του Ν.Προγούλη
Υποστηρίξαμε κι αλλού ότι οι υποτιθέμενες “οικολογικές
ανησυχίες” και οι λύσεις της “πράσινης ανάπτυξης” συνήθως έχουν να κάνουν με
business και όχι με το περιβάλλον. Όταν μάλιστα τα μέτρα και οι δράσεις
συνδυάζονται (ή καλύτερα επαφίενται) στις “δυνάμεις της αγοράς” τα αποτελέσματα
είναι τόσο παραμορφωμένα που δυσκολεύεται να τα πιστέψει κανείς.
Για να μη μιλάμε θεωρητικά, ας δούμε μια συγκεκριμένη
περίπτωση που την αναδεικνύει ένα ντοκυμαντέρ του Γερμανικού κρατικού WDR (το
link στο τέλος).
Στη Γερμανία, όπως και παντού, η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος
ανεβαίνει διαρκώς. Ο πολιτισμός μας είναι τόσο εξαρτημένος από το ηλεκτρικό
ρεύμα που σχεδόν οποιαδήποτε αύξηση της τιμής θα γίνει αποδεκτή. Ναι, αλλά
επειδή η mainstream οικολογική σταυροφορία μας έχει εξηγήσει ότι το περισσότερο
ρεύμα παράγεται ακόμη από “βρώμικες” μονάδες, κι εμείς σαν ευσυνείδητοι
καταναλωτές πρέπει να έχουμε ενοχές που συμμετέχουμε σε αυτή την καταστροφή,
κάποιες εταιρείες εμπορίας ρεύματος στη Γερμανία είδαν ότι εδώ ανοίγεται μια
νέα αγορά και προσφέρουν ένα ιδιαίτερο προϊόν:
ο καταναλωτής μπορεί να επιλέξει να πληρώσει κάτι παραπάνω στο
λογαριασμό του και να είναι ήσυχος ότι το σπίτι ή η επιχείρησή του θα
τροφοδοτηθεί με 100% οικολογικό ρεύμα. Άρα, ό,τι κι αν κάνουν οι άλλοι, ο
συνειδητοποιημένος καταναλωτής δεν συμμετέχει στο περιβαλλοντικό έγκλημα που
συντελείται και κάνει κάτι καλό για τον εαυτό του, την οικογένεια του και τους
συμπολίτες του.
Πώς όμως ξέρει ότι το ρεύμα όντως παράγεται με 100% οικολογικό
τρόπο; Η εταιρεία τον διαβεβαιώνει έγγραφα ότι πρόκειται για ρεύμα που έχει
παραχθεί στη Νορβηγία από υδροηλεκτρικές μονάδες. Παρεμπιπτόντως, στη Νορβηγία
οι υδροηλεκτρικές μονάδες παράγουν το 95% του συνολικά παραγόμενου ρεύματος σε
αυτή τη χώρα.
Όμως υπάρχει ένα σκοτεινό σημείο που δεν αναφέρεται πουθενά:
Δεν υπάρχει αγωγός που να συνδέει τη Νορβηγία με τη Γερμανία, οπότε, πώς μπορεί
να καταναλώνει κανείς “οικολογικό νορβηγικό ρεύμα”;
Λοιπόν: Η νορβηγική εταιρεία καθώς παράγει ρεύμα, εκδίδει κι
ένα πιστοποιητικό, που λέγεται “Guarantee of Origin” (GoO ή GO), και
προβλέπεται από το άρθρο 15 της Ευρωπαϊκής οδηγίας 2009/28/EC. Το GoO
χαρακτηρίζει και πιστοποιεί την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από
ανανεώσιμες πηγές. Κάθε “μονάδα” GoO αντιστοιχεί σε μία Mwh και, (εδώ είναι το
ενδιαφέρον) μπορεί να πουληθεί!
Η γερμανική εμπορική εταιρεία, απλώς αγοράζει το GoO και στη
συνέχεια το χρεώνει στον πελάτη της, κρατώντας φυσικά κάτι και για το ταμείο
της. Με άλλα λόγια, το μόνο που μεταφέρεται μεταξύ Νορβηγίας και Γερμανίας
είναι το πιστοποιητικό και όχι το ρεύμα, το οποίο, φυσικά, πέφτει στο δίκτυο
μαζί με το ρεύμα από τις θερμοηλεκτρικές ή τις πυρηνικές μονάδες, κλπ, όλα αυτά
δεν μπορούν να διαχωριστούν.
Σε σχεδόν… μεταφυσικό επίπεδο, επειδή υπάρχει σύνδεση
Νορβηγίας – Δανίας, Δανίας – Ολλανδίας και Ολλανδίας – Γερμανίας, θα μπορούσε
κάποια ηλεκτρόνια (αν έτσι φανταστούμε το ρεύμα), να φτάνουν από τη Νορβηγία
στο σπίτι του οικολόγου καταναλωτή, πάντως, όχι περισσότερα από όσα φτάνουν
στον γείτονά του που δεν έχει τέτοιες ανησυχίες και σε κάθε περίπτωση το μείγμα
“καθαρών” και “βρώμικων” ηλεκτρονίων είναι για όλους το ίδιο.
Άρα, τι είναι επί της ουσίας και πώς λειτουργεί το GoO;
Ως αξία, είναι ένας τίτλος που κυκλοφορεί από χέρι σε χέρι
καθώς αγοράζεται και πουλιέται, ένα είδος χρήματος ειδικού σκοπού, που
εκδίδεται (δημιουργείται) τη στιγμή που παράγεται οικολογικό ρεύμα, και
αποσύρεται από την κυκλοφορία όταν η αντίστοιχη ποσότητα ενέργειας
καταναλώνεται. Η τιμή του εξαρτάται σε τελική ανάλυση από το πόσο είναι
διατεθειμένος να πληρώσει ο καταναλωτής.
Από ψυχολογική άποψη (του καταναλωτή), η λειτουργία του δεν
διαφέρει από εκείνη που είχαν τα συγχωροχάρτια της παπικής εκκλησίας. Ο πιστός
του 16ου αιώνα ό,τι κακό κι αν συνέβαινε γύρω του ή είχε κάνει ο ίδιος στη
διάρκεια της αμαρτωλής ζωής του, μπορούσε να σώσει την ατομική του ψυχή
αγοράζοντας ένα πιστοποιητικό. Το ίδιο κάνει και ο καταναλωτής της πράσινης
ενέργειας. Δεν πάει να βρωμίζουν οι άλλοι, αυτός βασίζεται στο πιστοποιητικό
που του έδειξαν, άρα ο ίδιος δεν ρυπαίνει και δεν έχει λόγο να περιορίσει την
κατανάλωσή του.
Πάμε τώρα στο πως υποτίθεται ότι λειτουργεί το GoO μέσω των
“δυνάμεων της αγοράς”. Επί της ουσίας είναι μια πρόσθετη επιδότηση που
εισπράττουν οι παραγωγοί πράσινης ενέργειας. Το μόνο που λέει το GoO στον
καταναλωτή που το πληρώνει είναι ότι “κάπου στον κόσμο” παράγεται πράσινη
ενέργεια, κι αυτός, ακόμη κι όταν δεν είναι τελείως αφελής, (να νομίζει ότι
καταναλώνει “οικολογικό ρεύμα”) ελπίζει τουλάχιστον ότι με την οικειοθελή
επιδότησή του χρηματοδοτεί την κατασκευή κι άλλων τέτοιων μονάδων κάπου στη
γειτονιά του. Όμως, η γειτονιά του, η Γερμανία στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν
έχει τη γεωγραφική μορφολογία της Νορβηγίας ώστε να γεμίσει υδροηλεκτρικά, οι
δε ανεμογεννήτριες, (αυτές κατά καιρούς επιδοτούνται) παράγουν περιοδικά και
ακανόνιστα ρεύμα που δεν μπορεί ούτε να αξιοποιηθεί ούτε, φυσικά, να
αντικαταστήσει τις θερμοηλεκτρικές μονάδες.
Η μεταφορά της λογικής της παγκοσμιοποιημένης χρηματιστικής
οικονομίας των τίτλων στο πεδίο της “οικολογίας” από τη μια πλευρά σκόπιμα
παραπλανά συγχέοντας το πραγματικό με το συμβολικό, από την άλλη δημιουργεί ένα
El Dorado για new business αμφίβολης αποτελεσματικότητας που όμως εγγυούνται
κέρδη και “ανάπτυξη”.
Έτσι, το υλικό συμφέρον κάποιων αιτιολογείται ως αξιακό
πρόταγμα κάποιων άλλων και νομίζω ότι αυτό είναι το πραγματικό “δια ταύτα” όλης
της σχετικής οικολογικής εκστρατείας από τα mainstream ΜΜΕ.