Χτες, περάσαμε τυχαία μπροστά από ένα κτήριο όπου στην αυλή
του είχε δεκάδες νεαρούς άντρες να κάθονται. Άλλοι ήταν ξαπλωμένοι, άλλη έπιναν
τσάι, άλλοι συζητούσαν. Ντυμένοι με φθαρμένα ρούχα, εμφανώς ταλαιπωρημένοι και
με άδειο βλέμμα. Ήταν ένα κέντρο επιστροφής μεταναστών και, ενώ δεν ασχολούμαι
με τη μετανάστευση, ζήτησα να πάμε να
τους μιλήσουμε. Ήθελα απλώς να τους ακούσω. Ήταν όλοι από το Μάλι και μόλις
είχαν επαναπροωθηθεί στη χώρα. Μετά από 5 γλυκόπικρα χρόνια εργασίας στη
μεταναστευτική κρίση στην Ελλάδα, και μια δεκαετία δουλειάς με εσωτερικά
εκτοπισμένους ανθρώπους στην Αφρική κ την Ν Ασία , δεν μπορώ να αδιαφορήσω όταν βλέπω μετανάστες.
Καθίσαμε κάτω από ένα δέντρο, οι περισσότεροι μιλούσαν
γαλλικά, και όσοι δεν μιλούσαν ο συνάδελφος μου
διατελούσε χρέη διερμηνέα από τα bambara. Μας πρόσφεραν τσάι, παρόλο που
ήξερα ότι δεν είχαν τίποτα, και ντράπηκα όταν αρνήθηκα.
Υπάρχει κάτι αντιφατικό όταν ακούς ιστορίες μετανάστευσης. Συνυπάρχει η απελπισία και η
ελπίδα, η παραίτηση και η επιμονή. Είναι απίστευτα αυτά που ακούς κάθε φορά,
και όμως οι άνθρωποι στα διηγούνται με τέτοια ηρεμία κ στωικότητα που καμιά
φορά αναρωτιέσαι αν είναι αλήθεια. Και όμως είναι αλήθεια και είναι τόσο ίδιες
αυτές οι ιστορίες από τη μια άκρη της γης μέχρι την άλλη ώστε να
συνειδητοποιείς κάθε φορά ότι η ανθρώπινη απελπισία, η ελπίδα αλλά και η εκμετάλλευση των αδυνάτων είναι ενσωματωμένη
στην ανθρώπινη φύση, όποιο χρώμα και να έχεις.
Οι νεαροί που ήρθαν να μιλήσουν, το πρώτο πράγμα που μου είπαν
ήταν ότι θέλουν να πουν την ιστορία τους. Θέλουν να βγάλουν από μέσα τους όσα
έζησαν, να μοιραστούν τα τραύματα τους, μήπως έτσι βρουν και κάποιο νόημα στον
τόσο πόνο. Ξέρω ότι δεν έχω να προσφέρω τίποτα άλλο εκτός από την διάθεση μου
να τους ακούσω και τους το είπα. Όλοι νέοι, μεταξύ 18 και 22. Ιστορίες
πανομοιότυπες. Η χαζή ερώτηση μου γιατί φύγατε; Δεν ξέρατε ότι δεν θα βρείτε
κάτι; Γιατί εδώ έχουμε λιγότερα από το τίποτα, μου είπαν. Γιατί δεν έχουμε
δουλειά πουθενά και δεν μπορούμε ούτε σχολείο να στείλουμε τα αδέρφια μας.
Γιατί έχουμε όνειρα που εδώ πεθαίνουν μαζί μας κάθε μέρα.
Και έτσι δούλευαν 3 χρόνια να μαζέψουν χρήματα. Πλήρωσαν ένα
φορτηγό (οι τιμές είναι από 50 μέχρι 100 ευρώ, που για τους ανθρώπους εδώ είναι
μεγάλα ποσά) να τους πάει από το Μάλι στο Νίγηρα. Σε κάθε πόλη κάποιος άλλος
διακινητής τους έβαζε σε κάποιο άλλο φορτηγό και ταξίδευαν στην έρημο. Τα
ισλαμικά γκρουπ ελέγχουν την διακίνηση και τους αφήνουν να περνάνε. 2 μέρες σε
φορτηγό χωρίς νερό, στοιβαγμένοι μέχρι την Αλγερία. Μόλις φτάνουν εκεί το
φορτηγό τους ξεφορτώνει σαν τα ζώα και ο διακινητής εξαφανίζεται. Κάποιοι έχουν
σκοπό να μείνουν στην Αλγερία, άλλοι να φύγουν για την Ιταλία. Ο Σ. έμεινε στην
Αλγερία 3 χρόνια. Έβγαλε χρήματα τα οποία έστελνε στον αδελφό του να τα
επενδύσει. Ο αδερφός του όμως του τα πήρε όλα και εξαφανίστηκε. Τρία χρόνια
σκληρής δουλειάς κ έμεινε χωρίς τίποτα. Επέστρεψε στην Αλγερία παράνομα κ
ξεκίνησε πάλι από το μηδέν. Ο Α είχε ένα μικρό κιόσκι με ρούχα στη Μπαμακό. Όταν αρρώστησε η μητέρα
του πούλησε τα πάντα να την κάνει καλά. Βρέθηκε στο δρόμο. Μόνη λύση να φύγει
για την Αλγερία. Ο Τ ονειρεύεται να γίνει ποδοσφαιριστής. Παράλληλα δούλευε ως
εργάτης και συντηρούσε τα αδέρφια του. Τα χρήματα μόλις έφταναν για φαγητό, τα
όνειρα για το ποδόσφαιρο χάνονταν στη σκόνη της Μπαμακό. Έτσι αποφάσισε να πάει στην Ιταλία, να βρει δουλειά κ ποιος
ξέρει ίσως τα κατάφερνε να γίνει κ ποδοσφαιριστης. Στην Αλγερία τους περίμενε η
ανέχεια. Δούλευαν μέρα νύχτα παράνομα, στο έλεος των αφεντικών, της αστυνομίας και του ρατσισμού. Μια νύχτα
οι αρχές έκαναν έφοδο στα καταλύματα τους, τους συνέλαβαν, τους πήραν το
διαβατήριο, όσα χρήματα είχαν, ακόμα και τα παπούτσια που φορούσαν, τους
στοίβαξαν σε ένα φορτηγό μαζί με άλλους
και τους πήγαν στα σύνορα με το Νίγηρα. Εκεί απλά τους πέταξαν στην
έρημο κ έφυγαν. Περπάτησαν, κάποιοι ξυπόλητοι, 30χλμ στην έρημο μέχρι την πρώτη
πόλη του Νίγηρα. Άντρες, γυναίκες και παιδιά. Μου είπαν ότι τα δικά τους βάσανα
δεν ήταν τίποτα μπροστά σε όσα έπαθαν οι γυναίκες. Καμία δεν επιστρέφει χωρίς να έχει βιαστεί σχεδόν
από όλους τους φύλακες και τους διακινητές.
Από το Νίγηρα, επιστρέφονται στο Μάλι και από εκεί αφήνονται
στην τύχη τους.
Και τώρα; ρώτησα πάλι βλακωδώς. Τώρα τίποτα, απάντησαν όλοι.
Θα ξαναφύγουν. Το ξέρω, το βλέπω στα μάτια τους. Και ποια είμαι εγώ να τους
κάνω κήρυγμα και να τους πω να μείνουν; Τα βάσανα τους για μένα είναι μια
διήγηση κ μια ανάρτηση στο ΦΒ, για εκείνους όμως είναι όλη τους η ζωή. Και εγώ
θα φύγω και θα γράφω εδώ τις ιστορίες μου, οι πολιτικοί θα αρνούνται το
πρόβλημα, οι οργανώσεις θα σβήνουν εστίες και όχι τη φωτιά και ο κόσμος θα
προχωρεί με φωτιά, ατσάλι και δάκρυα.
Τους είπα απλά καλή τύχη.
Θα τη χρειαστούν.