Η Ευρωπαϊκή Ένωση τις κρατούσε κρυμμένες επί μήνες, αρνούμενη αρχικά να τις δημοσιεύσει και στη συνέχεια κάλυψε τα ευαίσθητα δεδομένα με σειρά
παραλείψεων. Σήμερα, δημοσιεύουμε και τις συμβάσεις για την αγορά εμβολίων κατά
του Covid που υπογράψαν στα τέλη του 2020 οι Βρυξέλλες με την Pfizer και τη
Moderna. Αυτές είναι οι συμφωνίες με τις οποίες η Ευρώπη κατέβαλε προκαταβολικά
700 εκατομμυρίων ευρώ στην Pfizer και
318 εκατομμύρια στη Moderna, για την αγορά 200 και 80 εκατομμυρίων δόσεων
αντίστοιχα.
Οι συμβάσεις σε PDF:
Pfizer Biontech και Moderna
Οι συμβάσεις αποκαλύπτουν ενδιαφέρουσες νέες λεπτομέρειες. Για
παράδειγμα, η τιμή του εμβολίου Pfizer. Το ποσό των 15,50 ανά δόση για το εμβόλιο
Pfizer-Biontech για το οποίο γίνεται συζήτηση εδώ και μήνες δεν είναι ακριβές: πρόκειται
μόνο για το μέσο όρο μεταξύ δύο διαφορετικών τιμών που συμφωνήθηκαν με τη
φαρμακευτική εταιρεία. Στην πραγματικότητα, η εταιρεία πούλησε το εμβόλιό της για 17,50 € για τις πρώτες 100 εκατομμύρια
δόσεις και 13,50 € για 100 έως 200 εκατομμύρια δόσεις. Αλλά τότε η τιμή αυξάνεται:
για όλες τις περαιτέρω παραγγελίες που πραγματοποιούνται εντός 3 μηνών από την
άδεια που χορήγησε ο Ema (επομένως έως τις 21 Μαρτίου), η τιμή ανέρχεται στα
15,50 € ανά δόση. Μετά, πάλι στα 17,50 ευρώ. Και η τιμή φαίνεται ότι θα αυξηθεί
ξανά στο μέλλον. Προς το παρόν, ωστόσο, η Moderna είναι το πιο ακριβό εμβόλιο
στην αγορά: 18,80 ανά δόση.
Οι συμβάσεις επιβεβαιώνουν επίσης ότι, σε περίπτωση βλάβης από
παρενέργειες, τα ίδια τα κράτη θα είναι αυτά που θα αποζημιώσουν σχεδόν αποκλειστικά τους
παθόντες. Η συζήτηση για τις παραχωρήσεις που έχουν γίνει στις φαρμακευτικές
εταιρείες αναφορικά με τον τομέα της αστικής ευθύνης, κρατούν εδώ και μήνες σε
ολόκληρη την Ευρώπη. Ωστόσο, στο κείμενο επαναλαμβάνεται ότι η χρήση των εμβολίων «λαμβάνει
χώρα σε συνθήκες επιδημίας και η διαχείριση των προϊόντων θα γίνεται υπό την
αποκλειστική ευθύνη των κρατών μελών». Οι φαρμακευτικές εταιρείες ευθύνονται
μόνο για περιπτώσεις σκόπιμης συμπεριφοράς ή αποδεδειγμένης παραβίασης των ορθών
πρακτικών παρασκευής (Good manifacturing practice, καλές πρακτικές παρασκευής
με τις οποίες οφείλουν να συμμορφώνονται όλες οι εταιρείες). Από την άλλη,όμως,τα διπλώματα
ευρεσιτεχνίας, παραμένουν σε ιδιωτικά χέρια, αν και το δημόσιο ήταν αυτό που τα χρηματοδότησε.
Όπως είδαμε και στην περίπτωση της Astrazeneca, οι συμφωνίες
φαίνεται να προστατεύουν τις μεγάλες πολυεθνικές του φαρμάκου από τυχόν
καθυστερήσεις στις παραδόσεις, γεγονός που συνέβη τις τελευταίες εβδομάδες.
Συγκεκριμένα, στη σύμβαση της Pfizer έχει συμπεριληφθεί ρήτρα, σύμφωνα με την
οποία, εάν η άδεια από τον Ema φτάσει έως τις 15 Αυγούστου 2021 (όπως και συνέβη),
αλλά η παραγωγή της εταιρείας δεν επαρκεί για να ικανοποιήσει τις αναμενόμενες
παραγγελίες, τότε, η τελευταία δεσμεύεται απλώς να επανεξετάσει το πρόγραμμα
παράδοσης επί τη βάση κάποιων απροσδιόριστων «ορθών και δίκαιων αρχών» Για τη
Moderna, ωστόσο, οι όροι φαίνονται ελαφρώς πιο αυστηροί. Στη σύμβαση αναφέρεται,
ότι αν η παράδοση καθυστερήσει περισσότερο από 90 ημέρες, τότε τα κράτη μπορούν
να ακυρώσουν την παραγγελία.
Να σημειωθεί ,ότι στα παραρτήματα
της σύμβασης της Moderna υπάρχει και μια δήλωση σχετικά με το κόστος έναρξης
της παραγωγής: από 85 εκατομμύρια δολάρια για πρώτες ύλες έως 173 εκατομμύρια
δολάρια σε επενδύσεις σε έργα, κυρίως στο εργοστάσιο της Lonza στην Ελβετία. Η
εκτίμηση κόστους ήταν μία από τις προϋποθέσεις για να δικαιολογηθούν οι μεγάλες
προκαταβολές που αναγνώρισε η Επιτροπή. Ωστόσο, το ίδιο δεν συμβαίνει στη
συμφωνία με την Pfizer.
................................
Για την σύμβαση Ε.Ε.- Astrazeneca γράφαμε στις 18/2/2021
Η σύμβαση με την Astrazeneca σε PDF
Μέχρι τον Ιανουάριο, ίσχυε ακόμα ένα αδιαπέραστο απόρρητο στη
σύμβαση Ε.Ε.- Astrazeneca , η πρώτη που
υπέγραψε η ΕΕ, παρά τα αιτήματα για διαφάνεια από πολλούς ευρωπαίους βουλευτές,
τα μμε και τις ενώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Μόνο μετά τη σύγκρουση μεταξύ
της Επιτροπής και της φαρμακευτικής εταιρείας, λόγω της μείωσης των συμφωνηθέντων
δόσεων, η ΕΕ δημοσίευσε τη σύμβαση, με πολλές παραλείψεις. Χάρη σε αυτό το
έγγραφο, επομένως, είναι επιτέλους δυνατό να αποσαφηνιστεί ένα πολύ ακριβό
συμβόλαιο (870 εκατομμύρια ευρώ για 300 εκατομμύρια δόσεις) που βρίσκεται στο
επίκεντρο της ευρωπαϊκής στρατηγικής για τον εμβολιασμό κατά του κορονοϊού. Το
συμβόλαιο βασίζεται στη στρατηγική ελαχιστοποίησης του κινδύνου για τις φαρμακευτικές
εταιρείες.
Ποιος πληρώνει;
Η κατανομή του κόστους μεταξύ της ΕΕ και των κρατών μελών
προκύπτει από την αποκάλυψη των παραλείψεων. Οι Βρυξέλλες πληρώνουν 336
εκατομμύρια ευρώ για τα βασικά έξοδα, τα οποία - σύμφωνα με τη σύμβαση - εξοφλήθηκαν
σε δύο δόσεις, ακόμη και πριν από την παράδοση των πρώτων δόσεων. Αντίθετα, τα
κράτη συνεισφέρουν περίπου 534 εκατομμύρια, τα οποία καταβάλλονται κατά την
παράδοση. Το ποσόν πρέπει να καλύπτει, όπως προκύπτει από τις παραλείψεις, όλα
τα έξοδα ανάπτυξης, από την εργασία και τις πρώτες ύλες έως το κόστος της
έρευνας, την υποβολή του φακέλου στον EMA και εκείνα της φαρμακοεπαγρύπνησης,
μέχρι να καλυφθούν τα έξοδα ανάπτυξης και διαχείρισης.
Σε περίπτωση αύξησης του αναμενόμενου
κόστους μέχρι 20%, η τιμή αυξάνεται αυτόματα. Σε περίπτωση χαμηλότερου από το
αναμενόμενο κόστος, μια ad hoc επιτροπή, αποτελούμενη από εκπροσώπους της ΕΕ
και της φαρμακευτικής εταιρείας, θα αξιολογήσει την αποζημίωση. Η τιμή ανά δόση, λοιπόν, επιβαρύνει την ΕΕ 1,12 ευρώ, και τα
κράτη μέλη 1,78. Πρόκειται για τιμή "χωρίς κέρδος", αλλά ισχύει μόνο
μέχρι τον Ιούλιο του 2021. Από τον Ιούλιο του 2021 και μετά, η φαρμακευτική
εταιρεία θα μπορεί να αλλάξει από μόνη της τις τιμές, εκτός «κατά τη γνώμη της»
θεωρήσει ότι η πανδημία δεν έχει
τελειώσει.
Παραδόσεις
Το συμβόλαιο, που υπεγράφη τον περασμένο Αύγουστο, προέβλεπε
την παράδοση των πρώτων δόσεων (μεταξύ 30 και 80 εκατομμυρίων) ήδη από το τέλος
του 2020. Προθεσμία που δεν τήρησε λόγω της παράτασης της έγκρισης από τον EMA.
Το αρχικό πρόγραμμα περιλάμβανε την παράδοση 40 εκατομμύρια δόσεις τον
Ιανουάριο, 30 τον Φεβρουάριο, 20 τον Μάρτιο, 80 τον Απρίλιο, 40 τον Μάιο και
τέλος 60 εκατομμύρια δόσεις τον Ιούνιο. Η συνολική παράδοση 300 εκατομμυρίων
δόσεων θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί εντός των πρώτων 6 μηνών του έτους. Μετά
την ανακοίνωση για μείωση των παραδόσεων, ο στόχος αυτός θα είναι αδύνατο να
επιτευχθεί εντός του καθορισμένου χρονικού πλαισίου. Η σύμβαση δεν προβλέπει
αυτόματες κυρώσεις για καθυστερήσεις παραδόσεις. Σε περίπτωση μη παράδοσης, η
ΕΕ μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση.
Αποζημιώσεις
Ολο το βάρος αποζημίωσης σε περίπτωση παρενεργειών
μεταφέρεται στα κράτη μέλη, εκτός κι αν η
βλάβη οφείλεται σε ελαττωματικό εμβόλιο λόγω
μη συμμόρφωσης της Astrazeneca με τις τρέχουσες ορθές πρακτικές παρασκευής ή
τους κανονισμούς φαρμακοεπαγρύπνησης.
[---->]
Εντωμεταξύ παραιτήθηκε
ο Francesco Zambon, επικεφαλής των ερευνητών του ΠΟΥ , συντάκτης
, με δέκα ακόμα συνάδελφους του από όλη την Ευρώπη, επικριτικής έκθεσης σχετικά
με τη διαχείριση του πρώτου κύματος Covid-19 από
την ιταλική κυβέρνηση. Η έκθεση είχε τίτλο «Μια πρωτοφανής πρόκληση: Η πρώτη
ανταπόκριση της Ιταλίας στην COVID-19» και δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του ΠΟΥ
στις 13 Μαΐου 2020, όμως ακριβώς την επόμενη ημέρα διεγράφη.
Η έκθεση αποτελούταν από 102 σελίδες και έλεγε ότι το σχέδιο
αντιμετώπισης πανδημιών της Ιταλίας είχε να ενημερωθεί από το 2006 καθώς και
ότι, λόγω έλλειψης προετοιμασίας, η αρχική ανταπόκριση από τα νοσοκομεία ήταν
«χαοτική» και χαρακτηριζόταν από «προχειρότητα».
Ανέφερε μάλιστα ότι χρειάστηκε χρόνος προκειμένου να υπάρξουν
επίσημες οδηγίες. Η έκθεση λογοκρίθηκε από τον ΠΟΥ και εξαφανίστηκε βιαστικά
από τον ιστότοπο του οργανισμού, παρά το γεγονός ότι έφερε τη σφραγίδα έγκρισης
του Soumya
Swaminathan, του επικεφαλής
επιστήμονα του ιδρύματος. Από εσωτερικά έγγραφα που είδαν στο φως της δημοσιότητας, πρόκυπτε η μεγάλη
πίεση που του ασκούσε ο Ranieri
Guerra, νούμερο δύο του
οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών, πριν την κυκλοφορία της έκθεσης. Το έγγραφο
φέρεται να διαγράφηκε κατόπιν αιτήματος του Ranieri Guerra, ο οποίος είναι
βοηθός γενικός διευθυντής του ΠΟΥ για στρατηγικές πρωτοβουλίες.
Επιπλέον, υπήρξε και γενικός διευθυντής στον τομέα της
πρόληψης στο ιταλικό υπουργείο Υγείας από το 2014 μέχρι τα τέλη του 2017, και
ήταν συνεπώς υπεύθυνος για την ενημέρωση του σχεδίου για της πανδημίες, σύμφωνα
με τις νέες κατευθυντήριες γραμμές του ΠΟΥ και του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης
και Ελέγχου Ασθενειών.
Ο Guerra ανήκει στην ειδική ομάδα επιστημόνων της ιταλικής
κυβέρνησης για την COVID-19.
Ήδη τον περασμένο Μάιο, ο Zambon είχε αναφέρει στον Tedros Adhanom Ghebreyesus, το γενικό διευθυντή του ΠΟΥ,
τις παρεμβάσεις που είχε υποστεί και τους κινδύνους να δυσφημιστεί η
επιστημονική αξιοπιστία του Οργανισμού. Μέχρι σήμερα, όχι μόνο δεν έχουν
εκδοθεί πειθαρχικά μέτρα εναντίον των υπευθύνων, αλλά και ο ίδιος ο Zambon δεν
έχει προστατευθεί, σε σημείο που ο ΠΟΥ να μην τον έχει αναγνωρίσει ούτε καν ως
καταγγέλλοντα.
Από [---->] και Guardian