Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Κιμπουρόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Κιμπουρόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η ακτινογραφία ενός φιάσκου




Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου 



Οι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες «ομολογίες» του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου για το καταστροφικό μνημονιακό πείραμα – Η ευρωπαϊκή κρίση ειλικρίνειας και ελληνική αταραξία

Την ώρα που τα μπαζωμένα ρέματα της Αττικής μετατρέπονταν σε υγρό τάφο για τουλάχιστον δεκάξι ανυποψίαστους ανθρώπους, μια ακόμη έκθεση ευρωπαϊκού θεσμικού οργάνου ακτινογραφούσε με τεχνοκρατική ψυχραιμία την καταστροφή που έχει συντελεστεί στην ελληνική οικονομία και κοινωνία, απαγορεύοντας μεταξύ άλλων και στοιχειώδεις δημόσιες επενδύσεις που θα περιόριζαν το θανατηφόρο πέρασμα της καταιγίδας. Ο λόγος για την ειδική έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΕΣ) που δόθηκε προ ημερών στη δημοσιότητα, αποτυπώνοντας με στρογγυλές μεν εκφράσεις αλλά με αποκαλυπτικούς αριθμούς την παταγώδη αποτυχία των μνημονίων ακόμη και στους διακηρυγμένους στόχους τους.
Η «αστοχία» σε αριθμούς

Η έκθεση των 150 σελίδων είναι ένα εξαιρετικά χρήσιμο ντοκουμέντο, παρότι εκπονήθηκε κυρίως για να «ξεπλύνει» τις ευρωπαϊκές συνιστώσες της τρόικας των δυο πρώτων μνημονίων και του κουαρτέτου του τρίτου. Σε έναν χαρακτηριστικό πίνακα που συνοδεύει την έκθεση αποτυπώνονται οι αποκλίσεις των εκτιμήσεων που έκαναν η Κομισιόν και οι λοιποί της τρόικας για τα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη από την πραγματικότητα, την περίοδο 2010-2014. Οι εκτιμήσεις της τρόικας, λοιπόν, σωρευτικά σ’ αυτήν την πενταετία έπεσαν έξω στην πρόβλεψη για το ΑΕΠ κατά 22 ποσοστιαίες μονάδες, στην πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 23 μονάδες, στη μείωση των επενδύσεων κατά 59 μονάδες και στην αύξηση της ανεργίας κατά 30 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτό δεν το λες απόκλιση, αλλά προμελετημένο έγκλημα!

Εξ ίσου χαρακτηριστικά το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, εξετάζοντας ιδιαίτερα τον ρόλο της Κομισιόν, επισημαίνει ότι η δράση της στο πλαίσιο των μνημονίων εξελίχθηκε εντός νομικού κενού ως προς τις Συνθήκες της Ε.Ε., ότι τα μνημόνια σχεδιάστηκαν εκτός θεσμικού πλαισίου, ότι οι μακροοικονομικές προβλέψεις και οι εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις των δημοσιονομικών μέτρων λιτότητας ήταν ατεκμηρίωτες, ότι οι μεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν δεν ήταν αποτελεσματικές και ότι ενώ κατά την εφαρμογή των Μνημονίων διαπιστώνονταν οι «αστοχίες», αυτά –ιδιαίτερα τα δυο πρώτα– δεν αξιολογήθηκαν ποτέ. Εν ολίγοις, η έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου περιγράφει ένα φιάσκο, επιβεβαιώνοντας την πεποίθηση της ελληνικής και ευρωπαϊκής κοινής γνώμης ότι η Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε κυριολεκτικά σαν πειραματόζωο και σαν δομικό υλικό για να κερδίσει χρόνο η Ευρωζώνη.
 Φυσικά, όλα αυτά διατυπώνονται με διπλωματική γλώσσα, αλλά ταυτοχρόνως με θράσος, αφού η Κομισιόν ομολογεί τη συνέργειά της στην ισοπέδωση της ελληνικής οικονομίας κάνοντας αποδεκτές και τις 11 «συστάσεις» του Ελεγκτικού Συνεδρίου προς συμμόρφωση στο μέλλον.
Μεταμνημονιακές «συστάσεις»

Απ’ αυτές τις «συστάσεις» ίσως μεγαλύτερη σημασία έχει η ενδέκατη. Σ’ αυτήν η Κομισιόν καλείται «να αναλύει ποιο είναι το καταλληλότερο πλαίσιο για την παροχή υποστήριξης και την άσκηση εποπτείας μετά τη λήξη των προγραμμάτων». 
Είναι μια σύσταση που αφορά τη λεγόμενη μετα-μνημονιακή εποχή για την οποία πολλά πράγματα δεν είναι ακόμη σαφή: θα έχουμε την πολυπόθητη «καθαρή έξοδο» από τα Μνημόνια, με απλή μετάβαση στην αυξημένη επιτήρηση υπερχρεωμένου κράτους μέλους μέχρι εξοφλήσεως του 70% του χρέους του που αντιστοιχεί στον δανεισμό; 
Θα υπάρξει κάποιας μορφής χρηματοδοτική στήριξη από τον ESM –το πολυσυζητημένο «μαξιλάρι» από τα υπόλοιπα του δανείου των 86 δις. του ESM–, ώστε να υπάρξει εγγυημένη επιστροφή στις αγορές; 
Ή θα υπάρξει το υβριδικό μεταμνημονιακό σχήμα για το οποίο έχει μιλήσει αξιωματούχος του ESM; Η Κομισιόν, που αποδέχεται τη σχετική σύσταση του Ελεγκτικού, με την υποχρέωση μάλιστα να ανταποκριθεί άμεσα, μάλλον αδυνατεί να περιγράψει το μεταμνημονιακό μέλλον της Ελλάδας, πριν κλείσει η αξιολόγηση, αλλά και πριν ληφθούν αποφάσεις για τη θεσμική ολοκλήρωση της Ευρωζώνης, στη σύνοδο κορυφής του Δεκεμβρίου. Τον πρώτο λόγο σ’ αυτό έχουν οι δανειστές και πρωτίστως η υπό διαπραγμάτευση νέα γερμανική κυβέρνηση.
Δυο αποκαλυπτικά «καρφιά»

Η ειδική έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου έχει σημασία και βαρύτητα όχι τόσο γιατί προσθέτει άγνωστες πληροφορίες για το φιάσκο του μνημονιακού πειράματος στην Ελλάδα –στην πραγματικότητα όλα τα στοιχεία είναι λίγο πολύ γνωστά–, όσο γιατί το κατ’ εξοχήν ελεγκτικό θεσμικό όργανο της Ε.Ε., παρά τον διακοσμητικό του ρόλο, αποδέχεται ότι όλα όσα έχουν συμβεί από το 2010 έγιναν ουσιαστικά εκτός ακόμη και της προβληματικής «ευρωπαϊκής νομιμότητας». 
Και αν ομολογούνται σήμερα, αυτό γίνεται εκ του ασφαλούς, αφού δεν υπάρχει κάποιος μηχανισμός κυρώσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και στο πλαίσιο της έρευνας του Ελεγκτικού, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αρνήθηκε να συνεργαστεί και να παράσχει στοιχεία που της ζητήθηκαν για τον ρόλο της στα Μνημόνια, υποστηρίζοντας ότι δεν έχει καμιά τέτοια υποχρέωση. Κι αυτό το «καρφώνει» διακριτικά η έκθεση του ΕΕΣ.

Όπως «καρφώνει» και κάτι ακόμη σημαντικό: ότι οι μνημονιακές ανακεφαλαιοποιήσεις στων τραπεζών έχουν κοστίσει στο ελληνικό Δημόσιο 45 δισ. επιβαρύνοντας την κοινωνία με αντίστοιχο χρέος, από τα οποία είναι ζήτημα αν θα ανακτηθούν 9 δισ. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά οι συστημικές τράπεζες, αν και ήταν σχεδόν ολοκληρωτικά κρατικοποιημένες το 2014, γλίτωσαν με εξαιρετικά ύποπτο τρόπο τον διοικητικό τους έλεγχο από το κράτος. 
Είτε γιατί οι μνημονιακές δεσμεύσεις εξασφάλιζαν διεξόδους διαφυγής των μεγαλομετόχων τους, είτε γιατί η τότε κυβέρνηση φρόντισε να κάνει τα στραβά μάτια.
 Αυτό αποτελεί έμμεση ομολογία σκανδάλου για το οποίο σήμερα έχει επιβληθεί «ομερτά», μήπως και θιγεί η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Γιατί τώρα τόση «ειλικρίνεια»;

Η «κρίση ειλικρίνειας» του ευρωπαϊκού ιερατείου –που συμπληρώνεται από την ομολογία Ντάισελμπλουμ ότι ήταν λάθος να δοθούν πολλά λεφτά των φορολογούμενων στις τράπεζες, αλλά και του Μοσκοβισί ότι το ελληνικό κοινοβούλιο εκβιαζόταν να υπερψηφίζει ό,τι του έστελνε η τρόικα– φαίνεται παράδοξη, αλλά δεν είναι ανεξήγητη.

 Πρώτον, γιατί εκδηλώνεται εκ του ασφαλούς, αφού δεν υπάρχει θεσμικό πλαίσιο λογοδοσίας. Κανείς δεν θα πάθε τίποτα, όσο τερατώδες κι αν είναι αυτό που θα παραδεχθεί.

 Δεύτερον, γιατί η πολιτική συγκυρία στην Ελλάδα δεν εμπνέει ανησυχία. Έχει διαμορφωθεί συναντίληψη με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, ενώ και μνημονιακή αντιπολίτευση δεν αμφισβητεί την ελεγχόμενη έξοδο από τα Μνημόνια, παρά τις αντιπολιτευτικές κορώνες.

 Τρίτον, διότι όλοι οι παίκτες θέλουν να κλείσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η ελληνική «παρένθεση» –και στο μεταξύ και η τρίτη αξιολόγηση, για την οποία στο τέλος του μηνός υπάρχει προγραμματισμένο ραντεβού με το κουαρτέτο–, ώστε να αφοσιωθούν στα μείζονα του μέλλοντος της Ευρωζώνης, για το οποίο οι διεργασίες σχηματισμού κυβέρνησης στο Βερολίνο εκπέμπουν κύματα ανασφάλειας.

 Τέταρτον, γιατί πέραν της ασφάλειας που εμπνέει το πολιτικό κλίμα στην Ελλάδα, τίποτα αληθινά ανησυχητικό δεν υπάρχει και στο κοινωνικό πεδίο. Αν αυτές οι «ομολογίες» εκστομίζονταν το 2011 ή το 2014 οι δρόμοι κι οι πλατείες ίσως ξεχείλιζαν από οργή, κι όχι από τα νερά της καταιγίδας. Άπνοια και αταραξία.

Πηγή: e-dromos.gr


Πηγή: http://anemosantistasis.blogspot.com/2017/11/blog-post_399.html#ixzz4zM0vsjUe

Γιατί ο σκληρός πυρήνας των δανειστών ευνοεί τη δοκιμαστική έξοδο – Η αδημονία της επιχειρηματικής ελίτ και ο γρίφος του ΔΝΤ



Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου

«Να βγει κανείς ή να μη βγει;» Το… διασκευασμένο αλά ελληνικά σεξπιρικό δίλημμα εξακολουθεί και βασανίζει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, το κουαρτέτο, τις αγορές κι ένα πλήθος παραγόντων του χρηματοπιστωτικού συστήματος που έχει εμπλακεί με ζήλο στη διχοστασία για το αν η Ελλάδα πρέπει να αποπειραθεί και πότε δοκιμαστική έξοδο στις αγορές, όχι απλώς πολύ πριν την ολοκλήρωση του προγράμματος, αλλά ακόμη και τις προσεχείς εβδομάδες. Αν δεν επρόκειτο για μια συρρικνωμένη και καθημαγμένη από σχεδόν μια δεκαετία εξουθενωτικής λιτότητας οικονομία όπως η ελληνική, θα νόμιζε κανείς ότι το debate αφορά την Κίνα, τις ΗΠΑ ή τη Γερμανία που, όταν δανείζονται το κάνουν σε τεράστια μεγέθη, δεκάδων δισ., όχι 2-3 δισ.

Η διάταξη των δυνάμεων σ’ αυτή τη διχοστασία είναι αρκετά περίεργη. Η Κομισιόν, για παράδειγμα, παρουσίασε ευθέως την εισήγησή της για έξοδο της χώρας από τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, στην οποία βρίσκεται από το 2008, ως μια από τις προϋποθέσεις για την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές. Ο επίτροπος Ντομπρόβσκις μίλησε φανερά ενθαρρυντικά σε αυτή την κατεύθυνση. Ο ίδιος ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, κατά την επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη, αν και δεν αναφέρθηκε ευθέως στα σενάρια δανεισμού από τις αγορές, υπογράμμισε με πολλούς τρόπους την «επιστροφή στην κανονικότητα».

Οι υπέρ και οι (σχεδόν) κατά
Ευπρόσδεκτη χαρακτήρισε μια έξοδο της Ελλάδας στις αγορές και ο Πολ Τόμσεν, επικεφαλής του ευρωπαϊκού βραχίονα του ΔΝΤ, παρότι το Ταμείο δεν έχει αλλάξει καθόλου τις εκτιμήσεις του για τη μη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Αυτή η δημόσια παρότρυνση από το κορυφαίο στέλεχος του ΔΝΤ προκαλεί ερωτήματα, όταν είναι γνωστό ότι εκκρεμεί η απόφαση του Εκτελεστικού Συμβουλίου του (μέχρι τις 27 Ιουλίου) πάνω στο επίσημο πλέον αίτημα της Ελλάδας για χρηματοδότηση ύψους 1,6 δισ. ευρώ, με τους γνωστούς όρους, και με ένα Μνημόνιο διάρκειας κατά μερικές μέρες μικρότερης των 14 μηνών. Εντός της προσεχούς εβδομάδας η ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους (DSA) θα είναι στα χέρια των στελεχών του ΔΝΤ. Κι αν οι εκτιμήσεις για τη δυναμική του χρέους είναι αρνητικές, θα βρεθούν σε αντίφαση με τη δημόσια ενθάρρυνση να δοκιμάσει η Ελλάδα την εμπιστοσύνη των αγορών σε ένα χρέος που το ίδιο το ΔΝΤ δηλώνει πως δεν εμπιστεύεται.

Άλλο πεδίο αντίφασης στο επίμαχο δίλημμα είναι η στάση του τραπεζικού «καρτέλ». Τα στελέχη των συστημικών τραπεζών, σχεδόν στο σύνολό τους, δηλώνουν αισιόδοξα για τις αναπτυξιακές προοπτικές και τα μεγέθη της οικονομίας και «ψηφίζουν» υπέρ της αξιοποίησης του θετικού momentum της συνεχούς πτώσης στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων. Οι τραπεζίτες διαβεβαιώνουν εμμέσως ότι θα αγοράσουν ομόλογα, όποτε αυτά εκδοθούν. Και το ίδιο δηλώνουν εκπρόσωποι ξένων επενδυτικών κεφαλαίων, με κυνικά επιχειρήματα του τύπου: «Ξεχάστε ό,τι κουτσομπολιά έχετε ακούσει για εγχώρια αστάθεια στην κυβέρνηση ή για τέταρτη διάσωση στα σκαριά. Η νέα έκδοση (σ.σ. ομολόγων) θα έχει ένα μεγάλο, ζουμερό κουπόνι πάνω από 4%, στο οποίο απλά δεν θα αντισταθείτε».

 Στον αντίποδα αυτής της αδημονίας, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Στουρνάρας προειδοποιεί για δυσμενή αποτελέσματα μιας «βιαστικής εξόδου». Εικάζεται ότι η άποψή του απηχεί ευρύτερα την ηγεσία της ΕΚΤ, στελέχη της οποίας όμως έχουν πει ακριβώς το αντίθετο (Κερέ, Κονστάντσιο).
Τέλος, σταθερός στη γραμμή της σύντομης δοκιμαστικής εξόδου στις αγορές παραμένει ο Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του ESM, κατόχου του 51% του ελληνικού χρέους πλέον και θεωρητικά βασικού εγγυητή της εξυπηρέτησής του.

Η επιλογή της «πολιτικής σταθερότητας»
Τι νόημα έχει όλη αυτή η διχοστασία; Οικονομικά, μια έκδοση πενταετών ομολόγων 2 δισ. ευρώ έναντι ενός χρέους 325 δισ., δεν έχει καμιά βαρύτητα, ακόμη κι αν αποτύχει. Ο πολιτικός συμβολισμός είναι προφανής: κατά κάποιο τρόπο οι αγορές, και για την ακρίβεια τα επενδυτικά κεφάλαια που κερδοσκοπούν εις βάρος του δημοσίου χρέους, καλούνται να επικυρώσουν σε «δημοψήφισμα» την ανακατασκευή του ελληνικού success story, που εξόκειλε μετά το 2014. Επίσης, καλούνται να επιβραβεύσουν τη διαδικασία πολιτικής πειθάρχησης και επιστροφής στον δρόμο της «μεταρρυθμιστικής αρετής» μιας κυβέρνησης που πριν δυο χρόνια θεωρήθηκε «παγκόσμια απειλή». Τα εγκώμια Γιούνκερ στη Θεσσαλονίκη είναι χαρακτηριστικά: «Σήμερα η εμπιστοσύνη, η σταθερότητα και η ανάπτυξη έχουν επιστρέψει».

Αυτή η στάση, για την οποία επιζητείται και η επιδοκιμασία των αγορών, σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος των Ευρωπαίων δανειστών, συμπεριλαμβανομένης της γερμανικής ηγεσίας, δεν ευνοεί οποιαδήποτε πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018. Αυτή η επιλογή συνιστά ένα πλεονέκτημα για την κυβέρνηση, παρά την κακή δημοσκοπική της εικόνα και το αντίστοιχο προβάδισμα της ΝΔ. Κατά κάποιο τρόπο, η έμμεση σύσταση των δανειστών προς την αντιπολίτευση είναι να βάλει λίγο νερό στο κρασί της.

Τα κίνητρα των δανειστών, βεβαίως, είναι λίγο πιο περίπλοκα από τον «ξαφνικό έρωτα» με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ. Πέραν του προφανούς σιωπητηρίου που επιβάλλουν οι γερμανικές εκλογές της 24/9, δεν θέλουν να διαταραχθεί από επεισόδια πολιτικής αστάθειας η θετική συγκυρία για την Ευρωζώνη, σε μια περίοδο μάλιστα που ανοίγει η συζήτηση για τη ριζική μεταρρύθμισή της (βλέπε συνομιλίες Μέρκελ – Μακρόν).

Για τις αγορές, από την άλλη πλευρά, αυτή η θετική συγκυρία επιφυλάσσει χρήμα, πολύ χρήμα: η πρωτοφανής ρευστότητα που έχουν συσσωρεύσει -χάρη και στο σχεδόν δωρεάν χρήμα της ΕΚΤ- αναζητεί κερδοσκοπικές διεξόδους σε ομόλογα και μετοχές. Κι ακόμη, για τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους που επιχειρούν ανάδυση από τον βυθό της ύφεσης και της αποεπένδυσης, είτε έχουν περάσει σε άλλα χέρια είτε παραμένουν στους παλιούς ιδιοκτήτες τους, η πειραματική έξοδος της Ελλάδας στις αγορές χρησιμοποιείται ως «δόλωμα» για να επιτύχουν αμέσως μετά τη δική τους χρηματοδότηση με φθηνότερα επιτόκια, με τις δικές τους εκδόσεις εταιρικών ομολόγων.

Το ρίσκο του ΔΝΤ
Βεβαίως, το όλο σενάριο έχει ακόμη ένα υψηλό ρίσκο: τον παράγοντα ΔΝΤ, που θα πει την επόμενη λέξη του μέχρι το τέλος του μήνα. Ο Πολ Τόμσεν, πριν μερικές μέρες, διαβεβαίωσε ότι 20 του μηνός θα είναι έτοιμη η επικαιροποιημένη ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Θα δοθεί στη δημοσιότητα; Ή θα περιοριστεί στην εσωτερική πληροφόρηση των στελεχών του Ταμείου, σε μια κίνηση πολιτικής διευκόλυνσης των Ευρωπαίων δανειστών; Κι αν δοθεί στη δημοσιότητα και επαναλαμβάνει τα αναμενόμενα για το αβίωτο του ελληνικού χρέους, ποια πολιτική αξιοπιστία θα έχουν οι διαβεβαιώσεις των Ευρωπαίων δανειστών για την ετοιμότητα της Ελλάδας να δοκιμάσει την εμπιστοσύνη των αγορών; Το προφανές, σ’ αυτή την περίπτωση, είναι ότι το «πείραμα» παγώνει για αρκετούς μήνες. Το λιγότερο προφανές είναι ότι ανοίγει πάλι το παράθυρο για να μπει τέλος στη εταιρική σχέση Ευρωζώνης – ΔΝΤ. Άλλωστε, όπως υπενθύμισε ο επίτροπος Ντομπρόβσκις (σε συνέντευξη στο euro2day.gr), «η Συνθήκη του ESM λέει ότι εργάζεται σε συνεργασία με την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, όταν και εφόσον χρειαστεί».

«Πρόβα Τραμπ» τη Δευτέρα στο ΔΝΤ



Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου

Η γεωπολιτική και η νέα ευρω-αμερικανική ένταση «εισβάλλουν» στη συνεδρίαση του Εκτελεστικού Συμβουλίου του Ταμείου με αποκλειστικό θέμα την Ελλάδα

Το κτίριο του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον βρίσκεται λίγες εκατοντάδες μέτρα από τον Λευκό Οίκο. Οι επαφές των αξιωματούχων της αμερικανικής κυβέρνησης, πέραν αυτών που είναι μόνιμα εγκατεστημένοι στην έδρα του Ταμείου, με τα στελέχη του είναι καθημερινή ρουτίνα. Ή ήταν ρουτίνα μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες. Με εξαίρεση τις αλλαγές στα ποσοστά δικαιωμάτων ψήφου ορισμένων χωρών (της Κίνας, της Ινδίας και ορισμένων αναπτυσσόμενων χωρών) στο διοικητικό και στο εκτελεστικό συμβούλιο του ΔΝΤ καθώς και μερικές αλλαγές στους όρους δανεισμού, τα τελευταία χρόνια η αμερικανική κυβέρνηση δεν χρειάστηκε να διαπραγματευτεί σπουδαία πράγματα για την πολιτική του Ταμείου. Με την ηγεσία του – κατά παράδοση ευρωπαϊκής καταγωγής- υπήρχε συναντίληψη για τη στρατηγική του ως εγγυητή της αγοράς κρατικού χρέους, αλλά και ως προωθητικού μηχανισμού της «θεσμικής παγκοσμιοποίησης».

Η προγραμματισμένη συνεδρίαση του Εκτελεστικού Συμβουλίου του ΔΝΤ τη Δευτέρα (9/2) θα ακολουθούσε την ίδια ρουτίνα, αν δεν είχαν αλλάξει τόσα πολλά και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Από τότε που του ΔΝΤ ενεπλάκη στην κρίση της Ευρωζώνης και ιδιαίτερα στα ελληνικά μνημόνια, οι διενέξεις των αμερικανών αξιωματούχων με τους ευρωπαίους συναδέλφους τους ήταν πολλές, αλλά έστω και σε συνθήκες θρίλερ κατέληγαν σε κάποιο συμβιβασμό. Με τα νέα δεδομένα που έχουν δημιουργήσει οι πρώτες αποφάσεις της κυβέρνησης Τραμπ είναι δύσκολο αυτό να συμβεί πάλι τη Δευτέρα.


 Οι καυτές εκθέσεις στο τραπέζι

Στο ημερολόγιο συνεδριάσεων του Εκτελεστικού Συμβουλίου του ΔΝΤ, για τη Δευτέρα είναι γραμμένο αποκλειστικά το θέμα της Ελλάδας.
 Ο τίτλος της συνεδρίασης αναφέρει: «Ελλάδα - Διαβούλευση Άρθρου IV για το 2016 και εκ των υστέρων αξιολόγηση της κατ’ εξαίρεση αποδοχής της διευρυμένης χρηματοδοτικής διευκόλυνσης από το 2012».

 Σε απλά ελληνικά, το ΔΝΤ, πρώτον, εξετάζει τη βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας υπό το πρίσμα του άρθρου 4 του καταστατικού του, που επιβάλει επιτήρηση για τα μέλη του, ιδιαίτερα για όσα έχουν δανειστεί και, δεύτερον, κάνει τον απολογισμό του δεύτερου μνημονίου στο οποίο συμμετείχε με δανεισμό μέχρι τη διακοπή του, τον Ιούνιο του 2015.

 Και οι δυο εκθέσεις που τίθενται στο τραπέζι του Εκτελεστικού Συμβουλίου του ΔΝΤ αγγίζουν ευθέως το θέμα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, και σύμφωνα με όσα έχουν ήδη διαρρεύσει τα στελέχη του ΔΝΤ κρίνουν εξαιρετικά μη βιώσιμο το χρέος, ανεπαρκή τα βραχυπρόθεσμα μέτρα που ανακοίνωσε ο ESM, αναγκαία μια περαιτέρω ελάφρυνση – δηλαδή, και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα-, αβίωτα τα πλεονάσματα 3,5% και… σχεδόν μη αναστρέψιμη την ελληνική οικονομία, και ιδιαίτερα την ανεργία της, για δεκαετίες.

 Τα θεσμικά υπερόπλα των ΗΠΑ

 Μπορεί ο Πολ Τόμσεν, ο επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ να τα έχει βρει με τον επιστήθιό του Βόλφγκαγκ Σόιμπλε, μπορεί ο διευθύντρια του ΔΝΤ να έχει κάθε «καλή» διάθεση να βρει έναν συμβιβασμό συνομιλώντας με τη Μέρκελ, με τον Γιουνκερ ή με τον Ολάντ, αλλά οι τεχνοκρατικές εισηγήσεις τους και οι πολιτικοί ακροβατισμοί του έχουν περιορισμένη σημασία στις νέες- και απροσδιόριστες- συνθήκες.
Το σχεδόν τρομοκρατημένο ύφος των Ευρωπαίων ηγετών στην άτυπη σύνοδο της Μάλτας και οι ρητορικές επιθέσεις που εξαπέλυσε εναντίον της ευρωπαϊκής πολιτικής ο Ντόναλντ Τραμπ και οι σύμβουλοί του αναδύουν άρωμα… νομισματικού και εμπορικού πολέμου.

Η νέα αμερικανική ηγεσία διαθέτει μερικά θεσμικά υπερόπλα, κι ένα απ’ αυτά είναι το υψηλό ποσοστό δικαιωμάτων ψήφου που διαθέτει στο ΔΝΤ: με 16,7%, η αμερικανική κυβέρνηση διαθέτει ένα άτυπο βέτο στο 24μελές Εκτελεστικό Συμβούλιο, που τυπικά παίρνει αποφάσεις με ομοφωνία.  Σ’ αυτό το όργανο αυτοτελώς εκπροσωπούνται μόνο η Ιαπωνία (6,1%), η Κίνα (6,1%), η Γερμανία (5,3%), η Γαλλία και η Βρετανία ( από 4,04%), η Ρωσία (2,6%) και η Σαουδική Αραβία (2%). Όλες οι άλλες 180 χώρες μέλη του ΔΝΤ συγκροτούνται σε 16 ομάδες και εκπροσωπούνται από αντίστοιχο αριθμό εκτελεστικών μελών.

 Τι εντολές έχει από τους νέους πολιτικούς προϊσταμένους του ο (προς το παρόν) μόνιμος αντιπρόσωπος των ΗΠΑ και αναπληρωτής εκτελεστικός διευθυντής του ΔΝΤ, ο αμερικανοϊνδός Σουνίλ Σαμπχάργουαλ είναι άγνωστο. Πάντως, οι πληροφορίες που αναφέρουν ότι η διαρροή της έκθεσης του ΔΝΤ που χαρακτηρίζει εξαιρετικά μη βιώσιμο το ελληνικό χρέος και ζητεί από τους Ευρωπαίους δανειστές περαιτέρω ελάφρυνσή του έγινε με πρωτοβουλία της νέας αμερικανικής κυβέρνησης φαίνονται αξιόπιστες. Με τον τρόπο αυτό, άλλωστε, πιέζεται όχι μόνο η ευρωπαϊκή ηγεσία, αλλά και η ηγεσία του ΔΝΤ που άνοιξε ήδη διακριτικά μέτωπο κατά της «απειλής» του προστατευτισμού που εγκαινιάζει- προς το παρόν ρητορικά- η κυβέρνηση Τραμπ.


 Μια ακόμη «μη απόφαση»;

 Επομένως, το ελάχιστο (ας πούμε, το «καλό σενάριο») που θα συμβεί τη Δευτέρα είναι ότι το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ δεν θα πάρει οποιαδήποτε απόφαση για την Ελλάδα, πέρα από το να αποδεχθεί το περιεχόμενο των δυο εκθέσεων των στελεχών του, αφήνοντας το ζήτημα σε εκκρεμότητα. Έτσι κι αλλιώς όλα τα χρονοδιαγράμματα και οι δεσμεύσεις περί απόφασης μέχρι το τέλος του 2016 έχουν προ πολλού κουρελιαστεί.
 Η γερμανική αντιπροσωπεία είναι αδύνατο να επικαλεστεί το «deal Σόιμπλε – Τόμσεν», η βρετανική ευχαρίστως θα συνταχθεί με την αμερικανική θέση, η Κίνα βρίσκεται ήδη σε θέση άμυνας στον ακήρυχτο νομισματικό πόλεμο, γι’ αυτό κι αύξησε τα βραχυπρόθεσμα επιτόκιά της για να συγκρατήσει τη φυγή κεφαλαίων, άλλες συμμαχίες υπέρ ή κατά του νέου δανεισμού της Ελλάδας φαίνονται αδύνατες στο περιβάλλον αβεβαιότητας κι όλα αυτά συνηγορούν απλώς υπέρ μιας μη απόφασης.
 Αν η αμερικανική κυβέρνηση αποφασίσει να δώσει πιο έντονο δείγμα γραφής της νέας πολιτικής της στο ΔΝΤ, αυτό μπορεί να κλιμακωθεί σε μια πιο καθαρή δήλωση ότι δεν υπάρχουν προς το παρόν προϋποθέσεις για δανεισμό της Ελλάδας από το Ταμείο.
Σε κάθε περίπτωση, το μπαλάκι επιστρέφει στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στο Βερολίνο, που θα πρέπει είτε να συμβιβαστεί σε λύση χωρίς το ΔΝΤ, είτε να εξηγήσει τι σημαίνει το δόγμα Σόιμπλε ότι «χωρίς ΔΝΤ δεν υπάρχει πλέον πρόγραμμα».

www.dikaiologitika.gr