Από
τις αρχές της δεκαετίας του '70 η ανεργία αυξάνεται. Οι καπιταλιστές
και οι κυβερνήσεις εκμεταλλεύονται την κατάσταση για να επιτύχουν
μειώσεις μισθών, πολιτική, συνδικαλιστική και εργασιακή πειθάρχηση των
εργαζομένων και απορύθμιση της αγοράς εργασίας. |
Δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οικονομολόγοι, όπως π.χ. τα μέλη της "Memorandum Groppe"
στη Γερμανία και οι «Ευρωπαίοι Οικονομολόγοι για την Πλήρη Απασχόληση»,
οι οποίοι συνιστούν στις κυβερνήσεις την άσκηση μιας κεϋνσιανής
οικονομικής πολιτικής για την καταπολέμηση της ανεργίας και την επίτευξη
πλήρους απασχόλησης.
Σε
τι συνίσταται μια τέτοια πολιτική; Απλά ειπωμένο, συνίσταται κυρίως σε
αυξήσεις των δαπανών του Δημοσίου του ύψους και της διάρκειας που είναι
αναγκαία για την απάλειψη της ανεργίας.
Για
τις ανάγκες της πραγμάτευσης του ζητήματος, αν είναι δυνατή μια τέτοια
οικονομική πολιτική, θα διακρίνουμε τέσσερα είδη δαπανών του Δημοσίου:
α) Καταναλωτικές και επενδυτικές δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες, β)
δαπάνες για προσωπικό, γ) μεταβιβαστικές πληρωμές και δ) πληρωμές τόκων1.
Οι
αυξήσεις καθενός από τα τέσσερα παραπάνω είδη των δημοσίων δαπανών
είναι δύο κατηγοριών: εφάπαξ αυξήσεις δαπανών και διαρκείς αυξήσεις
δαπανών. Εφάπαξ αύξηση δαπανών είναι κάθε αύξηση δαπανών η οποία γίνεται
για μια και μόνη περίοδο.
Αυτό σημαίνει ότι το Δημόσιο αυξάνει τις δαπάνες του σε μια περίοδο
κατά ένα ορισμένο ποσό και την αμέσως επόμενη περίοδο τις μειώνει κατά
το ίδιο ποσό. Διαρκής είναι κάθε αύξηση δαπανών η οποία δε γίνεται,
όπως μια εφάπαξ αύξηση, για μια και μόνη περίοδο, αλλά γίνεται για μια
περίοδο και για όλες τις επόμενες περιόδους.
Αυτό σημαίνει ότι το Δημόσιο αυξάνει τις δαπάνες του σε μια περίοδο
κατά ένα ορισμένο ποσό, αλλά δεν τις μειώνει την αμέσως επόμενη περίοδο
κατά το ίδιο ποσό, παρά τις κρατά σ' αυτό το αυξημένο ύψος τους και σε
όλες τις επόμενες περιόδους.
Κάθε αύξηση των δαπανών του Δημοσίου, για αγαθά και υπηρεσίες που παράγει φυσικά
ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας, σημαίνει ισόποση αύξηση της ζήτησης
γι' αυτά τα αγαθά και αυτές τις υπηρεσίες και, συνεπώς, ισόποση αύξηση
της παραγωγής των ιδίων αυτών αγαθών και υπηρεσιών κι έτσι και του
εθνικού προϊόντος στην περίοδο που έγινε αυτή η αύξηση των δημοσίων δαπανών.
Αυτή η αύξηση της
παραγωγής των αγαθών και υπηρεσιών που παράγει ο ιδιωτικός τομέα; της
οικονομίας δεν προϋποθέτει βέβαια κατ' ανάγκην και μια αύξηση της
απασχόλησης και μια μείωση της ανεργίας. Διότι είναι δυνατόν οι
καπιταλιστές που θα παράξουν αυτά τα αγαθά και αυτές τις υπηρεσίες να
διαθέτουν υπο-απασχολούμενο εργατικό δυναμικό ή, αν δε διαθέτουν
υπο-απασχολούμενο εργατικό δυναμικό, να προσφύγουν σε υπερωρίες ή και σε
υπερεργασία (= εργασία σε ημέρες αργίας) του ήδη υπάρχοντος πλήρως
απασχολούμενου εργατικού δυναμικού τους.
Χάριν απλούστευσης
όμως του πράγματος, εμείς θα δεχθούμε εδώ και στα ακόλουθα ότι για να
πραγματοποιήσουν οι καπιταλιστές την εν λόγω αύξηση της παραγωγής τους
είναι αναγκασμένοι να προσλάβουν επιπρόσθετους εργαζομένους. Υπ' αυτήν
λοιπόν την παραδοχή, κάθε αύξηση των δαπανών του Δημοσίου για αγαθά και
υπηρεσίες αυξάνει την απασχόληση και ενδεχομένως μειώνει την ανεργία.
Μια αύξηση της
απασχόλησης δε μειώνει βέβαια κατ' ανάγκην την ανεργία. Και πάλι όμως
χάριν απλούστευσης του πράγματος θα δεχθούμε εδώ ότι κάθε αύξηση της
απασχόλησης μειώνει την ανεργία. Θα δεχθούμε δηλ. ότι, συνεπεία της
αύξησης των εν λόγω δαπανών του Δημοσίου, η απασχόληση αυξάνεται
ποσοστιαία περισσότερο από το εργατικό δυναμικό ή, απλούστερα, ότι το
εργατικό δυναμικό παραμένει αμετάβλητο, οπότε και κάθε αύξηση της
απασχόλησης είναι ταυτόσημη με μια ισόποση μείωση της ανεργίας.