Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Emiliano Brancaccio. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Emiliano Brancaccio. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κρίση, συγκεντροποίηση και νέος διεθνισμός της εργασίας



 


Εκτενή αποσπάσματα από συνέντευξη του Emiliano Brancaccio  που δημοσιεύθηκε στη διαδικτυακή πολιτική επιθεώρηση  Contropiano” στις 19 Φεβρουαρίου 2016

Vincenzo Maccarone :
Το 2003, ο Robert Lucas, κορυφαίος εκφραστής της ορθόδοξης οικονομικής σκέψης, και βραβείο Νόμπελ, δήλωνε θριαμβευτικά ότι «το κεντρικό πρόβλημα της πρόληψης των υφέσεων έχει πλέον λυθεί». Από τότε δεν πέρασε πολύς καιρός, και η αισιοδοξία φαίνεται πως ανήκει σε ένα πολύ μακρινό παρελθόν. Η εμφάνιση αυτής που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ονομάζει «μεγάλη ύφεση» ανέδειξε ένα εναλλακτικό όραμα, τυπικό των σχολών κριτικής σκέψης, για το οποίο οι κρίσεις είναι δομικό στοιχείο του καπιταλισμού. 
Ωστόσο, ακόμη και μεταξύ αυτών που ασκούν κριτική στην ορθοδοξία οι εκτιμήσεις για τις αιτίες της σημερινής καταστροφής δεν είναι μονοσήμαντες. Μιλάμε με τον Emiliano Brancaccio, Καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Sannio, συγγραφέα πολλών δοκιμίων με θέμα τη μαρξική «συγκεντροποίηση του κεφαλαίου», που δημοσιεύθηκαν στο Cambridge Journal of Economics  και άλλα διεθνή περιοδικά. 
 Ο Brancaccio είναι ο συγγραφέας της νέας επαυξημένης έκδοσης του Anti-Blanchard, δοκίμιο κριτικής του μακροοικονομικού μοντέλου που διδάσκει ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Ολιβιέ Μπλανσάρντ και οι άλλοι εκπρόσωποι της κυρίαρχης οικονομικής θεωρίας.

Πριν λίγα χρόνια η εφημερίδα Il Sole 24 Ore σε χαρακτήρισε ερευνητή «μαρξιστικής προσέγγισης, αλλά ανοιχτό σε καινοτομίες επηρεασμένες από το έργο των Κέυνς και Σράφα». Εσείς συμφωνείτε με αυτό το χαρακτηρισμό;

Θα πρέπει πριν απ’ όλα να διευκρινίσουμε τι εννοούμε με τον όρο «μαρξιστική προσέγγιση». Ο μαρξισμός του εικοστού αιώνα διαπερνάται από διάφορα ρεύματα σκέψης, πολλές φορές αντιφατικά μεταξύ τους. Με κάποιους μελετητές που αυτοχαρακτηρίζονται μαρξιστές ομολογώ ότι θα δυσκολευόμουν να ταυτιστώ. 

Προσωπικά αισθάνομαι κοντά στην κεντρική θέση του Αλτουσέρ, ότι παρά τις τυπικές αδυναμίες που χαρακτηρίζουν όλους τους πρωτοπόρους, ο Μαρξ άνοιξε στην επιστημονική έρευνα νέα πεδία, αυτά της Ιστορίας. Είναι καλό να διευκρινιστεί ότι η θεωρία αυτή του Αλτουσέρ είναι ασυμβίβαστη με το μαρξιστικό ρεύμα του ιστορικισμού. 

Σύμφωνα με τον Αλτουσέρ, στον πυρήνα της ανάλυσης του Μαρξ δεν υπάρχει τίποτα το τελεολογικό, δεν υπάρχει κανένα προδιαγεγραμμένο σενάριο για το πεπρωμένο της ιστορίας του ανθρώπου. 
 Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, ο πυρήνας της ανάλυσης του Μαρξ, που περιγράφεται λεπτομερώς, έχει να κάνει με τον μηχανισμό λειτουργίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, και ειδικότερα με τους όρους της αναπαραγωγής ,κρίσης και μετασχηματισμού του. 

Τους όρους αυτούς τους μελετώ, ακολουθώντας μια μέθοδο ανάλυσης που απορρίπτει τις κοινοτοπίες, τυπικές του παλιού μεθοδολογικού ατομικισμού, αλλά αντίθετα ξεκινά από την αναγνώριση της διαίρεσης της κοινωνίας σε τάξεις: πρόκειται για μια πολύ σύγχρονη μέθοδο, που στηρίζεται στην επιστημολογία του Μαρξ, αλλά που σήμερα βρίσκει νέο πεδίο εφαρμογών στην εξέλιξη των νευροεπιστημών και την κοινωνική ψυχολογία.
 Φυσικά, από τη στιγμή που επιλέγεται το μαρξικό επιστημολογικό παράδειγμα ως σημείο αναφοράς, μπορούν να αντληθούν διδάγματα και μέσα από άλλους δρόμους αναζήτησης.

 Η διερεύνηση των συνθηκών αναπαραγωγής και κρίσης του καπιταλισμού είναι ένα τεράστιο συλλογικό έργο, όπως όλα τα επιστημονικά εγχειρήματα, και προχωρά χάρη και τη συμβολή των πρωταγωνιστών της οικονομικής σκέψης του εικοστού αιώνα, όπως ο Κέυνς, ο Σράφφα και άλλοι, όχι απαραίτητα μαρξιστικής κοπής [...].

Θα ήθελα να σταθούμε σε μερικές ετερόδοξες ερμηνείες για τη «μεγάλη ύφεση», οι οποίες συνδέονται σε διαφορετικό βαθμό με τη μαρξιστική συζήτηση του θέματος. Μία μάλλον διαδεδομένη θέση, που υποστηρίζεται για παράδειγμα από τους θεωρητικούς του περιοδικού Monthly Review, είναι αυτή που αποδίδει την κρίση της εποχής μας στον εξής μηχανισμό: η νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση οδήγησε στη μείωση του μεριδίου των μισθών οπότε για να στηριχτεί η ιδιωτική ζήτηση χρειάστηκε να επεκταθεί σε υπερμεγέθη βαθμό η πίστωση και η φούσκα που έσκασε το 2007, διέκοψε τη λειτουργία αυτού του μηχανισμού. 
Άλλοι στοχαστές, όπως ο Αμερικανός μαρξιστής Andrew Kliman, πιστεύουν ότι οι αιτίες της κρίσης δεν θα πρέπει να αναζητηθούν στην κατανομή του εισοδήματος και ότι η εξήγηση για την ύφεση θα πρέπει να αναζητηθεί στη θεωρία της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Μία άποψη προσανατολισμένη προς την παραγωγή. Εσύ τι νομίζεις;

Η θεωρία του Kliman παρουσιάζει ενδιαφέρον, αλλά πάσχει από θεωρητικές ανακολουθίες, τις οποίες έχει αναδείξει ο Gary Mongiovi και άλλοι. Μεταξύ των υποστηρικτών της θέσης της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, θεωρώ πιο πειστική την έρευνα άλλων επιστημόνων, όπως ο Gerard Duménil και ο Dominique Levy.

Και στην Ιταλία έγιναν κάποιες ενδιαφέρουσες εργασίες για το θέμα αυτό, όπως για παράδειγμα, από τον Stefano Perri . Από εμπειρική άποψη, ωστόσο, η πιο συνεκτική άποψη, ότι δηλαδή η «μεγάλη ύφεση» των τελευταίων ετών οφείλεται στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, διαψεύδεται από το γεγονός ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην καπιταλιστική Δύση πριν από το 2008 το ποσοστό του κέρδους κατέγραφε μια τάση, κάθε άλλο παρά πτωτική.

Όσον αφορά όμως μια άλλη θεωρία για την κρίση, η οποία αποδίδει την κρίση στην πτώση του μεριδίου των μισθών, αυτή είναι λιγότερο αμφιλεγόμενη σε θεωρητικό επίπεδο και παρουσιάζει πιο θετικά εμπειρικά αποδεικτικά στοιχεία. Αλλά και αυτή αντιμετωπίζει ανυπέρβλητα εμπόδια, αν  θεωρηθεί ότι εξαντλεί το θέμα: φτάνει να δούμε ότι η συμβολή των αλλαγών στην κατανομή του εισοδήματος πάνω στη μακροπρόθεσμη δυναμική της οικονομίας δεν ήταν τόσο μεγάλη ώστε να δικαιολογεί από μόνη της την κατάρρευση που ξεκίνησε το 2008 .

Κατά τη γνώμη σου, λοιπόν, μια ενιαία ολοκληρωμένη αιτιολόγηση της κρίσης δεν υπάρχει;

Οι κρίσεις αναπαραγωγής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι πολύπλοκα φαινόμενα. Ορισμένοι επίγονοι του Μαρξ επιμένουν στην αναζήτηση μιας ενιαίας αιτίας, γραμμικής, εύκολης ανάγνωσης, αλλά η φιλοδοξία τους είναι καρπός αφελούς σκέψης, τολμώ να πω μαγικής, η οποία έμενε πάντα στο περιθώριο της επιστημονικής έρευνας αιχμής. Επιπλέον, το Κεφάλαιο, δεν επιβεβαιώνει σε καμία περίπτωση μονοσήμαντες αναγνώσεις του φαινομένου της κρίσης.
Αρκεί να δει κανείς ότι ο Μαρξ αφήνει ανοιχτό το ζήτημα της αντιφατικής σχέσης μεταξύ της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους και των αντίστοιχων αντίστροφων τάσεων.
 Όσο για την περιβόητη φράση του τρίτου βιβλίου, ότι «η τελική αιτία όλων των πραγματικών κρίσεων παραμένει πάντα η φτώχεια και ο περιορισμός της κατανάλωσης των μαζών, σε αντίθεση με την τάση της καπιταλιστικής παραγωγής να αναπτύσσει τις  παραγωγικές δυνάμεις ωσάν η απόλυτη καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας να αποτελεί το μόνο  όριό τους», αυτή ορισμένες φορές ερμηνεύτηκε ως επιβεβαίωση της απόλυτης υπεροχής που ο Μαρξ απέδιδε στο πρόβλημα της πτώσης του μεριδίου των μισθών και την επακόλουθη υποκατανάλωση των εργαζομένων. 
Αλλά, όπως οι εκπρόσωποι του Monthly Review γνωρίζουν η φράση αυτή έχει στην πραγματικότητα μια πιο περιορισμένη βαρύτητα, η οποία, μεταξύ άλλων, μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο παίρνοντας υπόψη το γεγονός ότι γίνεται αναφορά για  «τελική» αιτία, που βρίσκεται δηλαδή στο κορυφαίο σημείο μιας ολόκληρης και πιο περίπλοκης διαδικασίας.

Σε πολλές εργασίες σου, ωστόσο, ακόμη και εσύ ο ίδιος φαίνεται να αναζητάς κάποιους επικρατούντες μηχανισμούς, κάποιους «νόμους των τάσεων» του καπιταλισμού προς την κρίση.

Σίγουρα. Το να αναγνωρίζεις την πολυπλοκότητα του καπιταλισμού δεν σημαίνει ότι σηκώνεις τα χέρια ψηλά μπροστά στην υποτιθέμενη ασάφεια του. Αν εγώ επικρίνω τις αντιλήψεις περί «ανθρώπινου πεπρωμένου» που είναι σύμφυτες στον ιστορικισμό και σε ορισμένες απλουστευμένες εκδοχές του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, είναι ακριβώς για να απελευθερώσω την μαρξιστική ανάλυση από ορισμένες κοινοτοπίες και να αναδείξω το τεράστιο επιστημονικό δυναμικό της. Με λίγα λόγια, θα πρέπει να αναζητηθούν οι «νόμοι των τάσεων» του κεφαλαίου, χωρίς να υποπίπτουμε σε μία κοινότοπη ιστορικιστική τελεολογία: Νομίζω ότι αυτό είναι ένα καλό πρόγραμμα έρευνας, το οποίο θα μπορούσαμε να το συνοψίσουμε στην πολλά υποσχόμενη, αλλά κάπως ξεχασμένη, παλιά απόφαση, να ξαναδιαβάσουμε τον Μαρξ μετά τον Αλτουσέρ .

Σχετικά με την αναζήτηση των «νόμων των τάσεων του κεφαλαίου» μου έρχονται στο νου οι επιστημονικές σου εργασίες για τη «συγκεντροποίηση», δηλαδή, την τάση του κεφαλαίου να συγκεντρώνεται σε όλο και λιγότερα χέρια, ως αποτέλεσμα πτωχεύσεων, εκκαθαρίσεων και εξαγοράς περιουσιακών στοιχείων των ασθενέστερων από τους πιο ισχυρούς. Στην τάση αυτή αναφέρεσαι συχνά σε πολλές επιστημονικές σου εργασίες στο
Cambridge Journal of Economics και αλλού, και ακόμη και στο Anti-Blanchard, ένα κατεξοχήν εκπαιδευτικό δοκίμιο που προορίζεται ειδικά για τους φοιτητές.

Ναι, η «συγκεντροποίηση» είναι η απόλυτη έκφραση μιας σύγκρουσης στο εσωτερικό της καπιταλιστικής τάξης, η οποία βλέπει τους μικροϊδιοκτήτες να αντιτίθενται σε μια κίνηση αντικειμενική που τείνει να τους καταστρέψει ή να τους απορροφήσει στις δομές του μεγάλου κεφαλαίου. Με το θεμελιώδη «νόμο της τάσης» του κεφαλαίου έχω ασχοληθεί πολύ, και στο χώρο της εκπαίδευσης, επειδή ανακάλυψα, με κάποια «έκπληξη, ότι αν και ήταν ένα από τα πιο δυνατά και γόνιμα σημεία της ανάλυσης του Μαρξ, ωστόσο, είναι και από τα πιο παραμελημένα.
Σε έρευνα της Orsola Costantini και του Stefano Lucarelli, διαπιστώσαμε ότι ήταν ελάχιστες οι μελέτες με θέμα τους τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και τη σύνδεσή του με το φαινόμενο της κρίσης. Φυσικά δεν λείπουν οι ενδιαφέρουσες απόψεις για το θέμα, ακόμα και από ιταλικής πλευράς: Αναφέρομαι, για παράδειγμα στην έννοια της «συγκεντροποίησης χωρίς συγκέντρωση» μια πρόταση του Riccardo Bellofiore  και άλλων  [Joseph Halevi,ΣτΜ]. Σε γενικές γραμμές, όμως, πιστεύω ότι είναι αισθητή η έλλειψη κάποιας οργανικής συλλογικής εργασίας για τη συγκεντροποίηση, ένα θέμα κρίσιμο αν θέλουμε να κατανοήσουμε τη δυναμική του κεφαλαίου σήμερα, σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.

Ποιοι θα πρεπε να είναι οι στόχοι ενός συλλογικού έργου για την καπιταλιστική συγκεντροποίηση;

Νομίζω ότι πρέπει να επανέλθουμε στην άποψη του Μαρξ αναφορικά με μια από τις κύριες αντιφάσεις που τροφοδοτούνται από τις διαδικασίες συγκεντροποίησης: την αντίφαση μεταξύ της αρχικής αποκεντρωμένης δομής της καπιταλιστικής αγοράς και την προοδευτική συγκέντρωση των οικονομικών δυνάμεων που δραστηριοποιούνται στο εσωτερικό της.
Το αδιέξοδο αυτό, σύμφυτο στο μηχανισμό συγκεντροποίησης, αποτελεί την πηγή προέλευσης του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού της εποχής μας, που χαρακτηρίζεται περισσότερο από ποτέ από την ευπάθεια της διαδικασίας συσσώρευσης του και τον απίστευτο παραλογισμό των μηχανισμών διαμόρφωσης των τιμών, οι οποίοι δημιουργούν προβλήματα δεκάδες φορές σοβαρότερα από τις λεγόμενες σπατάλες του δημόσιου τομέα, για τις οποίες οι ιδεολογικοί μηχανισμοί της επικοινωνίας μας βομβαρδίζουν καθημερινά.

Στη συγκεντροποίηση, με λίγα λόγια, συναντάμε ορισμένα από τα βαθύτερα αίτια της καπιταλιστικής κρίσης. Σε αυτήν βρίσκουμε, όπως πίστευε ο Μαρξ, και τον προάγγελο ενός νέου τρόπου παραγωγής;

Θα έλεγα ναι, με τον όρο να μην υποπέσουμε στον τελεολογικό ευτελισμό του Χίλφερντινγκ, για τον οποίο η καπιταλιστική συγκεντροποίηση μας οδηγεί μηχανιστικά στο σοσιαλιστικό σχεδιασμό.
 Πρόκειται για μία ακόμα ιδέα που βασίζεται στην ύπαρξη του πεπρωμένου, και μάλιστα εξελικτικού τύπου, ακόμα πιο αφελή από τον ιστορικισμό. Αυτό που μπορούμε να υποστηρίξουμε ρεαλιστικά είναι ότι η συγκεντροποίηση συμβάλει στην όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής, να συρρικνώνουν τους όρους αναπαραγωγής του κεφαλαίου και να πολλαπλασιάζουν τις επιπτώσεις της κρίσης.

Για το που μπορεί να μας οδηγήσει η τάση αυτή, προς μια σύγχρονη και πολιτισμένη λογική σχεδιασμού ή προς την βαρβαρότητα, αυτό είναι ένα ερώτημα που παραμένει δραματικά ανοιχτό. Το γεγονός ότι ο σχεδιασμός της οικονομίας εξακολουθεί να θεωρείται πολιτικό ταμπού, και ότι για παράδειγμα δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για πιο πρόσφατες εργασίες σχετικά με το θέμα, όπως αυτές του νομπελίστα Βασίλι Λεοντίεφ, αυτή τη στιγμή δεν συνιστά επιχείρημα υπέρ της πρώτης επιλογής ...

Έχεις υποστηρίξει ότι η απουσία ενός κοινού προβληματισμού για την συγκεντροποίηση των κεφαλαίων αποτελεί μία από τις αιτίες του αδιεξόδου στο διάλογο «ετεροδόξων οικονομολόγων» σχετικά με την παγκοσμιοποίηση και την κρίση της ευρωπαϊκή ενοποίησης.

Είναι αλήθεια. Οι κριτικές στην παγκοσμιοποίηση και την τοπική φαινομενική μορφή της, την ευρωπαϊκή ενοποίηση, φαίνεται πως έχουν υποβαθμιστεί σε μια στείρα αντιπαράθεση μεταξύ μιας άκριτης παγκοσμιοποίησης από τη μία, και τους υποστηρικτές ενός τσαπατσούλικου αριστερού εθνικισμού και κάπως βιαστικού από την άλλη. Με τους πρώτους να προσπαθούν να υπερασπιστούν τις θέσεις τους επικαλούμενοι κάποια σημεία από την Ομιλία για το ελεύθερο εμπόριο του νεαρού Μαρξ, και τους δεύτερους, αντίθετα, να προσπαθούν να δικαιωθούν αναφέροντας τους επαίνους του ίδιου του Μαρξ στον αγώνα τον Ιρλανδών κατά του Βρετανού δυνάστη. Πρόκειται φυσικά, και στις δύο περιπτώσεις, για αποσπασματικές αναφορές, οι οποίες αποστεώνουν τον Μαρξ και τον καθιστούν σχεδόν άχρηστο στην ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας.

Από τους θαυμαστές του Μαρξ που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως «άκριτοι οπαδοί της παγκοσμιοποίησης» ποιους θα μπορούσες να αναφέρεις;

Υπάρχουν για όλα τα γούστα, από τον Jacques Attali μέχρι τον Toni Negri, με τον πρώτο να έχει και μεγαλύτερη επίγνωση από τον δεύτερο για τους πραγματικούς μηχανισμούς λειτουργίας του τρόπου παραγωγής.

Και από τους μαρξιστές που προτείνουν ένα είδος εθνικισμού της αριστεράς ποιους βλέπεις; Σκέφτεσαι, για παράδειγμα, τον
Diego Fusaro;

Το Fusaro δεν θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρισουμε ως αριστερό, δεδομένου ότι, ο ίδιος,εσφαλμένα, θεωρεί ξεπερασμένες τις κατηγορίες δεξιά και αριστερά. Εξάλλου δεν πιστεύω ότι ο τρόπος σκέψης του έχει κάποια σχέση πραγματικά με τον Μαρξ, και σίγουρα όχι με τον ώριμο Μαρξ του Κεφαλαίου. Όχι, αν πρέπει να αναφέρω ένα όνομα σε αυτόν τον τομέα, από τους Ιταλούς θα μπορούσα να αναφέρω τον Domenico Losurdo, ένα μελετητή με πολύ σημαντικό έργο, από το οποίο ξεχωρίζει  Η ταξική πάλη, μια εργασία στην οποία επισημαίνονται σημαντικές ιστορικές συνδέσεις μεταξύ των διεργασιών της κοινωνικής χειραφέτησης και τους εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες.
Το πρόβλημα του Losurdo, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι επιμένει στη δυναμική της χειραφέτησης που ενυπάρχει στους εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες, στη βάση ενός σκεπτικού το οποίο ελάχιστη σχέση έχει με την οικονομική ανάλυση του Μαρξ, και το οποίο πιο συγκεκριμένα, είναι ξένο προς το σκεπτικό του Μαρξ για την τάση συγκεντροποίησης του κεφαλαίου.

 Ωστόσο, η τάση αυτή είναι κρίσιμη αν θέλουμε να κατανοήσουμε όχι μόνο την κατεύθυνση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και την αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής: Σκέφτομαι ότι η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου υπονομεύει τη μικροαστική ιδιοκτησία και επιταχύνει την πόλωση μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Αν υποτιμήσουμε αυτή την πλευρά της ανάλυσης του Μαρξ θα χαθούν σημαντικά κομμάτια του προβλήματος, αλλά εκτός από αυτό υπάρχει και ο κίνδυνος της σιωπής μπροστά σε ένα πιεστικό πολιτικό ζήτημα του καιρού μας ...

Ποιο είναι αυτό;
Αν ένας αγώνας χειραφέτησης, με διεθνείς διασυνδέσεις τεθεί υπό την ηγεμονία μόνο των εκπροσώπων ενός κατακερματισμένου και στριμωγμένου μικροκαπιταλισμού, τότε θα πάρει σχεδόν αναπόφευκτα αντιδραστικά χαρακτηριστικά, και ενδεχομένως νεοφασιστικά.

 Στην πρώτη γραμμή αυτού του είδους αγώνα είναι σήμερα αυτοί που ενδεχομένως να κάνουν προπαγάνδα κατά των πολιτικών ελευθεριών και να κλείνουν το μάτι στον πιο αντιδραστικό καθολικισμό και που αγωνιούν, ίσως, να κλείσουν τα σύνορα για να φράξουν την είσοδο στους μετανάστες, οι οποίοι όμως ούτε που το σκέφτονται να δώσουν μάχη για τον έλεγχο τις διεθνούς κίνησης των κεφαλαίων.

 Σ’ αυτά τα καθυστερημένα τμήματα της κοινωνίας και τους πολιτικούς εκπροσώπους τους, έχουμε παραδώσει το μονοπώλιο της κριτικής της ευρωπαϊκής ενοποίησης και της αδιάκριτης παγκοσμιοποίησης, και σήμερα πληρώνουμε τις συνέπειες.

Στα πλαίσια αυτά, εδώ και καιρό επιμένεις στην ανάγκη οικοδόμησης μιας αυτόνομης άποψης του στρατοπέδου της εργασίας για τα διεθνή ζητήματα, που να επιτρέπει όχι μόνο την ανάπτυξη μιας κριτικής στην ορθοδοξία της παγκοσμιοποίησης και του ευρωπαϊσμού που σήμερα ενσαρκώνεται πολιτικά από τον Renzi και τον Hollande, αλλά και την αντιμετώπιση του κύματος του ξενοφοβικού εθνικισμού, που εκπροσωπούν σήμερα δυνάμεις με επικεφαλής τον Salvini και τη Marine Le Pen. Αυτή η αυτόνομη άποψη του στρατοπέδου της εργασίας πάνω σε ποιες θεωρητικές βάσεις θα πρέπει να στηριχθεί; Και με ποια έννοια, ο νόμος της τάσης προς την συγκεντροποίηση του κεφαλαίου μπορεί να συμβάλει στην οικοδόμηση τέτοιων βάσεων;

Νομίζω ότι αυτό το κρίσιμο σημείο θα πρέπει να εξεταστεί από δύο διαφορετικές πλευρές. Από τη μία πλευρά η συγκεντροποίηση των κεφαλαίων σε διεθνές επίπεδο πυροδοτεί ένα παγκόσμιο ανταγωνισμό που εμποδίζει βίαια τις δυνατότητες οργάνωσης των κοινωνικών αγώνων και την οικοδόμηση ενός νέου εργατικού κινήματος.
Από την άλλη, η συγκεντροποίηση των κεφαλαίων συνθλίβει τους μικροϊδιοκτήτες, αλλάζει το μέγεθος της λεγόμενης μεσαίας τάξης, ξεκαθαρίζει το πεδίο από τα κοινωνικά υπολείμματα του παλιού καθεστώτος, αυξάνει το συνολικό μέγεθος της εργατικής τάξης και έτσι συμβάλλει στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για την επανάκαμψη του ανταγωνισμού με το μεγάλο κεφάλαιο.
 Για τη μαρξιστική ανάλυση των πολιτικών διαδικασιών το θεωρητικό παζλ που πρέπει να επιλυθεί είναι ακριβώς αυτό: πρέπει να αναμετριόμαστε συνεχώς με αυτή την αντίφαση σύμφυτη στο νόμο της τάσης συγκεντροποίησης των κεφαλαίων, με τις οπισθοδρομικές και προοδευτικές πλευρές της, καθώς και με την επικράτηση αυτών ή των άλλων ανάλογα με την υπό εξέταση συγκεκριμένη κατάσταση.

Στην τρέχουσα ιστορική φάση, κατά τη γνώμη σας, ποια από τις δύο πλευρές της καπιταλιστικής συγκεντροποίησης τείνει να κυριαρχήσει πάνω στην άλλη;

Τα στοιχεία δείχνουν ότι σήμερα αυτό που κυριαρχεί είναι το πρώτο σκέλος της αντίφασης, με την έννοια ότι οι διαδικασίες συγκεντροποίησης των κεφαλαίων τροφοδοτούν ένα διεθνή πόλεμο μεταξύ των εργαζομένων που τείνει να καταπνίξει κάθε διεκδικητικό αίτημα.
Πάντως, το να επισημαίνουμε ότι σε αυτό το στάδιο η συγκεντροποίηση παίζει κυρίως ένα ρόλο οπισθοδρομικό δεν σημαίνει ότι  ξεχνάμε πως, κάτω από τις στάχτες που δημιουργεί υπάρχει και η προοδευτική της δύναμη, αυτή που αναδεικνύει την αντίθεση μεταξύ αποκεντρωμένης αγοράς και αποκέντρωσης της καπιταλιστικής εξουσίας και η οποία προοπτικά ενισχύει  και ανεβάζει το επίπεδο της κοινωνικής σύγκρουσης. 

Ετσι,τα προγράμματα και οι πολιτικές πρωτοβουλίες θα πρέπει να σχεδιάζονται ανά διαστήματα παίρνοντας υπόψη αυτή τη θεμελιώδη αντίφαση. Μόνο σε αυτή τη βάση, πιστεύω, ότι ένας «νέος διεθνισμός της εργασίας» θα μπορούσε να μπει σφήνα στη σύγκρουση μεταξύ μεγάλων και μικρών κεφαλαίων, στην Ευρώπη και στον κόσμο. Διαφορετικά, δεν θα κάνουμε τίποτε άλλο από το να μαϊμουδίζουμε εχθρικές ιδεολογίες, είτε υπέρ της παγκοσμιοποίησης είτε εθνικιστικές και σε κάθε περίπτωση, αντίθετες με τα συμφέροντα της εργατικής τάξης.

Πρόσφατα, στη Διάσκεψη για την εκπόνηση ενός «Σχεδίου Β» για την Ευρώπη στο Παρίσι, πρότεινες την εισαγωγή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων, αλλά και τον περιορισμό των εμπορευμάτων από και προς τις χώρες που συσσωρεύουν πλεονάσματα στο εξωτερικό εφαρμόζοντας πολιτικές αποπληθωρισμού και ανταγωνισμού των μισθών προς τα κάτω. Ποιές είναι οι εννοιολογικές  βάσεις αυτής της πρότασης;

Η ιδέα δεν γεννήθηκε από το πουθενά: Ίχνη της θα βρούμε σε μελέτες της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας σχετικά με τα λεγόμενα «πρότυπα εργασίας» (labour standards), αλλά ακόμα και στο καταστατικό του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. 
Θα μπορούσαμε να την ορίσουμε ως μία πρόταση για τα «διεθνή πρότυπα εργασίας για το νόμισμα», επειδή επανεξετάζει με κριτική ματιά ένα παλιό ορισμό του Guido Carli για το θέμα. Φυσικά, μια τέτοια επιλογή δεν εξαντλεί το θέμα σε καμία περίπτωση αλλά θα πρέπει να την δούμε μόνο ως ένα πλαίσιο, που μπορεί να περιγράψει τις διεθνείς συνθήκες στις οποίες θα ήταν δυνατόν να εφαρμοστεί μια γενικότερη αλλαγή εναλλακτικής οικονομικής πολιτικής.

Αυτή είναι, πρακτικά, η στρατηγική γύρω από την οποία θα μπορούσαν να τεθούν οι βάσεις για ένα νέο διεθνισμό της εργασίας;

Η πρόταση για «διεθνή πρότυπα εργασίας για το νόμισμα» είναι μια προσπάθεια να ληφθούν υπόψη και οι δύο πλευρές της καπιταλιστικής συγκεντροποίησης, και κατά κάποιο τρόπο προτείνεται ως ενδεχόμενη σύνθεση τους. Γι αυτό και μπορεί να ειδωθεί ως εργατική και διεθνιστική κριτική, σε αντίθεση με τις επικρατούσες ιδεολογίες της παγκοσμιοποίησης και του εθνικισμού. Αλλά από αυτό το σημείο μέχρι να μιλάμε για τις βάσεις ενός νέου διεθνούς εργατικού κινήματος θα έλεγα ότι υπάρχει μεγάλη απόσταση ... 

Η αλήθεια είναι ότι οι απόψεις των μεμονωμένων ατόμων δεν αλλάζουν τίποτα, από μόνες τους δεν μετράνε καθόλου. Αντί να στηριζόμαστε σε αυτές, νομίζω ότι θα πρέπει να ξεκινήσει μια συλλογική εργασία μεγάλης πνοής, να βάλλουμε σε κίνηση μια συλλογική διανοητική εργασία η οποία μακροπρόθεσμα θα συμβάλει στην επιστημονική ανάγνωση του παρόντος, σε μια αυστηρή κριτική της κυρίαρχης ιδεολογίας και ίσως, τελικά, στο συντονισμό των αγώνων της κοινωνικής χειραφέτησης [...].

Όταν μιλάς για συλλογική νοημοσύνη αναφέρεσαι σε ένα κόμμα ... ένα μαρξιστικό κόμμα;

Για το μόνο που μπορώ να μιλήσω είναι για τον επιστημονικό χαρακτήρα του έργου του Μαρξ, το οποίο είναι πολιτικά σύγχρονο.
 Πιστεύω ότι είναι  σημείο των καιρών το Κεφάλαιο σήμερα  να το αναφέρουν  και να το εγκωμιάζουν ακόμα και μεγάλοι επιχειρηματικοί κύκλοι, ενώ διάφοροι εκπρόσωποι της Αριστεράς να επαίρονται πως ούτε καν το έχουν πιάσει στα χέρια τους και σπεύδουν να προτείνουν άλλα πολιτιστικά πρότυπα, που όμως στις περισσότερες περιπτώσεις είναι διαποτισμένα με ιδεαλισμό, για να μην πούμε με δεισιδαιμονία. 
Πρόκειται για ένα θέαμα θλιβερό, ένα επίπεδο πνευματικής υποταγής που θυμίζει Μεσαίωνα, όταν στην πλέμπα μοίραζαν αηδιαστικές εικόνες με το διάβολο και τους αγίους, ενώ οι ίδιες οι ελίτ επέστρεφαν στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Με τέτοια λογική, αυτό που μπορούμε να μοιραστούμε είναι το πολύ μια συλλογική βλακεία, παρά μια συλλογική νοημοσύνη.

[--->]

Επιστροφή στο παλιό Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα;



Σχολιασμός της πρότασης Λαφοντέν

Συνάντηση για ένα σχέδιο Β στην Ευρώπη
Παρίσι, 23-24 Ιανουαρίου 2016

Ομιλία του Eμιλιάνο Μπρανκάτσιο

Ο Όσκαρ Λαφοντέν προτείνει την επιστροφή στο παλιό Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ). Για να είναι η λύση αυτή βιώσιμη εθα πρέπει να επιβάλλονται κυρώσεις στις χώρες που εφαρμόζουν αποπληθωριστικές πολιτικές για να συσσωρεύουν πλεονάσματα του ισοζύγιου τρεχουσών συναλλαγών. Ένα αποτελεσματικό σύστημα κυρώσεων θα μπορούσε να βάζει κάποιους περιορισμούς στην απεριόριστη διακίνηση των κεφαλαίων από και προς τις χώρες αυτές. Στο όνομα του πολιτικού ρεαλισμού, η λύση αυτή θα μπορούσε να εφαρμοστεί άμεσα και ανεξάρτητα από μια συγκεκριμένη χώρα, όπως θα μπορούσε να επεκταθεί  βήμα-βήμα με συμφωνίες μεταξύ των χωρών.


1. Η Προειδοποίηση των οικονομολόγων [*] : η τύχη του ευρώ είναι προδιαγεγραμμένη.

"Καταφύγιο από την παγκόσμια οικονομία ,ή επιστροφή στον προστατευτισμό"



Αριστερά, ξύπνα: με την κρίση της παγκοσμιοποίησης, το δόγμα του ελεύθερου εμπορίου είναι πια ξεπερασμένο.

Συνέντευξη του Emiliano Brancaccio του Πανεπιστημίου του
Sannio στον Marco Berlinguer
(εφημερίδα Pubblico, 20 Οκτωβρίου 2012)


Η θέση του Emiliano Brancaccio είναι ότι με την κρίση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, από τα πράγματα, αυξάνονται οι νέες μορφές προστατευτισμού και πολιτικού έλεγχου. Και ότι το δόγμα αυτό περνάει κρίση είναι πλέον άνευ ουσίας. Είναι λοιπόν καιρός η αριστερά να το συνειδητοποιήσει, αν δεν θέλει οι προτάσεις περιορισμού της κυκλοφορίας κεφαλαίων και εμπορευμάτων – που βρίσκουν  ολοένα και μεγαλύτερη  ανταπόκριση λίγο  πολύ παντού, ακόμη και στην Ιταλία – να γίνονται η σημαία δυνάμεων του λαϊκισμού και του εθνικισμού.

 
Ο προστατευτισμός ξαναγίνεται της μόδας; 
 Μεταξύ 2008 και 2012, η ​​Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει καταγράψει 534 νέα μέτρα προστατευτισμού. Δεν είναι μόνο η Αργεντινή, αλλά και γίγαντες, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες που έχουν εισάγει περιορισμούς. Η ίδια η Ρωσία άρχισε να εφαρμόζει 80 νέα μέτρα προστατευτισμού, κάτι που λέει πολλά για το πώς σκοπεύει να διαχειριστεί την πρόσφατη προσχώρηση της στον ΠΟΕ, στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Η μόνη δύναμη που αντιστέκεται ακόμα στον πειρασμό να ασκήσει ελέγχους στις κινήσεις κεφαλαίων και εμπορευμάτων είναι ακριβώς η Ευρωπαϊκή Ένωση.Πίσω της βρίσκονται τα συμφέροντα της ισχυρότερης  χώρας, της Γερμανίας, η οποία από το ελεύθερο εμπόριο αντλεί μεγάλα οφέλη. Ωστόσο, όσο εξελίσσεται η κρίση, στην Ευρώπη και στην Ιταλία μεγαλώνει το κλίμα συναίνεσης για μέτρα ελέγχου του εμπορίου, περιορισμού των εισαγωγών και αποκατάστασης της εθνικής κυριαρχίας επί του νομίσματος. Αυταπατόμαστε αν πιστεύουμε ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το κύμα με τη συνήθη κενή ευρωπαϊκή ρητορική .

Στην πραγματικότητα, οι ενδείξεις προστατευτισμού δεν λείπουν. Ο ίδιος ο Marchionne, ο πρόεδρος των Ευρωπαίων Κατασκευαστών Αυτοκινήτων, επέκρινε το αδιάκριτο άνοιγμα στις εισαγωγές των προϊόντων αυτοκινητοβιομηχανίας  από την Ασία.
Και όχι μόνο: ο Marchionne ζήτησε επίσης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ορίσει τις μειώσεις της παραγωγικής ικανότητας των ευρωπαίων κατασκευαστών αυτοκινήτων, ώστε να μείνουν αμετάβλητα τα μερίδια αγοράς: ένας πραγματικά κοινός ευρωπαϊκός σχεδιασμός του όγκου παραγωγής. Πρόκειται για μια θέση λογική  που ωστόσο δημιουργεί μια αντίφαση, δεδομένου ότι την ίδια στιγμή ο Marchionne υποστηρίζει την πλήρη ελευθερία μεταφοράς του κεφαλαίου της Fiat στο εξωτερικό και  απαιτεί από τους εργαζόμενους μια συνολική υποταγή στους νόμους της αγοράς. Αυτό είναι ένα ακόμη σύμπτωμα της κρίσης του φιλελευθερισμού και των ιδεολόγων του, που από τη μία προσπαθούν να υποστηρίξουν τα αστήρικτα προκειμένου να δικαιολογήσουν τις μαζικές κρατικές ενισχύσεις στο ιδιωτικό κεφάλαιο, και από την άλλη αξιώνουν να  έχουν ελευθερία κινήσεων στη σύγκρουση τους με τους εργαζόμενους.

Η "στροφή" του Ντράγκι, αν δεν πρόκειται για μπλόφα, δεν είναι αρκετή


 του Emiliano Brancaccio

Ο Μάριο Ντράγκι,δήλωσε πρόσφατα: "Στα πλαίσια της εντολής της, η ΕΚΤ είναι έτοιμη να κάνει τα πάντα για να κρατήσει ζωντανό το ευρώ, και πιστέψτε με, αυτό θα είναι αρκετό." Τόνισε επίσης ότι η παρέμβαση στα σπρεντς "εντάσσεται  στα πλαίσια της εντολής της ΕΚΤ, στο βαθμό που το πρίμιουμ κινδύνου του κρατικού δανεισμού πλήττει τη σωστή μετάδοση των αποφάσεων της νομισματικής πολιτικής."

Πρόκειται για κάτι "νέο"; Κατά κάποιο τρόπο ναι, αφού φωτίζει περισσότερο μια υπαρκτή αντίθεση  μεταξύ των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ως προς την "αυθεντική" ερμηνεία του καταστατικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Μια σύγκρουση με αβέβαια αποτελέσματα, που στο εξής θα οξύνεται όλο και περισσότερο και  που θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή ο Ντράγκι να χάσει την ψηφοφορία για την "στροφή" που μόλις ανέφερα.

Η νέα αυτή απόφαση καθιστά την ΕΚΤ δανειστή έσχατης ανάγκης; Όχι βέβαια, η ιδέα του "δανειστή" αποκλείεται  πλήρως από το Καταστατικό. Ο Ντράγκι παραβιάζει την έννοια του "μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής" για να νομιμοποιήσει και πάλι την παρέμβαση του στα σπρεντς. Βαδίζει όμως πάνω στην κόψη μιας  εξαιρετικά λεπτής και αμφίβολης ερμηνείας.

Αν όμως μια τέτοια "στροφή" έχει διάρκεια, δε θα είναι ένας τρόπος σωτηρίας της  ευρωζώνης έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται σήμερα; Φαίνεται εντελώς απίθανο, επειδή η διαθεσιμότητα του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ να αποφασίσει σχετικά με τα σπρεντς θα εξαρτηθεί  σε κάθε περίπτωση από την επιμονή των περιφερειακών  χωρών της ευρωζώνης να επιμείνουν σε πολιτικές αποπληθωριστικές και περιστολής δαπανών. Αλλά αυτές οι πολιτικές, όπως διδάσκει ο Κέυνς από την εποχή του χρυσού κανόνα, ποτέ δεν τα κατάφεραν να διορθώσουν τις ανισορροπίες  μεταξύ των σχέσεων χρέους και πίστωσης των χωρών που ήταν συνδεδεμένες με ένα καθεστώς σταθερών συναλλαγματικών  ισοτιμιών.

Τι μπορεί να συμβεί λοιπόν; Αν η "στροφή" στη νομισματική πολιτική στην οποία δείχνει να αναφέρεται ο Ντράγκι είναι σταθερή, τότε ο μεγαλύτερος φόβος είναι η ΕΚΤ να κερδίσει μόνο και μόνο χρόνο και εμείς να γίνουμε μάρτυρες μιας μεγάλης αγωνίας, και να βλέπουμε την παγίωση της λεγόμενης "Νοτιοποίησης" της Ευρωπαϊκής περιφέρειας. Με τελικό αποτέλεσμα, πάντως, κάποια στιγμή, να δούμε τη σημερινή ευρωζώνη να εκρήγνυται. Και αυτό θα ήταν το χειρότερο τέλος για όλους.

Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Η δράση της ΕΚΤ για τα  σπρεντς θα πρέπει να συνοδεύεται  από μηχανισμούς, όπως το "στάνταρντ των αμοιβών", που να υποχρεώνουν τις χώρες με πλεόνασμα προς το εξωτερικό να ακολουθούν πολιτικές επεκτατικές και αναθέρμανσης της οικονομίας με την παρέμβαση του κράτους, και ένα "πρόγραμμα" δημόσιων ευρωπαϊκών επενδύσεων, με βασικό στόχο την ανάκαμψη των οικονομιών των περιφερειακών χωρών.

Οι φορείς των κυρίαρχων συμφερόντων στη Γερμανία θα αποδεχόντουσαν ποτέ ένα τέτοιο σχέδιο; Όχι, αν το μόνο τους ρίσκο είναι να δουν να τινάζεται στον αέρα το ενιαίο νόμισμα. Νομίζω ότι η ανάλυση της Merrill Lynch είναι ατελής και ότι καταλήγει  σε λάθος συμπεράσματα, από αυτή την άποψη. Στην πραγματικότητα, το μόνο που πραγματικά φοβούνται στη Γερμανία είναι ότι με το ενιαίο νόμισμα θα τιναχτεί στον αέρα και η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά. Φοβούνται δηλαδή, μια στροφή προς το νεο-προστατευτισμό των περιφερειακών χωρών που θα περιορίζει την κίνηση κεφαλαίων, εμπορευμάτων και εξαγορών από κεφάλαια του εξωτερικού.

Ποιος θα μπορούσε να αποτελέσει μια αξιόπιστη απειλή νεο-προστατευτισμού απέναντι στη Γερμανία; Όχι βέβαια ο Μόντι, ή η λεγόμενη αριστερά του "ελεύθερου εμπορίου".

Είναι  λοιπόν προτιμότερη η υπόθεση της εξόδου από το ευρώ; Όπως έχω πει επανειλημμένως, εξαρτάται από τον τρόπο εξόδου.


Ο Σύριζα πληρώνει την αμφισημία του

του Emiliano Brancaccio


Ο Σύριζα, το μεγαλύτερο κόμμα της αριστεράς, έχασε τις εκλογές στην Ελλάδα. Έτσι λοιπόν χάθηκε η πρώτη, πραγματική ευκαιρία να δοθεί ένα ξεκάθαρο πολιτικό μήνυμα ενάντια στη μη βιώσιμη κατάσταση της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης. Αυτό θα έχει ως συνέπεια, εκτός κι αν υπάρξουν εκπλήξεις, η αγωνία του ενιαίου νομίσματος να παραταθεί και, μαζί της, τα βάσανα των περιφερειακών κρατών και των κοινωνικών ομάδων που έχουν πληγεί περισσότερο από την οικονομική κρίση.  

Γιατί έχασε ο Σύριζα; Η εξήγηση που κυριαρχεί είναι ότι το κόμμα εμφανίστηκε στις εκλογές με ένα πολύ «ριζοσπαστικό» πρόγραμμα. Αυτό το πρόγραμμα, ως γνωστόν, βασιζόταν στην πρόθεση ακύρωσης του Μνημονίου που έχει επιβληθεί από την Κομισιόν,την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, και την επαναδιαπραγματευση όλων των όρων χρηματοδότησης του ελληνικού χρέους. 
Αν το καλοσκεφτούμε, όμως, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο Σύριζα πλήρωσε τη «ριζοσπαστικότητά» του.


Είναι πιθανόν ο Σύριζα να έχασε για ένα πολύ διαφορετικό λόγο, ότι δηλαδή την στιγμή που πρόβαλε το αίτημα για επαναδιαπραγμάτευση  των όρων του δανεισμού από το εξωτερικό, ταυτόχρονα ανακοίνωνε και την πρόθεσή του να παραμείνει στο ευρώ. Αυτή τη θέση, ως γνωστόν,τη διατύπωσε ο ηγέτης του Σύριζα, Αλέξης Τσίπρας, στην επιστολή του με τίτλο  I will keep Greece in the eurozone, η οποία δημοσιεύθηκε στους  Financial Times στις  12 Ιουνίου.

Το πρόβλημα με τη θέση του Τσίπρα είναι πως είναι εξαιρετικά αντιφατική και έκανε φανερή την αδυναμία της ηγετικής ομάδας του Σύριζα να αντιμετωπίσει ξεκάθαρα τις πιθανές συνέπειες από μια αποτυχία του αιτήματος για επαναδιαπραγμάτευση του χρέους. 

Αραγε πως θα αντιδρούσε ο Τσίπρας αν η Γερμανία και οι ευρωπαϊκές αρχές  πρότειναν μόνο κάποιες μικρές αλλαγές στη συμφωνία και αρνιόντουσαν να προχωρήσουν σε μια ριζική αναδιαπραγμάτευση του χρέους; 

Ο ηγέτης του Σύριζα όλες αυτές τις μέρες απέφυγε να τοποθετηθεί επί του προβλήματος. Δηλαδή  απέφυγε να παραδεχτεί ότι, τότε, θα ήταν αναγκασμένος να αντιμετωπίσει την κρίση εγκαταλείποντας το ενιαίο νόμισμα και να θέσει υπό αμφισβήτηση, αν χρειαζόταν, ακόμα και την Κοινή Αγορά κεφαλαίων και αγαθών.Πολλοί έλληνες ψηφοφόροι μπορεί να αντιλήφθηκαν αυτή την αμφισημία, αυτή την ανικανότητα του Σύριζα να σχεδιάσει ένα λογικό και πολιτικά πειστικό σχέδιο για τις επόμενες κινήσεις. 

Η μικρή ποσοστιαία διαφορά  από το αντίπαλο κόμμα, τη ΝΔ, θα μπορούσε να εξηγηθεί με αυτούς τους όρους, αντί να εμμένουμε στην υπόθεση της υπερβολικής ριζοσπαστικότητας, υπόθεση που σίγουρα θα κυριαρχήσει στα σχόλια των επόμενων ημερών.

Η αμφισημία, βέβαια, δεν είναι πρόβλημα μόνο του Σύριζα. Η ίδια η έκκληση υποστήριξής του, την οποία συνυπέγραψαν οι Ετιέν Μπαλιμπάρ και Ροσάνα Ροσάντα,  είχε στοιχεία σύγχυσης και ασάφειας. Με όρους, σε πολλά σημεία ανάλογους, ακόμα και τα κινήματα «κατά του χρέους» στις εκκλήσεις τους απέφυγαν, μέχρι σήμερα, να αποσαφηνίσουν, ότι μια υποθετική, μη κοινά αποδεκτή, απόρριψη του χρέους θα έθετε αμέσως το πρόβλημα της κάλυψης του εξωτερικού ελλείμματος και επομένως θα έκανε υποχρεωτική την έξοδο από το ευρώ και\ή τον περιορισμό της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων και αγαθών.

Για να μην αναφερθούμε στα αριστερά κόμματα στην Ευρώπη, τα οποία δείχνουν σε πάρα πολλές περιπτώσεις πρόθυμα να θυσιάσουν τους ψηφοφόρους τους στο βωμό μιας άνευ όρων πίστης στο ευρώ και στην Κοινή Αγορά και τα οποία, επομένως,δε μπορούν να κάνουν τίποτε καλύτερο από το να διατυπώνουν γενικόλογες εκκλήσεις υπέρ της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Όπως φαίνεται, λοιπόν, βρισκόμαστε μπροστά σε άλλη μια παραλλαγή του φαινομένου της «αριστερής υπεράσπισης της ελεύθερης αγοράς» το οποίο μεταφέρεται εδώ και καμιά τριανταριά χρόνια από τους λιγότερο ή περισσότερο στενούς απόγονους του εργατικού κινήματος και που έχουμε προσπαθήσει να εξετάσουμε κριτικά στο βιβλίο  Η λιτότητα είναι της δεξιάς. Και καταστρέφει την Ευρώπη.

Ούτως ή άλλως, ανεξάρτητα από την απόφαση των ελλήνων ψηφοφόρων,η σημερινή Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση, από τεχνική άποψη παραμένει μη βιώσιμη.
Το χάσμα μεταξύ επιτοκίων δανεισμού και ρυθμών αύξησης του εισοδήματος θα επανέλθει γλήγορα στην επικαιρότητα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, και δεν θα μπορέσει ασφαλώς να γεφυρωθεί με μικροδιορθώσεις των συμφωνιών δανεισμού ή με ευρωπαϊκές τραπεζικές εγγυήσεις.
 
Επιπλέον χωρίς ιδιαίτερες αλλαγές στην ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική, η τελική κερδοσκοπική επίθεση κατά της ζώνης του ευρώ μπορεί, προς το παρόν, να αναβλήθηκε, αλλά δεν αντιμετωπίζεται. Το ερώτημα που μένει αναπάντητο είναι λοιπόν ένα: με την αριστερά σε παράλυση, ποιος θα διαχειριστεί μια υποθετική κατάρρευση του ενιαίου νομίσματος; 


Το κείμενο, στα αγγλικά