Απόδοση: Μαρία Λουΐζα Κωνσταντινίδου
Γοθάμας, ο
Βούδας, δίδασκε
Την
αλληγορία του πύρινου τροχού της απληστίας, όπου είμαστε
μπλεγμένοι,
και συμβούλευε,
λυτρωμένοι
από κάθε μας επιθυμία και χωρίς καμιά σκέψη στο μηδέν να εισχωρήσουμε που τ'
ονόμαζε Νιρβάνα. Τότες τον ερώτησαν οι μαθητές του: «Πώς είναι αυτό το Μηδέν,
δάσκαλε; Όλοι μας θέλουμε ν' απαρνηθούμε τις απολαύσεις, όπως μας συμβούλεψες,
αλλά πες μας
αν αυτό το
Μηδέν, όπου έπειτα θα εισχωρήσουμε θάναι όμοιο μ' εκείνο το Ένα με όλα μαζί του
τα δημιουργημένα, θάναι όπως όταν ξαπλώνεις μ' ανάλαφρο κορμί στο νερό το
μεσημέρι
σχεδόν
χωρίς λογισμούς, νωχελικά ή όπως στο βαθύ τον ύπνο, όταν χωρίς σχεδόν να
νιώθεις ότι σου σιάχνουν τα σκεπάσματα, εσύ
γρήγορα εκμηδενίζεσαι;
Πες μας,
αν αυτό το Μηδέν
είναι ένα
χαρούμενο, ένα βολικό Τίποτε, ή μήπως αυτό το Τίποτε που μας διδάσκεις δεν
είναι παρά ένα απλό, σκέτο Μηδέν ψυχρό, άδειο και ασήμαντο»;
0 Βούδας σώπαινε ώρα πολλή, ύστερα
είπε βαριεστημένα «Δεν υπάρχει απάντηση στο ερώτημα σας». Το δειλινό σα φύγανε
ο Βούδας
καθόταν ακόμα στ' αρτόδεντρο από κάτω κι είπε στους άλλους,
σ'
εκείνους που δε ρώτησαν, την παρακάτω παραβολή:
«Τελευταία
είδα ένα σπίτι που καιγόταν. Τη σκεπή του
την
έγλυφαν οι φλόγες. Ζύγωσα και παρατήρησα
ότι μέσα
μέναν ακόμη άνθρωποι. Έφτασα στην πόρτα
και τους
φώναξα: "Καίγεται η σκεπή σας". Τους παρότρυνα
να βγουν γρήγορα έξω. Εκείνοι όμως δε βιάζονταν. Ένας
με ρώτησε
καθώς η πύρα
του καψάλιζε τα φρύδια,
τι γίνεται
έξω, μήπως βρέχει,
μήπως
φυσάει αγέρας, ή αν υπάρχει κι άλλο σπίτι, και τα παρόμοια. Δίχως να του
απαντήσω
βγήκα πάλι
έξω. Αυτοί, σκέφτηκα, θα γίνουν στάχτη αν δε σταματήσουν να ρωτάνε. Κι αληθινά,
φίλοι μου,
σ' όποιον
το χώμα που πατά δεν έγινε τόσο καυτό και θέλει να το πατά, αντίς να τ'
αποφεύγει, και να το αντικαθιστά, σ' αυτόν,
εγώ δεν
έχω τίποτ' άλλο να πω». Αυτά είπε ο Γκοτάμα ο Βούδας. Αλλά κι εμείς που πάψαμε
πια ν' ασχολούμαστε με την τέχνη της Υπομονής,
και
καταπιανόμαστε, από καιρό τώρα, με την τέχνη της μη ανοχής προβάλλοντας στους
ανθρώπους λογιώ-λογιώ προοπτικές για την επίγεια ζωή,
και
εξορκίζοντας τους να αποτινάξουν πάνωθέ τους τους
βασανιστές έχουμε τη γνώμη, πως,
όταν τα
βομβαρδιστικά της Κεφαλαιοκρατίας ολοένα ζυγώνουν
κι αυτοί
ρωτούν και ξαναρωτούν, πώς εμείς το βλέπουμε το ζήτημα και πώς το φανταζόμαστε
και τι θ' απογίνει με το κομπόδεμά τους και τα γιορτινά τους τα βρακιά
μετά από μια κοινωνική ανατροπή
ε! σ’
αυτούς τους ανθρώπους εμείς, δεν
έχουμε πολλά πράματα να πούμε.
Μπέρτολτ Μπρεχτ-διηγήματα, εκδόσεις Κοροντζή