Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κώστας Λαπαβίτσας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κώστας Λαπαβίτσας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Το Νέο Μνημόνιο ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ




Στις 18 Μαΐου η Βουλή έδωσε ισχύ νόμου στη συμφωνία της κυβέρνησης με τους δανειστές, η οποία είχε τον τίτλο «Συμπληρωματικό Μνημόνιο Κατανόησης». Πρόκειται, λοιπόν, για ένα νέο Μνημόνιο που συμπληρώνει το καθοριστικό Τρίτο του Αυγούστου του 2015.

Αδυναμία πολιτικής σταθεροποίησης

Η ψήφιση του συμπληρωματικού Μνημονίου δείχνει καταρχήν την παντελή αποτυχία του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Για τα κυβερνητικά κόμματα δεν χρειάζεται να ειπωθεί τίποτε –έχουν πλήρως εξαχρειωθεί. Ο εισηγητής της πλειοψηφίας ήταν βασικό στέλεχος των 53+, της κατά φαντασίαν «αντιμνημονιακής ψυχής» του ΣΥΡΙΖΑ. Κανένας από τους βουλευτές της συγκυβέρνησης δεν είχε το κουράγιο να αντιταχθεί, κάτι που έκαναν τόσοι άλλοι στα προηγούμενα Μνημόνια. Πρόκειται για μελανή κηλίδα στην ιστορία της ελληνικής Αριστεράς.

Η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, από την άλλη, επιδόθηκαν σε όργιο υποκρισίας. Οι λυσσαλέοι υποστηρικτές του Τρίτου Μνημονίου, καταψήφισαν με ιερή αγανάκτηση το συμπλήρωμά του. Το ΚΚΕ επίσης καταψήφισε προβάλλοντας έναν γενικόλογο αντικαπιταλισμό που δεν προσφέρει τίποτε στην ελληνική κοινωνία. Η Χρυσή Αυγή δήλωσε ότι θα καταψήφιζε, αν ήταν παρούσα, συνεχίζοντας την προσπάθεια να εμφανιστεί ως δήθεν «αντισυστημική». Για τον κ. Λεβέντη δε χρειάζεται να γίνεται λόγος.

Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν συστηματικά ότι η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού είναι βαθιά αντιμνημονιακή. Στη Βουλή όμως δεν υπάρχει κανένας φορέας που να εκφράζει αυτή τη λαϊκή βούληση. Πρόκειται για την κεντρική αντίφαση της ελληνικής πολιτικής ζωής σήμερα. Από τη φύση της η αντίφαση δεν επιτρέπει την πολιτική σταθεροποίηση της χώρας. Είναι θέμα χρόνου να υπάρξει γενικευμένη πολιτική αστάθεια, ο χαρακτήρας της οποίας θα πηγάσει από αυτά που μόλις ψήφισαν οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.

Το νεοφιλελεύθερο περιεχόμενο του Μνημονίου

Το συμπληρωματικό Μνημόνιο είναι ένα πυκνογραμμένο κείμενο που θεσμοθετεί μια εξωπραγματική λιτότητα με πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% τουλάχιστον μέχρι το 2021. Τα επιπλέον φορολογικά μέτρα, οι περικοπές των συντάξεων, οι μεγάλες επιβαρύνσεις του ασφαλιστικού, θα προσθέσουν ασφυκτική πίεση στα εργατικά και τα μεσαία στρώματα. Τα περιβόητα «αντίμετρα» θα ενεργοποιηθούν μόνον εάν και όταν επιτευχθεί το 3,5% το 2019 και θα περιλαμβάνουν περιορισμένες ελαφρύνσεις. Ακόμη χειρότερα, θα ανακουφίζουν στρώματα διαφορετικά από εκείνα που θα έχουν ήδη σηκώσει το επιπλέον φορολογικό και συνταξιοδοτικό βάρος.

Για να εξασφαλιστεί ο στόχος της λιτότητας, το Μνημόνιο παρεμβαίνει αποφασιστικά στην ελληνική πολιτεία. Η διορισμένη Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσιονομικών Εσόδων θα ασκεί την πραγματική δημοσιονομική εξουσία στην Ελλάδα. Το Μνημόνιο προβλέπει ακόμη και τον ακριβή αριθμό και τη μέθοδο προσλήψεων της ΑΑΔΕ για το 2016-8 (1160 άτομα). Δεν χρειάζεται καλύτερη απόδειξη για το πως υποχωρεί η δημοκρατία, όταν μια χώρα χάνει την κυριαρχία στη διαχείριση των εσόδων της.  

Το Μνημόνιο προβλέπει και άλλα με λεπτομέρεια, όπως για τα προβληματικά δάνεια των τραπεζών, την πορεία της ΔΕΗ, τα ειδικά μισθολόγια, τη Δικαιοσύνη. Ο πυρήνας της λογικής του είναι κλασικά νεοφιλελεύθερος: η ελληνική οικονομία θα σταθεροποιηθεί μέσω της λιτότητας και οι «μεταρρυθμίσεις» θα φέρουν ανάπτυξη. Οι «μεταρρυθμίσεις» περιλαμβάνουν, βεβαίως, περαιτέρω απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις, άνοιγμα επαγγελμάτων, κοκ.

Οι κυνικοί υπολογισμοί της κυβέρνησης

Ο ΣΥΡΙΖΑ συνομολόγησε τη βαθιά νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση της ελληνικής κοινωνίας, υπό τον πλήρη έλεγχο των δανειστών, κάνοντας κυνικούς υπολογισμούς. Πρώτο, ελπίζει ότι οι δανειστές θα έχουν τη γαλαντομία να δώσουν κάποια ελάφρυνση του χρέους το επόμενο διάστημα, την οποία θα παρουσιάσει ως θρίαμβο. Δεύτερο, πιστεύει ότι η καταφανής μετριότητα του κ. Μητσοτάκη και η ακόμη μεγαλύτερη μνημονιακή του αδιαλλαξία θα συνεχίσουν να φοβίζουν ευρύτατα λαϊκά στρώματα. Τρίτο και σημαντικότερο, προσδοκά ότι η ελληνική οικονομία θα παρουσιάσει ανάπτυξη το επόμενο διάστημα. Οι τρεις αυτοί παράγοντες, υπολογίζει ο κ. Τσίπρας, θα του δώσουν το περιθώριο να παραμείνει στην εξουσία.

Ο υπολογισμός είναι έωλος. Ο Υπουργός Οικονομικών μας κάλεσε από το βήμα της Βουλής να κοιτάξουμε τα «μικροοικονομικά» στοιχεία για να πειστούμε ότι η ελληνική οικονομία έχει γυρίσει σελίδα. Ο κ. Τσακαλώτος θα πρέπει να ξαναδεί τα στοιχεία επειγόντως. Η κατάρρευση των επενδύσεων, η μετριότητα των εξαγωγών, η αδυναμία του τραπεζικού συστήματος, η σχετική σταθεροποίηση των πραγματικών μισθών δείχνουν στασιμότητα και όχι ταχύρρυθμη ανάπτυξη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η Ελλάδα ουσιαστικά επέστρεψε στην ύφεση το τελευταίο τέταρτο του 2016 και το πρώτο τέταρτο του 2017. Ούτε ότι η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα αρνούνται πεισματικά να βελτιωθούν.

Η ελληνική οικονομία έχει σχετικά σταθεροποιηθεί ήδη από το 2014, όταν τελείωσε η οξεία φάση της κρίσης. Αλλά μέσα στο μνημονιακό πλαίσιο λιτότητας και «μεταρρυθμίσεων» η χώρα σέρνεται, με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και παροδικές υφέσεις. Παράλληλα συνεχίζει να χάνει την εκπαιδευμένη νεολαία της προς όφελος των ξένων.

Η αναγκαιότητα της ρήξης

Φτάνουμε έτσι στη βαθύτερη σημασία του νέου Μνημονίου του κ. Τσίπρα. Το Μνημόνιο πήγασε από την απόφαση ολόκληρου του πλέγματος εξουσίας της χώρας να παραμείνει στην ΟΝΕ και να αποδεχθεί τους όρους της ΕΕ με οποιοδήποτε κόστος. Η μόνη θετική προσφορά της εξευτελιστικής διαδρομής του ΣΥΡΙΖΑ είναι το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική πορεία χωρίς ρήξη με την ΟΝΕ και την ΕΕ.

Το μνημονιακό στρατόπεδο συνεχίζει να φαντάζεται ότι μέσα στην ΟΝΕ η χώρα ανήκει στον «σκληρό πυρήνα» της ευρωπαϊκής «ολοκλήρωσης». Ας προσέξει λίγο καλύτερα. Η κρίση της Ευρωζώνης υποχωρεί μεν, αλλά αφήνει πίσω της ένα θεμελιωμένο διαχωρισμό της Ευρώπης σε «κέντρο-περιφέρεια». Το κέντρο είναι ο εξαγωγικός βιομηχανικός τομέας της Γερμανίας που έχει δημιουργήσει μια σειρά από περιφέρειες στην Ευρώπη με βασικό μοχλό τους μηχανισμούς της ΟΝΕ και της ΕΕ. Με το νέο Μνημόνιο η Ελλάδα εντάσσεται οριστικά στην περιφέρεια, ως μια ασήμαντη και γηρασμένη χώρα που θα λιμνάζει υπό το βάρος ενός υπέρογκου χρέους.

Μετά από εφτά χρόνια η ελληνική κρίση έχει πλέον μετατραπεί σε ζήτημα κοινωνικής και εθνικής επιβίωσης. Οι έχοντες και κατέχοντες έχουν αποδεχθεί την περιθωριοποίηση της χώρας. Η λύση θα πρέπει να έρθει από τα εργατικά και μεσαία στρώματα και να περιλαμβάνει τη ρήξη. Είναι απαραίτητο να έχει ταξικό χαρακτήρα, με ανατροπή της σημερινής πνιγηρής κοινωνικής κατάστασης, και να οδηγεί σε ανάκτηση της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας.

Μετά τον διασυρμό του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει διάχυτη απογοήτευση και απόγνωση στην ελληνική κοινωνία. Είναι λάθος όμως να συγχέεται η βουβή απέχθεια προς την πολιτική με την πλήρη παράδοση. Δεν υπάρχουν συνθήκες πραγματικής σταθεροποίησης της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό που απαιτείται σήμερα είναι η συστηματική στράτευση, ώστε να αποκτήσει κοινωνική και πολιτική υπόσταση το μήνυμα της ρήξης.

Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ: Το αποκορύφωμα της λιτότητας



Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ: Το αποκορύφωμα της λιτότητας
Σήμερα ανακοινώθηκαν τα δημοσιονομικά στοιχεία του 2013-2016 από την ΕΛΣΤΑΤ. Η εικόνα είναι καταλυτική για την «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση που «θα κρατήσει την κοινωνία όρθια»:

 

 Δηλαδή:
1.     Ο βασικός μοχλός μνημονιακής «προσαρμογής» ήταν και παραμένει η συντριβή των δημοσίων δαπανών. Αυτή είναι η κύρια μορφή λιτότητας και όχι η αύξηση της φορολογίας για την οποία δικαιολογημένα διαμαρτύρονται και οι μνημονιακοί, αλλά το κάνουν γιατί τώρα χτυπήθηκαν και οι ίδιοι. Η συντριβή των δημοσίων δαπανών συνεχίστηκε ασμένως από την κυβέρνηση Τσίπρα το 2016. Κυβέρνηση λιτότητας με παράσημο.
2.     Η λιτότητα πήρε βεβαίως και βαριά φορολογική μορφή το 2016 διότι ανέβηκε κατά πολύ το φορολογικό εισόδημα της κυβέρνησης σε σχέση με το 2014-15, φτάνοντας σχεδόν το 50% του ΑΕΠ. Κυβέρνηση λιτότητας με δεύτερο παράσημο.
3.     Μετά τη βίαιη αυτή επίθεση στη συνολική ζήτηση, το ΑΕΠ παρέμεινε στάσιμο. Αυτός είναι ο πραγματικός λόγος του ρυθμού ανάπτυξης 0% το 2016 και όχι τα φληναφήματα περί «καθυστέρησης» στην αξιολόγηση που δήθεν προκαλούν αβεβαιότητα και δεν αφήνουν την οικονομία να εκτιναχθεί. Δεν υπάρχουν ελατήρια που εκτινάσσονται όταν ο δημόσιος τομέας υιοθετεί τέτοια λιτότητα.
4.     Το δημόσιο χρέος διογκώθηκε την ίδια περίοδο, ανεβαίνοντας ξανά στο 179% του ΑΕΠ. Αντί για διαγραφή, έχουμε χρέος που γίνεται βαρύτερο. Κυβέρνηση λιτότητας με τρίτο παράσημο.

Και πώς πέτυχε τον περιορισμό των δαπανών το 2016 η «αριστερή» μας κυβέρνηση; Ένας από τους τρόπους ήταν ο περιορισμός των δημοσίων επενδύσεων:


Πραγματική συντριβή, που απεικονίζεται άμεσα στην κατάρρευση των υποδομών της χώρας, όσες κορδέλες κι αν κοπούν στους αυτοκινητόδρομους. Κυβέρνηση λιτότητας με τέταρτο παράσημο.

Το αποτέλεσμα ήταν φυσικά το γιγαντιαίο πρωτογενές πλεόνασμα του 2016:

 

 Τι να πει η κυβέρνηση Σαμαρά με το φτωχό της πλεόνασμα των 581 εκ. ευρώ; Η κυβέρνηση που θα έσκιζε τα μνημόνια πέτυχε πλεόνασμα 6937 εκατομμυρίων! Δηλαδή, όχι το ταπεινό 0,5% του ΑΕΠ που ζητούσε το Τρίτο (και ψυχικά δυσβάστακτο ...) Μνημόνιο, αλλά 3,9%. Πώς να μην ανέβει η επίσημη ανεργία στο 23,5% τον Ιανουάριο του 2017; Κυβέρνηση λιτότητας με όλα τα παράσημα.

Τη στιγμή που η ανεργία είναι σε δυσθεώρητα ύψη και η εκπαιδευμένη νεολαία μεταναστεύει κατά κύματα, μια κυβέρνηση που έκανε παντιέρα της την αντιμνημονιακή ρητορεία εφαρμόζει την πιο παράλογη λιτότητα. Και αναλίσκεται σε γελοίες διαμάχες με το ΔΝΤ για το αν το παρανοϊκό 3,9% που πέτυχε οφείλεται σε μόνιμα ή σε προσωρινά μέτρα. Δηλαδή, αν θα αποτελειώσει την οικονομία γρήγορα ή αργά.

Η Ελλάδα ακούμπησε τις ελπίδες της σε έναν εσμό κυνικών πολιτικών, που αποδείχθηκαν οι πιο σκληροί από όλους στην εφαρμογή της λιτότητας.  Ταυτόχρονα, παραμένουν επιεικώς αδιάβαστοι, αν κρίνει κανείς από το σημερινό άρθρο του πρωθυπουργού στην Γουόλ Στριτ Τζέρναλ, στο οποίο επαίρεται για την τεράστια «προσαρμογή» που έχει πετύχει, ενώ φαίνεται να πιστεύει ότι η οικονομία είναι έτοιμη για αναπτυξιακό άλμα. Για το δικό του καλό ο κ. Τσίπρας θα πρέπει να αλλάξει επειγόντως συμβούλους. Τα γραφόμενα στο άρθρο του είναι, από πολιτικής πλευράς, η συντηρητική εκδοχή των συνθημάτων περί «σκισίματος των μνημονίων» με τα οποία ήρθε στην κυβέρνηση. Όπως κι εκείνα ήταν κουβέντες άνευ περιεχομένου, έτσι είναι και τα τωρινά. Δεν πρόκειται να υπάρξει ταχύρρυθμη ανάπτυξη μέσα στο μνημονιακό πλαίσιο.

Λίγους, όμως, ενδιαφέρει πια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η οποία το μόνο που πραγματικά έχει καταφέρει είναι να καταρρακώσει την προοπτική ριζοσπαστικής αλλαγής στη χώρα, αλλά και την εντιμότητα της Αριστεράς, κατακτημένη με θυσίες. Αυτό που έχει σημασία είναι να σχηματιστεί ο μετωπικός φορέας, ο οποίος θα δώσει στη χώρα προοπτική σε νέα κοινωνική και εθνική βάση. Μέχρι τότε η Ελλάδα θα παραδέρνει στην παγίδα των δανειστών.

Έξοδος από την ΟΝΕ για νέα οικονομική πολιτική




Στις 19 Φεβρουαρίου η Καθημερινή δημοσίευσε παρέμβαση δεκατεσσάρων Ελλήνων πανεπιστημιακών οικονομολόγων, με τίτλο: «Το Grexit παραμένει καταστροφικό για την Ελλάδα». Ο τόνος τους ήταν αυστηρός, αλλά η πληροφόρησή τους για τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς μάλλον ανύπαρκτη. Παρ’ όλα αυτά, μας διαβεβαίωσαν ότι οι καταστροφές που θα συμβούν, αν η χώρα φύγει από την ΟΝΕ, θα είναι απερίγραπτες. Είναι όντως έτσι;

Η επιμονή των οικονομολόγων στην πλευρά της προσφοράς

Η ουσία της παρέμβασης των δεκατεσσάρων έγκειται στην αντιμετώπιση της οξείας κρίσης της ελληνικής οικονομίας εντός Ευρωζώνης: «Χρειαζόμαστε έξοδο από αυτή τη μαύρη τρύπα [της ατέλειωτης λιτότητας]. Αυτό απαιτεί αλλαγή πλεύσης και μεταρρυθμίσεις μέσα στο ευρώ, όχι Grexit. Εκτός ευρώ και χωρίς την πίεση των θεσμών, οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις δεν θα γίνουν ποτέ.»

Οι «αναγκαίες μεταρρυθμίσεις», οι οποίες «είναι απαραίτητες ανεξάρτητα από το τι νόμισμα θα έχουμε», έχουν ως εξής: «το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, η δραστική μείωση της γραφειοκρατίας ιδιαίτερα στο μέτωπο των επενδύσεων, η ιδιωτικοποίηση τομέων της οικονομίας όπου το κράτος απέτυχε […] η εφαρμογή των νόμων και [η] απονομή της δικαιοσύνης».

Ξαφνιάζει η βαθιά και ταυτόχρονη πίστη και στο ευρώ και στη νεοφιλελεύθερη «μεταρρυθμιστική» πανάκεια. Γνήσιοι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι, όπως ο Μίλτον Φρίντμαν, ο Άλαν Γουόλτερς, ο Μάρτιν Φέλντσταϊν, έχουν ασκήσει καταλυτική κριτική στην ΟΝΕ, ήδη από τη δεκαετία του 1990. Δεν συμφωνούμε με τη γενικότερη προσέγγισή τους, αλλά δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι στο συγκεκριμένο ζήτημα αποδείχθηκαν προφητικοί.

Η παρέμβαση των δεκατεσσάρων επικεντρώνεται αποκλειστικά στην πλευρά της προσφοράς της ελληνικής οικονομίας. Ακόμη περισσότερο, θεωρούν ότι η πατρίδα τους είναι ανίκανη να προχωρήσει μόνη της στις απαιτούμενες, κατά τους ίδιους, «μεταρρυθμίσεις». Χρειάζεται η εποπτεία των ξένων και το θεσμικό πλαίσιο της ΟΝΕ.

Οι «μεταρρυθμίσεις» που προτείνουν δεν είναι πειστικές. Η βαθύτερη αδυναμία της παρέμβασής τους όμως, είναι ότι οι προτάσεις οικονομικής πολιτικής δεν πρέπει να αναλύονται μόνο με όρους προσφοράς, αλλά και ζήτησης. Ο Μάρσαλ τόνιζε ότι «το ψαλίδι κόβει μόνο και με τις δύο λεπίδες». Δεν είχε άδικο.


Τα αίτια κατάρρευσης της ανταγωνιστικότητας


Το κεντρικό επιχείρημα όσων προτείνουν έξοδο από την ΟΝΕ είναι απλό. Κατά την περίοδο 1980-2000, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ονομαστικής διολίσθησης της δραχμής ήταν ως προς το δολάριο ΗΠΑ περίπου 10%, ως προς το γερμανικό μάρκο επίσης 10%, ως προς την ιταλική λιρέτα 6% και, τέλος, ως προς το ECU 8%. Αυτοί οι ρυθμοί δεν απέκλιναν πολύ από τους αντίστοιχους διαφορικούς ρυθμούς πληθωρισμού της ελληνικής οικονομίας. Άρα η διεθνής ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας (σε όρους πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας) παρέμενε μέσα σε στενά όρια διακύμανσης.

Κατά την περίοδο 2002-2008, όταν η διολίσθηση έγινε αδύνατη, η ετήσια απόκλιση του ονομαστικού μοναδιαίου κόστους εργασίας ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γερμανία ήταν της τάξης του 2,5%. Αντίστοιχη – και λίγο μεγαλύτερη – ήταν και η απόκλιση του πληθωρισμού. Ο κύριος λόγος είναι πλέον γενικά αποδεκτός: οι παγωμένοι ονομαστικοί μισθοί στη Γερμανία. Ταυτόχρονα, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανατίμησης του ευρώ ως προς το δολάριο ήταν 7%.

Πώς θα ήταν δυνατόν να μην αποσταθεροποιηθεί η ελληνική οικονομία, όταν εμφάνισε τέτοιο τεράστιο κενό ανταγωνιστικότητας ως προς τη Γερμανία εντός ΟΝΕ, και όταν χρησιμοποιούσε ένα νόμισμα πιο «σκληρό» και από το δολάριο; Ας μην ψάχνουν οι δεκατέσσερις να βρουν την απάντηση στην εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας: στην Ελλάδα αυξήθηκε ταχύτερα από ό,τι στη Γερμανία. Αλλά η κίνηση των τιμών εξουδετέρωσε αυτό το πλεονέκτημα κι έτσι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών ξεπέρασε το 15% του ΑΕΠ το 2008. Η τεράστια διόγκωση του δημόσιου και του εξωτερικού χρέους την ίδια περίοδο ήταν αποτέλεσμα της κατάρρευσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, και όχι η αιτία της κρίσης.


Η σημασία της ζήτησης και οι ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις

Μετά το 2010, η εκτόξευση της ανεργίας, η δραματική συρρίκνωση της βιομηχανικής παραγωγής, η έλλειψη δυναμισμού της ελληνικής οικονομίας, οφείλονται εν πολλοίς στη συντριβή της ζήτησης στα πλαίσια της «διάσωσης». Ας συμφωνήσουμε όλοι ότι η πατρίδα μας έχει χίλια στραβά, τα οποία επιθυμούμε να διορθωθούν. Όμως, 1.100.000 ανέργους δεν είχε ποτέ, ούτε ποτέ έδιωξε εκατοντάδες χιλιάδων άριστα εκπαιδευμένους νέους στο εξωτερικό.

Η καταστροφή ήταν το τίμημα όχι μόνο της συμμετοχής αλλά και της πεισματικής παραμονής μας στο ευρώ. Στις συνθήκες αυτές είναι εντελώς παράλογο να ζητάμε από τον ελληνικό λαό ακόμα περισσότερες θυσίες στο όνομα γενικόλογων «μεταρρυθμίσεων» στην πλευρά της προσφοράς. Λάθος στόχος, λάθος μείγμα πολιτικής, λάθος κατεύθυνση. Οι δεκατέσσερις παρακάμπτουν την «κάμηλο», αλλά θέτουν στο κβαντικό μικροσκόπιο τον «κώνωπα».

Η δική μας πρόταση, η οποία εκτίθεται αναλυτικά σε πρόσφατη μελέτη του ΕΔΕΚΟΠ, ξεκινάει από αυτές τις αναλυτικές διαπιστώσεις και προτείνει άλλη πορεία για τη χώρα. Η ανατομή της ελληνικής οικονομίας όντως καταδεικνύει θεμελιώδεις δομικές ανισορροπίες στην πλευρά της προσφοράς. Ο τομέας της βιομηχανίας είναι έντονα εξαρτημένος από τις εισαγωγές. Ο τομέας των υπηρεσιών, αλλά και της αγροτικής παραγωγής, έχει σημαντικά πλεονεκτήματα όσον αφορά τη διεθνή ανταγωνιστικότητα, αλλά κυρίως την ενεργό ζήτηση. Επομένως, απαιτείται ένα μείγμα οικονομικής πολιτικής που θα στοχεύει αρχικά στην αξιοποίηση των υφιστάμενων θετικών δυνατοτήτων προκειμένου να επιτύχει, τελικά, τη διόρθωση των αρνητικών πλευρών.

Η Ελλάδα χρειάζεται εσπευσμένα τόνωση της ζήτησης για τη γρήγορη μείωση της ανεργίας. Αυτό απλώς δεν γίνεται εντός ΟΝΕ. Η έξοδος έχει ακριβώς αυτή τη σημασία. Θα επιτρέψει ανάκτηση κυριαρχίας στη νομισματική πολιτική και νέους βαθμούς ελευθερίας στη δημοσιονομική πολιτική. Η υποτίμηση θα τονώσει την ανταγωνιστικότητα και θα μεταβάλλει θετικά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Στη βάση αυτή η χώρα θα μπορέσει να υιοθετήσει βιομηχανική και αγροτική πολιτική με στοχευμένη τομεακή και κλαδική σύνθεση. Απαραίτητο στοιχείο είναι η εξυγίανση του ουσιαστικά χρεοκοπημένου τραπεζικού συστήματος σε νέα, δημόσια βάση.

Αυτές είναι οι ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται και φυσικά περιλαμβάνουν μεταρρύθμιση και της Δημόσιας Διοίκησης. Μόνοι μας πρέπει να τις κάνουμε. Κανείς άλλος δεν πρόκειται να τις κάνει για μας, ούτε και να μας εποπτεύσει μεγαλόθυμα.

Η έξοδος από την ΟΝΕ είναι ένας αναγκαίος, αλλά όχι ικανός, όρος για να διαρρήξει η χώρα τον καταστροφικό κύκλο στον οποίο έχει εγκλωβιστεί. Δεν είναι απλή διαδικασία και σίγουρα δεν είναι εύκολη. Είναι όμως απολύτως εφικτή και μπορεί να γίνει με ομαλότητα, αν υπάρξει τεχνική προετοιμασία, κοινωνική συσπείρωση και αποφασιστικότητα.

Το ΕΔΕΚΟΠ κατέθεσε το περίγραμμα ενός προγράμματος εξόδου. Οι δεκατέσσερις θα πρόσφεραν εξαιρετικές υπηρεσίες αν εξέταζαν το θέμα με επιστημονικούς όρους. Το ζήτημα δεν πρόκειται να φύγει από το προσκήνιο το επόμενο διάστημα. Εμείς ήδη καταθέσαμε επεξεργασμένες προτάσεις, ενώ έπονται άλλες. Επιζητούμε τον εμπεριστατωμένο αντίλογο.

Το ελληνικό οικονομικό τμήμα του ΕΔΕΚΟΠ
Ιωάννης Θεοδοσίου (University of Aberdeen)
Κώστας Λαπαβίτσας (School of Oriental and African Studies, University of London)
Θεόδωρος Μαριόλης (Πάντειο Πανεπιστήμιο)
Στέργιος Σκαπέρδας (University of California, Irvine)


Παραθέτουμε αυτούσιο το κείμενο των 14 Ελλήνων Οικονομολόγων όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 19 Φεβρουαρίου 2017.



Η κυβέρνηση ξανάνοιξε τη συζήτηση ευρώ ή δραχμή. Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι «ευρώ ή επιστροφή στη δραχμή», αλλά «ευρώ ή Grexit». Και Grexit με νέα δραχμή δεν είναι λύση, είναι καταστροφή.

Κατ’ αρχάς, η ανάμνηση καλών εποχών με τη δραχμή δεν σημαίνει ότι οι εποχές ήταν καλές εξαιτίας της δραχμής ούτε ότι θα επανέλθουν με Grexit και νέα δραχμή ενώ οι εταίροι μας παραμένουν στο ευρώ. Οι δραχμιστές υπόσχονται λαγούς με πετραχήλια: σβήσιμο του δημοσίου χρέους, σβήσιμο των ιδιωτικών χρεών και ισοτιμία 1:1 νέας δραχμής με ευρώ. Τέτοιες υποσχέσεις είτε είναι εσκεμμένα παραπλανητικές, είτε προδίδουν μια βαθιά άγνοια της οικονομικής πραγματικότητας.

Στην επταετία της κρίσης, η Ελλάδα έχασε τη θέση που κατείχε ανάμεσα στις οικονομίες του ευρωπαϊκού πυρήνα. Η σημερινή της κατάσταση αντικατοπτρίζει την παραγωγικότητά της, πράγμα που σημαίνει ότι η βελτίωση την πρώτη οκταετία του 21ου αιώνα ήταν απατηλή, αποτέλεσμα της τεχνητής αύξησης της κατανάλωσης μέσω δανεισμού. Τέτοιος δανεισμός θα είναι ανέφικτος επί πολλά χρόνια σε περίπτωση Grexit.

Οι συνέπειες του Grexit θα είναι καταστροφικές για την Ελλάδα τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Η έλλειψη ανταγωνιστικότητας της χώρας θα επιφέρει γρήγορα βαθιά υποτίμηση της νέας δραχμής σε σχέση με το ευρώ και η αγοραστική δύναμη των μισθωτών και των συνταξιούχων θα συρρικνωθεί δραματικά. Το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος σε ευρώ θα γίνει πολύ μεγαλύτερο σε νέες δραχμές και πολύ πιο δυσβάσταχτο. Οι καταθέσεις θα μετατραπούν υποχρεωτικά σε νέες δραχμές, με μείωση της αξίας τους τουλάχιστον στο μισό. Η αναστάτωση στο τραπεζικό σύστημα θα έχει, επίσης, ως συνέπεια τη χρεοκοπία πολλών επιχειρήσεων και την επιδείνωση της ανεργίας. Βραχυπρόθεσμα, τα όποια πλεονεκτήματα μιας αυτόνομης νομισματικής πολιτικής θα εξανεμιστούν υπό το βάρος της οικονομικής και πολιτικής αστάθειας. Ελλείψεις σε βασικά αγαθά όπως φάρμακα και καύσιμα είναι πολύ πιθανές. Η κυβέρνηση, αδυνατώντας να ισοσκελίσει έσοδα και δαπάνες, θα τυπώνει πληθωριστικό χρήμα και θα καταφεύγει σε περαιτέρω λαϊκιστικές πολιτικές, εξαλείφοντας τόσο τα κέρδη ανταγωνιστικότητας από το αδύναμο νόμισμα όσο και τις όποιες ελπίδες για ξένες επενδύσεις.

Οι μακροχρόνιες συνέπειες του Grexit θα είναι ακόμη πιο δραματικές για το βιοτικό μας επίπεδο. Το κατρακύλισμα της παραγωγικότητας έχει σταματήσει μόνο και μόνο γιατί η χώρα παραμένει στη ζώνη του ευρώ. Εξω απ’ το ευρώ, η παραγωγικότητα και το βιοτικό μας επίπεδο θα μειωθούν σημαντικά. Οι σύγχρονες και ευημερούσες οικονομίες, στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο, βασίζονται στην αγορά και τον υγιή ανταγωνισμό, χρησιμοποιώντας τον πλούτο που παράγεται για να χρηματοδοτήσουν ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος. Εχουν επίσης έναν αποτελεσματικό δημόσιο τομέα που λειτουργεί ανεξάρτητα από την εκάστοτε κυβέρνηση και, συνεπώς, περιορίζει τις κομματικές επιρροές.

Η ιστορία έχει αποδείξει ότι οι εγχώριοι πολιτικοί θεσμοί αδυνατούν να κάνουν τα απαραίτητα για τη μακροχρόνια ανάπτυξη και ευημερία της χώρας μας. Η συμμετοχή της Ελλάδας στον πυρήνα της Ευρώπης συμβάλλει στη μακροχρόνια σύγκλισή μας προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Αντίθετα, η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα ενδυναμώσει τη ροπή προς τις πελατειακές δομές και θα ενισχύσει τις διαχρονικές παθογένειες της ελληνικής οικονομίας. Αναπόφευκτα θα οδηγηθούμε σε μια κλειστή και φτωχή οικονομία με υψηλή διαφθορά.

Αντί για Grexit, η ελληνική οικονομία έχει ανάγκη από βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές, που θα την κάνουν πιο ανταγωνιστική, θα ενισχύσουν την ανάπτυξη και μακροχρόνια θα βοηθήσουν στην αποπληρωμή του συσσωρευμένου χρέους. Η αύξηση της παραγωγικότητας, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, η δραστική μείωση της γραφειοκρατίας ιδιαίτερα στο μέτωπο των επενδύσεων, η ιδιωτικοποίηση τομέων της οικονομίας όπου το κράτος απέτυχε, είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την αναστροφή της κρίσης. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές είναι απαραίτητες ανεξάρτητα από το τι νόμισμα θα έχουμε. Εάν όμως έχουμε νέα δραχμή θα είναι πάρα πολύ πιο δύσκολο να γίνουν, βυθίζοντας την χώρα σε μακροχρόνια φτώχεια.

Η σημερινή κυβέρνηση αρνείται σθεναρά να κάνει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, οι προκάτοχοι καθυστερούσαν, και οι εταίροι έδωσαν πιο μεγάλη έμφαση στα δημοσιονομικά παρά στις μεταρρυθμίσεις. Οι διαρθρωτικές αλλαγές αφορούν και το σύστημα διακυβέρνησης ευρύτερα – την εφαρμογή των νόμων και την απονομή της δικαιοσύνης, τα οποία όλα χωλαίνουν στην Ελλάδα της κρίσης. Οπως έχουν αποδείξει πολλές οικονομικές μελέτες, η κακή διακυβέρνηση αποτελεί τεράστιο αντικίνητρο στην προσέλκυση επενδύσεων, χωρίς τις οποίες δεν είναι δυνατή η οικονομική ανάκαμψη.

Μειοψηφίες ακυρώνουν ή καθυστερούν σημαντικά αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θίγουν τα συμφέροντά τους, κατάφωρες παρανομίες όπως η καταστροφή δημόσιας η ιδιωτικής περιουσίας παραμένουν ατιμώρητες, η φοροδιαφυγή καλπάζει και τα φορολογικά χρέη συσσωρεύονται. Η χώρα μας έχει εγκλωβιστεί στη «μαύρη τρύπα» της ατέλειωτης λιτότητας χωρίς αναπτυξιακή προοπτική. Η κρίση τώρα στον όγδοο χρόνο της έχει υποβάλει σε αφόρητη δοκιμασία άτομα και θεσμούς της χώρας. Η υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου είναι ανελέητη και πρωτοφανής. Χρειαζόμαστε έξοδο από αυτή τη μαύρη τρύπα. Αυτό απαιτεί αλλαγή πλεύσης και μεταρρυθμίσεις μέσα στο ευρώ, όχι Grexit. Εκτός ευρώ και χωρίς την πίεση των θεσμών, οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις δεν θα γίνουν ποτέ. Με Grexit, όλες οι θετικές προοπτικές μηδενίζονται.

Η παραμονή στο ευρώ διασφαλίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, παρέχοντάς μας επίσης τη δυνατότητα να συνεχίζουμε να διαπραγματευόμαστε με τους Ευρωπαίους εταίρους μας για καλύτερους όρους, για ανάπτυξη και προσαρμογή του χρέους. Επειδή η νέα αμερικανική κυβέρνηση φαίνεται να τάσσεται εναντίον της συνοχής της E.Ε. και του ιδίου του ευρώ, είναι ακόμη πιο σημαντικό να εργασθούμε όλοι για τη σταθερότητά του και την επιτυχία της χώρας στο πλαίσιο της Ευρωζώνης. Ετσι θα ικανοποιηθούν τα μακροπρόθεσμα ζωτικά συμφέροντα της Ελλάδας. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι ισχυρές ευρωπαϊκές οικονομίες οφείλουν επίσης να ανταποκριθούν τάχιστα, αναλαμβάνοντας το μερίδιο ευθύνης που τους αναλογεί για τον περιορισμό της λιτότητας και τη στήριξη της αναπτυξιακής τροχιάς της Ελλάδας.

Γιώργος-Μάριος Αγγελέτος, MIT, Κώστας Αζαριάδης, Washington University in St. Louis, Κώστας Αρκολάκης, Yale University Γιάννης Ιωαννίδης, Tufts University, Γιώργος Κωνσταντινίδης, University of Chicago, Κώστας Μεγήρ, Yale University, Χάρης Ντέλλας, University of Bern, Νίκος Οικονομίδης, New York University, Στυλιανός Περράκης, Concordia University, Εμμανουήλ Πετράκης, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Χριστόφορος Πισσαρίδης, London School of Economics, Nobel Prize in Economics, Βασιλική Σκρέτα, University College London, Θανάσης Στέγγος, University of Guelph, Μιχάλης Χαλιάσος, Goethe University Frankfurt.

Η αποτυχία της Ευρωζώνης. Προτάσεις Οικονομικής Πολιτικής για την ανάκαμψη της Ελλάδας.

 
Στις αρχές του 2010, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) εισήλθε σε μια περίοδο κρίσης που υπέσκαψε την ύπαρξή της αλλά και την ύπαρξη της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αναταραχή αυτή αποτελεί συνέχεια της παγκόσμιας κρίσης του 2007-9 που ξέσπασε αρχικά στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ, και η οποία υποχώρησε σταδιακά στις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και σε άλλα μέρη του κόσμου, μετά από αποφασιστικές κρατικές παρεμβάσεις που στόχευσαν, πρώτα και κύρια, στην προστασία των χρηματοπιστωτικών συμφερόντων.

Στην Ευρώπη όμως, η κρίση απέκτησε καταστροφικό χαρακτήρα και διάρκεια λόγω της δυσλειτουργικής ΟΝΕ. Στο τέλος του 2016 η Ευρωπαϊκή κρίση παραμένει ουσιαστικά ανεπίλυτη. Από τη σύστασή της, η δομή της ΟΝΕ ήταν ανεπαρκής και το μέλλον της επισφαλές. Αποτελεί μια ιστορική αποτυχία και είναι εμφανές πως δεν μπορούν να γίνουν πολλά, σε θεσμικό ή πολιτικό επίπεδο, ώστε να διασωθεί. Ακόμα χειρότερα, η κρίση και οι πολιτικές αντιμετώπισής της έχουν υπονομεύσει την ίδια την ΕΕ.

Ακολουθεί περίληψη της μελέτης του ΕΔΕΚΟΠ σχετικά με το αδιέξοδο της Ευρωζώνης, την αναπτυξιακή πολιτική που απαιτείται στην Ελλάδα και την προοπτική εξόδου από τη νομισματική ένωση. Το πλήρες κείμενο της μελέτης, η οποία δημοσιεύθηκε με τη υποστήριξη του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ, είναι διαθέσιμο στην ελληνική και στην αγγλική γλώσσα.

1. Η τρέχουσα κατάσταση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) είναι εύθραυστη και το μέλλον της παραμένει επισφαλές. Με ιστορικούς όρους η ΟΝΕ είναι μια αποτυχία. Οι πολιτικές που αναπτύχθηκαν για την αντιμετώπιση της κρίσης της ΟΝΕ, έχουν υπονομεύσει και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).

2. Η Ευρώπη θα πρέπει να απαλλαγεί από το νομισματικό ζουρλομανδύα της ΟΝΕ. Χρειάζεται μια συνολική αλλαγή πολιτικής, για να άρει τους περιορισμούς στη συνολική ζήτηση που επιβάλλει η ΟΝΕ, και  να επιτρέψει τη δημιουργία εξωτερικών πλεονασμάτων. Σε αυτή τη βάση, η Ευρώπη θα πρέπει να υιοθετήσει μακροπρόθεσμες πολιτικές για την ενίσχυση της ανάπτυξης της παραγωγικότητας, της απασχόλησης και του εισοδήματος. Μια τέτοια ριζική ανασυγκρότηση πολιτικής απαιτεί, τουλάχιστον, τη σύγκρουση με τις υφιστάμενες οδηγίες της ΕΕ, στον τομέα των επενδύσεων και του εμπορίου.

3. Η Γερμανία έχει αναδειχθεί ως η κυρίαρχη δύναμη της ΟΝΕ, διαμορφώνοντας τις πολιτικές και τις προοπτικές της ΕΕ. Η υπεροχή της δεν έχει βασιστεί στο αντίστοιχο μέγεθος της οικονομίας της ή στην υποτιθέμενη αποτελεσματικότητά της. Αντίθετα, βασίστηκε στην επίμονη εγχώρια συγκράτηση των μισθών, τη διατήρηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα και την απόκτηση ενός τεράστιου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος για τους Γερμανούς εξαγωγείς, εντός της ΟΝΕ. Το αποτέλεσμα ήταν, τη δεκαετία του 2000, τα τεράστια πλεονάσματα στο γερμανικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ενώ άλλες χώρες, κυρίως στην εσωτερική περιφέρεια της ΟΝΕ, σημείωσαν τεράστια ελλείμματα.

4. Εν ολίγοις, η Γερμανία ακολούθησε μια ιδιόμορφη πολιτική «νεομερκαντιλισμού» που ευνόησε τα συμφέροντα των μεγάλων Γερμανών εξαγωγέων, σε βάρος των Γερμανών μισθωτών και του γερμανικού λαού γενικότερα. Την δεκαετία του 2010, η κύρια πηγή των γερμανικών εξωτερικών πλεονασμάτων μετατοπίστηκε εκτός της ΟΝΕ, αλλά η εσωτερική της πολιτική παρέμεινε βασικά η ίδια. Η γερμανική εσωτερική πολιτική και η σχέση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας είναι οι κύριες αδυναμίες της ΟΝΕ, γεγονός που επιδεινώνει τις αδυναμίες στην «αρχιτεκτονική» της νομισματικής ένωσης.

5. Τα εξωτερικά ελλείμματα εντός της ΟΝΕ χρηματοδοτήθηκαν, μέσω πιστωτικών ροών, από πλεονασματικές σε ελλειμματικές χώρες με διάφορες μορφές: από ιδιώτες δανειστές προς το κράτος, από τράπεζες προς το κράτος, από τράπεζες προς άλλες τράπεζες, από ιδιώτες δανειστές προς τράπεζες. Οι μεμονωμένες αποφάσεις δανειοδότησης συνδέθηκαν με μια σειρά από κίνητρα και υποχρεώσεις, που δεν είχαν απαραίτητα σχέση με το εξωτερικό έλλειμμα. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η χρηματοδότηση του ελλείμματος.

6. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, τα ονομαστικά επιτόκια συνέκλιναν με ταχείς ρυθμούς, και οδήγησαν σε σημαντική πτώση των πραγματικών επιτοκίων στις χώρες της περιφέρειας,  προκαλώντας ταχεία πιστωτική επέκταση. Ωστόσο, τα πραγματικά επιτόκια στην περιφέρεια παρέμειναν χαμηλότερα από ό, τι στον πυρήνα, δεδομένου ότι το ποσοστό του πληθωρισμού ήταν υψηλότερο στην περιφέρεια. Η εγχώρια πιστωτική επέκταση στην περιφέρεια ωθούνταν κυρίως από τις εγχώριες τράπεζες, που εκμεταλλεύτηκαν την εύκολη ρευστότητα την οποία παρείχε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, παρά από τις εισροές ξένων χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων.

7. Οι εξωτερικές πιστωτικές ροές και η εγχώρια πιστωτική επέκταση οδήγησε σε τεράστια συσσώρευση χρέους, στις χώρες της περιφέρειας. Η σύνθεση του εξωτερικού και εσωτερικού χρέους διέφεραν σημαντικά μεταξύ των κρατών-μελών, όπως διέφερε και η κατανομή του χρέους μεταξύ ιδιωτών και δημοσίων κατόχων. Ωστόσο, η γενική μορφή συσσώρευσης του χρέους παρουσίαζε σημαντικές ομοιότητες. Η αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους, το 2010, αποτέλεσε το έναυσμα της κρίσης της Ευρωζώνης, που εμφανίστηκε ως μια αιφνίδια αντιστροφή της ροής ιδιωτικών κεφαλαίων προς τις χώρες της περιφέρειας.

8. Για την αντιμετώπιση της κρίσης της ΟΝΕ, η ΕΕ επέβαλε σκληρές πολιτικές λιτότητας και περιστολής των μισθών, καθώς και πολιτικές ιδιωτικοποιήσεων και απορρύθμισης των αγορών, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ανάπτυξη. Με τον τρόπο αυτό απέτρεψε τις θεσμικές αλλαγές που πιθανά θα μπορούσαν να βελτιώσουν τις εσωτερικές αδυναμίες της. Συγκεκριμένα:
  • Υπήρχε εύκολη παροχή ρευστότητας από την ΕΕ προς τις τράπεζες. Τον ρόλο του έκτακτου παρόχου ρευστότητας επωμίστηκε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
  • Η διαγραφή του χρέους απορρίφθηκε, ειδικά η προοπτική της διαγραφής του κεφαλαίου. Κανένα κράτος στην ΟΝΕ δεν θα αναλάμβανε την ευθύνη για το χρέος κάποιου άλλου.
  • Παρασχέθηκε βοήθεια προς τα κράτη, που είχαν αποκλειστεί από τις διεθνείς χρηματαγορές, μέσω ειδικών μηχανισμών. Σταδιακά, η νομισματική ένωση δημιούργησε ένα μόνιμο θεσμικό πλαίσιο επιφορτισμένο με  το έργο αυτό, και ειδικότερα τον  Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητα (ΕΜΣ).
  • Οι οφειλέτριες χώρες ήταν υποχρεωμένες να επιτύχουν δημοσιονομική σταθερότητα μέσω της επιβολής λιτότητας, δηλαδή με τη μείωση των δημόσιων δαπανών και την αύξηση των φόρων.

9. Έτσι, το κόστος της κρίσης μεταφέρθηκε σε μεγάλο βαθμό στις οφειλέτριες χώρες και όχι στους πιστωτές. Επιπλέον, η απώλεια ανταγωνιστικότητας θεωρήθηκε ότι οφείλεται στην έλλειψη εγχώριων «μεταρρυθμίσεων». Συνεπώς, οι πραγματικές θεσμικές αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στην ΟΝΕ, από το ξέσπασμα της κρίσης, έχουν επιδεινώσει το ήδη δυσλειτουργικό καθεστώς της:
  • Η δημοσιονομική πειθαρχία έχει σκληρύνει, καθιστώντας τη λιτότητα κινητήρια αρχή της ΟΝΕ. Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης έχει γίνει πιο αυστηρό όπως, επίσης, και το Δημοσιονομικό Σύμφωνο που υιοθετήθηκε το 2012.
  • Η ανταγωνιστικότητα προβλέπεται ότι θα αυξηθεί, κατά κύριο λόγο μέσω της συγκράτησης των μισθών, την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας και την απορρύθμιση των αγορών. Μια νεοφιλελεύθερη αναπτυξιακή ατζέντα συμπληρώνει, έτσι, την κυριαρχία των πολιτικών λιτότητας.
  • Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας έχει εξελιχθεί σταδιακά σε ένα μηχανισμό για την αντιμετώπιση μελλοντικών κρίσεων δημόσιου χρέους. Ο ΕΜΣ είναι ένα ταμείο το οποίο δεν υπόκειται δε δημοκρατικό έλεγχο και έχει στη διάθεσή του μια «ετοιμοπόλεμη δεξαμενή κεφαλαίων, ένα «οπλοστάσιο» που θα χρησιμοποιεί υπό προϋποθέσεις.

10. Η αστάθεια του τραπεζικού συστήματος θα αντιμετωπιστεί μέσω μιας Τραπεζικής Ένωσης, που αποτελείται από δύο πυλώνες: τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό  (ΕΕM) και τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης (ΕMΕ)
  • Ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός  λειτουργεί υπό την καθοδήγηση της ΕΚΤ, η οποία έχει την δικαιοδοσία να εκτελεί προσομοιώσεις αντοχής (stress tests), βάσει των οποίων μπορεί να επιβάλει απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας και αλλαγές στην διοίκηση των τραπεζών.
  • Ο Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης  έχει δικαιοδοσία σε όλες τις τράπεζες , στο πλαίσιο του ΕΕΜ, και υποτίθεται ότι ασχολείται με την αντιμετώπιση των αφερέγγυων τραπεζών. Κάποια κεφάλαια «διάσωσης» θα συγκεντρώνονταν σταδιακά μέσω τραπεζικών εισφορών, για το σκοπό αυτό. Βραχυπρόθεσμα υπάρχει πρόβλεψη για το «κούρεμα» τραπεζικών ομολόγων που κατέχουν ιδιώτες, αλλά και των τραπεζικών καταθέσεων σε περίπτωση πτώχευσης των τραπεζών.

11. Η υποτιθέμενη Τραπεζική Ένωση δεν είναι πραγματική ένωση. Η πραγματική δοκιμασία για τις τράπεζες εμφανίζεται πάντα τη στιγμή της πτώχευσης, και πιο συγκεκριμένα έχει να κάνει με την παροχή κεφαλαίων για την προστασία των καταθέσεων, την κάλυψη κεφαλαίων και την εξάλειψη των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τους ισολογισμούς. Ο συνήθης πάροχος των κεφαλαίων αυτών είναι το εθνικό κράτος. Ο Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης αντιπροσωπεύει έναν αδύναμο συμβιβασμό, δεδομένου ότι δεν έχει υποκαταστήσει το έθνος-κράτος με ένα διακρατικό οργανισμό με επαρκείς εξουσίες. Είναι πολύ πιθανό ο συμβιβασμός αυτός να αποτύχει στην πρώτη σημαντική δοκιμασία.

12. Εν ολίγοις, η κρίση στην Ευρωζώνη δεν έχει επιλυθεί οριστικά. Στην περιφέρεια της ΟΝΕ έχει καταλαγιάσει μέσω της ύφεσης και της λιτότητας, αλλά το θεμελιώδες πρόβλημα έχει επανεμφανιστεί μεταξύ της Γερμανίας και των χωρών του πυρήνα, δηλαδή της Γαλλίας και της Ιταλίας. Η στασιμότητα έχει εξαπλωθεί στη Γαλλία και την Ιταλία, οι οποίες αδυνατούν να ανταγωνιστούν τη Γερμανία, στο πλαίσιο της ΟΝΕ.

13. Εναπόκειται στα κράτη-μέλη, ιδίως της περιφέρειας, να αρχίσουν να εξετάζουν στρατηγικές εξόδου για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων και των εθνικών τους οικονομιών. Εναπόκειται, επίσης, στα κράτη-μέλη του πυρήνα, να εξετάσουν εναλλακτικές λύσεις για την οργάνωση των διεθνών συναλλαγών και των πληρωμών μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, ώστε να αποφευχθεί η επιστροφή σε ανταγωνιστικά έθνη-κράτη.

14. Η αποτυχία της ΟΝΕ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την ίδια την ΕΕ, δεδομένου ότι η νομισματική ένωση έχει γίνει σταδιακά η ραχοκοκαλιά της ΕΕ. Το 2017, η ΕΕ βρίσκεται σε διαδικασία παρακμής, γεγονός που σηματοδοτείται και από την απόφαση αποχώρησης της Βρετανίας, το 2016. Η Ευρώπη, χρειάζεται επειγόντως νέες ιδέες και πρωτοβουλίες, που θα έρθουν σε ρήξη με τις αποτυχημένες προσεγγίσεις των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών.

15. Η Ελλάδα, η οποία έχει πληγεί περισσότερο από κάθε άλλη χώρα, από την αποτυχία της Ευρωζώνης, προσφέρει ένα χρήσιμο πεδίο μελέτης για τη δομή, το περιεχόμενο και τις λεπτομέρειες της απαιτούμενης αλλαγής πολιτικής, στις χώρες της περιφέρειας της ΟΝΕ. Παρέχει μαθήματα για την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιταλία, ακόμη και τη Γαλλία. Κάθε χώρα θα χρειαστεί σίγουρα το δικό της, ειδικά προσαρμοσμένο πρόγραμμα, για να βγει από το τέλμα της Ευρωζώνης, αλλά θα υπάρξουν επίσης κοινά στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν να διαπιστωθούν εξετάζοντας την περίπτωση της Ελλάδας.

16.Οι κραδασμοί  που προκλήθηκαν στην Ελλάδα από την κρίση της Ευρωζώνης είναι ιστορικών διαστάσεων και δεν αντανακλούν απλώς την κυκλική προσαρμογή της οικονομίας. Πάνω απ’ όλα, η σύνθεση του εργατικού δυναμικού άλλαξε δραματικά, λόγω της δημιουργίας τεράστιων στρωμάτων ανέργων αλλά και εργαζομένων με μερική και προσωρινή απασχόληση, καθώς και ενός κύματος μετανάστευσης. Η σπατάλη του υψηλά ειδικευμένου εργατικού δυναμικού είναι πρωτοφανής και μειώνει τις προοπτικές ανάπτυξης της χώρας.

17. Η ελληνική οικονομία πάσχει από μια ακόμα βαθιά αδυναμία, στον τομέα της  αποταμίευσης και των επενδύσεων. Η Ελλάδα καταγράφει αρνητικά ποσοστά καθαρής αποταμίευσης,  από την ένταξή της στην ΟΝΕ. Η έλλειψη καθαρής εθνικής αποταμίευσης αντισταθμίστηκε από την αύξηση του εξωτερικού δανεισμού, για μια μακρά χρονική περίοδο, μέχρι το 2010. Έτσι, η απώλεια ανταγωνιστικότητας, τη δεκαετία του 2000, και η υποβόσκουσα αδυναμία της ελληνικής καθαρής αποταμίευσης, καλύφτηκαν από τον βαρύ εξωτερικό δανεισμό, γεγονός που διευκόλυνε κάποιες επενδύσεις κατά τη δεκαετία του 2000.

18. Μόλις ξέσπασε η κρίση το 2010, η Ελλάδα αντιμετώπισε έντονες δυσκολίες πρόσβασης σε ξένα κεφάλαια. Η έλλειψη εξωτερικού δανεισμού εκφράστηκε με μια πρωτοφανή κατάρρευση των επενδύσεων. Αυτός είναι ο κυριότερος  λόγος για το σημαντικό βάθος και την επιμονή της ελληνικής κρίσης, καθώς και για τη μακροχρόνια αδυναμία της ελληνικής οικονομίας.

19. Επιπλέον, η ανάπτυξη της Ελλάδας από την ένταξή της στην ΕΕ, το 1981, στηρίχθηκε σε διεθνή «μη εμπορεύσιμα» αγαθά σε βάρος των «εμπορεύσιμων» αγαθών και υπηρεσιών. Η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας μπορεί να συγκριθεί με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, μόνο για ορισμένα μη εμπορεύσιμα αγαθά, ιδίως στον τομείς  των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, των κατασκευών και του εγχώριου εμπορίου. Μεταξύ των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών μόνο ο τουρισμός μπορεί να θεωρηθεί αρκετά επιτυχής. Ως εκ τούτου, η χώρα εισήγαγε όλο και μεγαλύτερα ποσοστά προϊόντων υψηλής τεχνολογίας και κατέγραφε χαμηλά ποσοστά στο ενδοτομεακό εμπόριο σε σύγκριση με άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ.

20. Το αποτέλεσμα ήταν ένα αναπτυξιακό αδιέξοδο: κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών, η Ελλάδα ειδικεύτηκε σε προϊόντα χαμηλής και μέσης τεχνολογίας που βασίζονται σε ανειδίκευτη εργασία . Τα προϊόντα αυτά έχουν μια σχετικά χαμηλή συμβολή στην αύξηση της παραγωγικότητας και, ως εκ τούτου, δημιουργούν ένα χαμηλό προσδόκιμο ανάπτυξης της οικονομίας, στο σύνολό της. Η Ελλάδα μπόρεσε να σημειώσει σχετικά ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης μόνο με  εξωτερικό δανεισμό, ο οποίος με τη σειρά του περιόρισε την περαιτέρω βελτίωση της παραγωγικότητας και τις δυνατότητες ανάπτυξης. Μετά την ένταξη στην Ευρωζώνη, η χώρα βρέθηκε αντιμέτωπη με την κατάρρευση της ανταγωνιστικότητας, λόγω της συγκράτησης των γερμανικών μισθών, η οποία την οδήγησε σε μια καταστροφική πορεία: το χρέος αυξήθηκε σημαντικά, η ανάπτυξη επιταχύνθηκε και οι υποβόσκουσες  αδυναμίες της οικονομίας επιδεινώθηκαν. Όταν ξέσπασε η κρίση στην Ευρωζώνη, η Ελλάδα καταστράφηκε.

21. Ιδιαίτερα σημαντική, από την άποψη αυτή, ήταν η βαθιά αδυναμία του ελληνικού βιομηχανικού τομέα. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν η εγχώρια ζήτηση αυξήθηκε σε μεγάλο βαθμό, η Ελλάδα αντιμετώπισε ισχυρές «διαρροές» στο εξωτερικό, οι οποίες συνέβαλαν στην αδυναμία του εξωτερικού ισοζυγίου της. Η κύρια πηγή αυτών των διαρροών ήταν ο βιομηχανικός τομέας: η ελληνική βιομηχανία εξαρτάται από τις εισαγωγές, γεγονός που αντικατοπτρίζεται, επίσης, στην αρνητική καθαρή αποταμίευση της χώρας. Συγκεκριμένα, δέκα βιομηχανικά προϊόντα είναι οι πραγματικές «μαύρες τρύπες» της ελληνικής οικονομίας, όσον αφορά τις διαρροές στο εξωτερικό.

22. Οι στρατηγικές «διάσωσης» μετά το 2010, έλαβαν χώρα στο πλαίσιο σοβαρών διαρθρωτικών αδυναμιών της οικονομίας. Επιπλέον, η Ελλάδα δεν είχε κανέναν έλεγχο επί της νομισματικής πολιτικής και φυσικά καμία συναλλαγματική πολιτική. Η δημοσιονομική και εισοδηματική πολιτική της καθορίστηκαν από τους δανειστές, μέσω της επιβολής αυστηρής λιτότητας. Τέλος, οι δανειστές επέβαλλαν ιδιωτικοποιήσεις, καθώς και την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και άλλων αγορών. Λαμβάνοντας υπόψη τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, οι πολιτικές αυτές παγίδευσαν τη χώρα στο «σιδερένιο κλουβί» της ύφεσης. Αντί να βάλουν την Ελλάδα στο δρόμο της ενάρετης ανάπτυξης, η λεγόμενη «εσωτερική υποτίμηση» σε συνδυασμό με τις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» κατάφεραν ένα θανάσιμο πλήγμα στην οικονομία, ειδικά στο βιομηχανικό τομέα.

23. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει ένα ζοφερό μέλλον, αν δεν φύγει από την Ευρωζώνη και δεν υιοθετήσει μια ριζικά διαφορετική πολιτική για την αναδιάρθρωση της οικονομίας της. Για να πετύχει μια βιώσιμη ανάπτυξη η Ελλάδα χρειάζεται μια στοχευμένη εισοδηματική αναδιανομή του εισοδήματος, σε συνδυασμό με ένα πρόγραμμα ενίσχυσης της εγχώριας ζήτησης και περιορισμού των διαρροών στο εξωτερικό. Τα μέτρα αυτά είναι αδύνατο να εφαρμοστούν στο πλαίσιο της ΟΝΕ ή ακόμη και στα πλαίσια των τρεχουσών πολιτικών της ΕΕ.

24. Η έξοδος από την Ευρωζώνη θα είναι ένα βραχυπρόθεσμα δύσκολο εγχείρημα. Το γεγονός αυτό έχει επιτρέψει στην ελληνική πολιτική ελίτ να διεξαγάγει μια εκστρατεία υστερίας και φόβου προκειμένου να εξαναγκάσει τον ελληνικό  λαό να αποδεχτεί τα  προγράμματα «διάσωσης». Ιδίως, μετά τη μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ, το καλοκαίρι του 2015, υπήρξε μια ενορχηστρωμένη εκστρατεία προπαγάνδας που ισχυρίζονταν ότι δεν υπάρχει ορατή εναλλακτική λύση.

25. Σε αυτή τη μελέτη αποδεικνύεται ότι, τα βραχυπρόθεσμα προβλήματα που αναμένεται να προκύψουν από την έξοδο από την Ευρωζώνη είναι διαχειρίσιμα, εφόσον υπάρξει ένας στοιχειώδης σχεδιασμός, προετοιμασία και αποφασιστικότητα. Στο πλαίσιο αυτό, είναι ζωτικής σημασίας να τονιστεί ότι, οι βραχυπρόθεσμες δυσκολίες δεν είναι ποτέ ένας σοβαρός  λόγος, για να αποφευχθεί μια πορεία δράσης με μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα οφέλη, για την οικονομία και την κοινωνία.

26. Ένα «σχέδιο» εξόδου δεν είναι -και δεν θα μπορούσε να είναι- ένας πλήρης κατάλογος  όλων των πιθανών ενδεχομένων και αποτελεσμάτων, με τη συνοδεία των κατάλληλων πολιτικών μέτρων, όπως συχνά απαιτείται στην Ελλάδα, από όσους υποστηρίζουν τις στρατηγικές διάσωσης. Είναι προφανές ότι είναι αδύνατο να εκπονηθεί ένα τέτοιο σχέδιο, όχι μόνο για την έξοδο από την ΟΝΕ, αλλά και για οποιαδήποτε οικονομική πολιτική. Το κατάλληλο «σχέδιο» περιλαμβάνει την περιγραφή των λογικών βημάτων που πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα, με στόχο να ελαχιστοποιηθεί το κόστος της ανάκτησης της νομισματικής κυριαρχίας. Αυτή η μελέτη παρέχει μια απάντηση σε μια σειρά από  συγκεκριμένα βήματα. Οι βασικές της παράμετροι είναι γνωστές εδώ και αρκετό καιρό στην Ελλάδα, αλλά οι σχετικές πολιτικές δεν υιοθετήθηκαν λόγω ειδικών συμφερόντων και πολιτικών αμφιταλαντεύσεων.

27. Οι λεπτομέρειες του κάθε βήματος, ιδιαίτερα εκείνων που έχουν να κάνουν με τη σταθεροποίηση των τραπεζών, τον εφοδιασμό βασικών αγαθών και τη μείωση των κραδασμών στον παραγωγικό τομέα, είναι ζωτικής σημασίας, αλλά εξαρτώνται εξ ολοκλήρου από το κύριο ζητούμενο, δηλαδή το σχεδιασμό μιας σειράς βημάτων για την έξοδο. Από αυτή την άποψη, σε αυτή τη μελέτη καταδεικνύεται ότι θα υπάρξει πολύ μικρός κίνδυνος υψηλού πληθωρισμού μετά την έξοδο. Καταδεικνύεται, επίσης, ότι η υποτίμηση του νέου νομίσματος θα έχει έντονα ευεργετική επίδραση στις διεθνείς συναλλαγές της Ελλάδας. Τέλος, η στάση πληρωμών του δημοσίου χρέους και το αίτημα για βαθιά διαγραφή του, θα γλιτώσει ένα σημαντικό όγκο πόρων σε ετήσια βάση, απελευθερώνοντας ταυτόχρονα τη χώρα από τα πολιτικά δεσμά της εξυπηρέτησης του χρέους.

28. Η έξοδος από την ΟΝΕ είναι ένα μόνο μέρος της κατάλληλης μεσοπρόθεσμης αναπτυξιακής στρατηγικής για τη χώρα. Η Ελλάδα πρέπει να υιοθετήσει μια πολιτική ενίσχυσης της εγχώριας ζήτησης, ενισχύοντας αρχικά τη δημόσια κατανάλωση και τις δημόσιες επενδύσεις. Αποδεικνύεται ότι μια σειρά από υπηρεσίες (και όχι βιομηχανικά προϊόντα) είναι ιδιαίτερα κατάλληλες για το σκοπό αυτό. Αποδεικνύεται, επίσης, ότι υπάρχει ένα ευρύτερο φάσμα γεωργικών και βιομηχανικών πρώτων υλών -αλλά και υπηρεσιών- όπου πρέπει να εστιαστούν αρχικά οι πολιτικές για την ενίσχυση των εξαγωγών και τον περιορισμό των εισαγωγών.

29. Η τόνωση της ζήτησης, μέσω της δημοσιονομικής δαπάνης, θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί σε πρώτη φάση με την έκδοση χρήματος, αφού αποκατασταθεί η νομισματική κυριαρχία. Ο κίνδυνος πληθωρισμού είναι ελάχιστος. Η ζήτηση θα πρέπει επίσης να ενισχυθεί με την αναπροσαρμογή του φορολογικού συστήματος σε προοδευτικότερη κατεύθυνση και με τη μείωση της υπέρμετρης επιβάρυνσης που προκάλεσαν οι στρατηγικές «διάσωσης».

30. Στη βάση αυτή, η Ελλάδα θα πρέπει να υιοθετήσει μια βιομηχανική στρατηγική, προκειμένου να αλλάξει τη δομή της οικονομίας της. Έχει αποδειχθεί στη μελέτη αυτή ότι, υπάρχουν διάφοροι τομείς κατάλληλοι για τη βιομηχανική πολιτική, η οποία θα βελτιώσει, επίσης, την καθαρή αποταμίευση της χώρας, βοηθώντας τη να εισέλθει σε έναν ενάρετο κύκλο ανάπτυξης και απασχόλησης. Ο γεωργικός τομέας  θα πρέπει να συνδεθεί στενά με τη βιομηχανία.

31. Τέλος, μια χώρα, στην τρομερή κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα, χρειάζεται να προβεί σε μεταρρυθμίσεις πέραν του άμεσου αναπροσανατολισμού της οικονομικής πολιτικής. Θα πρέπει να πραγματοποιηθούν μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, τη δημόσια διοίκηση και άλλους τομείς της κοινωνικής οργάνωσης. Η Ελλάδα χρειάζεται μια συνολική επανεξισορρόπηση της κοινωνίας και της πολιτείας προς το συμφέρον της μισθωτής εργασίας, των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και των μικρών και μεσαίων αγροτών.