Στις 13 Δεκεμβρίου του 1943 δυνάμεις της «Βέρμαχτ» σκότωσαν
σχεδόν όλους τους άρρενες κατοίκους των Καλαβρύτων, σε αντίποινα για την
εκτέλεση αιχμαλώτων Γερμανών στρατιωτών από τον ΕΛΑΣ, διαπράττοντας ένα από τα
μεγαλύτερα εγκλήματα της Ναζιστικής Γερμανίας κατά τη διάρκεια του Β’
Παγκοσμίου Πολέμου.
Το τελευταίο ιδίως έτος της Κατοχής είχαν αυξηθεί δραματικά οι
ακρότητες των κατακτητών, καθώς η κυριαρχία τους βρισκόταν υπό διαρκή
αμφισβήτηση από την ελληνική αντίσταση και οι δυνάμεις τους δεν επαρκούσαν για
να ελέγχουν τη χώρα. Η τύχη των Καλαβρύτων φαίνεται να προδιαγράφηκε μετά την
ήττα των Γερμανών από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στη Μάχη της Κερπινής (20 Οκτωβρίου
1943), κατά την οποία σκοτώθηκαν δεκάδες Γερμανοί στρατιώτες και
αιχμαλωτίστηκαν 78.
Τότε τέθηκε σε εφαρμογή από το γερμανικό στρατηγείο η
«Επιχείρηση Καλάβρυτα» («Unternehmen Kalavryta»), με αντικειμενικό στόχο την
περικύκλωση των ανταρτών στην ορεινή περιοχή των Καλαβρύτων και την εξόντωσή
τους. Την εκτέλεση της αποστολής ανέλαβαν μονάδες της 117ης Μεραρχίας Κυνηγών,
που έδρευε στην Πελοπόννησο και είχε επικεφαλής τον υποστράτηγο Καρλ φον Λε Ζουίρ
(1898-1954).
Ο Γερμανός στρατηγός με τις αριστοκρατικές ρίζες, έχοντας
πληροφορηθεί την εκτέλεση των 78 γερμανών αιχμαλώτων από τους αντάρτες, διέταξε
τους άνδρες του να μην διστάσουν να λάβουν τα πιο σκληρά αντίποινα εναντίον του
άμαχου πληθυσμού της περιοχής. Ήταν, άλλωστε, πρακτική των αρχών κατοχής να
εκτελούν για κάθε σκοτωμένο Γερμανό στρατιωτικό πολλαπλάσιους Έλληνες αμάχους.
Η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» ξεκίνησε στις 4 Δεκεμβρίου, όταν οι
γερμανικές δυνάμεις άρχισαν να συρρέουν στην ευρύτερη περιοχή των Καλαβρύτων
από την Πάτρα, το Αίγιο, τον Πύργο και την Τρίπολη. Στο διάβα τους έκαιγαν
χωριά και μοναστήρια (Μέγα Σπήλαιο και Αγία Λαύρα) και σκότωναν άοπλους πολίτες
και μοναχούς. [...]
[---->]