Εργασία εφ’ όρου ζωής;



του Robert Kurz

Το πόσο άρρωστος είναι ο καπιταλιστικός τρόπος αναπαραγωγής της κοινωνίας, φαίνεται από δύο διαμετρικά αντίθετες επιταγές  : πρέπει να είμαστε όλο και περισσότεροι  και, ταυτόχρονα, όλο και λιγότεροι απ'όσοι πρέπει να είμαστε . Όλο και περισσότεροι, διαφορετικά ποιος θα πληρώνει τις συντάξεις των αναθεματισμένων γέρων που ζουν τόσο πολύ; Και όλο και λιγότεροι, γιατί από που θα προκύψουν όλες αυτές οι θέσεις εργασίας για τη νέα γενιά, στις συνθήκες της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης και της παγκοσμιοποίησης; Συντάξεις και αγορά εργασίας είναι δύο πράγματα αλληλοσυγκρουόμενα. 


Αυτό το σχιζοφρενικό επιχείρημα έχει κυριεύσει τη συνείδηση ​​των μαζών εδώ και χρόνια Τα ετερόφυλα ζευγάρια χωρίς παιδιά αντιμετωπίζονται άσχημα από τους γείτονες τους, δεδομένου ότι δεν συμβάλλουν, όπως οι άλλοι, με απογόνους , στην κοινωνική ασφάλιση. Από την άλλη, οι γονείς αισθάνονται πικραμένοι, διότι τα παιδιά τους δεν βρίσκουν δουλειά ούτε ως μαθητευόμενοι, ακόμη και σε θέση ανειδίκευτης εργασίας, και θα μεγαλώσουν σε ένα επισφαλές μέλλον. 
Η βάση της παραγωγικής εργασίας καταστρέφεται, ενώ διευρύνεται η μάζα όσων δικαιούνται κοινωνικές παροχές, κάτι που δεν μπορεί να συνεχιστεί και αποκαλύπτει την εσωτερική αντίφαση του καπιταλιστικού τρόπου ζωής και παραγωγής.

Μία από τις αρχές για τον τετραγωνισμό του κοινωνικο-πολιτικού κύκλου είναι και η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, μέχρι στιγμής, στα 67 και, αργότερα, το συντομότερο δυνατό, μέχρι και 70, όπως προαναγγέλλει η νεοφιλελεύθερη λογική.
Αυτή η εξαιρετικά καλή λύση, που για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν αντικείμενο διαπραγματεύσεων, τώρα, με τη σύμφωνη γνώμη του μεγάλου Συνασπισμού, έχει αρχίσει να εφαρμόζεται, έστω και με κάποιο ελαφρύ κοιλόπονο των Σοσιαλδημοκρατών. 
Για να είμαστε ειλικρινείς αυτό, δεν τους δημιούργησε ποτέ κανέναπρόβλημα, καθώς η σοσιαλδημοκρατία είναι συνηθισμένη να ζει πολύ άνετα και με κοιλόπονο. Το ότι μια κοινωνία με την υψηλότερη παραγωγικότητα στην παγκόσμια ιστορία υποχρεώνει τους ηλικιωμένους να εργάζονται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό, τι το Μεσαίωνα, δεν εξοργίζει σχεδόν κανένα.

Οι άνθρωποι είναι ήδη εξοικειωμένοι με τα παράδοξα του καλύτερου από όλους τους εφικτούς κόσμους. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται μόνο για μια μετάθεση του προβλήματος αφού σήμερα η παραγωγικότητα είναι αυτή που καθιστά την εργασία σε μεγάλο βαθμό περιττή, και παρ 'όλα αυτά, θα πρέπει να βιοπορίζονται μόνο όσοι εργάζονται.
Αν, μέσα στην απόγνωσή τους, συνεχίσουν να αναγκάζουν τους συνταξιούχους να εργάζονται, τότε  αυτοί προφανώς θα εμποδίζουν την πρόσβαση των επόμενων γενιών, στις λίγες θέσεις εργασίας. Η διευθέτηση της κρίσης κλείνει κάποιες τρύπες, αλλά μόνο για να ανοίξει άλλες. Ο πολιτικός πραγματισμός καταλήγει σε παραλογισμό.

Επίσημα, οι ενώσεις των εργοδοτών έχουν εκφράσει τη συναίνεσή τους
​​συνειδητά και υπεύθυνα. Στην πραγματικότητα, όμως, για λόγους κόστους και απόδοσης, οι εταιρείες αρνούνται να καταρτίσουν ή να προσλάβουν άτομα πάνω από τα 40. Αυτοί που έχουν ζήτηση είναι οι περιβόητοι ολυμπιονίκες από άποψη δυναμισμού και υψηλά κίνητρα, οι γύρω στα 25 που να έχουν επαγγελματική εμπειρία. Από πού προέρχονται και ποιος πληρώνει για την εκπαίδευσή τους, αυτό είναι κάτι που αφορά την κοινωνία και όχι τους επιχειρηματίες. 
Στην παγκοσμιοποίηση, σ’ αυτόν που αγοράζει εργατική δύναμη, σε συνθήκες υπερπροσφοράς, αυτή η απαίτηση θα «πρέπει»  να επιτρέπεται. Οι ηλικιωμένοι, υποχρεωμένοι να παράγουν καταναγκαστικά, δεν είναι παρά μοντέλα που έχει κλείσει ο κύκλο τους και περιττοί, από τους οποίους θα πρέπει να απαλλαγούμε το συντομότερο δυνατό. Εδώ υπάρχει μια ντε φάκτο μια σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ της διαχείρισης των κοινωνικών κρίσεων και την ορθολογική διαχείριση των οικονομικών των επιχειρήσεων.
Μέχρι πρόσφατα, τα ανθρώπινα «περιττώματα της παραγωγής» τα απέλυαν με την πολυτελή παραλλαγή των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων. Ενώ, στη μίζερη εκδοχή έχουμε τις απολύσεις από το κλείσιμο των επιχειρήσεων και το ταξίδι προς τον νόμο  για τις δραστικές περικοπές των επιδομάτων των ανέργων, το νόμο  «Χαρτζ 4» . Και αυτό θα έχει συνέχεια , με τη μετεγκατάσταση της παραγωγής στην Ανατολική Ευρώπη ή στην Κίνα. Επιπλέον, έτσι, θα βγουν από τη μέση, όχι μόνο όσοι συνέβαλαν καθοριστικά στην πορεία του οικονομικού θαύματος, αλλά και οι προσφιλείς τοπικοί ολυμπιονίκες.

Σε γενικές γραμμές, το Ελντοράντο του άγριου καπιταλισμού βρίσκεται στα ανατολικά. Εκεί είναι στη διάθεσή του ομάδες ανδρών, γυναικών και νέων με υψηλά κίνητρα  και φθηνοί, ενώ το προσδόκιμο ζωής τους μειώνεται δραματικά και οι ηλικιωμένοι  περιμένουν το τέλος τους χωρίς κανένα παράπονο. Αυτό είναι το μοντέλο του μέλλοντος.

Η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, μπορεί να θεωρηθεί ως μεταβατικό πρόγραμμα. Όταν οι ηλικιωμένοι σύρονται στην παραγωγική διαδικασία, είναι εκτεθειμένοι στις πιέσεις της υπηρεσίας και σε συνεχείς ενοχλήσεις. Κάτι που κανείς δεν μπορεί να αντέξει για πολύ, αν το σώμα του δεν βρίσκεται σε καλή κατάσταση. 
Η ιατρική περίθαλψη δεύτερης κατηγορίας,με τη σειρά της, κάνει τα υπόλοιπα. Το επιχείρημα ότι «αν πεθάνει κάποιος πρόωρα είναι κοινωνικά συμβατό», που άφησε να του ξεφύγει κάποιος πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου, σηματοδοτεί μια ολόκληρη εποχή. Το τέλος της ζωής θα επισπεύδεται και θα αποτελεί μέρος της καθημερινότητας της επαγγελματικής δραστηριότητας. 
Τέρμα στους  συνταξιούχους ηδονιστές, ναι στους στρατιώτες της αξιοποίησης του κεφαλαίου, που, κατά κάποιο τρόπο, θα πεθαίνουν όρθιοι. 
Τι πιο υπέροχο για ένα γερμανό; Έτσι θα λυθεί το κοινωνικό πρόβλημα, τουλάχιστον όσον αφορά την διαχείριση της κρίσης από το κράτος. Η νέα γενιά δεν έχει να κερδίσει τίποτα από αυτή την κατάσταση, αφού ακριβώς αυτή θα εξορθολογήσει ακόμη περισσότερο τις πιθανές θέσεις εργασίας τους , ενώ με τη σειρά τους, όσοι εργάζονται σε παλιές φορντικές θέσεις εργασίας είναι καταδικασμένοι να «ζήσουν». Αυτή είναι η καπιταλιστική δικαιοσύνη.

Δημοσιεύτηκε στην Freitag του Βερολίνου στις 04/11/2005 -

Δεν υπάρχουν σχόλια: