του Robert Kurz
Ενα ισχυρό νόμισμα, με υψηλή συναλλαγματική ισοτιμία,γενικά θεωρείται ως σημάδι οικονομικής ανωτερότητας. Τα
λεγόμενα ασθενή νομίσματα, είναι τα νομίσματα των μικρών χωρών ή των χωρών που είναι υποψήφια να ηττηθούν στην παγκόσμια αγορά. Ο κανόνας αυτός, ωστόσο, φαίνεται πως έχει χάσει
την αξιοπιστία του. Όλοι φοβούνται ότι
το νόμισμα τους μπορεί να γίνει πιο ακριβό. Στην Ελβετία, η κεντρική τράπεζα
παρέμβηκε για να φτηνύνει το ελβετικό φράγκο που ήταν σε άνοδο έναντι του ευρώ.
Οι κεντρικές τράπεζες της Ιαπωνίας και άλλων χωρών ακολουθούν την ίδια πολιτική
έναντι του δολάριου. Και αναδυόμενες χώρες όπως η Βραζιλία παλεύουν
απεγνωσμένα ενάντια στην ανατίμηση των νομισμάτων τους. Αντίθετα, οι Ηνωμένες
Πολιτείες και η Ευρώπη δεν ανησυχούν καθόλου από την τάση υποτίμησης των νομισμάτων
τους, κάτι που δεν το θεωρούν πλέον και τόσο σημαντικό.
Μετά το δήθεν
τέλος της κρίσης μπορούμε δηλαδή να αρχίσουμε να μιλάμε για την ανταγωνιστική υποτίμηση.
Το ζήτημα εξηγείται από την αλλαγή της οικονομικής δομής του καπιταλισμού. Η σταθερότητα της παγκόσμιας οικονομίας
βασίζεται μόνο σε πιστωτικές φούσκες, σουρεαλιστικών διαστάσεων,
και στις διεθνείς συναλλαγές με τις οποίες αυτές συνδέονται.
Για τις πλεονασματικές χώρες,
όπως η Ιαπωνία, η Κίνα και η Γερμανία, η εξάρτηση από τις εξαγωγές είναι
μονόδρομος, ενώ οι ελλειμματικές χώρες εξαρτώνται και αυτές από το μονόδρομο ροής του διεθνικού χρηματικού
κεφαλαίου. Και στις δύο περιπτώσεις, τα όρια έχουν εξαντληθεί. Τώρα ο καθένας
προσπαθεί να ανακτήσει τη θέση του σε βάρος των άλλων.
Κάποιοι προσπαθούν να σώσουν
με κάθε κόστος το πλεόνασμα των εξαγωγών τους, κάποιοι άλλοι με τη σειρά τους
θέλουν να κατακτήσουν ένα μεγαλύτερο μερίδιο των εξαγωγών. Αλλά οι εξαγωγές μιας
χώρας γίνονται τόσο πιο φθηνές και συνεπώς πιο ανταγωνιστικές, όσο πιο φθηνό
είναι το νόμισμα ,ενώ οι εισαγωγές, αντίθετα, γίνονται πιο ακριβές. Η
ανταγωνιστική υποτίμηση δείχνει ότι παντού ακολουθείται ο δρόμος της εσωτερικής
υποτίμησης της οικονομίας και το βάρος δίνεται
μόνο στην αύξηση των εξαγωγών.
Στην ευρωζώνη έχουμε την ιδιαίτερα παράδοξη κατάσταση όπου οι ελλειμματικές
χώρες να μην μπορούν να υποτιμήσουν έναντι της πλεονασματικής χώρας, της Γερμανίας,
επειδή έχουν το ίδιο νόμισμα. Επιπλέον, το σχετικά αδύναμο ευρώ,
ακριβώς λόγω της κρίσης χρέους στη νότια Ευρώπη, αυξάνει ακόμη περισσότερο τις
γερμανικές εξαγωγές στον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό βέβαια δεν μπορεί να κρατήσει
για πολύ,αφού υπονομεύει τις ίδιες τις προϋποθέσεις ύπαρξης του ενιαίου νομίσματος.Αυτό που θα βάλει τέρμα στο ευρώ είναι ο οδοστρωτήρας των εξαγωγών της Γερμανίας. Δεν υπάρχει εγχειρίδιο
πολιτικής οικονομίας που να δείχνει ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να λειτουργήσει. Η διάλυση του ευρώ,όμως, και
η επιστροφή στα παλαιά εθνικά νομίσματα θα εκτινάξει στα ύψη το εξωτερικό χρέος
των ελλειμματικών χωρών, ενώ παράλληλα θα ενισχυθεί δραστικά
το γερμανικό μάρκο,και θα σταματήσει η μηχανή των εξαγωγών της Γερμανίας. Το κατασκεύασμα
του ευρώ ήταν προφανώς μια επιχείρηση αυτοκτονίας.
Για χώρες με
μεγάλο εξαγωγικό πλεόνασμα η ανατίμηση του νομίσματος τους, για κάποιο διάστημα
θα μπορούσε να μη δημιουργεί προβλήματα αν διέθεταν μια ισχυρή εσωτερική αγορά
ή / και μια βιομηχανία μονοπωλιακού
χαρακτήρα. Αυτή ήταν η περίπτωση της Μεγάλης Βρετανίας τον δέκατο ένατο
αιώνα και των Ηνωμένων Πολιτειών στα μέσα του εικοστού. Τα νομίσματα αυτών των παγκόσμιων
υπερδυνάμεων έπαιζαν το ρόλο του παγκόσμιου νομίσματος. Μετά την παρακμή των υπερχρεωμένων
Ηνωμένων Πολιτειών, δεν βλέπω ποιος μπορεί να βάλει υποψηφιότητα για τη διαδοχή,
και αυτός σίγουρα δεν είναι η Κίνα. Η δραστική ανατίμηση του κινεζικού
νομίσματος, η οποία αναβάλλεται, θα οδηγούσε στην καταστροφή ακόμη και εκεί τις
εξαγωγικές βιομηχανίες και στην υποτίμηση τα τεράστια αποθέματα δολαρίων που
διαθέτει η Κίνα . Κανένας πλέον δεν μπορεί να κάνει πίσω από τη θέση του, αλλά
αντικειμενικά είναι αδύνατο να διατηρήσει τις εξαγωγές ως μονόδρομο προς τις
χρεωμένες χώρες. Η ανταγωνιστική υποτίμηση, πέρα από την κρίση του ευρώ,οδηγεί και στην παγκόσμια νομισματική κρίση.
Πρωτότυπος τίτλος ABWERTUNGSWETTLAUF. Αρχική δημοσίευση στη Neues Deutschland,
14.11.2011.