Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φώτης Τερζάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φώτης Τερζάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Φυλακές

Giovanni Battista Piranesi- Prisoners



 του Φώτη Τερζάκη

Αυτό που μένει από το Άουσβιτς ήταν ο τίτλος ενός παλαιότερου βιβλίου τού Giorgio Agamben – το ξαναθυμήθηκα βλέποντας την πρόσφατη ελληνική του έκδοση…1 Τί είναι λοιπόν αυτό που μένει από το Άουσβιτς, το αληθινό στίγμα της σύγχρονης Ευρώπης; Είναι, σκέφτομαι, οι δεκάδες χιλιάδες (ξέρει κανείς πόσες ακριβώς;) ξεριζωμένων προσφύγων που κρατιούνται αυτή τη στιγμή αιχμάλωτοι στην ελληνική επικράτεια –στον μη τόπο που έμβλημα έχει την φοβερή αρχή: χωρίς ιθαγένεια = λιγότερο άνθρωπος– μέσα σ’ έναν ασφυκτικό κλοιό ερμητικά σφραγισμένων συνόρων, ΝΑΤΟϊκών νηοπομπών και ανατιναγμένων εστιών σε όλη την περιβάλλουσα ζώνη· και μαζί τους, ας μη γελιόμαστε, το ίδιο αιχμάλωτη στον ίδιο κλοιό, και η χώρα που επιλέχθηκε ως αποθήκη ψυχών, καταδικασμένη ν’ αργοπεθαίνει μαζί τους, απερίφραστο αντικείμενο «θυσίας» στον Ευρωπαϊκό Μολώχ.

Είναι πράγματι ενθαρρυντική η συμπαράσταση που ένα μεγάλο μέρος τού ελληνικού πληθυσμού έδειξε προς αυτό τον δυστυχισμένο κόσμο. Δεν έλειψαν όμως και τα ανησυχητικά ανακλαστικά –πολλά εκ των οποίων από επίσημα χείλη– που φοβάμαι ότι θα ενισχύονται όσο οι αριθμοί μεγαλώνουν και όσο η πίεση γίνεται ασφυκτικότερη. 

Φυσικά και η Ελλάδα θα μπορούσε ν’ αφομοιώσει έναν τέτοιον αριθμό προσφύγων.2 Στη δεκαετία τού ’90 μόνο αφομοίωσε 500.000-1.000.000 Αλβανούς, Ουκρανούς και άλλους πρώην Ανατολικοευρωπαίους, χωρίς καθόλου ν’ απειληθεί η κοινωνική της συνοχή και χωρίς να αλλοιωθεί κανένα από τα ιδιοπολιτισμικά της χαρακτηριστικά (μολονότι ένας βαθμός αλλοίωσης θα πρέπει να θεωρείται για κάθε πολιτισμό ευλογία: διότι η ίδια η «πολιτισμική ταυτότητα» είναι, από μια ορισμένη σκοπιά, μια φυλακή…).  

Υπό τον όρο, βεβαίως, ότι η Ελλάδα θα ήταν μια αυτοκυβερνώμενη χώρα, ότι θα ήταν σε θέση να ελέγχει την εξωτερική της πολιτική, να συντονίζει τις παραγωγικές της δυνατότητες ανάλογα με τις παραγωγικές της ανάγκες και να αξιοποιεί όλο το ανθρώπινο δυναμικό που έχει στην επικράτειά της, το οποίο θα δικαιούνταν ασυζητητί το ισότιμο καθεστώς του πολίτη – αλλά δεν είναι. Φυλακή για τα προσφυγικά καραβάνια της Μέσης Ανατολής, είναι και η ίδια φυλακισμένη στο αόρατο Lager που διευθύνουν με την πέτρινη μάσκα και το μαστίγιο οι αξιωματικοί του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. 

Ο ρόλος του πολιτικού της προσωπικού μοιάζει σε αυτό, πράγματι, με τη θλιβερή και αξιοθρήνητη φιγούρα των Sonderkommnando.

Υπάρχουν όμως και οι κυριολεκτικά φυλακισμένοι, που η μοίρα τους θα πρέπει ν’ ανησυχεί βαθιά κάθε κοινωνία η οποία δεν είναι εντελώς εξαχρειωμένη. Και ο λόγος εδώ είναι για μια κατηγορία κρατουμένων που το ελληνικό πολιτικό και δικαστικό σύστημα έχει εξαντλήσει πάνω τους μια εκδικητική μανία η οποία είναι στίγμα και ντροπή για το ίδιο αυτό σύστημα – εάν όχι τεκμήριο της εξάρτησής του από δυνάμεις τις οποίες τρέμει και να σκεφτεί κάποιος. 

Αναφέρομαι στον Δημήτρη Κουφοντίνα, τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο και (με τις πρόσθετες ιδιομορφίες της περίπτωσής του) τον Σάββα Ξηρό, στην περίπτωση των οποίων καταπατάται σκανδαλωδώς το ρητά προβλεπόμενο δικαίωμα (άρθρο 55 τού ν. 2776/99 του Σωφρονιστικού Κώδικα) σε τακτικές άδειες εξόδου μετά την έκτιση 13 ολόκληρων χρόνων από την ποινή τους. 

Απατάται όποιος νομίζει ότι το ζήτημα είναι παρωνυχίδα ενόψει των άλλων τρομερών προβλημάτων που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή η ελληνική κοινωνία, διότι είναι μέρος της ίδιας βαθύτερης αλληλουχίας συσχετισμών και ενεργειών που τη συντρίβουν. 
Υπάρχει μία αρχή, προϊόν όχι μόνο ρηχής ηθικολογίας, που λέει ότι στον πρόσωπο των φυλακισμένων (πρέπει να) βλέπουμε τον ίδιο τον εαυτό μας: όταν ο νόμος εφαρμόζεται κατά περίπτωση και κατά την αυθαίρετη προαίρεση εκείνων που είναι επιφορτισμένοι με την τήρησή του, ο πέλεκυς των διακρίσεων επικρέμαται κάθε στιγμή πάνω από τα κεφάλια όλων μας·  και όταν η δικαστική και η σωφρονιστική εξουσία ασκούνται με γνώμονα τις πολιτικές πεποιθήσεις αυτών οι οποίοι υπόκεινται στη κρίση της –όταν δηλαδή επαναφέρουν de facto την ιδιότητα του πολιτικού κρατουμένου– η ποινικοποίηση των ιδεών καραδοκεί για ολόκληρη την κοινωνία, και αυτό το είδος κοινωνίας αποκαλείται δικαίως ολοκληρωτικό.

Η ευθύνη της παρούσας κυβέρνησης είναι τρομερή – είτε δεν θέλει είτε δεν μπορεί να επιβάλει το συνταγματικό πνεύμα στη δικαστική αρχή και μια στοιχειωδώς   δημοκρατική λειτουργία στο σωφρονιστικό σύστημα. Αν δεν θέλει, αποκαλύπτει απλώς την ταξική της φύση (και όχι βέβαια εκείνη την οποία ρητορικά διεκδικεί): μάλλον τη συγγένεια αίματος που τη δένει με τη διαφθαρμένη και τυχοδιωκτική αντιπολίτευση και μ’ εκείνο το πλέγμα εντόπιων συμφερόντων που κρατά δέσμιο ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της χώρας. 

Αν δεν μπορεί, αποδεικνύεται η ίδια μία ακόμα κατοχική κυβέρνηση, πειθήνιο διαχειριστικό όργανο μιας πυραμίδας πολύπλοκα διαπλεγμένων οικονομικών και γεωστρατηγικών συμφερόντων, από το Ευρωπαϊκό Διοικητήριο και τα χρηματοπιστωτικά καρτέλ που αυτό εκπροσωπεί μέχρι την Υπερατλαντική Προστάτιδα Δύναμη, την αυτουργό τού παγκόσμιου εγκλήματος που τις συνέπειές του εισπράττει όλο και οδυνηρότερα η ελληνική κοινωνία. 

Νομιμοποιώντας τα όπλα τού ίδιου της του εχθρού –το άνομο και επαχθές χρέος– που εξουσιοδοτήθηκε ακριβώς για ν’ αφοπλίσει, καίγοντας με ανεξήγητη προθυμία όλα τα μέσα αντίστασης που είχε και έχει στη διάθεσή της, υπακούοντας στα κελεύσματα εκείνων που τόσο πιο πολύ την περιφρονούν όσο πιο αδιαμαρτύρητα υποτάσσεται στις προσταγές τους, εναγκαλιζόμενη με τους ειδεχθέστερους τυράννους στη γειτονιά της και πανηγυρίζοντας συμμαχίες με όλους εκείνους που της σκάβουν τον λάκκο, βαδίζει σαν τον τυφλό σε ναρκοπέδιο παρασύροντας όλους μας μοιραία στην άβυσσο – και μοιάζει όλο και πιο πολύ στους φρικαλέους πάτρωνες και τους δεσμοφύλακές της.



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Εκδόσεις Εξάρχεια (Αθήνα 2015), μετ. Παναγιώτης Καλαμαράς.



2. Όσο για την Ευρώπη, η οποία σύμφωνα με τ’ αποκαλυπτικά στοιχεία  τής Eurostat έχει παράσχει άσυλο από το 2014 σε πάνω από 2.500.000 πρόσφυγες ή μετανάστες (προερχόμενους βέβαια από τις «σωστές» χώρες), οι αριθμοί αυτοί είναι σταγόνα στον ωκεανό… Πρόκειται, κοντολογίς, για μια εσκεμμένη και ωμή επιλογή αποκλεισμού, που ακολουθεί τον ίδιο εκείνο διαστροφικό κύκλο της ενοχής και του εγκλήματος που δεκαετίες τώρα βλέπουμε να κινεί το Ισραήλ: το έγκλημα γεννάει οδυνηρή ενοχή απέναντι στα θύματα, και η ενοχή αυτή τα κάνει ακόμη πιο μισητά επειδή την ανακινούν, πράγμα που οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερο έγκλημα εναντίον τους.

ΠΗΓΕΣ

δρόμοςΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ, Σάββατο 2 Απριλίου 2016
 



Eυρωπαϊσμός, η ανίατη αρρώστια των παρασιτικών μεσοστρωμάτων


Έβλεπα πάλι τις προάλλες τον ίδιο εφιάλτη: απόγευμα στην Πλατεία Συντάγματος, ένα πλήθος συνωστισμένων με Lacoste και με iPod και με τα μεγάλου κυβισμού τζιπ αραγμένα στους παραδρόμους, αφρίζοντας έξαλλο με κονκάρδες και πλακάτ ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΥΡΩΠΗ, να θερίζεται από οπλοπολυβόλα στηριγμένα στα μπαλκόνια του «Μεγάλη Βρετάνια», όπως εκείνες τις πρώτες ημέρες του Δεκέμβρη του 1944 ένα άλλο, ρακένδυτο πλήθος σωριαζόταν από τις ριπές των Εγγλέζων τού Σκόμπι… Εκείνο που πιο πολύ με τρόμαξε, ήτανε η άγρια χαρά που ένιωσα στην εικόνα τόσου αίματος, λες κι ένα αρχαϊκό, βαθιά καταχωνιασμένο ένστικτο εκδίκησης ήρθε στην επιφάνεια και βρήκε για πρώτη φορά ικανοποίηση.

            
Δυο φορές οι εκπρόσωποι της παρούσας συγκυβέρνησης, ο Πάνος Καμένος στην πένθιμη ολονυχτία της ψήφισης από την Βουλή τού Μνημονίου που η ελληνική αντιπροσωπεία αποδέχθηκε τη μοιραία 13η Ιουλίου, και ο Αλέξης Τσίπρας σε τηλεοπτική του συνέντευξη πριν από τις τελευταίες εκλογές τού Σεπτέμβρη, δικαιολόγησαν τις πράξεις τους λέγοντας ότι έτσι «αποφεύχθηκε εμφύλιος πόλεμος». Ρητορική αμετροέπεια; Ίσως... Αν συνυπολογίσουμε όμως την προειδοποίηση του Βαγγέλη Μεϊμαράκη την εβδομάδα πριν από το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, «Αν κινδυνέψει η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας να ξέρετε ότι η αστική τάξη θα αντιδράσει», το πράγμα φορτίζεται με άλλη σοβαρότητα. Κατ’ αρχάς, το ότι η πιο απερίφραστα ταξική δήλωση στο ηλεκτρισμένο κλίμα εκείνου του εξαμήνου ακούστηκε από το στόμα ενός εκπροσώπου της δεξιάς, δείχνει όχι μόνο ποιος έχει την πιο προσγειωμένη αίσθηση του τί όντως διακυβεύεται στην πολιτική κονίστρα αλλά και το ποιος έχει εξακολουθητικά τη δύναμη να υπαγορεύει τα πολιτικά σενάρια. Ο «εμφύλιος» για τον οποίον έγινε λόγος είναι ήδη εδώ, σε πλήρη ανάπτυξη, και τον κερδίζουν εκείνοι που ξέρουν καλά ότι πολεμούν, και ποιος είναι ο εχθρός τους. Η «αριστερή διακυβέρνηση» ανατράπηκε χωρίς καν να χάσει την εξουσία, και όλοι εκείνοι που είχαν πάρει θέση μάχης απέναντί της αναστέναξαν με ανακούφιση. Απέτρεψε τον εμφύλιο καταθέτοντας τα όπλα.  
     

Χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός: Ένα νέο μοντέλο κυριαρχίας



Του Φώτη Τερζάκη
Τελειώνοντας το προηγούμενο άρθρο μου (1) της 10ης Ιανουαρίου 2015 σε αυτή τη σελίδα, έθετα το ερώτημα, ενόψει της ακραίας συγχώνευσης που βιώνουμε παντού σήμερα της πολιτικής χειραγώγησης με την οικονομική εκμετάλλευση: ποιο είναι το νέο μοντέλο του καπιταλισμού και τί έρχεται να αντικαταστήσει;

Εμφανώς, το «νέο» αυτό μοντέλο δημιουργήθηκε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 και συνδέθηκε ονομαστικά με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των κυβερνήσεων Μπους και Θάτσερ, που υιοθετήθηκαν παγκοσμίως μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Γεννήθηκε μέσ’ από μία οικονομική κρίση, την οποία τότε περιέγραφαν ως «πετρελαϊκή κρίση» (αλλά ήταν κάτι συνολικότερο), και το ίδιο δημιούργησε δύο τουλάχιστον αυξανόμενου μεγέθους παγκόσμιες κρίσεις, μία στα τέλη ακριβώς της δεκαετίας του’80 και μία το 2008 (στης οποίας τους κλονισμούς ζούμε ακόμα). Τα ορατά του χαρακτηριστικά ήταν

(1) η κατεδάφιση του λεγόμενου «κράτους προνοίας» και η μετατροπή των «δικαιωμάτων» σε κόστος (και, σε δεύτερο χρόνο, σε χρέος) με την ιδιωτικοποίηση όλων των παροχών κοινής ωφελείας·

(2) η δημιουργία «δομικής ανεργίας» με την αυτοματοποίηση της παραγωγής, που παράγει έκτοτε ένα γεωμετρικώς αυξανόμενο ανθρώπινο «περίσσευμα» και, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, μιαν αυξανόμενη δυσκολία στην υλοποίηση του κέρδους·

(3) η καταβύθιση του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου σε μιαν άβυσσο χρέους χάρη, πρώτον, στην αλλαγή πολιτικής των επιτοκίων της Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας (και όλων των ισχυρών πιστωτικών ιδρυμάτων εν συνεχεία), και δεύτερον, στην ένταξή του σε ένα ασύμμετρο διεθνές εμπόριο που συσσωρεύει αλλού πλεονάσματα και αλλού ελλείμματα – συνταγή η οποία μετά την κρίση του 2008 εφαρμόζεται σαν θανατηφόρο εμβόλιο σε ολοένα διευρυνόμενες ζώνες του «ανεπτυγμένου» κόσμου·

(4) η δημιουργία ενός ενοποιούμενου (αν όχι ακόμη πραγματικά ενοποιημένου) παγκόσμιου μπλοκ εξουσίας, στα πλαίσια του οποίου διευθυντικό/εκτελεστικό ρόλο αναλαμβάνει ένας ηγεμονικός συνασπισμός ισχυρών κρατών (ο λεγόμενος Ατλαντικός άξονας) και νομοθετικό ρόλο μια συστάδα παγκόσμιων οργανισμών (ΔΝΤ, ΠΤ, ΠΟΕ, κ.ά.). Στο ίδιο πλαίσιο εξελίσσεται μια βαθμιαία όσμωση αφενός της κρατικής εξουσίας με τις μεγάλες επιχειρήσεις (2) (πολυεθνικές εταιρείες και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς), αφετέρου των παραδοσιακών αρμοδιοτήτων της αστυνομίας και του στρατού (με ανάλογες, εννοείται, αναπροσαρμογές του διεθνούς νομικού πλαισίου)·

(5) μια «φυγή προς εμπρός» του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου σε απεγνωσμένη προσπάθεια να υλοποιήσει με χρηματοπιστωτικούς χειρισμούς τα όλο και δυσκολότερα υλοποιήσιμα στην παραδοσιακή οικονομία κέρδη.

 Και αυτό έχει με τη σειρά του δύο συνέπειες: πρώτον, μια μεθοδευμένη εξώθηση σε δανεισμό και υπερχρέωση, σε κρατικό όσο και ατομικό επίπεδο, που οδηγεί ομάδες και άτομα σε κατάσταση ομηρείας με περαιτέρω συνέπεια έναν αδιανόητο βαθμό εντατικοποίησης της εργασίας (ενόσω η πληθυσμιακή της βάση μειώνεται) κι έναν γραφειοκρατικό έλεγχο της ζωής των ανθρώπων που μετατρέπουν κυριολεκτικά την κοινωνία σε αόρατο στρατόπεδο συγκεντρώσεως· και δεύτερον, μιαν αντεστραμμένη αναπαράσταση, σε θεωρητικό επίπεδο, των σχέσεων μεταξύ υλικής παραγωγής και «οικονομίας».

Ολοφάνερα, το μοντέλο αυτό δεν αρκεί να περιγραφεί ως «νεοφιλελευθερισμός», αν τουλάχιστον με τον όρο αντιλαμβανόμαστε τις θεωρίες του Milton Friedman και της Σχολή του Σικάγο, που ήταν η θεωρητική αντίδραση στα κεϋνσιανά μοντέλα τα οποία υιοθετήθηκαν ως οικονομική «ορθοδοξία» κατά το προηγούμενο στάδιο του καπιταλισμού· διότι αν, στη θεωρία τουλάχιστον, τα χαρακτηριστικά (1) και (3) συμφωνούν προς το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, το χαρακτηριστικό (4) είναι φαινομενικώς ασύμβατο και τα χαρακτηριστικά (2) και (5) αντιπροσωπεύουν διαστάσεις καινούργιες.

 (3) Θα πρέπει άρα να καταλήξουμε πως η νεοφιλελεύθερη θεωρία ήταν μόνο ένα ιδεολογικό όπλο, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως στις οικονομικές σχολές (και από οικονομικούς συμβούλους της κρατικής πολιτικής, βεβαίως) προκειμένου ν’ απαξιώσει τις προηγούμενες υιοθετημένες στρατηγικές και να ανοίξει δρόμο για την εδραίωση του νέου μοντέλου, χωρίς να το εξηγεί ή έστω απλώς να το περιγράφει με επάρκεια.

Το χαρακτηριστικό (4) μοιάζει να περιγράφεται καλύτερα από αυτό που κάποιοι ονόμασαν «παγκοσμιοποίηση» ή και «αυτοκρατορία», οι κατασκευές τους όμως απέτυχαν να συνδέσουν ικανοποιητικά την πολιτική κυριαρχία με τις ιδιάζουσες οικονομικές λειτουργίες που τη διαμεσολαβούν (τον ρόλο του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος ως μηχανισμού θεσμικής βίας και τον στραγγαλισμό των ελευθεριών, του αυτοκαθορισμού και της ικανότητας για δημιουργική δράση που μπορούν οι πολύπλοκες λειτουργίες του να επιφέρουν, σε ατομικό όσο και συλλογικό επίπεδο) – σύνδεση που τεκμηριώνει, δεν χρειάζεται να το πω, την ανησυχητική συνέχεια του παρόντος παγκόσμιου συστήματος με τις ολοκληρωτικές μορφές κρατικού (4) (ή «γραφειοκρατικού») καπιταλισμού της τρίτης δεκαετίας του εικοστού αιώνα.

Αυτό το τελευταίο μοντέλο ολοκληρωτικής κυριαρχίας, στους βρόχους τού οποίου βρισκόμαστε πιασμένοι, πρέπει να ονομαστεί, ελλείψει ευστοχότερου όρου, χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός. Το όνομα δεν είναι καινούργιο βέβαια, ούτε οι περισσότερες λειτουργίες του μας είναι άγνωστες· δεν έχει ωστόσο αρθρωθεί και μελετηθεί ακόμα στην ολική του δομή, ως ιδεατός τύπος, κατά τρόπο που να μας επιτρέπει να επεξεργαστούμε, εν συνεχεία, ρεαλιστικές προοπτικές αχρήστευσής του.

 Είναι η τελευταία ιστορική μεταμόρφωση της κυριαρχίας, η τελευταία μετάλλαξη του καπιταλισμού ύστερ’ από την προηγηθείσα κρατικογραφειοκρατική εκδοχή του – και μένει ακόμη να σταθμίσουμε ποιες από τις λειτουργίες εκείνης διατηρούνται στη νέα μορφή, τι είναι ειδικώς νέο και σε ποιες ιστορικές περιστάσεις οφείλεται (οι οποίες ενδέχεται να εγκυμονούν, ταυτόχρονα, τον ίδιο τον θάνατό του).

1. Όπου, στην τελευταία στήλη, μια οδυνηρή παραδρομή μετέτρεψε τη Συνθήκη του Μπρέτον Γουντς σε «Συνθήκη του Μάαστριχτ»! Ζητώντας αναδρομικά συγγνώμη και αφού γίνει η απαραίτητη διόρθωση, αναρωτιέμαι τί θα αποκάλυπτε μια φροϋδική ερμηνεία του lapsus calami…

2. Το στοιχείο αυτό χαρακτήριζε ήδη το προηγούμενο μοντέλο του καπιταλισμού, αλλά κατ’ αντίστροφη φορά: εκεί ο κρατικός μηχανισμός αναλάβανε την οργάνωση και διεύθυνση της παραγωγής και της οικονομίας, εδώ οι επιχειρήσεις ελέγχουν και κατευθύνουν την κρατική πολιτική.

3. Ακριβέστερα, το (5) εμπεριέχεται μερικώς στη θεωρία κατά το ότι το νεοφιλελεύθερο μοντέλο αναβαθμίζει τον ρόλο του χρήματος και των νομισματικών χειρισμών έναντι των (κρατικά ελεγχόμενων) δημοσιονομικών εργαλείων, ωστόσο οι διαστάσεις και οι συνέπειές τους ήταν απρόβλεπτες.

4. Κρατικός καπιταλισμός είναι ο όρος που χρησιμοποίησε ο Friedrich Pollock του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών της Φραγκφούρτης για να περιγράψει τη νέα και απρόβλεπτη μεταμόρφωση του καπιταλισμού στα κρίσιμα χρόνια του μεσοπολέμου, μοντέλο στο οποίο συνέκλιναν το ναζιστικό γερμανικό κράτος, το σοβιετικό γραφειοκρατικό καθεστώς και το αμερικανικό New Deal (που στην «δημοκρατική» εκδοχή του έγινε το πρότυπο αναμόρφωσης όλων των μεταπολεμικών δυτικών κρατών).

Θα ήθελα να συμπληρώσω την ανάλυση που παρουσίασα στο προηγούμενο άρθρο μου (14 Φεβρουαρίου 2015) με μερικές ιστορικού τύπου παρατηρήσεις για τη γένεση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού. Αν δοκίμασα εκεί να κατασκευάσω ένα μοντέλο αυτού του ιστορικά πρόσφατου συστήματος κυριαρχίας, δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι έδωσα κάτι παραπάνω από μερικά αδρά περιγράμματα ενός έργου που είναι ακόμα να γίνει. Και για τον λόγο αυτό χρειάζεται κάποια χαρακτηριστικά που σκιαγράφησα σ’ ένα μάλλον υψηλό επίπεδο αφαίρεσης να σμιλευτούν με πολύ πιο συγκεκριμένους όρους σε διάφορα πεδία της εμπειρικής πραγματικότητας.

Ο Friedrich Pollock, τον οποίον ανέφερα ήδη, φιλοτέχνησε στο άρθρο του «Κρατικός καπιταλισμός» (1942) το περιεκτικότερο κατά την εκτίμησή μου μοντέλο της ιστορικής φάσης του καπιταλισμού που προηγήθηκε, το οποίο διαμορφώθηκε στη δεκαετία του 1930 σαν ένας καπιταλισμός «εκτάκτου ανάγκης» για ν’ αντιμετωπίσει αφενός τη σαρωτική οικονομική κρίση του 1929, που υπήρξε δομική για τον καπιταλισμό της μονοπωλιακής συσσώρευσης, αφετέρου τη διογκούμενη απειλή των επαναστατικών εργατικών κινημάτων στην Ευρώπη. 

Οι «ολοκληρωτισμοί» είτε του ναζιστικού είτε του σταλινικού τύπου υπήρξαν ακραίες εκφράσεις του, όμως το ίδιο μοντέλο υιοθετήθηκε από τις δυτικές «δημοκρατίες», αρχής γενομένης από τις ΗΠΑ, που έμπαιναν τότε στην πολεμική προσπάθεια (και στάθηκε γι’ αυτές ο αποφασιστικός παράγων εξόδου από την κρίση). 
Αυτή τη μετριασμένη εκδοχή του, που άλλωστε υιοθετήθηκε απ’ όλες τις δυτικές χώρες μετά τον πόλεμο, ο Pollock ονόμασε «δημοκρατικό κρατικό καπιταλισμό»· και τελειώνοντας τον άρθρο του έγραφε: «Μπορεί ο δημοκρατικός κρατικός καπιταλισμός να είναι κάτι περισσότερο από μια μεταβατική φάση, που οδηγεί είτε στην ολοκληρωτική καταπίεση είτε στην κατάργησή της μαζί με τα υπολείμματα του καπιταλιστικού συστήματος;»(1)

Δηλαδή: μπορεί το γραφειοκρατικό μεταπολεμικό κράτος, των κυβερνητικά ρυθμιζόμενων οικονομιών, της ανακύκλωσης των πλεονασμάτων εντός τού δυτικού συμμαχικού μπλοκ και των ελεγχόμενων αναδιανεμητικών μηχανισμών στις κοινωνίες του πρώτου κόσμου, να γίνει μοχλός μιας σοσιαλιστικής μετάβασης ή θα οδηγήσει απεναντίας σε νέες μορφές ολοκληρωτισμού, με απρόβλεπτη μορφή; 
Οι ενσωματωμένες αριστερές ηγεσίες των κατ’ όνομα κομμουνιστικών κομμάτων συνέχισαν να πιστεύουν στην πρώτη δυνατότητα μέχρις ότου οι ιστορικές εξελίξεις πήραν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους (δυνατότητα που, εκείνη ακριβώς τη στιγμή της μέγιστης τύφλωσης, στη δεκαετία του 1970, βάφτιζαν «ευρωκομμουνισμό»)· η νέα μορφή «ολοκληρωτικής καταπίεσης» που μόλις γεννιόταν είχε όντως απρόβλεπτη μορφή και, φαινομενικά τουλάχιστον, αντέστρεφε ορισμένα δομικά χαρακτηριστικά του κρατικού καπιταλισμού. Γεννιόταν το μοντέλο του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, η νέα μεταμόρφωση της ολοκληρωτικής κυριαρχίας.

Οι οικονομικές θεωρίες της Σχολής του Σικάγο το ετοίμαζαν ήδη επί δύο δεκαετίες· ελάχιστοι όμως πρόσεξαν ότι, πριν υιοθετηθεί επίσημα από τις ηγέτιδες χώρες του Ατλαντικού άξονα, και μεσούντος του καπιταλισμού της «ευημερίας» στη Δύση, εφαρμοζόταν ήδη σαν μηχανισμός στραγγαλισμού των μόλις αποαποικιοποιημένων χωρών του τρίτου κόσμου: εκείνο που κάποιοι ονόμασαν νεοαποικισμός ήταν ακριβώς η αντικατάσταση της στρατιωτικής επιβολής με χρηματοοικονομικά μέσα καθυπόταξης, δηλαδή, με στρατηγικούς χειρισμούς των μηχανισμών του χρέους σε ήδη κατεστραμμένες από τη χρόνια αποικιακή αφαίμαξη οικονομίες. 
Η μεταφορά της ίδιας αυτής στρατηγικής σε όλο το εύρος του λεγόμενου πρώτου κόσμου σηματοδότησε την εδραίωση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού.

Οι λόγοι αυτής της επιλογής ήταν πολλοί και διασταυρούμενοι. Ήταν οπωσδήποτε μια τακτική αντεπίθεση των ΗΠΑ τη στιγμή που η οικονομία τους από πλεονασματική άρχισε να γίνεται ελλειμματική (για λόγους που μπορούν να αναλυθούν δια μακρών),(2) ήταν επίσης μια διέξοδος του μεγάλου εταιρικού κεφαλαίου που ένιωσε πάλι να απειλείται από τις επιθετικές εργατικές διεκδικήσεις με τα νέα επαναστατικά κύματα της δεκαετίας του ’60, προπαντός όμως ήταν –υποστηρίζω– συνέπεια της δομικής αλλαγής που επέφερε στο καθεστώς της παραγωγής η γενικευμένη εισαγωγή το αυτοματισμού. 

Αχρηστεύοντας μεγάλον όγκο εργασιακής απασχόλησης (άρα και δυνατότητα απόσπασης υπεραξίας, διότι οι μηχανές δεν δημιουργούν υπεραξία) οδήγησε μεσοπρόθεσμα σε πτωτική τάση τού ποσοστού κέρδους του κεφαλαίου, επιδεινούμενη από την αντίστοιχη αδυναμία υλοποίησης της αξίας αφού ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αδυνατούσε πλέον να συμμετάσχει στην απαιτούμενη κλίμακα κατανάλωσης για την ανακύκλωση της παραγωγής. 

Άρα, σε πρώτο βήμα, κρίση υπερπαραγωγής και υπερσυσσώρευσης (που εκδηλώθηκε πλήρως στα τέλη της δεκαετίας του ’80)· σε δεύτερο βήμα, «φυγή προς εμπρός» του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου σε μιαν απεγνωσμένη προσπάθεια υψηλής κερδοφορίας.
 Το αποτέλεσμα ήταν όλες οι λειτουργίες της κοινωνίας να μεταφράζονται αυτομάτως σε διογκούμενο «χρέος» για τα κράτη και, προπαντός, για τους εργαζόμενους (και σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό υποαπασχολούμενους ή και άνεργους) πληθυσμούς τους.

Είναι αυτό το μοντέλο μια μορφή ολοκληρωτισμού; Απολύτως, αν θεωρήσουμε δομικό γνώρισμα του ολοκληρωτισμού την αυξανόμενη συσσωμάτωση πολιτικής και οικονομίας: δηλαδή, κράτους και στρατιωτικοβιομηχανικού πλέγματος ή εταιρικού-διατραπεζικού πλέγματος και κυβερνητικής εξουσίας. 

Απλώς, εν συγκρίσει με το αμέσως προηγούμενο μοντέλο του καπιταλισμού, εδώ η συσσσωμάτωση γίνεται κατ’ αντίστροφη φορά: το εταιρικό-διατραπεζικό πλέγμα, δηλαδή οι διαχειριστές του παγκόσμιου κεφαλαίου, από κοινού με μη κυβερνητικούς μηχανισμούς-εκτελεστικά όργανα των ως άνω ελίτ (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, ΠΟΕ, Παγκόσμια Τράπεζα, κοκ) είναι αυτοί που ελέγχουν ασφυκτικά τις κυβερνήσεις και νομοθετούν, μέσω των τελευταίων, προς ίδιον συμφέρον. Εκείνο που έχει σημασία να καταλάβουμε είναι ότι αυτό εξαλείφει κάθε έννοια δημοκρατίας ή και πολιτικής με την κλασική έννοια του όρου.

 Έχει αντικατασταθεί από τεχνικές μονόδρομης διακυβέρνησης – και ακραίο δείγμα της «νεοφιλελεύθερης» διακυβέρνησης, με διατήρηση των κενών κοινοβουλευτικών τύπων και δίχως την ανάγκη στρατιωτικών νόμων, είναι ο μηχανισμός του χρέους.

 Σε αντίθεση με μορφές κυριαρχίας του παρελθόντος που υπέβαλαν εξωτερικά τα άτομα σε πειθαρχικές τεχνικές –το εργοστάσιο, ο στρατός, η φυλακή, το νοσοκομείο, το σχολείο– το χρέος υποβάλλει εσωτερικά το άτομο μεταβάλλοντάς το σε υποκείμενο της ίδιας του της υποταγής, που καλείται να συναινέσει «υπεύθυνα» στην παραίτηση από κάθε αυτενέργεια έναντι των δανειστών του. 

Αυτή είναι η μέγγενη στην οποία βρίσκονται παγιδευμένα τα άτομα έναντι των γραφειοκρατικών-φοροεισπρακτικών μηχανισμών του σύγχρονου κράτους, και τα ίδια τα κράτη (παράδειγμα, η Ελλάδα στην Ευρωζώνη) έναντι περιφερειακών νομισματικών ενώσεων που είναι επιμέρους σχηματισμοί της παγκόσμιας εξουσίας του εταιρικού-χρηματοπιστωτικού πλέγματος.



(1) Friedrich Pollock, «Κρατικός καπιταλισμός», μετ. Γ.Ν. Μερτίκας, περ. Λεβιάθαν, 5 (1989), σελ. 94.

(2) Πράγμα που κάνει ο Γιάνης Βαρουφάκης στο βιβλίο του Ο παγκόσμιος Μινώταυρος. Οι πραγματικές αιτίες της κρίσης (Α.Α. Λιβάνη: Αθήνα 2011) όπου υποστηρίζει αυτή ακριβώς την ερμηνεία. Για μια κριτική της μονομέρειάς της, βλ. το κείμενό μου «Μερικές εφαρμοσμένες παρατηρήσεις για τον συσχετισμό οικονομικού-πολιτικού» στο Φώτης Τερζάκης, Ο αναρχισμός στον κομμουνισμό. Εμμένοντας στην επαναστατική ανάγκη (Πανοπτικόν: Θεσσαλονίκη 2014), σελ. 188-201).

Τελειώνοντας το προηγούμενο άρθρο μου (1) της 10ης Ιανουαρίου 2015 σε αυτή τη σελίδα, έθετα το ερώτημα, ενόψει της ακραίας συγχώνευσης που βιώνουμε παντού σήμερα της πολιτικής χειραγώγησης με την οικονομική εκμετάλλευση: ποιο είναι το νέο μοντέλο του καπιταλισμού και τί έρχεται να αντικαταστήσει;
Εμφανώς, το «νέο» αυτό μοντέλο δημιουργήθηκε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 και συνδέθηκε ονομαστικά με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των κυβερνήσεων Μπους και Θάτσερ, που υιοθετήθηκαν παγκοσμίως μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Γεννήθηκε μέσ’ από μία οικονομική κρίση, την οποία τότε περιέγραφαν ως «πετρελαϊκή κρίση» (αλλά ήταν κάτι συνολικότερο), και το ίδιο δημιούργησε δύο τουλάχιστον αυξανόμενου μεγέθους παγκόσμιες κρίσεις, μία στα τέλη ακριβώς της δεκαετίας του’80 και μία το 2008 (στης οποίας τους κλονισμούς ζούμε ακόμα). Τα ορατά του χαρακτηριστικά ήταν
(1) η κατεδάφιση του λεγόμενου «κράτους προνοίας» και η μετατροπή των «δικαιωμάτων» σε κόστος (και, σε δεύτερο χρόνο, σε χρέος) με την ιδιωτικοποίηση όλων των παροχών κοινής ωφελείας·
(2) η δημιουργία «δομικής ανεργίας» με την αυτοματοποίηση της παραγωγής, που παράγει έκτοτε ένα γεωμετρικώς αυξανόμενο ανθρώπινο «περίσσευμα» και, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, μιαν αυξανόμενη δυσκολία στην υλοποίηση του κέρδους·
(3) η καταβύθιση του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου σε μιαν άβυσσο χρέους χάρη, πρώτον, στην αλλαγή πολιτικής των επιτοκίων της Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας (και όλων των ισχυρών πιστωτικών ιδρυμάτων εν συνεχεία), και δεύτερον, στην ένταξή του σε ένα ασύμμετρο διεθνές εμπόριο που συσσωρεύει αλλού πλεονάσματα και αλλού ελλείμματα – συνταγή η οποία μετά την κρίση του 2008 εφαρμόζεται σαν θανατηφόρο εμβόλιο σε ολοένα διευρυνόμενες ζώνες του «ανεπτυγμένου» κόσμου·
(4) η δημιουργία ενός ενοποιούμενου (αν όχι ακόμη πραγματικά ενοποιημένου) παγκόσμιου μπλοκ εξουσίας, στα πλαίσια του οποίου διευθυντικό/εκτελεστικό ρόλο αναλαμβάνει ένας ηγεμονικός συνασπισμός ισχυρών κρατών (ο λεγόμενος Ατλαντικός άξονας) και νομοθετικό ρόλο μια συστάδα παγκόσμιων οργανισμών (ΔΝΤ, ΠΤ, ΠΟΕ, κ.ά.). Στο ίδιο πλαίσιο εξελίσσεται μια βαθμιαία όσμωση αφενός της κρατικής εξουσίας με τις μεγάλες επιχειρήσεις (2) (πολυεθνικές εταιρείες και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς), αφετέρου των παραδοσιακών αρμοδιοτήτων της αστυνομίας και του στρατού (με ανάλογες, εννοείται, αναπροσαρμογές του διεθνούς νομικού πλαισίου)·
(5) μια «φυγή προς εμπρός» του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου σε απεγνωσμένη προσπάθεια να υλοποιήσει με χρηματοπιστωτικούς χειρισμούς τα όλο και δυσκολότερα υλοποιήσιμα στην παραδοσιακή οικονομία κέρδη. Και αυτό έχει με τη σειρά του δύο συνέπειες: πρώτον, μια μεθοδευμένη εξώθηση σε δανεισμό και υπερχρέωση, σε κρατικό όσο και ατομικό επίπεδο, που οδηγεί ομάδες και άτομα σε κατάσταση ομηρείας με περαιτέρω συνέπεια έναν αδιανόητο βαθμό εντατικοποίησης της εργασίας (ενόσω η πληθυσμιακή της βάση μειώνεται) κι έναν γραφειοκρατικό έλεγχο της ζωής των ανθρώπων που μετατρέπουν κυριολεκτικά την κοινωνία σε αόρατο στρατόπεδο συγκεντρώσεως· και δεύτερον, μιαν αντεστραμμένη αναπαράσταση, σε θεωρητικό επίπεδο, των σχέσεων μεταξύ υλικής παραγωγής και «οικονομίας».
Ολοφάνερα, το μοντέλο αυτό δεν αρκεί να περιγραφεί ως «νεοφιλελευθερισμός», αν τουλάχιστον με τον όρο αντιλαμβανόμαστε τις θεωρίες του Milton Friedman και της Σχολή του Σικάγο, που ήταν η θεωρητική αντίδραση στα κεϋνσιανά μοντέλα τα οποία υιοθετήθηκαν ως οικονομική «ορθοδοξία» κατά το προηγούμενο στάδιο του καπιταλισμού· διότι αν, στη θεωρία τουλάχιστον, τα χαρακτηριστικά (1) και (3) συμφωνούν προς το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, το χαρακτηριστικό (4) είναι φαινομενικώς ασύμβατο και τα χαρακτηριστικά (2) και (5) αντιπροσωπεύουν διαστάσεις καινούργιες. (3) Θα πρέπει άρα να καταλήξουμε πως η νεοφιλελεύθερη θεωρία ήταν μόνο ένα ιδεολογικό όπλο, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως στις οικονομικές σχολές (και από οικονομικούς συμβούλους της κρατικής πολιτικής, βεβαίως) προκειμένου ν’ απαξιώσει τις προηγούμενες υιοθετημένες στρατηγικές και να ανοίξει δρόμο για την εδραίωση του νέου μοντέλου, χωρίς να το εξηγεί ή έστω απλώς να το περιγράφει με επάρκεια.
Το χαρακτηριστικό (4) μοιάζει να περιγράφεται καλύτερα από αυτό που κάποιοι ονόμασαν «παγκοσμιοποίηση» ή και «αυτοκρατορία», οι κατασκευές τους όμως απέτυχαν να συνδέσουν ικανοποιητικά την πολιτική κυριαρχία με τις ιδιάζουσες οικονομικές λειτουργίες που τη διαμεσολαβούν (τον ρόλο του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος ως μηχανισμού θεσμικής βίας και τον στραγγαλισμό των ελευθεριών, του αυτοκαθορισμού και της ικανότητας για δημιουργική δράση που μπορούν οι πολύπλοκες λειτουργίες του να επιφέρουν, σε ατομικό όσο και συλλογικό επίπεδο) – σύνδεση που τεκμηριώνει, δεν χρειάζεται να το πω, την ανησυχητική συνέχεια του παρόντος παγκόσμιου συστήματος με τις ολοκληρωτικές μορφές κρατικού (4) (ή «γραφειοκρατικού») καπιταλισμού της τρίτης δεκαετίας του εικοστού αιώνα.
Αυτό το τελευταίο μοντέλο ολοκληρωτικής κυριαρχίας, στους βρόχους τού οποίου βρισκόμαστε πιασμένοι, πρέπει να ονομαστεί, ελλείψει ευστοχότερου όρου, χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός. Το όνομα δεν είναι καινούργιο βέβαια, ούτε οι περισσότερες λειτουργίες του μας είναι άγνωστες· δεν έχει ωστόσο αρθρωθεί και μελετηθεί ακόμα στην ολική του δομή, ως ιδεατός τύπος, κατά τρόπο που να μας επιτρέπει να επεξεργαστούμε, εν συνεχεία, ρεαλιστικές προοπτικές αχρήστευσής του. Είναι η τελευταία ιστορική μεταμόρφωση της κυριαρχίας, η τελευταία μετάλλαξη του καπιταλισμού ύστερ’ από την προηγηθείσα κρατικογραφειοκρατική εκδοχή του – και μένει ακόμη να σταθμίσουμε ποιες από τις λειτουργίες εκείνης διατηρούνται στη νέα μορφή, τι είναι ειδικώς νέο και σε ποιες ιστορικές περιστάσεις οφείλεται (οι οποίες ενδέχεται να εγκυμονούν, ταυτόχρονα, τον ίδιο τον θάνατό του).

1. Όπου, στην τελευταία στήλη, μια οδυνηρή παραδρομή μετέτρεψε τη Συνθήκη του Μπρέτον Γουντς σε «Συνθήκη του Μάαστριχτ»! Ζητώντας αναδρομικά συγγνώμη και αφού γίνει η απαραίτητη διόρθωση, αναρωτιέμαι τί θα αποκάλυπτε μια φροϋδική ερμηνεία του lapsus calami…
2. Το στοιχείο αυτό χαρακτήριζε ήδη το προηγούμενο μοντέλο του καπιταλισμού, αλλά κατ’ αντίστροφη φορά: εκεί ο κρατικός μηχανισμός αναλάβανε την οργάνωση και διεύθυνση της παραγωγής και της οικονομίας, εδώ οι επιχειρήσεις ελέγχουν και κατευθύνουν την κρατική πολιτική.
3. Ακριβέστερα, το (5) εμπεριέχεται μερικώς στη θεωρία κατά το ότι το νεοφιλελεύθερο μοντέλο αναβαθμίζει τον ρόλο του χρήματος και των νομισματικών χειρισμών έναντι των (κρατικά ελεγχόμενων) δημοσιονομικών εργαλείων, ωστόσο οι διαστάσεις και οι συνέπειές τους ήταν απρόβλεπτες.
4. Κρατικός καπιταλισμός είναι ο όρος που χρησιμοποίησε ο Friedrich Pollock του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών της Φραγκφούρτης για να περιγράψει τη νέα και απρόβλεπτη μεταμόρφωση του καπιταλισμού στα κρίσιμα χρόνια του μεσοπολέμου, μοντέλο στο οποίο συνέκλιναν το ναζιστικό γερμανικό κράτος, το σοβιετικό γραφειοκρατικό καθεστώς και το αμερικανικό New Deal (που στην «δημοκρατική» εκδοχή του έγινε το πρότυπο αναμόρφωσης όλων των μεταπολεμικών δυτικών κρατών).
- See more at: http://www.e-dromos.gr/xrhmatopistwtikos-kapitalismos/#sthash.bmdd7L1j.dpuf