Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Dante Barontini. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Dante Barontini. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Συστημικό σοκ




Δημοκρατία εναντίον δικτατορίας των αγορών. Δεν πρόκειται για ιδεολογική διαφορά, αλλά για τα προβλήματα της καθημερινότητας στο σημερινό κόσμο.

Μέσα σ'ενα χρόνο, δύο ευρωπαϊκές χώρες, στους δύο αντίθετους πόλους της καπιταλιστικής ιεραρχίας – η Ελλάδα και η Βρετανία – βρίσκονται τώρα στην ίδια ακριβώς «καταραμένη θέση». Φυσικά, μια ισχυρή και πλούσια χώρα αντιστέκεται καλύτερα από μια φτωχή και αδύναμη, αλλά η πίεση από τις «αγορές» ασκείται και στις δύο με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, επειδή «οι αγορές» είναι μια απρόσωπη οντότητα, ένας τρόπος παραγωγής και διαβίωσης, ιδιαίτερα αυτοματοποιημένος, ή - στην περίπτωση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος - σχεδόν απόλυτα πληροφορικοποιημένος. Κάθε απόφαση που ίσως  καταστρέψει τη ζωή ενός ολόκληρου πληθυσμού,  βρίσκεται λοιπόν εν μέρει - και νομίζω ότι αυτό είναι και το πιο σημαντικό - σε χέρια που δεν είχαν ποτέ την αίσθηση της αφής, επειδή δεν είναι ανθρώπινα.

Εννοείται ότι υπάρχουν οι κυβερνήσεις, υπάρχει η Ευρωπαϊκή Ένωση (ένα Κράτος υπό διαμόρφωση, όχι ένας «χώρος» για παιχνίδι), οι τεχνογραφειοκράτες των Βρυξελλών, που παίρνουν τις αποφάσεις σύμφωνα με τους προβλεπόμενους από τις Συνθήκες κανόνες. Στα χέρια τους, η  «κλιμάκωση» της βίας των τιμωρητικών αποφάσεων σύμφωνα με την πανάρχαια λογική του συσχετισμού των δυνάμεων. Αδίστακτοι και δολοφονικοί με την Ελλάδα, συγκρατημένοι και συνετοί με τη Βρετανία.

«Οι αγορές», όμως, όχι, μπορεί να μην υπολογίζουν κανέναν, αλλά ακόμη και αυτές πρέπει να λογαριαστούν με τη δύναμη, την οικονομική και χρηματοοικονομική. Και η αγορά του Λονδίνου, το Σίτι, είναι το μέρος όπου γίνονται οι μισές συναλλαγές του παγκόσμιου εμπορίου. Αυτό δεν έχει σχέση με την πολιτική (ημι-αυθαίρετη άσκηση βίας ή διαμεσολάβηση), αλλά με μαθηματικό υπολογισμό. Το αποτελέσμα,βέβαια, είναι σχεδόν το ίδιο.

Για  καλύτερη κατανόηση της λειτουργίας των «αγορών», σας παραπέμπουμε, στην διαφωτιστική ανάλυση του πάντα σαφή
Morya Longo, της εφημερίδας Il Sole24 ώρες (η εφημερίδα της Confindustria, η Ομοσπονδία Ιταλικών Βιομηχανιών η οποία είναι υποχρεωμένη να παρέχει εξαιρετικά αξιόπιστες πληροφορίες στα μέλη της, και όχι καθαρή προπαγάνδα όπως η εφημερίδα La Republica).

Όμως, αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι να εμβαθύνουμε τις συνέπειες του Brexit σε πολιτικό και γεωστρατηγικό επίπεδο. Ότι αυτή η ψήφος - αν δεν ανατραπεί από ένα πραγματικά πολύ αυταρχικό πραξικόπημα - σηματοδοτεί την πρώτη πραγματική ρήξη στη διαδικασία οικοδόμησης του «υπερ-Κράτους»  που ονομάζεται Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι κοινός τόπος. Το τι θα συμβεί τώρα, ωστόσο, είναι ένα στοίχημα που θα πρέπει να επαληθευτεί, επειδή κανείς δεν το είχε πάρει σοβαρά υπόψη, ακόμη και όσοι από τα δεξιά έκαναν καμπάνια υπέρ του Brexit .

Ολοι έδειξαν να αντιλαμβάνονται ότι η ΕΕ δεν μπορεί να προχωρήσει μπροστά μόνο με πολιτικές λιτότητας που στραγγαλίζουν την κατώτερη μεσαία τάξη, επειδή η «αντίδραση των λαών» - σε μια οικονομική κρίση και η ελευθερία του εκλέγειν - οδηγεί αναγκαστικά στην εμφάνιση δυνάμεων που πρέπει με κάποιο τρόπο να αντιστοιχούν στην εκτεταμένη δυσφορία, ακόμη και όταν - όπως στην περίπτωση της εθνικιστικής, φασιστικής ή παραφασιστικής δεξιάς  - η αντιστοιχία αυτή είναι καθαρά εργαλειακού τύπου.

Αλλά η ΕΕ οικοδομήθηκε, συνθήκη τη Συνθήκη, για να είναι ακριβώς αυτό εδώ. Και εξοργίζουν - μη γελάτε - οι  διάφοροι Πρόντι και Ντ 'Αλέμα όταν τώρα υποστηρίζουν , «πρέπει να αλλάξουμε την  Ευρώπη», ή τουλάχιστον να αλλάξει αμέσως η οικονομική πολιτική της αναβάλλοντας για καλύτερες μέρες μια 

« μεταρρύθμιση »των Συνθηκών.Σε αυτή την ΕΕ δεν υπάρχει η δυνατότητα για «μεταρρυθμίσεις»,  παρά μόνο από τα πάνω  μετά από απόφαση αυτών που ελέγχουν το παιχνίδι (για να τροποποιηθεί μια βασική Συνθήκη θα πρέπει να υπάρχει ομοφωνία ) ενώ η όποια εκλεγμένη κυβέρνηση από οποιαδήποτε λαϊκή πλειοψηφία, προγραμματικά, «απομονώνεται», αποδυναμώνεται, ανατρέπεται βίαια ή διαφθείρεται.

Και κάτι περισσότερο. Βγήκε στο φως , όπως η λάβα από τα έγκατα της γης, ότι η γραμμή ρήξης, σε κάθε χώρα, είναι και γραμμή ταξικού διαχωρισμού.

Υπέρ της ΕΕ, είναι το μεγάλο πολυεθνικό κεφάλαιο και όλες οι κατηγορίες (επαγγελματιών ή εργαζόμενων), που έχουν υλικό συμφέρον από τη διατήρηση του σημερινού status quo, ή την προώθηση της ολοκλήρωσης. Υλικό συμφέρον βέβαια, δεν σημαίνει μόνο «χρήματα», γι αυτό και όλα τα καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης επιμένουν τόσο πολύ για τους σπουδαστές της λεγόμενης «γενιάς του Erasmus» - μια μικρή μειοψηφία της δικής τους γενιάς - για να γλυκάνει το χάπι και να δείξει αυτό που στην πραγματικότητα είναι το καλύτερο πρόσωπο αυτής της «Ευρώπης».

Κατά ψήφισαν όλοι οι «χαμένοι» : οι εργαζόμενοι με τους καθηλωμένους μισθούς και τα προσωρινά δικαιώματα, άνεργοι, συνταξιούχοι, νέοι με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης και καταδικασμένοι στη διαρκή ανασφάλεια.Αυτοί που κάποτε θα τους λέγαμε «Προλετάριους».

Ένας διαχωρισμός που θα βοηθούσε να ταυτοποιήσουμε τους  δικούς μας» , αλλά που είναι δύσκολο να τον αντιληφθεί ένα μεγάλο μέρος της «αριστεράς» - ακόμα και της «πολύ επαναστατικής» - που μεγάλωσε σε δομές όπου θεωρείται κάτι το «φυσικό» να είναι κανείς πολίτης «υποταγμένος, αλλά ελεύθερος να μετακινείται», χωρίς δικαίωμα λόγου, στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στα μέρη τους, η ιδέα της «ρήξης» δαιμονοποιήθηκε με τα πιο αστεία επιχειρήματα, μέχρι του σημείου που σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις, να φλερτάρουν με την ιδέα της εξάλειψης της καθολικής ψηφοφορίας, επαναφέροντας την ψηφοφορία ανάλογα με την οικονομική θέση ή ακόμα με το I.Q.

Το ερώτημα είναι λοιπόν απλό: με ποιο τρόπο φαντάζεστε ότι θα μπορούσε να επέλθει μια «ριζική αλλαγή» ή μια «επανάσταση»; Παραμένοντας αιώνια στο σημερινό καθεστώς, μέχρις  ότου η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων να καταλάβει ότι «έχουμε δίκιο»; Και ποιο θα μπορούσε να είναι το κοινωνικό υποκείμενο αυτής της κοινωνικής αλλαγής; Η «σκεπτόμενη μεσαία τάξη » ή «αυτοί που δεν κατάλαβαν καλά»;

Ορισμένοι άριστοι αναλυτές των διεθνών σχέσεων έχουν αρχίσει να κάνουν την υπόθεση για ενδεχόμενο ξεκίνημα μιας φάσης «βαλκανιοποίησης» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και αυτό ανεξάρτητα από την παρουσία – των ανύπαρκτων - «επαναστατικών δυνάμεων» που είναι σε θέση να αναλάβουν κάποιο ηγετικό ρόλο. Αυτό σημαίνει ότι οι «τεκτονικές» αλλαγές στο σύστημα είναι τόσο μεγάλες που μπορούν να συντρίψουν την αρχιτεκτονική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη και αν κανείς δεν τις θέλει. Είναι η ίδια η δομή που δεν αφήνει το παλιό να πεθάνει και στο νέο να γεννηθεί, στο μέρος αυτό του κόσμου.

Είναι η αρχή μιας αλληλουχίας σεισμικών δονήσεων, «απρόσωπων», που αλλάζουν τη γεωγραφία και την ιστορία, το έδαφος που μας στηρίζει και το οποίο μας είχε γίνει συνήθεια. Αλλά δεν θα είμαστε εμείς, πόσο μάλλον οι «δικοί μας», που μπορεί να νοσταλγήσουμε τον κόσμο που φεύγει.

Κάποτε αυτό το καταλαβαίναμε πριν από τους άλλους, και κοιτάζαμε πως να εκμεταλλευτούμε το χρόνο και την ευκαιρία ...

***** 

Brexit, να πως λειτουργεί η μετάδοση του παγκόσμια

    -του Morya Longo

Ψήφισαν στη Βρετανία. Αλλά αυτοί που πληρώνουν τις συνέπειες, για την ώρα μόνο στις χρηματοπιστωτικές αγορές, είναι όλος ο κόσμος. Όπως ένας ισχυρότατος σεισμός, οι σεισμικές δονήσεις έφτασαν μέχρι την Ιαπωνία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά κυρίως, χτυπησε σκληρά το Χρηματιστήριο του Μιλάνου: από την περασμένη Πέμπτη, ημέρα του δημοψηφίσματος, τα πραγματικά θύματα του  Brexit ήταν στην πραγματικότητα οι ιταλικές τράπεζες, οι οποίες έχασαν κατά μέσο όρο 27%. Πολύ περισσότερο, παραδόξως, από το -13,9% των αγγλικών.

Αυτή είναι η πιο σκοτεινή όψη των οικονομικών αγορών : είναι τόσο μεγάλες (περίπου 9 φορές μεγαλύτερες από το παγκόσμιο ΑΕΠ) και τόσο γρήγορες (σήμερα ένα μεγάλο κομμάτι των χρηματιστηριακών συναλλαγών πραγματοποιείται με αυτόματους αλγόριθμους) που μπορούν να μεταδώσουν την κρίση μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα από το ένα μέρος του πλανήτη στο άλλο. Ψηφίζουν οι βρετανοί, αλλά πάσχουν οι ιαπωνικές εταιρείες και οι ιταλικές τράπεζες. Όλα αυτά εξαιτίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, που τώρα έχουν γίνει μηχανισμοί που αντιδρούν ταχύτατα για να μεταδώσουν τη μόλυνση από τη μία χώρα στην άλλη. Μέχρι την πραγματική οικονομία.

Το παράδοξο με τα νομισματα

Το πρώτο κανάλι μετάδοσης του «ιού» της αβεβαιότητας είναι το νόμισμα. Ότι από την πρώτη μέρα του Brexit η στερλίνα έχασε 10,56% έναντι του δολαρίου είναι κατανοητό: αν φοβάστε διαρροές από τράπεζες ή εταιρείες του Ηνωμένου Βασιλείου (αν υποθέσουμε ότι αυτό θα συμβεί στην πραγματικότητα) και άρα κεφαλαίων, είναι φυσιολογικό το νόμισμα της χώρας να υποτιμηθεί. Κάπως «λιγότερο φυσιολογικό είναι το γεν να ενισχυθεί βίαια έναντι όλων των άλλων νομισμάτων, πλήττοντας την ιαπωνική οικονομία και μια ισχυρή πτώση (-5,64% την ημέρα του δημοψηφίσματος) στο Χρηματιστήριο του Τόκιο.

Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί: τι σχέση έχει το γιεν και η Ιαπωνία με το Brexit; Ο λόγος είναι καθαρά οικονομικός. Το γεν παραδοσιακά χρησιμοποιείται από τους διεθνείς επενδυτές ως νόμισμα για το λεγόμενο «carry trade» [*]. Με απλά λόγια: όταν το σενάριο είναι θετικό, πολλοί επενδυτές δανείζονται στην Ιαπωνία (όπου τα επιτόκια είναι πολύ χαμηλά εδώ και δεκαετίες) και με τα χρήματα που δανείζονται αγοράζουν μετοχές ή ομόλογα αλλού. Αυτό, υπό κανονικές συνθήκες, λόγω της υποτίμησης του ιαπωνικού νομίσματος. Έτσι, όταν οι καιροί δεν είναι φυσιολογικοί, όπως τώρα, γίνεται το αντίθετο: όλοι κλείνουν τις συναλλαγές «carry trade», πουλάνε τις μετοχές και ξαναγοράζουν γιεν για την αποπληρωμή των χρεών. Έτσι, το γιεν, με τρόπο μαγικό, γίνεται πιο ακριβό (ανατιμάται).Ετσι ανατιμάται και το δολάριο το οποίο παραδοσιακά θεωρείται ως ένα ασφαλές νόμισμα καταφύγιο.

Η πτώση του Χρηματιστηρίου

Από τα νομίσματα στις αγορές μετοχών η απόσταση είναι μικρή. Οι μετοχές του Ηνωμένου Βασιλείου πέφτουν για προφανείς λόγους: όλοι προβλέπουν ότι η Βρετανία θα υποστεί μια οικονομική επιβράδυνση λόγω Brexit. Αλλά πέφτουν λίγο, αν δούμε ότι από την ημέρα του δημοψηφίσματος το Χρηματιστήριο του Λονδίνου έχασε «μόνο» 3,12% (λιγότερο από το μισό της Φρανκφούρτης). Γιατί; Η απάντηση είναι προφανής: εξαιτίας της στερλίνας. Δεδομένου ότι, όπως προαναφέραμε, η στερλίνα υποτιμήθηκε κατά 10%, και δεδομένου ότι το Χρηματιστήριο του Λονδίνου αποτελείται από πολλές εταιρείες που ζουν από τις εξαγωγές, οι επενδυτές πιστεύουν ότι οι βρετανικές εταιρείες αργά ή γλήγορα θα βγουν κερδισμένες από την υποτίμηση του νομίσματός τους.

Θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει ποιος ο λόγος της τόσο βίαιης πτώσης των ευρωπαϊκών Χρηματιστήριων, δεδομένου ότι ακόμη και το ευρώ – στην ουσία – υποτιμήθηκε λίγο. Ο λόγος εδώ έχει να κάνει εν μέρει με τη μεγάλη πολιτική αβεβαιότητα που περιβάλλει το ευρωπαϊκό σχέδιο. Αλλά υπάρχει και ένας άλλος λόγος, πιο «οικονομικός» : οι επενδυτές που τώρα θέλουν να προστατεύσουν τον εαυτό τους από την αβεβαιότητα, μη μπορώντας να πουλήσουν κρατικά ομόλογα των χωρών του Νότου (επειδή προστατεύονται από την ΕΚΤ), πουλάνε μετοχές στη Νότια Ευρώπη. Και κυρίως μετοχές των τραπεζών, που – πέρα από το ότι έχουν διαρθρωτικά προβλήματα - είναι ότι πιο κοντινό πράγμα στα κρατικά ομόλογα και το υπαρκτό ρίσκο κινδύνου της χώρας. Γιαυτό αυτές που έχασαν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, αυτές τις μέρες, είναι οι ιταλικές τράπεζες (-27,3% σε τρεις ημέρες, έναντι 16,9% της Γερμανίας και 13,9% της Γαλλίας): επειδή πάνω τους συγκεντρώνεται η οργή όλων εκείνων που θέλουν να «καλυφθούν» από τον ιταλικό κίνδυνο.

Η πραγματική οικονομία

Όπως είναι προφανές, το Brexit ήταν μόνο ένας πυροκροτητής : αυτοί που μετάδωσαν τις αρνητικές συνέπειες του παγκοσμίως είναι μηχανισμοί (συχνά αυτοματοποιημένοι) των χρηματοπιστωτικών αγορών. Μηχανισμοί που κατά καιρούς ενεργοποιούνται, ανεξάρτητα από το λόγο: νωρίτερα φέτος ήταν ο φόβος της Κίνας, στη συνέχεια, του πετρελαίου, τώρα το Brexit. Το ζήτημα είναι κατά πόσο αυτή η χρηματοπιστωτική αναταραχή θα μπορούσε, μακροπρόθεσμα, να επηρεάσει την πραγματική οικονομία. Εάν καταρρεύσει η αξία των τραπεζικών μετοχών στο Χρηματιστήριο, για παράδειγμα, δεν μπορούν να προχωρήσουν σε αυξήσεις κεφαλαίου (και στην Ιταλία υπάρχει ανάγκη) οπότε αναγκάζονται να μειώσουν το δανεισμό στις επιχειρήσεις. Εάν το γεν ανεβαίνει, η ιαπωνική οικονομία υποφέρει. Και πάει λέγοντας: το ντόμινο είναι παγκόσμιο.

Ο λόγος που οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες είναι όλοι έτοιμοι να παρέμβουν είναι: για να μην περάσει στην πραγματική οικονομία η καταιγίδα, που μέχρι στιγμής έχει πλήξει μόνο την χρηματιστηριακή αγορά. Όλοι είναι πεπεισμένοι ότι αργά ή γρήγορα οι κεντρικές τράπεζες θα κάνουν κάτι: η αμερικάνικη Fed και η Τράπεζα της Ιαπωνίας για να ανακοπεί η άνοδος των νομισμάτων τους, η Τράπεζα της Αγγλίας για την άμβλυνση των επιπτώσεων του Brexit και η ΕΚΤ για να ανακόψει την παλίρροια στην Ευρώπη. Και οι κυβερνήσεις αναζητούν τρόπους παρέμβασης, για παράδειγμα, για τη στήριξη των τραπεζών. Έτσι, το σενάριο αλλάζει συνεχώς, και η χρηματοοικονομική κερδοσκοπία επίσης. Γι 'αυτό και η κατανόηση των μηχανισμών της οικονομίας γίνεται όλο και πιο σημαντική.

Μια επιστολή από τον Όσκαρ





 Αποτέλεσμα εικόνας για Lettera di Oskar Lafontaine alla sinistra italiana

  

Ανοικτή επιστολή του Όσκαρ Λαφοντέν στην ιταλική αριστερά


του Dante Barontini

Ο Όσκαρ Λαφοντέν έστειλε ανοικτή επιστολή στην ιταλική αριστερά. Όμως, η ιταλική αριστερά είναι από καιρό κατατονική και πάσχει από ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (ΙΨΔ) [*]. Δεν καταφέρνει  να σκεφτεί τίποτα περισσότερο από  τη από την δημιουργία άλλης μιας «πλατειάς» οργανωτικής δομής, μη ιδεολογική και χωρίς συγκεκριμένες βάσεις, ο μόνος στόχος της οποίας θα είναι να ξεπεράσει τα διάφορα όρια εκλογιμότητας (από τις περιφερειακές εκλογές , ως την είσοδο της στη βουλή).  



Επικρατεί μια σιωπή σχεδόν απόλυτη-εξαιρούνται τα περιθωριακά ζητήματα, για τα οποία υπάρχει μια υπερπαραγωγή «προτάσεων»-, κυρίως ως προς το βασικό ζήτημα κάθε μελλοντικής πολιτικής: ποια η θέση μας και άρα ποιοι οι στρατηγικοί μας στόχοι, απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση;  Αν ο έλεγχος του προϋπολογισμού  και της νομισματικής πολιτικής έχει να κάνει με αυτό,τότε δεν υπάρχει πολιτικό σχέδιο ή «εκλογικό πρόγραμμα» που να μη το πάρει υπόψη. Αν ρωτήσετε τον ΣΥΡΙΖΑ, θα σας το επιβεβαιώσει με δραματικό τρόπο.


Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, αυτό δεν ισχύει. Έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν ότι η ασαφής ιδέα της «μεταρρυθμισιμότητας» της ΕΕ έχει δεχτεί ένα θανάσιμο πλήγμα, και έχουν αρχίσει να  σκέφτονται  τους όρους μιας αναγκαίας  «ρήξης» με την ΕΕ, ως βασική προϋπόθεση για την όποια δυνατή πολιτική στήριξης των λαϊκών στρωμάτων σε κάθε περιφέρεια ή κράτος, ή τους όρους ενός «σχεδίου Β», το οποίο θα πρέπει να συγκεκριμενοποιηθεί πριν λάβει κανείς υπόψη του οποιαδήποτε προοπτική συμμετοχής της αριστεράς στη κυβέρνηση. 

Πρέπει να πάρουμε υπόψη μας, με ικανοποίηση, και χωρίς κανέναν σεχταρισμό ότι αυτό το δεύτερο μέτωπο, στο οποίο εντάσσονται γνωστές και, σε πολλές περιπτώσεις, χαρισματικές  προσωπικότητες της ρεφορμιστικής αριστεράς της ηπείρου μας, έχει ανοίξει έναν δρόμο στην πιθανότητα να μπορεί να σκεφτεί κανείς την ΕΕ χωρίς, αυτόματα, να γίνεται αντικείμενο επίθεσης με αφορισμούς και κατηγορίες περί «οπαδών της εθνικής κυριαρχίας». Μια κατηγορία περίεργη ή απατηλή, εφόσον η «λαϊκή κυριαρχία» βρίσκεται στη βάση κάθε ιδέας κοινωνικού μετασχηματισμού, ανεξάρτητα από τα ιστορικά προσδιορισμένα εθνικά σύνορα.

 Διαβάσαμε προσεκτικά την «Επιστολή προς την ιταλική αριστερά» του  Όσκαρ Λαφοντέν που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα  Il manifesto και είμαστε βέβαιοι ότι την ίδια επιστολή, με τα ίδια λόγια, δεν θα την δημοσίευε ποτέ η εφημερίδα, αν ο συντάκτης της ήταν κάποιο πρόσωπο με μικρότερη επιρροή. Αυτό φτάνει για να κατανοήσουμε το πόσο σημαντική πολιτικά είναι η πρόταση των υποστηρικτών του «Σχεδίου Β» στα υπολείμματα της «αριστεράς», προκειμένου να ξαναρχίσουν να σκέφτονται συγκεκριμένα, βάζοντας ένα τέλος στις φλυαρίες και στις φαντασιώσεις.

Η ανάλυση από όπου ξεκινά ο Λαφοντέν, σε ορισμένα σημεία της, είναι πειστική.

 «Η ήττα της ελληνικής κυβέρνησης υπό την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στο Γιουρογκρούπ έκανε την ευρωπαϊκή Αριστερά να αναρωτιέται για το ποιες είναι οι δυνατότητες μιας κυβέρνησης στην οποία ηγείται ένα αριστερό κόμμα, ή μια κυβέρνηση στην οποία συμμετέχει ένα αριστερό κόμμα ως εταίρος μειοψηφώντας, να εφαρμόσει μια πολιτική βελτίωσης της κοινωνικής θέσης των εργαζομένων,
των συνταξιούχων, και των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ευρωπαϊκών Συνθηκών.

Η απάντηση είναι σαφής και κτηνώδης: τέτοιες δυνατότητες δεν υπάρχουν [...] εφ 'όσον η ΕΚΤ, πέρα από κάθε δημοκρατικό έλεγχο, μπορεί να παραλύει το τραπεζικό σύστημα μιας χώρας που υπόκεινται στις ευρωπαϊκές συνθήκες ».


Είναι συζητήσιμο φυσικά, εάν μόνο η ΕΚΤ – και όχι και το σύνολο της Τρόικας (Ευρωπαϊκή Ένωση ,ΔΝΤ, και ΕΚΤ) –εκπροσωπεί το μαντρόσκυλο της νεοφιλελεύθερης λιτότητας, οπότε θα έφτανε να περιοριστεί η δράση της ή να ακυρωθεί για να αλλάξει η κατάσταση, αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα που έχει σχετικά μικρότερη σημασία. Το βασικό είναι να αναγνωρίσουμε ότι τη Ε.Ε. και τις Συνθήκες της δεν μπορεί να τις αλλάξει μια κυβέρνηση από μόνη της, όσο αριστερή κι αν είναι αυτή.


Ο λόγος, σύμφωνα  με τον Λαφοντέν, περισσότερο και από ιδεολογικός είναι τεχνικός:

 «Αν μια κυβέρνηση στην οποία συμμετέχει η αριστερά δεν έχει στα χέρια της τα παραδοσιακά εργαλεία μακροοικονομικού ελέγχου, όπως την πολιτική των επιτοκίων, τη συναλλαγματική πολιτική και μια ανεξάρτητη δημοσιονομική πολιτική, τότε δεν θα μπορέσει να εφαρμόσει  αριστερές πολιτικές».

Σ’ αυτή ακριβώς τη θέση βρέθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, στους έξι μήνες που προηγήθηκαν της παράδοσης Τσίπρα στις 13, Ιουλίου: η πρόθεση να υλοποιηθούν, όσα προέβλεπε το προεκλογικό του πρόγραμμα συγκρούστηκε μετωπικά με την έλλειψη εργαλείων που είχαν προ πολλού μεταφερθεί στην ΕΕ και την ΕΚΤ, μαζί με ένα σημαντικό κομμάτι «κυριαρχίας».

Άψογο, στην επιστολή Λαφοντέν, και το σκεπτικό για την υποχρέωση μιας οποιαδήποτε κυβέρνησης, που λειτουργεί μέσα στα πλαίσια αυτού του θεσμικού πλαισίου, να προχωρεί σε  «περικοπές μισθών, περικοπές κοινωνικών δαπανών και τη διάλυση των δικαιωμάτων των εργαζομένων», με την ελπίδα να ανακτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα η χώρα αναφοράς.

Ουδεμία αντίρρηση, τέλος, και ως προς την απόλυτη ειρωνεία με την οποία αντιμετωπίζει όλες αυτές τις βλακείες που προσπαθούν να συνδέσουν τη «ριζική αλλαγή της ΕΕ» με την ταυτόχρονη άνοδο στην κυβέρνηση, οποιασδήποτε χώρας, ενός ριζοσπαστικού συνασπισμού της αριστεράς:

    «Το να περιμένουμε να σχηματιστεί μια πλειοψηφία της αριστεράς σε όλα τα 19 κράτη μέλη (της ευρωζώνης, ΣτΜ) είναι σαν να περιμένουμε τον Γκοντό. Πρόκειται, βασικά, για μια πολιτική αυταπάτη, αφού τα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης έχουν ασπασθεί το μοντέλο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής».


Αλλά η κάθε διάγνωση, όσο και ακριβής κι αν είναι, χρειάζεται και την ανάλογη  πρόβλεψη. Και εδώ οι υποστηρικτές του «Σχεδίου Β» γνώριζαν από την αρχή ότι μέχρι τώρα το μόνο που είχαν ήταν μια ιδέα σε  επίπεδο προσχέδιου. Αυτό  που προτείνει ο Λαφοντέν είναι:

 «Η επιστροφή σε ένα  Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (European  Monetary System, EMS) βελτιωμένο , που να επιτρέπει την  αναπροσαρμογή και την υποτίμηση κάθε νομίσματος. Ένα τέτοιο σύστημα θα ξανάδινε σε κάθε χώρα τον έλεγχο των κεντρικών τραπεζών τους και τα απαραίτητα περιθώρια ελιγμών για την επίτευξη σταθερής ανάπτυξης και την αύξηση της απασχόλησης μέσω της αύξησης των δημοσίων επενδύσεων ».

Αν το δούμε αφηρημένα, το επιχείρημα μπορεί να φαίνεται λογικό. Αλλά στην πράξη είναι αδύνατη μια επιστροφή στο παρελθόν. Ή τουλάχιστον δίχως πολύ σκληρές  συγκρούσεις, γενικευμένες τραγικές καταστάσεις, όσο και οι επαναστατικές ρήξεις, πρακτικά . Ή μια ριζική αναθεώρηση των ευρωπαϊκών συνθηκών - το ευρώ προβλέπεται σε συγκεκριμένη συνθήκη - που θα πρέπει να έχει την ομόφωνη υποστήριξη όλων των χωρών μελών. Η επιστροφή στο ΕΝΣ, στην πραγματικότητα, ισοδυναμεί με πρόταση μεταρρύθμισης της ΕΕ που έχει τα ίδια στρατηγικά προβλήματα που αντιμετώπισε ο ΣΥΡΙΖΑ
.

Το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται η οικοδόμηση της Ευρώπης έχει γίνει φανερό σε όλους.  Ο κίνδυνος μιας πιθανής έκρηξης έχει σχεδόν τις ίδιες πιθανότητες με αυτόν από μια βίαιη  συγκεντρωτική διαχείριση , και την απώλεια ορισμένων χωρών μελών στην πορεία (στη Γερμανία και αλλού είναι ζωντανή η συζήτηση για το Ν-ευρώ, δηλαδή για ένα ευρώ που θα αφορά μόνο τις χώρες του Βορρά) .

Γι 'αυτό και η ιδέα της διάσπασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης παίρνει όλο και περισσότερο τα χαρακτηριστικά μιας ρεαλιστικής στρατηγικής πρότασης, και σίγουρα όχι σε ένα πλαίσιο ήρεμης σταθερότητας. Για το θέμα αυτό έχει τώρα ανοίξει μια πραγματική συζήτηση, με τα πρόσφατα Ευρωμεσογειακά Φόρουμ στη Νάπολη, στην Αθήνα, στη Βαρκελώνη και την εκστρατεία Eurostop, για παράδειγμα. Ένα από τα χειρότερα χαρακτηριστικά του πολιτικού διαλόγου στην Ιταλία είναι πραγματικά ο απόλυτα αφαιρετικός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται οποιαδήποτε υπόθεση μετασχηματισμού. Λες και οι πραγματικά μεγάλες «ριζικές» αλλαγές θα μπορούσαν ποτέ να γίνουν σε συνθήκες σαφείς και συγκεκριμένες, χωρίς να διαταραχτούν τα σημερινά επίπεδα παραγωγής και θεσμών  όπως είναι σήμερα .

Η συζήτηση σχετικά με τις προοπτικές μόλις έχει ξεκινήσει και αυτό που χρειάζεται είναι να αναλυθούν τα πράγματα εντελώς ψυχρά, πέρα από την άμεση συμμετοχή  σε οποιαδήποτε μορφής κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων. Η μόνη  υπόθεση που δεν έχει πλέον καμία νομιμοποίηση είναι βασικά η θλιβερή επανάληψη προσπαθειών  ομαδοποίησης χωρίς πραγματική πολιτική προοπτική και σχέδιο ρήξης με την υπάρχουσα κατάσταση, με σκοπό την επιβίωση.

*****

Επιστολή στην ιταλική αριστερά

Όσκαρ Λαφοντέν

 Αγαπητές συντρόφισσες, αγαπητοί σύντροφοι,

 «Η ήττα της ελληνικής κυβέρνησης υπό την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στο Γιουρογκρούπ έκανε την ευρωπαϊκή Αριστερά να αναρωτιέται για το ποιες είναι οι δυνατότητες μιας κυβέρνησης στην οποία ηγείται ένα αριστερό κόμμα, ή μια κυβέρνηση στην οποία συμμετέχει ένα αριστερό κόμμα ως εταίρος μειοψηφώντας, να εφαρμόσει μια πολιτική βελτίωσης της κοινωνικής θέσης των εργαζομένων, των συνταξιούχων, καθώς και των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ευρωπαϊκών Συνθηκών.
Η απάντηση είναι σαφής και κτηνώδης: δεν υπάρχουν οι δυνατότητες για μια πολιτική που αποσκοπεί στη βελτίωση της κοινωνικής κατάστασης του πληθυσμού, εφ 'όσον η ΕΚΤ, πέρα από κάθε δημοκρατικό έλεγχο, μπορεί να παραλύει το τραπεζικό σύστημα μιας χώρας που υπόκεινται στις Συνθήκες της ΕΕ .
Αν μια κυβέρνηση στην οποία συμμετέχει η αριστερά δεν έχει στα χέρια της τα παραδοσιακά εργαλεία μακροοικονομικού ελέγχου, όπως την πολιτική των επιτοκίων, τη συναλλαγματική πολιτική και μια ανεξάρτητη δημοσιονομική πολιτική, τότε δεν θα μπορέσει να εφαρμόσει  αριστερές πολιτικές.

Για να βελτιώσει  την ανταγωνιστικότητα της μια χώρα υπό την ομπρέλα του ευρώ, το μόνο που της απομένει με τους όρους που επιβάλλουν οι ευρωπαϊκές Συνθήκες  είναι η πολιτική μισθών, η κοινωνική πολιτική και οι πολιτικές της αγοράς εργασίας. Αν η ισχυρότερη οικονομία, η γερμανική ακολουθεί μια πολιτική μισθολογικού ντάμπινγκ στα πλαίσια  μιας νομισματικής ένωσης, τότε οι άλλες χώρες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να εφαρμόσουν πολιτικές περικοπής μισθών, κοινωνικών δαπανών και διάλυσης των δικαιωμάτων των εργαζομένων, όπως επιτάσσει η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Αν,τώρα, η κυρίαρχη οικονομία ευνοείται από χαμηλότερα πραγματικά επιτόκια και τα οφέλη από ένα υποτιμημένο νόμισμα, οι υπόλοιποι  ευρωπαίοι δεν έχουν σχεδόν καμία τύχη. Η βιομηχανία των άλλων χωρών θα χάνει όλο και περισσότερο βάρος στην ευρωπαϊκή και τη μη ευρωπαϊκή αγορά.

Ενώ η γερμανική βιομηχανία σήμερα παράγει όσα παρήγαγε πριν από την οικονομική κρίση, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η Γαλλία έχει χάσει περίπου το 15% της βιομηχανικής παραγωγής της, η Ιταλία το 30%, Ισπανία το  35% και η Ελλάδα το 40 %.

Η ευρωπαϊκή δεξιά έχει ενισχυθεί και επειδή αμφισβητεί το ευρώ και τις ευρωπαϊκές  συνθήκες και επειδή στις χώρες μέλη αυξάνεται η συνειδητοποίηση ότι οι ευρωπαϊκές συνθήκες και το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα έχει δομικά προβλήματα

Όπως μας δείχνει το παράδειγμα της Γερμανίας, η ευρωπαϊκή δεξιά δεν νοιάζεται για τη συμπίεση των μισθών, την κατάργηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και των αυστηρών πολιτικών λιτότητας. Η δεξιά θέλει την επιστροφή στο εθνικό κράτος, προτείνοντας όμως οικονομικές λύσεις  που δεν είναι παρά εθνικιστικού τύπου παραλλαγές των  νεοφιλελεύθερων πολιτικών με τα ίδια αποτελέσματα : την αύξηση της ανεργίας,την αύξηση της επισφαλούς εργασίας και την παρακμή της μεσαίας τάξης.

Η ευρωπαϊκή αριστερά δεν έχει βρεί καμία απάντηση σε αυτή την πρόκληση, όπως μας δείχνει κυρίως το παράδειγμα της Ελλάδας.

Το να περιμένουμε να σχηματιστεί μια πλειοψηφία της αριστεράς σε όλα τα 19 κράτη μέλη (της ευρωζώνης,ΣτΜ) είναι σαν να περιμένουμε τον Γκοντό, πρόκειται βασικά για μια πολιτική αυταπάτη, μιας και τα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης ακολουθούν το μοντέλο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής.

Ένα αριστερό κόμμα ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση πρέπει να βάζει τον τερματισμό των πολιτικών λιτότητας.

Ωστόσο, αυτό είναι δυνατό μόνο εάν στην Ευρώπη πάρει σάρκα και οστά ένα νομισματικό σύστημα που θα διαφυλάσσει την ευρωπαϊκή συνοχή, αλλά θα δίνει και τη δυνατότητα στις επιμέρους χώρες να εφαρμόζουν πολιτικές αναπτυξιακές και αύξησης της απασχόλησης, ακόμα και αν η μεγαλύτερη οικονομία ακολουθεί πολιτικές μισθολογικού ντάμπινγκ.

Απαραίτητη προϋπόθεση, η επιστροφή σ’ένα βελτιωμένο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ), που θα επιτρέπει και πάλι την  αναπροσαρμογή και την υποτίμηση των νομισμάτων. Ένα τέτοιο σύστημα θα ξανάδινε σε κάθε μεμονωμένη χώρα τον ευρύ έλεγχο των κεντρικών τραπεζών τους και τα απαραίτητα περιθώρια ελιγμών για την επίτευξη σταθερής ανάπτυξης και την αύξηση της απασχόλησης μέσω μεγαλύτερες δημόσιες επενδύσεις, αλλά και να αντιμετωπίσουν, μέσω της υποτίμησης, το άδικο μισθολογικό  ντάμπινγκ της Γερμανίας ή άλλου κράτους μέλους.

Το σύστημα αυτό λειτούργησε για πολλά χρόνια και απέτρεψε την εμφάνιση σοβαρών οικονομικών ανισορροπιών, όπως αυτές στη σημερινή ΕΕ.

Απευθυνόμενος στα ιταλικά συνδικάτα, θα ήθελα να τονίσω ότι το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ), δεν ήταν ποτέ τέλειο, αφού όπως ήταν κυριαρχούσε η Bundesbank. Αλλά στο σύστημα Ευρώ η απώλεια της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων με τις μειώσεις των μισθών (εσωτερική υποτίμηση) είναι μεγαλύτερη.

Σ’ εμένα ένα γερμανό παρατηρητή,μου είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσω το λόγο που  η επίσημη Ιταλία ακολουθεί λίγο πολύ παθητική βλέποντας να μειώνεται κατά  30% το μερίδιο της βιομηχανίας της στην αγορά.

Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι και ο Μπέπε Γκρίλλο αμφισβητούν το σύστημα του ευρώ, αλλά αυτό δεν εμπόδισε το Γιουρογκρούπ να επιβάλει το μοντέλο των νεοφιλελεύθερων πολιτικών στην ιταλική πολιτική σκηνή.

Σήμερα, η ιταλική αριστερά είναι περισσότερο αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε.

Η απώλεια μεριδίου από την αγορά, η αύξηση της ανεργίας και της επισφαλούς απασχόλησης, με αποτέλεσμα τη συμπίεση των μισθών μπορεί να συμπίπτουν με τα  κοντόφθαλμα συμφέροντα των ιταλικών επιχειρήσεων, αλλά η ιταλική Αριστερά δεν μπορεί πλέον να στέκεται και να παρακολουθεί αυτή τη διαδικασία αποβιομηχάνισης.

Οι εξελίξεις στην Ελλάδα και στην Ισπανία, στη Γερμανία και στη Γαλλία, δείχνουν ότι ο κατακερματισμός της αριστεράς μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με μια διαδικασία ενοποίησης των αριστερών κομμάτων, αλλά κυρίως με τη συνάντηση όλων των καινοτόμων δράσεων εκτός παραδοσιακού πολιτικού κυκλώματος.

Μόνο μια αριστερά αρκετά ισχυρή στα αντίστοιχα εθνικά κράτη θα μπορέσει να αλλάξει τη ευρωπαϊκή πολιτική. Η Ευρωπαϊκή Αριστερά έχει ανάγκη τώρα από μια ισχυρή  ιταλική αριστερά .

Σας χαιρετώ θερμά από τη Γερμανία και σας εύχομαι κάθε επιτυχία στη διαδικασία οικοδόμησης μιας νέας ιταλικής αριστεράς.

* Ο Όσκαρ Λαφοντέν υπήρξε υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας και πρώην πρόεδρος του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD και του Αριστερού Κόμματος (το Die Linke)



------------------------------------------------------------------------------------------------------------
[*] Τι είναι η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (ΙΨΔ);
Πρόκειται για ψυχική διαταραχή η οποία ανήκει στις αγχώδεις διαταραχές. Ο ασθενής παγιδεύεται από μία σειρά επαναληπτικών σκέψεων, εικόνων ή παρορμήσεων (ιδεοληψίες) και επαναληπτικών συμπεριφορών (ψυχαναγκασμοί), που επηρεάζουν σημαντικά την καθημερινότητά του. Συχνά ο ίδιος αναγνωρίζει ότι είναι υπερβολικές ή παράλογες, αλλά νιώθει αναγκασμένος να σκέφτεται ή να δρα με τον τρόπο αυτό, γιατί διαφορετικά βιώνει έντονο άγχος.