά της περιοχής των ορυχείων.
Οι λέξεις μου υπαγορεύουν αυτό που βλέπω και μου δείχνουν ότι ο ήλιος διαλύει
την ομίχλη, ότι το ψιλόβροχο, orbayu στα αστουριανά, δίνει τη θέση του σε ένα
έντονο φως που κάνει πιο έντονο το πράσινο των λιβαδιών, τα μικρά άσπρα σπίτια
με τις κόκκινες κεραμιδοσκεπές, τα βουνά που κρύβουν τον άνθρακα, από τον οποίο
ζουν οι άνδρες και οι γυναίκες των μεταλλείων.
Τα λόγια μου λένε να τις βάλω στη σωστή θέση, για να φανούν οι κόκκινες σημαίες
των συνδικάτων στην κεφαλή της πορείας και οι λέξεις μου λένε πάντα ότι πρέπει
να παρατήσω το μυθιστόρημα που γράφω και να μιλήσω, να αφηγηθώ, τις μεγάλες
μικρές λεπτομέρειες της αντίστασης των ανθρακωρύχων.
Ξέρω ότι είμαι καλός στη δουλειά μου. Κάποιος θα πει ότι δεν ξέρω τι θα πει σεμνότητα,
και είναι αλήθεια, δεν ξέρω, γιατί πάντα πίστευα ότι η μετριοφροσύνη είναι μια αρετή που πρέπει
να ασκείται από εκείνους που έχουν πραγματικά λόγο να είναι μέτριοι, για
παράδειγμα,το συγγραφέα κάκιστων μυθιστορημάτων που δεν διστάζει να κάνει διάλεξη με θέμα
"Ο Προυστ και εγώ."
Μπορώ να φανταστώ και να πλάσω κόσμους φανταστικούς. Αλλά οι λέξεις που έχουν αποφασίσει
να συνταχθούν με όσους αντιστέκονται μου ζητάνε να μιλήσω για την καθημερινή οδύσσεια ενός ανθρώπου που ξυπνάει
στις έξι το πρωί.
Ο άνθρωπος παίρνει
πρωινό, καφέ και γάλα από τη αγελάδα του γείτονα, λίγες φέτες ψωμί, που κόβει η
γυναίκα του από τη φραντζόλα με την κόρα να βγάζει έναν ήχο, τον πιο κοντινό στην
αγάπη. Φυλάει τη γυναίκα, το γιό και την κόρη και ξεκινάει. Μετά από λίγα λεπτά
φτάνει σε ένα υπόστεγο, τραβάει μια αλυσίδα και κατεβάζει τη βαριά στολή του ανθρακωρύχου,
τις αρβύλες με την ενισχυμένη μύτη, τα προστατευτικά γάντια, το κράνος με τη λάμπα. Αλλάζει, η αλυσίδα αυτή τη
φορά ανεβαίνει με τα κανονικά ρούχα, και οι λέξεις και ο άνθρωπος και εγώ
ξέρουμε ότι η αλυσίδα αυτή πολλές φορές δεν κατεβαίνει πια, οι στοές έχουν καταπιεί
μια για πάντα τον ανθρακωρύχο.
Είναι πιθανό στα μυθιστορήματα
του λατινοαμερικάνου συγγραφέα, που είναι περαστικός από την Ισπανία και αυτά του Μαρσέλ Προυστ, να
υπάρχει κάποια αναλογία. Εμάς όμως τι μας νοιάζει,μου λένε οι λέξεις και συνεχίζουν
να μου υπαγορεύουν τα βήματα εκείνου του
ανθρώπου προς ένα κλουβί, το ασανσέρ που, μαζί με άλλους ανθρακωρύχους, τον
κατεβάζει στα έγκατα της γης, στο σκοτάδι που κάθε μέτρο καθόδου γίνεται όλο
και πιο πυκνό και πιο κολλώδες. Οι ανθρακωρύχοι ανάβουν τις λάμπες στα κράνη,
και έτσι οι λέξεις και εγώ βλέπουμε ότι έφτασαν στην κεντρική στοά.
Εκεί, ανεβαίνουν
σε ένα τρενάκι που θα τους μεταφέρει σε άλλες στοές. Κατεβαίνουν από το τρενάκι,
στην αρχή προχωράνε όρθιοι, και λίγο λίγο καθώς το τούνελ γίνεται όλο και πιο χαμηλό,
και πιο στενό, προχωράνε σκυφτά ,το σκοτάδι και η υγρασία κάνουν τον αέρα πιο
βαρύ, και έτσι φτάνουν στη φλέβα (στμ.το μέτωπο) του άνθρακα που δίνει ζωή στο μικρό χωριό, δύο χιλιόμετρα από πάνω τους.
Οι λέξεις διαλέγουν πως θα ονοματίσουν αυτό
που καλύπτει τα αυτιά τους όταν οι μιναδόροι τραυματίζουν το βράχο με μαχαίρια από
τον καλύτερο ατσάλι. Τα πρόσωπα των μιναδόρων συσπώνται από την προσπάθεια, το
βουνό αντέχει, και αυτοί, το ίδιο, και ακόμα πιο ανθεκτικές είναι οι λέξεις,
επειδή θέλουν να δώσουν τα ονόματα, θέλουν να διηγηθώ το βάθος της τρύπας που
άνοιξαν οι μιναδόροι, και πώς οι πυροτεχνουργοί τοποθετούν τα εκρηκτικά και δίνουν
σήμα για κάλυψη.
Αφηγούμαι τη δουλειά, αφηγούμαι την
ανθρώπινη προσπάθεια. Σας ευχαριστώ, λέξεις.
Οι ανθρακωρύχοι βρήκαν καταφύγιο σε μια γωνιά. Η έκρηξη συγκλόνισε το ορυχείο,
το βουνό βογγάει, αισθάνεται πληγωμένο, ταπεινωμένο, και στη βαθιά φωνή του βράχου υπάρχει η επιθυμία για
εκδίκηση, αλλά οι μιναδόροι σκεπασμένοι από μια σκόνη μαύρη ρίχνουν μια ματιά
στα δοκάρια υποστήριξη της στοάς και αρχίζουν να απομακρύνουν τα συντρίμμια
μέχρι να φανεί η μαύρη φλέβα άνθρακα στο
πιο μαύρο σκοτάδι.
Αυτοί οι άνδρες που τώρα τους βλέπω σε πορεία, στην επιφάνεια της γης, να
διασχίζουν κοιλάδες για να ενωθούν με άλλους ανθρακωρύχους, και μερικές ημέρες
αργότερα με άλλους, μέχρι να γίνουν εκατοντάδες, βάζοντας σε τάξη τις λέξεις
στο στόμα τους, λένε ότι ο αγώνας τους είναι για το ψωμί, για την εργασία, για
τη ζωή.
Οι ανθρακωρύχοι είναι καλοδεχούμενοι από τους ανθρώπους στις περιοχές που
διασχίζουν. "Κουράγιο, σύντροφοι!" τους χαιρετάνε και τους προσφέρουν
νερό, ψωμί και κανένα μήλο της εξέγερσης και της αντίστασης από κάποιο περιβόλι
της Αστούριας. Οι ανθρακωρύχοι ξεκουράζονται και οι λέξεις και εγώ καθόμαστε δίπλα
τους, γιατί η κούραση τους είναι και δική μας, ο μόχθος τους είναι και δικός
μας, το θάρρος τους είναι και δικό μας και η θέληση τους για αντίσταση, το
οξυγόνο μας.
Βάζω σε σειρά τις
λέξεις που με κάνουν να απευθύνομαι στον
κόσμο και επειδή είμαι πιστός στους δικούς μου, σε αυτούς που με τις
προσπάθειές τους για αντίσταση κάνουν τη ζωή πιο υποφερτή, γράφω, αφηγούμαι,αντιστέκομαι.
[--->]