«Είναι η βαρβαρότητα. Τη βλέπω να ‘ρχεται
μεταμφιεσμένη, κάτω από άνομες συμμαχίες και προσυμφωνημένες υποδουλώσεις. Δεν
θα πρόκειται για τους φούρνους του Χίτλερ ίσως, αλλά για μεθοδευμένη και οιονεί
επιστημονική καθυπόταξη του ανθρώπου. Για τον πλήρη εξευτελισμό του. Για την
ατίμωσή του.»
Οδυσσέας Ελύτης, «Συν τις άλλοις», Ίκαρος, 2011,
σ. 149
Η «μεγάλη επανεκκίνηση» και η «κατεχόμενη Ελλάδα»
του Δημήτρη Α. Τραυλού – Τζανετάτου *
Είναι γεγονός
αναμφισβήτητο ότι τόσο το, ευρισκόμενο ήδη σε βαθιά κρίση, όχι μόνο ιδεολογικής
ηγεμονίας αλλά και λειτουργικότητας, ισχύον καπιταλιστικό μοντέλο της
νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης δέχθηκαν, από τον Covid-19 και την όλη
αμήχανη, αντιφατική και όχι ιδιαιτέρως αποτελεσματική διαχείρισή του, ένα
ισχυρότατο πλήγμα.
Η δυναμική απομυθοποίησης του νεοφιλελευθερισμού παρέσυρε,
όπως ήταν επόμενο, και το περιβόητο δόγμα ΤΙΝΑ. Ταυτόχρονα απεκάλυψε και τον
ιδεολογικό και αυταρχικό ρόλο της «πολιτικής ορθότητας», της πολύτιμης αυτής
θεραπαινίδας του θατσερικού μονοδρόμου. Αξίζει να επισημανθεί στη θέση αυτή ότι
παρά την προϊούσα απομάγευση της «νεοφιλελεύθερης ουτοπίας» η «πολιτική
ορθότητα» όχι απλώς βρίσκεται σε πλήρη δράση την περίοδο της πανδημίας.
Πολύ περισσότερο η ιδεολογική, παραποιητική της
πραγματικότητας, λειτουργία της, μέσω αξιοποιήσεως του κλίματος φόβου και
κραδαίνουσα τη σπάθη των κυρώσεων, αποκτά έντονα αυταρχικά χαρακτηριστικά.
Πριν δε η αγωνία, η ανασφάλεια, ο φόβος για την εξέλιξη των προκληθεισών
ανατροπών κορυφωθεί μέσω των νέων κυμάτων της πανδημίας, εμφανίστηκε ως ο «από
μηχανής Θεός», αλλά και ως η «χρυσή ευκαιρία» για την ανάδειξη και ενίσχυση της
επιτακτικής ανάγκης της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, το βιβλίο των Schwab ‒
Malleret. Όπως, άλλωστε, ευνοήτως προβλέπεται στο επίμαχο βιβλίο, ιδιαιτέρως
επώδυνες και παρατεταμένες αναμένονται οι επιπτώσεις σε ασθενή οικονομικά,
πολλώ δε μάλλον ευρισκόμενα σε μια δυναμική προϊούσας υποβάθμισης (scheiternde
Staaten) κράτη.
Βεβαίως, ανεξαρτήτως της αμφισβήτησης του επαγγελλόμενου νέου
καπιταλιστικού παραδείγματος, είτε λόγω συγκάλυψης των πραγματικών του
κινήτρων, είτε λόγω δυσυπέρβλητων ή ανυπέρβλητων συγκυριακών δυσχερειών, η
διαδικασία μετάβασης είναι από τη φύση του πράγματος ένα εξόχως πολύπλοκο,
εύθραυστο και αβέβαιης έκβασης εγχείρημα. Πολλώ δε μάλλον όταν η μετάβαση
επιχειρείται από ένα ευρισκόμενο σε διαδικασία προϊούσας οικονομοπολιτικής,
κοινωνικής, γεωπολιτικής και δημογραφικής υποβάθμισης, κράτος,
Στη τροχιά αυτή θανάτου η οποία αν δεν αναχαιτιστεί έστω την
ύστατη ώρα θα καταστεί ανεπίστρεπτη, κινείται βεβαίως η, ευρισκόμενη υπό την
αυστηρή επιτήρηση των θεσμών και στη μέγγενη του περιβόητου, τελούντος
ουσιαστικά υπό μη ελληνική διοίκηση, Υπερταμείου και ασφυκτιώσα από ένα υπέρογκο,
μη διαχειρίσιμο δημόσιο χρέος, Ελλάδα.
Είναι ενδιαφέρον στη θέση αυτή να επισημανθεί ότι η πανδημία
έπληξε την Ελλάδα την ιδιαιτέρως κρίσιμη περίοδο κατά την οποίαν, επιχειρούσε
τα πρώτα «μεταμνημονιακά», όμως ασταθή και μετέωρα, βήματα οικονομικής
ανάκαμψης. Βεβαίως η αρχική διαχείριση του Covid-19, κατά το πρώτο κύμα, φάνηκε
μάλλον επιτυχής.
Χωρίς όμως να είναι
σαφές αν το αποτέλεσμα αυτό οφειλόταν στη λήψη των αυστηρών περιοριστικών
μέτρων ή σε συγκυριακούς, συνδεόμενους με τον ιό παράγοντες. Όμως κατά τα επόμενα
κύματα της πανδημίας, κυρίως κατά το τρίτο κύμα, η διαχείριση δεν υπήρξε απλώς
ανεπιτυχής αλλά πολύ περισσότερο αντιφατική, ανερμάτιστη και τοξική, με
αποτέλεσμα η κατάσταση να γίνεται ανεξέλεγκτη και τα αρνητικά ρεκόρ να
καταρρίπτονται το ένα μετά το άλλο. Έτσι το εντόνως αμφιλεγόμενο, δρακόντειο
και παρατεταμένο lockdown, σύμφωνα, άλλωστε, και με τη γνώμη μιας πλειάδας
ειδικών, αντί να περιορίσει την πανδημία, φαίνεται να συνέβαλε στην έξαρση της.
Έτσι η μετατροπή ενός ζητήματος «δημόσιας υγείας» σε ζήτημα «δημόσιας τάξης»,
οδηγεί σε πλήρες αδιέξοδο, μετατρέπουσα την αρχικώς επιδειχθείσα στις
κυβερνητικές και τεχνοκρατικές επιλογές εμπιστοσύνη, όχι απλώς σε δυσπιστία,
αλλά σε ανυποληψία.
Εξάλλου η, εμφανίζουσα τουλάχιστον αμηχανία, αν όχι διέγερση
του εμπεριεχόμενου στο DNA του νεοφιλελεύθερου αυταρχικού-κατασταλτικού
κράτους, επιλογή της «στρατηγικής της έντασης», είναι ευνόητο ότι πυροδοτεί
ευρύτερες κοινωνικές αγωνιστικές αντιδράσεις της καταταλαιπωρημένης κοινωνίας.
Μιας κοινωνίας, η οποία όμως φαίνεται να τελεί υπό καθεστώς
πολυεπίπεδης καταστολής: ενός ιδιότυπου μιθριδατισμού, ενός μείγματος
απογοήτευσης, απαισιοδοξίας, φόβου, παραίτησης, «παράδοσης» στη γοητεία της
εικονικής πραγματικότητας, αλλά και τηλεοπτικής τοξικότητας και αποχαύνωσης.
Ενδεικτική, άλλωστε, της «ποιότητας» της δημοκρατίας στην
Ελλάδα είναι η κατάταξή της, από το Economist Intelligence Unit, στην κατηγορία
των «ελαττωματικών δημοκρατιών», με ιδιαιτέρως κακή βαθμολογία (5.21 μονάδες)
στη λειτουργία της κυβέρνησης.
Σημειωτέον πάντως ότι η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη. Τούτο
δε καθώς η σχετική κατάταξη γίνεται με κριτήρια περισσότερο τυπικά παρά
πραγματολογικά, μη λαμβανομένων υπόψη της μεταδημοκρατικής διάβρωσης και της
πραγματικής σχέσης πολιτικής και αγορών, ιδίως δε της προαναφερθείσας
πολλαπλής, αυστηρής κηδεμονίας της χώρας, που φαίνεται να κινείται μεταξύ
«ευρωπαϊκού προτεκτοράτου», «αποικίας χρέους» και «τάφρου ή αναχώματος» του
«ευρωπαϊκού φρουρίου» αναχαίτισης των, εργαλειοποιούμενων από την Τουρκία,
«μεταναστευτικών ροών». Ενός φρουρίου, του οποίου την προστασία «παραδόξως»,
αλλά όχι και ανεξηγήτως, δεν δικαιούται να απολαύσει η ανήκουσα στον σκληρό
πυρήνα της ΕΕ Ελλάδα ούτε βεβαίως και η Κύπρος.
Είναι εμφανές ότι τόσο οι παρούσες συνθήκες όσο και οι
προδιαγραφόμενες, τουλάχιστον στο ορατό μέλλον, εξελίξεις δεν ευνοούν
οποιοδήποτε εγχείρημα μετάβασης στο ευαγγελιζόμενο από τους Schwab – Malleret
παράδειγμα ενός «κοινωνικού» καπιταλισμού.
Μόνο ένα θαύμα θα μπορούσε να θέσει σε κίνηση μια διαδικασία
«μεγάλης επανεκκίνησης» σε μια χώρα, όπου κυριαρχούν ή βρίσκονται σε εξέλιξη
φαινόμενα όπως, η ψηφιακή επαναφεουδαλοποίηση των εργασιακών σχέσεων, η
προϊούσα «πρεκαριοποίηση» της μεσαίας τάξης, η συντελούμενη γενοκτονία της
μικρομεσαίας επιχείρησης, και ο ελλοχεύον κίνδυνος μεγάλης συρρίκνωσης της
ιδιοκατοίκησης και το αέναο χρέος.
Έτσι η μόνη μετάβαση
που φαίνεται να βρίσκεται ante portas είναι εκείνη, όπως μας προανήγγειλε ο
γνωστός μας κ. Τόμσεν, που οδηγεί σε ένα νέο επαχθέστερο μνημόνιο. Υπό το
ζοφερό αυτό πρίσμα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί ο επιβληθείς στην Ελλάδα για
τη «σωτηρία» της από την Τρόικα ρόλος όχι μόνο ως οικονομικού αλλά και ευρύτερα
ως «κοινωνικού, πολιτικού, ιδεολογικού και ιστορικού πειραματόζωου ευρωπαϊκής
και όχι μόνο εμβέλειας». (Κ. Τσουκαλάς, «Ελλάδα της λήθης και της αλήθειας»,
2012, σ. 199 επ. και Τραυλού – Τζανετάτου, «Οικονομική κρίση και εργατικό
δίκαιο», 2013, 8 ΧΧΙΙ, 319 επ., 370).
Μάλιστα όπως έγινε εμφανέστερο μετά το 2015, ο ρόλος αυτός
φαίνεται να καταλαμβάνει και τα κρίσιμα πεδία της γεωπολιτικής, της οικολογίας
και της πολυπολιτισμικής πολιτικής (π.χ. μεταναστευτικό, θαλάσσιες ζώνες,
απολιγνιτοποίηση).
Σε πείσμα, ωστόσο, της δυστοπικής αυτής πραγματικότητας, η
κυβέρνηση, εμπνεόμενη από τον, κατά τα φαινόμενα, γοητευμένο από το βιβλίο των
Schwab ‒ Malleret, πρωθυπουργό, επιχειρεί, διεκδικώντας μάλιστα και την πρωτιά
στην ΕΕ, μια made in Greece «μεγάλη επανεκκίνηση». Πρόκειται για το
«μεγαλόπνοο» «Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας Ελλάδα 2.0», που
«φιλοδοξεί να συμβάλει στην αλλαγή παραδείγματος στην ελληνική οικονομία και
τους θεσμούς», με ιδιαίτερη έμφαση στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση.
Ωστόσο, ανεξαρτήτως από τις μεγαλόπνοες διακηρύξεις η επιρροή
του επίμαχου βιβλίου στο εν λόγω σχέδιο φαίνεται να περιορίζεται στους τίτλους
βασικών κεφαλαίων. Τούτο δε καθώς λείπει από το σχέδιο ο πρωταρχικός,
θεμελιακός, αξιολογικός του άξονας: η αποστασιοποίηση από τον
νεοφιλελευθερισμό.
Αυτό καθίσταται εμφανές από το γεγονός ότι ομολογείται με
αφοπλιστική ειλικρίνεια ότι το σχέδιο αυτό στηρίζεται στο περιβόητο,
νεοφιλελεύθερης κοπής, «Αναπτυξιακό Σχέδιο Πισσαρίδη», που κατατέθηκε προσφάτως
στη Βουλή.
Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι τυγχάνει της πλήρης υποστήριξης
του ΣΕΒ. Ενδεικτικές της κατεύθυνσης του επίμαχου σχεδίου είναι οι παρεμβάσεις
στον σχεδιασμό του πολύπαθου τομέα των εργασιακών σχέσεων, όπου, πέραν της
υποχρηματοδότησης, με το αναμενόμενο να κατατεθεί στη Βουλή σχέδιο νόμου του
υπουργείου Εργασίας, συνεχίζεται ο «απορρυθμιστικός οίστρος» και ο «ψηφιακός
εκσυγχρονισμός» που ήδη χαρακτήρισαν την κυβέρνηση από το 2019 (βλ. σχετικά
Τραυλού – Τζανετάτου, «Οι εργασιακές σχέσεις μετά την “έξοδο” από τα μνημόνια»,
Δρόμος της Αριστεράς, 24/11/2019).
Αντί λοιπόν για ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και της
προστασίας της εργασίας που «υπόσχεται» η «νέα κοινωνική συμφωνία», κατά τους
Schwab ‒ Malleret, επιχειρείται η περαιτέρω αποδιάρθρωση των όποιων
εναπομεινάντων στοιχείων προστασίας, ιδίως αναφορικά με τα κεφαλαιώδη ζητήματα
του χρόνου εργασίας και των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων (κριτικά, επίσης,
Καζάκος, Ημερησία, 10/4/2021).
Εκτός αν το «πειραματόζωον η Ελλάς», άθελα ή ηθελημένα, στο
πλαίσιο της πιλοτικής, σηματοδοτικής των μελλοντικών εξελίξεων, λειτουργίας
του, αποκαλύπτει ότι το «κοινωνικό πρόσωπο» της «μεγάλης επανεκκίνησης»
αποτελεί απλώς ένα παραπλανητικό «κοινωνικό προσωπείο»! Πάντως η δυναμική των
πραγμάτων, τόσο –και κυρίως– στην Ελλάδα όσο και γενικότερα, φαίνεται να
κινείται προς δυστοπική κατεύθυνση, με προεξάρχοντα στοιχεία το «ψηφιακό
πανοπτικό» και τον κρατικό, πατερναλιστικού τύπου, αυταρχισμό.
Ο καπιταλισμός σε σημείο καμπής
Σύμφωνα με τις
προηγηθείσες αναπτύξεις «η μεγάλη επανεκκίνηση», ο stakeholder καπιταλισμός και
η «νέα κοινωνική συμφωνία» που διακηρύσσουν και ευαγγελίζονται οι Schwab και
Malleret, πρέπει να αντιμετωπιστούν, να διαβαστούν και να αναλυθούν κριτικά
μεν, αλλά με τη δέουσα αντικειμενικότητα και νηφαλιότητα, χωρίς ιδεολογικές
παρωπίδες και δαιμονοποιήσεις, αλλά και χωρίς ψευδαισθήσεις και αυταπάτες.
Ωστόσο, όσο ουδετεροποιείται οικονομικοπολιτικά ο ρόλος της
τεχνοεπιστήμης στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, όσο υποτιμάται και
παραθεωρείται, συνειδητά ή ασύνειδα, η «στρατευμένη», υπηρετική των
καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής λειτουργία και αξιοποίησή της, η «μεγάλη
επανεκκίνηση» και το ευαγγελιζόμενο μετανεοφιλελεύθερο μοντέλο μιας,
προσαρμοσμένης στα προτάγματα και τις ανάγκες του ψηφιακού καπιταλισμού,
εκδοχής της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς», με δυσχερώς αποκρυπτόμενα τα
αυταρχικά-πατερναλιστικά στοιχεία, δεν παύουν από τη φύση των πραγμάτων να
συνιστούν μια ακόμη, προφανώς συγκυριακού και δοκιμαστικού, χαρακτήρα, μορφή
αναδιάρθρωσης και αναδίπλωσης του καπιταλισμού στη μακραίωνη, επιδεικνύουσα μια
τω όντι εντυπωσιακή ικανότητα επιβίωσης και αναπαραγωγής, πορεία του.
Ως εκ τούτου δεν μπορούν να υπερβούν τα σύμφυτα προς το
κυρίαρχο οικονομικοκοινωνικό σύστημα, πεπερασμένα όρια. Κρίσιμο, ωστόσο,
ζητούμενο παραμένει το αν και κατά πόσο το νέο επαγγελλόμενο από τους Schwab ‒
Malleret καπιταλιστικό παράδειγμα, εφόσον και όπου η εφαρμογή του καταστεί
δυνατή, θα ενισχύσει σύμφωνα με τις σχετικές διακηρύξεις την κοινωνική
δικαιοσύνη, την ανθρώπινη αξία και τα δημοκρατικά δικαιώματα ή αν θα εκτραπεί
σ’ ένα ολοκληρωτικό καθεστώς πατερναλιστικού παρεμβατισμού και γενικευμένης
επιτήρησης.
Οι ίδιοι άλλωστε οι συγγραφείς επισημαίνουν με αφοπλιστική
ειλικρίνεια ότι «σε κάθε περίπτωση στην μετακορωναϊκή εποχή η προσωπική υγεία
και η ευεξία του ανθρώπου θα έχουν μια πολύ μεγαλύτερη προτεραιότητα στην
κοινωνία. Εξαιτίας αυτού το ήδη απελευθερωθέν τζίνι της τεχνολογικής παρακολούθησης
δεν θα ξαναμπεί στο μπουκάλι».
Το γεγονός, τέλος, ότι ο Schwab δεν παύει να εκφράζει τον
θαυμασμό του αφενός μεν στα επιτεύγματα και τις «απεριόριστες δυνατότητες» της
τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης αφετέρου δε στην επιτυχή διαχείριση της
πανδημίας από την Κίνα, δηλαδή από ένα ολοκληρωτικό καθεστώς κρατικού
αυταρχικού καπιταλισμού, σε συνδυασμό με την υπογράμμιση της ανάγκης
δημιουργίας (ή επιστροφής;) ενός «ισχυρού κράτους», δημιουργούν έντονες
επιφυλάξεις, αν όχι για τα πραγματικά κίνητρα και τις επιδιώξεις, πάντως για
την αντικειμενικά προσδιοριζόμενη δυνατότητα πραγμάτωσης του διακηρυσσόμενου
«δημοκρατικού» και «ανθρωποκεντρικού» καπιταλιστικού παραδείγματος.
Δεν είναι έτσι τυχαίο ότι η γοητεία που ασκούν οι νέες
τεχνολογίες στον Schwab και η «προχωρημένη θέση» του έναντι της σχέσης ανθρώπου
και μηχανής έχει οδηγήσει ικανό μέρος της ασκούμενης κριτικής και των
επιφυλάξεων για τις πραγματικές στοχεύσεις του όλο αφηγήματος να τον κατατάσσει
στους θιασώτες μιας νέας ευγονικής, όπου οι Cyborgs θα αποτελούν το αρχέτυπο
του ευαγγελιζόμενου μετανθρωπισμού: της γενετικής μετάλλαξης του ανθρώπινου
είδους ως μιας «αναγκαίας και οιονεί αναπόδραστης» εξέλιξης προς μια
«ανθρωπομορφική» τελειοποίησή του.
Μια προοπτική που υπερβαίνει και το πιο ευφάνταστο δυστοπικό
σενάριο (Για την σχέση καπιταλισμού και μετανθρωπισμού, βλ. ενδεικτικά Zizek,
Wie ein Dieb bei Tageslicht: Macht im Zeitalter des posthumanen Kapitalismus,
2019).
Στην κρίσιμη αυτή καμπή της πορείας του καπιταλισμού αλλά και
της ανθρωπότητας γενικότερα, με χαίνουσες τις ήδη προ Covid-19 προκληθείσες από
την επέλαση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και επιδεινωθείσες από τη
διαχείρισή του ιού οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, υγειονομικές και
περιβαλλοντικές πληγές, οι οποθενδήποτε προερχόμενες αντιδράσεις και κριτικές
κατά της προαναφερθείσας εκδοχής του καπιταλισμού, ακόμα και εκείνες που, καθώς
περιορίζονται στη βελτίωση και όχι στην ανατροπή του, που είναι η μόνη
πραγματική εναλλακτική ριζοσπαστική λύση, είναι ευπρόσδεκτες.
Εντούτοις οι επίμαχες διακηρύξεις, ανεξαρτήτως ειλικρινών ή
προσχηματικών κινήτρων, δεν φαίνονται υλοποιήσιμες, τουλάχιστον τώρα ή στο
εγγύς και ορατό μέλλον.
Παρά τα αδιέξοδα που κατέδειξε η πανδημία και την όξυνση τους,
οι διαγραφόμενες τάσεις και προοπτικές με κινητήρια δύναμη την τέταρτη
βιομηχανική επανάσταση, δεν φαίνεται να είναι ευεπίφορες σε
κοινωνικοδημοκρατικές αναδιπλώσεις και υποχωρήσεις.
Αντιθέτως, κυριαρχούμενες από το «ένστικτο της συστημικής
αυτοσυντήρησης και αναπαραγωγής», παρά τον όποιο περιορισμό των νεοφιλελεύθερων
ακροτήτων, τείνουν σε περαιτέρω αυταρχικοποίηση με πιθανή, αν όχι βέβαιη, την
ενίσχυση του κρατικού, οικονομικού και κοινωνικού, πατερναλιστικού
παρεμβατισμού.
Έτσι, η μάχη τόσο κατά της βαρειά τραυματισμένης, αλλά
αντιστεκόμενης σθεναρά, νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης όσο και κατά των
όποιων πρακτικών, εμφανούς ή αφανούς, κοινωνικού ελέγχου και αστυνόμευσης,
πρέπει να είναι συνεχής και αποφασιστική. Βεβαίως χωρίς να ξεθωριάζει στον
«ορίζοντα του κόσμου» το όραμα του ιστορικού novum, που δεν μπορεί να είναι
άλλο από την ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, χωρίς να σβήνει η φλόγα
της ελπίδας ότι το απαιτούμενο για την ανατροπή αυτή κοινωνικό υποκείμενο
τελικά θα αναδυθεί, θα συγκροτηθεί και θα αναλάβει τον ιστορικό του ρόλο.
Ωστόσο, επειδή οι καιροί ου μενετοί, η όποια βελτίωση, προϊόν είτε εκούσιων
τακτικής μορφής παραχωρήσεων είτε αγωνιστικών διεκδικήσεων, των σχέσεων
κεφαλαίου και εργασίας, καπιταλισμού και δημοκρατίας, παρά τον έωλο, συγκυριακό
και θνησιγενή χαρακτήρα της δεν πρέπει να υποτιμηθεί.
Ακόμα δε και αν θεωρηθεί, ίσως όχι αδικαιολογήτως, ως
«δούρειος ίππος» του συστήματος που παραποιεί και αποδυναμώνει ιδεολογικά και
πολιτικά το αίτημα για ριζοσπαστική αλλαγή, δεν πρέπει να υποτιμηθεί, «πολλώ δε
μάλλον» να απαξιωθεί. Αντιθέτως, στο βαθμό που ενισχύει τη θέση της εργασίας
και της κοινωνίας έναντι του κεφαλαίου και των αγορών, πρέπει να λειτουργήσει
ως εφαλτήριο για την ενδυνάμωση της κοινωνικοπολιτικής και νομικής δράσης και
την προώθηση των θέσεων μάχης της «φάλαγγας της προόδου» στο «μέτωπο του
κόσμου» (Ε. Bloch).
Και θα έρθει η στιγμή που τα λόγια του ποιητή της Ελλάδας και
του κόσμου θα πάρουν σάρκα και οστά: «Και τον πρώτο λόγο του ο στερνός των
ανθρώπων θα πει, ν’ αψηλώσουν τα χόρτα, η γυναίκα στο πλάι του σαν αχτίδα του
ήλιου να βγει. Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα την πλαγιάσει πάνου στα
χόρτα καθώς που ετάχθη. Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε
γενεές στους αιώνες των αιώνων!». Οδυσσέας Ελύτης, «Άξιον Εστί, Προφητικόν»,
1959.
* Ο Δημήτρης Α. Τραυλός – Τζανετάτος είναι
συγγραφέας του βιβλίου «Το εργατικό δίκαιο στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση»
που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σάκκουλα
ΠΗΓΗ : Δρόμος της
Αριστεράς, Σάββατο 17 Απριλίου 2021