ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙ ΨΩΜΙ

 


Για ένα κομμάτι ψωμί

Δε φτάνει μόνο η δουλειά

Για ένα κομμάτι ψωμί

Πρέπει να δώσεις πολλά

Δεν φτάνει μόνο το μυαλό σου

Δε φτάνει μόνο το κορμί σου

Το πιο σπουδαίο είν' η ψυχή σου δικέ μου

Έχει τους νόμους τους αυτή η ιστορία

Δεν φτάνει μόνο η δουλειά

Θα σου κρεμάσουνε μια μπάλα

Και θα τραβιέσαι μ' αυτήν μέρα νύχτα

Έχεις κανάλι πολύ να τραβήξεις

Μέχρι να πάψεις να λες "μα τι τρέχει"

Έχει τους νόμους της αυτή η ιστορία

Δεν φτάνει μόνο η δουλειά

Για ένα κομμάτι ψωμί

Δεν φτάνει μόνο η δουλειά

Για ένα κομμάτι ψωμί

Θα πιεις φαρμάκια πολλά

Θα σε πετάνε από δω κι από κει

Θα λαχανιάζει η ψυχή σου

Θα φτύσεις αίμα απ' το στόμα δικέ μου

Έχει τους νόμους της αυτή η ιστορία

Δεν φτάνει μόνο η δουλειά

Για ένα κομμάτι ψωμί

Θα 'χεις ξεχάσει πολλά

Για ένα κομμάτι ψωμί

Θα 'χεις πληρώσει ακριβά

Και κάποια μέρα θα σε λύσουν

Μα θα φοβάσαι να φύγεις θα τρέμεις

Θα σε κλωτσάνε και θα σ' αρέσει δικέ μου

Σαν το σκυλί τους θα σ' έχουν δικέ μου

Μα δε θα έχεις ψυχή να το νοιώσεις

Θα είναι για σένα αργά

 

Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας

Η ΜΗΧΑΝΉ ΤΗΣ ΠΡΟΠΑΓΆΝΔΑΣ

                

του Alberto Bradanini

 

https://cambiailmondo.org/2023/01/08/la-macchina-della-propaganda/

 

Σύμφωνα με το κυρίαρχο αφήγημα, η προπαγάνδα, δηλαδή η συστηματική παραγωγή ψευδών γεγονότων, επηρεάζει μόνο τα κράτη στα οποία δεν υπάρχει ελευθερία έκφρασης, τα αυταρχικά ή δικτατορικά καθεστώτα (χαρακτηρισμοί, ομολογουμένως, που αποδίδονται κατά το δοκούν). Στα αυταρχικά καθεστώτα, με κάποιες διαφορές μεταξύ τους, η εικόνα είναι αρκετά καθαρή, εκεί κυριαρχεί η λογοκρισία: κάποια πράγματα μπορούν να γίνουν, άλλα όχι. Παρά τα φαινόμενα, όμως, ακόμη και στις λεγόμενες δημοκρατίες, ο στόχος είναι ίδιος, να ελεγχθεί η δυσφορία της πλειοψηφίας απέναντι στα προνόμια της μειοψηφίας και το μόνο που αλλάζει είναι η τεχνική, μια τεχνική που βασίζεται στο ψέμα, και λειτουργεί με εκλεπτυσμένο τρόπο, δημιουργώντας ειδήσεις από το τίποτα, ανακατεύοντας ψέματα με αλήθειες, παραλείποντας γεγονότα και καταστάσεις, ανακατεύοντας καταχρηστικά παρελθόν και μέλλον, συγκρίνοντας ανόμοια πράγματα. Μπερδεύοντας ακόμη περισσότερο την εικόνα για το λόγο της εξουσίας-στην κορυφή της οποίας με μια πιο προσεκτική ανάλυση, βρίσκουμε πάντα την αμερικανική αυτοκρατορία σε κάποια ενσάρκωσή της – εξάλλου αυταρχικές χώρες είναι όσες δεν υποκύπτουν στην κυριαρχία του μοναδικού χρήσιμου έθνους του κόσμου (Clinton, 1999), της ραχοκοκαλιάς του Βασιλείου του Καλού.

Αυτοί που κυριαρχούν στη δημόσια αφήγηση, επομένως, ελέγχουν την κοινωνία και, μέσω της μεταβατικής ιδιότητας, τον πλούτο και τις ανησυχίες που περιπλανώνται σε αυτήν. Από την άλλη, ακόμη και όσοι βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας ανησυχούν, κυριευμένοι από την αγωνία της απώλειας του πλούτου και της εξουσίας. Οπότε ο εξαναγκασμός δεν είναι αρκετός, απαιτείται η συναίνεση, και ο ρόλος της προπαγάνδας είναι να απομακρύνει τον κίνδυνο της σύγκρουσης και να περιορίσει την δυσφορία που περιφέρεται παντού σαν το αιλουροειδές που περιμένει το θήραμά του. Η συναίνεση αποτελεί επίσης συστατικό στοιχείο της ευρύτερης έννοιας της ηγεμονίας, με την γκραμσιανή έννοια του όρου[1], σύμφωνα με την οποία η άρχουσα τάξη, σήμερα διεθνική, πρέπει να καθοδηγεί τη δημόσια αφήγηση, χρησιμοποιώντας ένα μηχανισμό υπηρεσιών, πολιτικών, στρατιωτικών/γραφειοκρατών, δημοσιογράφων, ακαδημαϊκών.

Η εξουσία δεν δεσμεύεται από καμία ιδεολογία, καθώς δεν βασίζεται σε αξίες, παρά μόνο σε συμφέροντα: φιλελευθερισμός ή σοσιαλισμός, συντηρητισμός ή προοδευτισμός, χριστιανικός ή ισλαμικός φονταμενταλισμός, φυλετική υπεροχή ή επιμειξία, και ούτω καθεξής, ο σκοπός είναι ένας, η ενίσχυση της κυριαρχίας της και των σχετικών κερδών της. Το Βασίλειο του Καλού δεν έχει αποχρώσεις στη σκέψη του, πόσο μάλλον στη δράση του.

 

Επιπλέον,η δημόσια αφήγηση περνάει στο υποσυνείδητο ένα μήνυμα: "γνωρίζουμε ότι η κατάσταση δεν είναι ιδανική, ότι τα πράγματα θα έπρεπε να είναι καλύτερα, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Από την άλλη, να προσέχετε, διότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερα, και μόνο εμείς εμπορούμε να αποτρέψουμε την επιδείνωση της κατάστασης".

Ορισμένοι έχουν πειστεί ότι μόνο όσοι ζουν στο περιθώριο, οι φτωχοί στο πνεύμα και τα άτομα χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση ή οξυδέρκεια εκτίθενται στα μάγια της προπαγάνδας. Μια ψύχραιμη ματιά αποκαλύπτει, ωστόσο, ότι η εξάρτηση αυτή δεν έχει καμία σχέση με το επίπεδο του πολιτισμού ή την ευφυΐα. Αντίθετα, και τα δύο έχουν την τάση να ενισχύουν την αντίσταση στην αναγνώριση της χειραγώγησης. Η ικανότητα να αντιτίθεται κανείς στην επικρατούσα τάση φαίνεται ότι συνδέεται με την ταπεινή ιδιότητα να μπορεί να αναγνωρίζει τα λάθη του και, αν χρειαστεί, την ευπιστία του. Αυτό είναι ένα κρίσιμο ανθρώπινο χαρακτηριστικό που εκφράζει συναισθηματική ωριμότητα και πολιτισμικό βάθος. Σε φιλοσοφικό επίπεδο, από την άλλη , η ικανότητα να ξεσκεπάζουμε την απάτη απορρέει από την προσήλωση στην αρχή της αλήθειας, η οποία δεν μπορεί να διαχωριστεί από μια ζωή βιωμένη με συνέπεια. Οι ιδιότητες αυτές είναι ασυνήθιστες, αλλά συναντώνται σε κάθε είδους ανθρώπων και είναι απαραίτητες για τη ζωή και την ευημερία της ανθρωπότητας.

 

 

 

Στην εισαγωγή του δοκιμίου του The Propaganda Multiplier [2], ο Ελβετός Konrad Hummler υποστηρίζει ότι "μπροστά σε κάθε είδους πληροφορία, θα πρέπει πάντα να αναρωτιόμαστε: γιατί φτάνει σε εμάς αυτή η είδηση, γιατί με αυτή τη μορφή και αυτή τη χρονική στιγμή; Σε τελευταία ανάλυση, πρόκειται πάντα για ζητήματα που έχουν σχέση με την εξουσία".

 

Ίσως, αυτό να εξηγεί και το λόγο που κανένας δεν μας εξηγεί την παράξενη αυτή συγκυρία - ιδού ένα παράδειγμα από τα πολλά - σύμφωνα με τα οποία οι Ρώσοι πολίτες μπορούν να διαβάζουν τις εφημερίδες μας και να βλέπουν την τηλεόρασή μας, αλλά εμείς δεν έχουμε το δικαίωμα να βλέπουμε και να ακούμε τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης[3]. Και περιμένοντας να μας δοθεί κάποια εξήγηση, έρχεται το οργουελικό λεξιλόγιο να βοηθήσει, όπου ειρήνη σημαίνει πόλεμος, δημοκρατία σημαίνει ολιγαρχία-πλουτοκρατία, κυριαρχία σημαίνει υποταγή και δικαιοσύνη σημαίνει καταστολή.

 

Ο Hummler προσθέτει ότι μια βασική, ουσιαστικά άγνωστη πτυχή του συστήματος των μέσων ενημέρωσης έχει να κάνει με τη δομή της λειτουργίας τους, και ειδικότερα με  το γεγονός ότι όλες σχεδόν οι ειδήσεις που φτάνουν σε εμάς και αφορούν παγκόσμια γεγονότα παράγονται από τρία μόνο διεθνή πρακτορεία ειδήσεων. Ο ρόλος αυτών των πρακτορείων είναι τόσο μεγάλος που οι χρήστες των μέσων ενημέρωσης - τηλεόραση, εφημερίδες και διαδίκτυο - καλύπτουν σχεδόν πάντα τα ίδια γεγονότα με τα ίδια θέματα, την ίδια οπτική γωνία, την ίδια μορφή. Τα ειδησεογραφικά πρακτορεία δεν είναι παρά οργανισμοί που έχουν την κάλυψη και την υποστήριξη κυβερνήσεων, στρατιωτικών και μυστικών υπηρεσιών και χρησιμοποιούνται από αυτές ως πλατφόρμες διάδοσης κατευθυνόμενων πληροφοριών [4].

 

Αλλά, πως γνωρίζει η εφημερίδα (ή η τηλεόραση) που παρακολουθώ (ή ακούω) αυτά που ισχυρίζεται ότι γνωρίζει για ένα διεθνές θέμα; - αναρωτιέται ο Hummler - και η απάντηση είναι απλή: η ίδια η εφημερίδα ή η τηλεόραση δεν γνωρίζει απολύτως τίποτα, απλά αντιγράφει την είδηση από ένα από τα προαναφερθέντα πρακτορεία. Τα πρακτορεία αυτά λειτουργούν με ένα βελούδινο τρόπο, παρασκηνιακά . Ο πρώτος λόγος μιας τέτοιας διακριτικής ευχέρειας είναι, φυσικά, ο έλεγχος των ειδήσεων, ο δεύτερος είναι ότι οι εφημερίδες και οι τηλεοπτικοί σταθμοί δεν έχουν κανένα συμφέρον να αφήσουν τους αναγνώστες τους να μάθουν ότι δεν είναι σε θέση να συλλέξουν με τρόπο ανεξάρτητο τις ειδήσεις που μεταφέρουν.

 

Το νευραλγικό κέντρο του συστήματος των μέσων ενημέρωσης:

 

-Το Associated Press (AP το οποίο απασχολεί πάνω από 4.000 υπαλλήλους διάσπαρτους σε όλο τον κόσμο. Το AP έχει τη μορφή συνεταιρισμού, αλλά στην πραγματικότητα ελέγχεται από χρηματιστές της Wall Street- από τον Απρίλιο του 2017, πρόεδρός του είναι ο Steven Swartz, ο οποίος είναι και διευθύνων σύμβουλος της Hearst Communications, του αμερικανικού γίγαντα των μέσων ενημέρωσης. Το AP προμηθεύει με ειδήσεις πάνω από 12.000 εφημερίδες και τηλεοπτικούς σταθμούς παγκοσμίως, που φτάνουν καθημερινά σε περισσότερο από το μισό πληθυσμό του πλανήτη,

 

-Το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων (AFP)[5], που ανήκει στο γαλλικό κράτος, απασχολεί περίπου 4000 υπαλλήλους και μεταδίδει καθημερινά πάνω από 3000 ρεπορτάζ σε μέσα ενημέρωσης σε όλο τον κόσμο,

 

-Το πρακτορείο Reuters με έδρα το Τορόντο, που απασχολεί τρεις χιλιάδες υπαλλήλους, το 55% του κεφαλαίου του οποίου, από τον Ιούλιο του 2018, ανήκει στον όμιλο Blackstone που είναι εισηγμένος στη Wall Street- το 2008 εξαγοράστηκε από την καναδική Thomson Corporation και αργότερα συγχωνεύθηκε στην Thomson-Reuters.

 

Οι αμερικανικές εταιρείες (και οι στρατιωτικοί μηχανισμοί και οι μηχανισμοί ασφαλείας, το βαθύ κράτος κ.λπ.) κυριαρχούν και στον κόσμο του διαδικτύου, και οι δέκα μεγαλύτερες εταιρείες διαδικτυακών μέσων ενημέρωσης, εκτός από μία, είναι αμερικανικής ιδιοκτησίας και έχουν όλες τους έδρα στις ΗΠΑ.

 

Δεδομένου ότι το οικοδόμημα αυτό βρίσκεται στη βάση της δημιουργίας, της αποσιώπησης και της παραποίησης των ειδήσεων από τα μέσα ενημέρωσης[6], είναι περίεργο ότι λίγοι άνθρωποι ενδιαφέρονται να μάθουν το ρόλο και τους μηχανισμούς λειτουργίας του.

 

Ο Ελβετός ερευνητής (Blum[7]) αποκαλύπτει ότι κανένα δυτικό μμε δεν μπορεί να κάνει χωρίς την ύπαρξη αυτών των πρακτορείων αν θέλει να καλύπτει διεθνή ζητήματα . Εμείς το μόνο που γνωρίζουμε είναι αυτό που τα ίδια αποφασίζουν να αναφέρουν. Το Μεγάλο Ψέμα στο οποίο έχει βυθιστεί ο κόσμος (με εξαιρέσεις, φυσικά) υπονομεύει τη δημόσια ηθική και τις συλλογικές ευαισθησίες. Η πλύση εγκεφάλου είναι αδυσώπητη, τα πάντα είναι προσαρμοσμένα στις ανάγκες της εξουσίας (της Δύσης και του μέρους του κόσμου που καθοδηγείται από τη Δύση), με την εξής ιεραρχική ιεράρχηση: αμερικανική αυτοκρατορία (εταιρείες, βαθύ κράτος, ένοπλες δυνάμεις), ευρωπαϊκές ελίτ (χρηματοδότηση, τράπεζες, κυρίως της βόρειας Ευρώπης), εθνικές άρχουσες τάξεις (πολιτικοί, ΜΜΕ, ακαδημαϊκοί).

 

Αν και πολλές χώρες έχουν τα δικά τους ειδησεογραφικά πρακτορεία - το γερμανικό DPA, το αυστριακό APA, το ελβετικό SDA, το ιταλικό Ansa κ.ο.κ. - ο Τύπος και η ιδιωτική/δημόσια τηλεόραση, αν θέλουν να καλύψουν διεθνή θέματα, αναγκάζονται να απευθύνονται στα τρία προαναφερθέντα, τα οποία παίζουν πλέον έναν αναντικατάστατο ρόλο, με βάση τους πόρους τους, τη γεωγραφική κάλυψη των γεγονότων και την επιχειρησιακή τους ικανότητα: τα ρεπορτάζ αυτών των οργανισμών μεταφράζονται και αντιγράφονται και άλλοτε χρησιμοποιούνται χωρίς να γίνεται καμία αναφορά της πηγής, άλλοτε ξαναγράφονται εν μέρει, άλλοτε εμπλουτίζονται με εικόνες και γραφικά για να μοιάζουν ως πρωτότυπο προϊόν. Ο δημοσιογράφος που καταπιάνεται με ένα συγκεκριμένο θέμα επιλέγει τα αποσπάσματα που αυτός θεωρεί σημαντικά, τα επεξεργάζεται, τα αναμειγνύει με κάποια ανούσια στοιχεία και στη συνέχεια τα δημοσιεύει (Volker Braeutigam)[8]".

 

Αυτό που το κοινό θεωρεί ως πρωτότυπες συνεισφορές σε εφημερίδες ή τηλεοράσεις στην πραγματικότητα είναι ρεπορτάζ κατασκευασμένα στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο ή στο Παρίσι. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι ειδήσεις είναι ίδιες τόσο στην Ουάσιγκτον, όσο στο Βερολίνο, στο Παρίσι ή στη Ρώμη. Ένα φαινόμενο εκπληκτικό, που ελάχιστα διαφέρει από τις  προσβλητικές  πρακτικές των λεγόμενων ανελεύθερων χωρών.

 

Όσον για τους ανταποκριτές, τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να έχουν ανταποκριτές. Και όταν υπάρχουν, αυτοί καλύπτουν πολλές χώρες, ακόμη και δέκα ή είκοσι, και μπορεί κανείς να φανταστεί με πια επιτυχία! Στις εμπόλεμες ζώνες, σπάνια βγαίνουν έξω από το ξενοδοχείο που διαμένουν και πολύ λίγοι έχουν τις γλωσσικές ικανότητες να αντιληφθούν τι συμβαίνει γύρω τους. Στον πόλεμο της Συρίας, γράφει ο Χάμλερ, πολλοί έκαναν ρεπορτάζ από την Κωνσταντινούπολη, τη Βηρυτό, το Κάϊρο, την Κύπρο, ενώ τα προαναφερθέντα πρακτορεία έχουν παντού καλά εκπαιδευμένους ανταποκριτές.

Στο βιβλίο του People Like Us: Misrepresenting the Middle East, ο Ολλανδός ανταποκριτής στη Μέση Ανατολή, Joris Luyendijk, περιγράφει με ειλικρίνεια τον τρόπο με τον οποίο εργάζονται οι ανταποκριτές και σε ποιο βαθμό εξαρτώνται από τις τρεις αδελφές: "Είχα την εντύπωση ότι επρόκειτο για ιστορικούς της στιγμής, οι οποίοι, μπροστά σε ένα σημαντικό γεγονός, θα καταλάβαιναν τι πραγματικά συνέβαινε και θα έκαναν ρεπορτάζ γι' αυτό. Στην πραγματικότητα, όμως, κανένας δεν πηγαίνει ποτέ να ελέγξει τι γίνεται. Όταν συμβαίνει κάτι, η συντακτική ομάδα παίρνει τηλέφωνο, στέλνει με φαξ ή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο προκατασκευασμένα δελτία τύπου και ο επιτόπου ανταποκριτής τα επιστρέφει με δικά του λόγια, τα σχολιάζει στο ραδιόφωνο ή την τηλεόραση ή τα δημοσιεύει με άρθρο του στην αντίστοιχη εφημερίδα".

Με άλλα λόγια, ο ανταποκριτής δεν είναι συνήθως σε θέση να διεξάγει ανεξάρτητες έρευνες και περιορίζεται στην αναδιαμόρφωση των ρεπορτάζ που παράγονται στις αίθουσες σύνταξης ή από ένα από τα τρία πρακτορεία. Ετσι δημιουργείται το φαινόμενο της επικρατούσας τάσης(mainstream) .

 

Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί γιατί οι δημοσιογράφοι δεν προσπαθούν να παράγουν δικές τους, ανεξάρτητες έρευνες. Ο Luyendijk γράφει σχετικά: "Προσπάθησα να το κάνω, αλλά κάθε φορά, με τη σειρά τους, οι τρεις αδελφές επενέβαιναν στην σύνταξη και επέβαλαν την ιστορία τους, τελεία και παύλα"[9]. Μερικές φορές στην τηλεόραση, κάποιοι δημοσιογράφοι δείχνουν τέτοια προετοιμασία που προκαλεί θαυμασμό, επειδή απαντούν σε δύσκολες ερωτήσεις επαρκώς και με ευκολία. Ο λόγος, είναι βέβαια, απλός: γνωρίζουν τις ερωτήσεις εκ των προτέρων. Αυτό που βλέπει κάποιος είναι καθαρό θέατρο[10]. Κάποιες φορές, για λόγους οικονομίας, ορισμένα μέσα ενημέρωσης χρησιμοποιούν τους ίδιους ανταποκριτές, οπότε τα ρεπορτάζ που φτάνουν στις εφημερίδες μοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερό.

 

 

Στο βιβλίο του The Business of News, ο Μάνφρεντ Στέφενς, πρώην εκδότης του γερμανικού πρακτορείου ειδήσεων DPA, αναφέρει ότι "δεν είναι καθαρός ο λόγος ότι μια είδηση θεωρείται αξιόπιστη στο βαθμό που αναφέρεται η πηγή της αφού μπορεί να ισχύει και το αντίθετο, αφού την ευθύνη της είδησης την έχει η αναφερόμενη πηγή, η οποία μπορεί όμως να είναι εξίσου αναξιόπιστη[11]".

Οσα δεν γνωρίζουν τα πρακτορεία ειδήσεων είναι σα να μη έχουν συμβεί. Στον πόλεμο στη Συρία, το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων -μια οργάνωση ελάχιστα ανεξάρτητη, με έδρα το Λονδίνο που χρηματοδοτείται από τη βρετανική κυβέρνηση [12] - διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο. Το Παρατηρητήριο έστελνε τα ρεπορτάζ του στα τρία ειδησεογραφικά πρακτορεία, τα οποία τα προωθούσαν στα μέσα ενημέρωσης, και αυτά με τη σειρά τους ενημέρωναν εκατομμύρια αναγνώστες και τηλεθεατές σε όλο τον κόσμο. Ο λόγος για τον οποίο τα πρακτορεία έκαναν αναφορά στο Παρατηρητήριο - και ποιος το χρηματοδοτούσε - παραμένει μυστήριο μέχρι σήμερα.

 

Ενώ κάποια θέματα απλώς αγνοούνται, κάποια άλλα τονίζονται με έμφαση, αν και δεν θα έπρεπε: "ένα κραυγαλέο ψέμα ή μια σκηνοθετημένη είδηση[13] αφομοιώνεται χωρίς αντιρρήσεις λόγω της υποτιθέμενης εγκυρότητας ενός φημισμένου ειδησεογραφικού πρακτορείου ή ενός γνωστού σε όλους μμε, αφού σε τέτοιες περιπτώσεις η αίσθηση της κριτικής τείνει προς το μηδέν [14]". Στους πιο αποτελεσματικούς παίκτες διάδοσης ψευδών ειδήσεων συγκαταλέγονται τα υπουργεία Άμυνας (στη Δύση σε όλα, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, έχουν εισχωρήσει οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες). Το 2009, ο επικεφαλής του πρακτορείου AP, Tom Curley, δήλωσε δημοσίως ότι το Πεντάγωνο απασχολούσε περισσότερους από 27.000 ειδικούς στις δημόσιες σχέσεις, οι οποίοι με ετήσιο προϋπολογισμό πέντε δισεκατομμυρίων δολαρίων διέδιδαν παραποιημένες πληροφορίες σε καθημερινή βάση (από τότε, ο προϋπολογισμός και ο αριθμός των ειδικών έχουν αυξηθεί αλματωδώς!). Οι αμερικανικές υπηρεσίες ασφαλείας συνηθίζουν να συλλέγουν και να διανέμουν σε εφημερίδες και τηλεοπτικούς σταθμούς κατασκευασμένες πληροφορίες με μια τεχνική που καθιστά αδύνατη την εξακρίβωση της προέλευσής τους, καταφεύγοντας σε διατυπώσεις όπως "σύμφωνα με πηγές των υπηρεσιών πληροφοριών, σύμφωνα με όσα έχουν διαρρεύσει εμπιστευτικά ή υπονοεί ο τάδε ή ο δείνα στρατηγός κ.ο.κ."[15].

 

Το 2003, μετά την έναρξη του πολέμου στο Ιράκ, ο Ούλριχ Τίλγκνερ, βετεράνος δημοσιογράφος για τη Μέση Ανατολή, σε τηλεοράσεις της Γερμανίας και της Ελβετίας, αναφέρθηκε σε δραστηριότητες χειραγώγησης του στρατού και το ρόλο των μέσων ενημέρωσης. "Με τη βοήθεια τους, ο στρατός διαμορφώνει την κοινή γνώμη και τη χρησιμοποιεί για τους δικούς του σκοπούς, διαδίδοντας επινοημένα σενάρια. Σε αυτό το είδος πολέμου, οι στρατηγιστές των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης εκτελούν μια λειτουργία παρόμοια με αυτή των πιλότων βομβαρδιστικών.

 

 Όσα γνωρίζει ο αμερικανικός στρατός, γνωρίζουν και οι υπηρεσίες πληροφοριών. Σχετικά με το θέμα της παραπληροφόρησης, ένας πρώην αξιωματικός των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών και ένας ανταποκριτής του Reuters ανέφεραν τα παρακάτω στο βρετανικό τηλεοπτικό κανάλι Channel 4: "Ένας πρώην πράκτορας της CIA, ο John Stockwell, αποκάλυψε [16] ότι ο εμφύλιος στην Αγκόλα έπρεπε να φαίνεται σαν εισβολή από το εξωτερικό. Γι' αυτό και υποστηρίξαμε σε κάθε χώρα όσους συμφωνούσαν με αυτή την άποψη. Το ένα τρίτο του προσωπικού μου ήταν προπαγανδιστές, που πληρώνονταν για να επινοούν ιστορίες και να βρίσκουν τρόπους να φτάνουν στον Τύπο. Συνήθως, οι συντάκτες των δυτικών εφημερίδων δεν έχουν αμφιβολίες όταν φτάνουν στα χέρια τους ειδήσεις που συμφωνούν με την κυρίαρχη αφήγηση. Έχουμε επινοήσει τόσες ιστορίες, που εξακολουθούν να τις πιστεύει ο κόσμος, αλλά δεν είναι παρά σκουπίδια [17]".

Ο Fred Bridgland[18], αναφερόμενος στη δουλειά του ως πολεμικός ανταποκριτής του Reuters, λέει: "Τα ρεπορτάζ μας τα βασίζαμε στις επίσημες ανακοινώσεις. Μόνο μετά από χρόνια αργότερα μάθαμε ότι ένας ειδικός στην παραπληροφόρηση της CIA, από γραφείο πρεσβείας των ΗΠΑ, παρήγαγε ανακοινώσεις που δεν είχαν καμία σχέση με την αλήθεια ή τα γεγονότα. Και για να το θέσω ωμά, μπορείς να κατασκευάσεις οποιαδήποτε ανοησία και να τη δημοσιεύσεις σε μια εφημερίδα".

 

Οι μυστικές υπηρεσίες, φυσικά, έχουν άπειρες επαφές προκειμένου να περάσουν τα ψεύδη τους, αλλά χωρίς τον βοηθητικό ρόλο των τριών ειδησεογραφικών πρακτορείων, ο παγκόσμιος συγχρονισμός της προπαγάνδας και της παραπληροφόρησης δεν θα ήταν τόσο αποτελεσματικός [19]. Μέσω αυτού του μηχανισμού διάδοσης, οι ιστορίες που κατασκευάζονται εξ ολοκλήρου από κυβερνήσεις, στρατιωτικές και μυστικές υπηρεσίες φτάνουν στο κοινό αφιλτράριστες. Το επάγγελμα του λεγόμενου δημοσιογράφου των mainstream  μμε, που πλέον έχει υποβαθμιστεί σε όργανο της εξουσίας, περιορίζεται στο να αναμασά, με βάση φυλλάδια που κατασκευάζονται αλλού, σύνθετα ζητήματα για τα οποία γνωρίζει ελάχιστα ή τίποτα, σε μια γλώσσα χωρίς πραγματολογική λογική και χωρίς αναφορά στις πηγές.

 

Για τον πρώην δημοσιογράφο του AP Herbert Altschull, "σύμφωνα με τον πρώτο νόμο της δημοσιογραφίας, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι παντού όργανο πολιτικής ή/και οικονομικής εξουσίας. Οι mainstream εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί δεν λειτουργούν ποτέ ανεξάρτητα, ακόμη και όταν τους δίνεται η ευκαιρία."[20]

 

Μέχρι πρόσφατα, η ελευθερία του Τύπου έμπαινε σε ακόμη πιο θεωρητική βάση, εξαιτίας των μεγάλων εμποδίων εισόδου στο χώρο, των αδειών που πρέπει να ληφθούν, των συχνοτήτων που πρέπει να διαπραγματευτούν, της χρηματοδότησης και της  απαιτούμενης τεχνικής υποδομής, των λίγων διαθέσιμων καναλιών, της διαφήμισης που πρέπει να εισπραχθεί και άλλων περιορισμών. Σήμερα, χάρη στο Διαδίκτυο, ο πρώτος νόμος Altschull έχει εν μέρει παραβιαστεί. Έτσι, έκανε την εμφάνισή της μια ποιοτική δημοσιογραφία που χρηματοδοτείται από τους αναγνώστες, ανώτερη από τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης από άποψη κριτικής ικανότητας και ανεξαρτησίας.

 

Παρ' όλα αυτά, τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης εξακολουθούν να είναι ζωτικής σημασίας, καθώς έχουν πολύ περισσότερους πόρους στη διάθεσή τους και είναι σε θέση να κατακτούν πλήθος αναγνωστών και στο διαδίκτυο. Και αυτή η ικανότητα συνδέεται με το ρόλο των τριών μεγάλων ειδησεογραφικών πρακτορείων, οι συνεχείς ενημερώσεις των οποίων αποτελούν τη ραχοκοκαλιά των περισσότερων  mainstream δικτυακών τόπων που είναι διαθέσιμοι στο διαδίκτυο.

 

Το αν και κατά πόσο η πολιτική και οικονομική εξουσία, σύμφωνα με το νόμο του Altschull, θα μπορέσει να διατηρήσει τον έλεγχο της πληροφόρησης μπροστά στην προέλαση των ανεξέλεγκτων ειδήσεων, αλλάζοντας έτσι τη δομή της εξουσίας και τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό την ευαισθητοποίηση του πληθυσμού, αυτό θα το δείξει μόνο το μέλλον. Αν δούμε τον συσχετισμό δυνάμεων, το αποτέλεσμα φαίνεται δεδομένο. Ο άνθρωπος παραμένει, ωστόσο, ο κριτής της μοίρας του. Ο αγώνας είναι πάντα σε εξέλιξη.

 

Οι διεθνείς επαγγελματίες των μέσων ενημέρωσης

 

Ο Νόαμ Τσόμσκι, ίσως ο μεγαλύτερος εν ζωή διανοούμενος, στο δοκίμιό του " “What makes the mainstream media mainstream (Τι κάνει τα mainstream μέσα ενημέρωσης mainstream)" αναφέρει ότι: "αν ξεφύγεις από τα πρότυπα, η εξουσία έχει πολλούς τρόπους να σε επαναφέρει στην τάξη. Ωστόσο, μπορείτε και πρέπει να αντιδράσετε [21]. Ορισμένοι σπουδαίοι δημοσιογράφοι ισχυρίζονται ότι κανείς δεν τους έχει πει ποτέ τι να γράψουν. Ο Τσόμσκι διευκρινίζει αυτή τη φαινομενική αντίφαση ως εξής: "δεν θα ήταν εκεί αν δεν είχαν ήδη αποδείξει ότι γράφουν ή λένε το σωστό κάθε φορά και αυθόρμητα. Αν είχαν ξεκινήσει την καριέρα τους γράφοντας το λάθος πράγμα, δεν θα είχαν φτάσει ποτέ στο σημείο όπου τώρα μπορούν προφανώς να λένε ό,τι θέλουν. Το ίδιο ισχύει και για τις πανεπιστημιακές σχολές στους κλάδους που έχουν σημασία"[22].

 

Ο Βρετανός δημοσιογράφος John Pilger[23], γνωστός για τις θαρραλέες έρευνές του, γράφει ότι τη δεκαετία του 1970 συνάντησε μια από τις κύριες προπαγανδίστριες του χιτλερικού καθεστώτος, τη Leni Riefenstahl, σύμφωνα με την οποία για να επιτευχθεί η πλήρης υποταγή του γερμανικού λαού ήταν απαραίτητο, αλλά όχι δύσκολο, να χειραγωγηθούν τα μυαλά της φιλελεύθερης και μορφωμένης αστικής τάξης - τα υπόλοιπα ήρθαν μόνα τους.

 

Η τραγωδία ενός τέτοιου σεναρίου είναι ότι γεγονότα πολιτικής, γεωπολιτικής ή οικονομικής σημασίας με διεθνείς προεκτάσεις (αλλά γενικότερα όλα τα ευαίσθητα θέματα) γίνονται δεκτά με ελάχιστη αίσθηση κριτικής. Τα δυτικά μέσα ενημέρωσης ζουν από τη διαφήμιση (ιδιωτικές εταιρείες) ή τις δημόσιες επιχορηγήσεις και αντανακλούν τα συμφέροντα της ατλαντικής αφήγησης, υπό την αιγίδα της αμερικανικής οικονομικής αρχιτεκτονικής και ασφάλειας.

Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν ως στόχο να αποσπάσουν την προσοχή του κόσμου από τα βασικά ζητήματα: "μπορείτε να σκέφτεστε ό,τι θέλετε, αλλά εμείς κάνουμε κουμάντο. Ας ενδιαφερθούν για τα σπορ, τις ειδήσεις, τα σεξουαλικά σκάνδαλα, τα προβλήματα των διασημοτήτων, την δήθεν αντιπαράθεση κυβέρνησης-αντιπολίτευσης, αλλά όχι για τα σοβαρά προβλήματα, γιατί αυτά προορίζονται για τους μεγάλους".

 

Επιπλέον, άνθρωποι-κλειδιά στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης επιλέγονται από την υπερατλαντική ελίτ, με αντάλλαγμα καριέρες και θέσεις. Οι κλειστοί κύκλοι της υπερεθνικής εξουσίας -όπως το Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, η Ομάδα Μπίλντερμπεργκ, η Τριμερής Επιτροπή, το Ινστιτούτο Άσπεν, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, το Chatham House και άλλοι- στρατολογούν στελέχη των μέσων ενημέρωσης (τα ονόματα των Ιταλών, μαζί με τους πολιτικούς, είναι διαθέσιμα στο διαδίκτυο).

 

Για τον Τσόμσκι, τα πανεπιστήμια δεν κάνουν τη διαφορά. Η επικρατούσα αφήγηση αντανακλά την κυρίαρχη αφήγηση. Δεν είναι ανεξάρτητη. Μπορεί να υπάρχουν ανεξάρτητοι καθηγητές, και αυτό ισχύει και για τα μέσα ενημέρωσης, αλλά το ίδρυμα αυτό καθαυτό δεν είναι, αφού εξαρτάται από την εξωτερική χρηματοδότηση ή την κυβέρνηση (η οποία και η ίδια είναι προσκολλημένη σαυτές τις εξουσίες). Όσοι δεν συμμορφώνονται στην πορεία παραγκωνίζονται. Το σύστημα ανταμείβει τη συμμόρφωση και την υπακοή. Οι καλοί τρόποι μαθαίνονται στα πανεπιστήμια, ιδίως το πώς να μιλάτε στους εκπροσώπους των ανώτερων τάξεων. Με αυτόν τον τρόπο, χωρίς να χρειάζεται να καταφύγουν σε ρητό ψέμα, η ακαδημία και τα μέσα ενημέρωσης εσωτερικεύουν τις αξίες και τις στάσεις της εξουσίας από την οποία εξαρτώνται.

 

Ως γνωστόν, στη Φάρμα των Ζώων ο Τζορτζ Όργουελ σατιρίζει ανελέητα τη Σοβιετική Ένωση. Τριάντα χρόνια αργότερα, ωστόσο, αποδεικνύεται ότι στην εισαγωγή που έγραψε τότε, και την οποία κάποιος είχε κρύψει, έγραφε: "Η λογοτεχνική λογοκρισία στην Αγγλία είναι εξίσου αποτελεσματική με εκείνη ενός ολοκληρωτικού συστήματος, μόνο που η τεχνική είναι διαφορετική, μια ακόμη απόδειξη ότι τα ανεξάρτητα μυαλά, αυτά που γενούν λάθος σκέψεις, παρεμποδίζονται ή βγαίνουν από τη μέση, παντού.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον εξελέγη το 1916 με πρόγραμμα κατά του πολέμου. Οι άνθρωποι δεν ήθελαν να πολεμήσουν σε πολέμους άλλων. Το σύνθημα ήταν Ειρήνη χωρίς νίκη, και άρα χωρίς πόλεμο. Μόλις όμως εκλέχτηκε, ο Ουίλσον άλλαξε θέση και έθεσε το ερώτημα: πώς μετατρέπεται ένα ειρηνόφιλο έθνος σε ένα έθνος πρόθυμο να διεξάγει πόλεμο εναντίον των Γερμανών; Έτσι ιδρύθηκε η πρώτη, και τυπικά μοναδική, κρατική υπηρεσία προπαγάνδας στην ιστορία των ΗΠΑ, η Επιτροπή Δημόσιας Πληροφόρησης (ωραίος οργουελικός τίτλος!), που ονομάστηκε Επιτροπή Creel από το όνομα του διευθυντή της. Ο στόχος της ώθησης του πληθυσμού σε πολεμική και σοβινιστική υστερία επιτεύχθηκε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Μέσα σε λίγους μήνες, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπήκαν στον πόλεμο. Μεταξύ αυτών που εντυπωσιάστηκαν από αυτή την επιτυχία ήταν και ο Αδόλφος Χίτλερ. Στο Mein Kampf, έγραφε ότι η Γερμανία ηττήθηκε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο επειδή έχασε τη μάχη της πληροφόρησης, και υποσχέθηκε: την επόμενη φορά θα είμαστε σε θέση να αντιδράσουμε με ένα κατάλληλο σύστημα προπαγάνδας, κάτι που έγινε όταν ανέβηκε στην εξουσία.

 

Ο Walter Lippmann, κορυφαίος εκπρόσωπος της Επιτροπής Creel από τις πιο σεβαστές προσωπικότητες της αμερικανικής δημοσιογραφίας επί σχεδόν μισό αιώνα, είπε: "στη δημοκρατία υπάρχει μια τέχνη που ονομάζεται κατασκευή συναίνεσης", η οποία δεν έχει τίποτα το δημοκρατικό. "Αν καταφέρεις να λειτουργήσει, μπορείς να αναλάβεις ακόμη και το ρίσκο να πάει ο κόσμος στις κάλπες. Με την κατάλληλη συναίνεση μπορεί να μην έχει σημασία ούτε η ψήφος. Για να ταυτιστούν οι διαθέσεις με τις επιθυμίες των κυβερνώντων, θα πρέπει να διατηρηθεί η ψευδαίσθηση ότι ο λαός είναι αυτός που επιλέγει τις κυβερνήσεις και τους πολιτικούς προσανατολισμούς. Ετσι, η δημοκρατία θα λειτουργήσει όπως πρέπει να λειτουργεί. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εφαρμόζουμε τα μαθήματα της προπαγάνδας". Εξάλλου, ο Τζέιμς Μάντισον, ένας από τους πατέρες του αμερικανικού συντάγματος, είπε ότι ο κύριος στόχος του συστήματος ήταν να προστατεύει τη μειοψηφία των πλουσίων έναντι της πλειοψηφίας των φτωχών. Και γιαυτό, το κύριο μέσο ήταν η προπαγάνδα.

 

Ο John Pilger μας θυμίζει [24] ότι τα τελευταία 70 χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ανατρέψει ή επιχειρήσει να ανατρέψουν περισσότερες από πενήντα κυβερνήσεις, κατά βάση δημοκρατικές . Έχουν παρέμβει στις δημοκρατικές εκλογές σε περίπου τριάντα χώρες. Έχουν βομβαρδίσει τους πληθυσμούς τριάντα εθνών, οι περισσότεροι φτωχοί και ανυπεράσπιστοι. Έχουν επιχειρήσει να δολοφονήσουν τους πολιτικούς ηγέτες πενήντα περίπου κυρίαρχων κρατών. Έχουν χρηματοδοτήσει ή υποστηρίξει την καταστολή ενάντια στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα σε περίπου είκοσι χώρες. Η έκταση και το μέγεθος αυτού του μακελειού αναφέρεται περιστασιακά, αλλά γρήγορα μπαίνει στην άκρη, ενώ οι δράστες συνεχίζουν να κυριαρχούν στην αμερικανική πολιτική ζωή.

 

Ο Αγγλος θεατρικός συγγραφέας Χάρολντ Πίντερ, κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2005, δήλωσε: "Η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ μπορεί να οριστεί ως: φίλα μου τον κώλο αλλιώς θα σου σπάσω το κεφάλι. Είναι απλό και ωμό, και έχει ενδιαφέρον ότι λειτουργεί επειδή οι ΗΠΑ διαθέτουν τους πόρους, την τεχνολογία και τα όπλα για να παραπληροφορούν μέσω μιας παραμορφωτικής ρητορικής και να τη βγάζουν καθαρή. Γιαυτό και πείθουν, κυρίως τις απληροφόρητες και υποτακτικές τους κυβερνήσεις. Τελικά, αν και πρόκειται για ένα βουνό από ψέματα, λειτουργεί. Τα αμερικανικά εγκλήματα είναι συστηματικά, συνεχή, μοχθηρά, αδίστακτα, αλλά ελάχιστοι μιλούν γι' αυτά και τα συνειδητοποιούν. Χειραγωγούν παθολογικά ολόκληρο τον κόσμο, παρουσιάζοντας τους εαυτούς τους ως πρωταθλητές του Βασίλειου του Καλού. Ένας μηχανισμός συλλογικής ύπνωσης σε συνεχή δράση".

 

Η πλύση εγκεφάλου έχει εξελιχτεί και πρέπει να αποκαλείται με το πραγματικό της όνομα, αν θέλουμε να περιορίσουμε τις θανατηφόρες συνέπειές της. Οι περιορισμένοι χώροι κάποτε ανοιχτοί στα  προοδευτικά μυαλά, έχουν κλείσει. Περιμένουμε να βγούνε μπροστά γενναίοι άνθρωποι, όπως τη δεκαετία του 1930 που θα ταχθούν ενάντια στο φασισμό, με τους διανοούμενους (τους αυθεντικούς), τους οργισμένους, τα ανήσυχα μυαλά, εκείνους που λυπούνται τους συνανθρώπους τους, εκείνους που δεν χρειάζεται να πουλήσουν την ψυχή τους για να δώσουν νόημα στην ύπαρξη τους.

 

 

[1] "Η υπεροχή μιας κοινωνικής ομάδας εκδηλώνεται με δύο τρόπους, ως κυριαρχία και ως πνευματική και ηθική καθοδήγηση. Μια κοινωνική ομάδα κυριαρχεί στις αντίπαλες ομάδες που τείνει να τις συντρίψει ή να τις υποτάξει ακόμη και με τη χρήση ένοπλης βίας, και είναι ηγέτης των πλησιέστερων και των συμμαχικών ομάδων. Μια κοινωνική ομάδα μπορεί και μάλιστα πρέπει να είναι ηγέτης ακόμη και πριν κατακτήσει την κυβερνητική εξουσία (αυτή είναι μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την ίδια την κατάκτηση της εξουσίας)-μετά, ενόσω ασκεί την εξουσία και, ακόμη και αν την ασκεί με πυγμή, γίνεται κυρίαρχη αλλά θα πρέπει και να συνεχίσει να είναι ηγέτης" (Gramsci, Quaderni del carcere, Il Risorgimento, σ. 70).

 

 

[2] https://swprs.org/the-propaganda-multiplier/

 

 

[3] Το Russia Today και το Sputnik είναι προσβάσιμα από τη μηχανή αναζήτησης Brave και από κινητά τηλέφωνα.

 

[4] Ο Χάμλερ αναφέρει, για παράδειγμα, ότι σύμφωνα με έκθεση για την κάλυψη του πολέμου στη Συρία (που ξεκίνησε το 2011) εννέα μεγάλων ευρωπαϊκών εφημερίδων, το 78% των άρθρων ήταν πλήρης ή εν μέρει αντιγραφή από τα ρεπορτάζ ενός από αυτά τα πρακτορεία. Κανένα από τα άρθρα δεν βασίστηκε σε ανεξάρτητη έρευνα, με αποτέλεσμα το 82% των δημοσιευμένων άρθρων να ήταν υπέρ της στρατιωτικής επέμβασης των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.

 

[5] https://swprs.org/the-propaganda-multiplier/

 

 

[6] Höhne 1977, σ. 11.

 

[7] Blum 1995, σ. 9.

 

[8] Επί δέκα χρόνια , συντάκτης του γερμανικού τηλεοπτικού σταθμού ARD

 

[9] Luyendijk σ.54ff

 

[10] Luyendjik 2009, σ. 20-22, 76, 189

 

[11] Steffens 1969, σ. 106

 

[12] https://en.wikipedia.org/wiki/Syrian_Observatory_for_Human_Rights

 

[13] Blum 1995, σ. 16

 

[14] Steffens 1969, σ. 234

 

[15] Tilgner 2003, σ. 132

 

[16] https://swprs.org/the-cia-and-the-media/

 

[17] https://swprs.org/the-propaganda-multiplier/

 

[18] Fred Bridgland - Βικιπαίδεια

 

[19] Αξίζει να ρίξετε μια ματιά στις πληροφορίες που υπάρχουν σε αυτόν τον ιστότοπο https://swprs.org/media-navigator/

.

 

[20] (Altschull 1984/1995, σ. 298)

 

[21] Τσόμσκι 1997, What makes the mainstream media mainstream.

 

[22] Τσόμσκι 1997

 

[23] https://cambiailmondo.org/2022/12/28/il-silenzio-degli-innocenti-come-funziona-la-propaganda/

 

 

[24] https://cambiailmondo.org/2022/12/28/il-silenzio-degli-innocenti-come-funziona-la-propaganda/

 

 

https://www.lafionda.org/2023/01/05/la-macchina-della-propaganda/#_ftnref1

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Θυμάστε τους G7 που κινούσαν τον κόσμο; Πριν από χρόνια...

 

 

των Francesco Piccioni - Guido Salerno Aletta

Το να μιλάμε για τον ιμπεριαλισμό με καθαρά ιδεολογικούς όρους μπορεί και να ακούγεται ωραία: ο ιμπεριαλισμός είναι κακός, αυταρχικός, επεμβατικός, αλλά και ικανός για μακροπρόθεσμα σχέδια, κρυφούς ελιγμούς, καλύτερη κατανόηση των πραγμάτων. Στην πράξη, ενώ κάποιος δηλώνει το μίσος του γι' αυτόν, εντούτοις, τον καλύπτει με -ακούσιες, φυσικά- φιλοφρονήσεις.

 

Η πραγματικότητα είναι πολύ πιο ωμή και από πολλές απόψεις θλιβερή: ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός -αυτός στον οποίο έχουμε εμπλακεί εδώ και 80 χρόνια- αντιμετωπίζει πολύ σοβαρά προβλήματα εκμετάλλευσης, αρχίζοντας από το χώρο που φαινόταν να έχει εξασφαλίσει για πάντα τη στρατηγική του υπεροχή: την οικονομία.

 

Εδώ και χρόνια έχουμε αρχίσει να εντοπίζουμε και να περιγράφουμε τα διάφορα φαινόμενα που μας κάνουν να μιλάμε για συστημική κρίση στον δυτικό κόσμο, η οποία, από μόνη της βέβαια, δεν σημαίνει  από μόνη της και "κρίση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής".

 

Πρόκειται, με λίγα λόγια, για μια συγκεκριμένη κρίση του καπιταλισμού, ο οποίος από πάντα χαρακτηριζόταν ή τον ανέλυαν με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται ως ο μόνος υπαρκτός καπιταλισμός. Με τους "άλλους" να υποβιβάζονται στην κατηγορία-στίγμα των "απολυταρχιών". Λες και αυτό δεν αποδεικνύεται καθημερινά – όπως για παράδειγμα πρόσφατα στη Γαλλία - ότι η εξουσία αποφασίζει να τροποποιήσει ένα "κοινωνικό σύμφωνο" δεκαετιών χωρίς καν μια ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο. Απολυταρχικά.

 

Ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός, στο πέρασμα των αιώνων, είχε τελειοποιήσει ένα αρκετά γνωστό "μοντέλο ανάπτυξης": τη συστηματική ληστεία των φυσικών πόρων που χρειάζεται, μια βιομηχανική ανάπτυξη εντός των συνόρων του, την παρεμπόδιση με στρατιωτικά μέσα της βιομηχανικής ανάπτυξης των χωρών που παράγουν πρώτες ύλες (το πραξικόπημα κατά του Μοσαντέκ στο Ιράν παραμένει το μοντέλο, που στη συνέχεια επαναλήφθηκε παντού), τη χρήση του νομίσματος και του χρηματοπιστωτικού συστήματος ως όπλο πολέμου για την "άντληση της υπεραξίας" που παράγεται εκτός των φυσικών συνόρων του.

 

Με άλλα λόγια, μια εμπειρική και ιστορική απόδειξη της "άνισης ανταλλαγής" (Σαμίρ Αμίν, Ο Ιμπεριαλισμός και η άνιση ανάπτυξη),  για την οποία ορισμένοι θεωρητικοί είχαν ήδη αναφερθεί εδώ και 40 χρόνια.

 

Με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, το μοντέλο αυτό είχε μια υπερτροφική εξέλιξη (η ψευδαίσθηση του "τέλους της ιστορίας"), η οποία, ωστόσο, άλλαξε ορισμένους από τoυς θεμελιώδεις πυλώνες του. Η βιομηχανική παραγωγή μεταφέρθηκε σε χώρες πρόθυμες να προσφέρουν εργατικό δυναμικό σε πολύ χαμηλό κόστος, ενώ ο έλεγχος του νομίσματος και της οικονομίας επέτρεπαν στη νεοφιλελεύθερη Δύση να εισάγει αγαθά κάθε είδους και να υπερχρεώνεται εκθετικά.

 

Τα κέρδη, ιδίως τα χρηματοπιστωτικά, φυσικά ήταν τεράστια, ενώ οι δυτικοί λαοί έβλεπαν να καταρρέουν τόσο τα επίπεδα των μισθών ( επειδή δεν ήταν ανταγωνιστικά με αυτά του Παγκόσμιου Νότου) όσο και το συνολικότερο βιοτικό τους επίπεδο.

 

Η πανδημία αρχικά και αμέσως μετά ο πόλεμος στην Ουκρανία, έσκασαν τη φούσκα ή, αν θέλετε, έδειξαν ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός. Και γεμάτος χρέη που κανείς δεν θέλει πια να χρηματοδοτήσει.

 

Κομουνιστικές φαντασιώσεις;

 

Όχι βέβαια. Στις οικονομικές εφημερίδες - τις μόνες που είναι υποχρεωμένες να δημοσιεύουν έστω κάποια ψήγματα  αλήθειας, δεδομένου ότι πρέπει να λειτουργούν για να προσφέρουν "υπηρεσίες στους φορείς της οικονομίας", οι οποίοι πρέπει να γνωρίζουν πώς να επενδύσουν τα χρήματά τους και όχι να τους λένε παραμύθια - μπορείτε να βρείτε πολύ ενδεικτικά μαργαριτάρια σοφίας.

 

Όπως αυτό το άρθρο του Guido Salerno Aletta στο MilanoFinanza, το οποίο τον κάνει να παρουσιάζει τους G7 - την ομάδα των χωρών που κάποτε αυτοαποκαλούνταν ως "οι πιο βιομηχανοποιημένες χώρες" – κάτι σαν "μια νέα Comecon". Δηλαδή, την πρώην κοινή αγορά των φιλοσοβιετικών χωρών, πριν αυτές καταρρεύσουν.

 

Από μια οπτική γωνία, που δεν είναι ακριβώς κομπλιμέντο....

 

Καλή ανάγνωση.

 

 

Οι G7 έχουν λίγους πόρους και πολλά χρέη, γιαυτό και κινδυνεύουν με κατάρρευση

 

Guido Salerno Aletta - MilanoFinanza

 

Annus Horribilis (Φρικτή χρονιά) , το 2022, για τις χώρες των G7: η αλματώδης  άνοδος της τιμής των εισαγωγών συνέβαλε στην κατάρρευση των ήδη επισφαλών λογαριασμών εξωτερικού εμπορίου: όλοι στο κόκκινο, με μοναδική εξαίρεση της Γερμανίας.

 

Μεταξύ 2021 και 2022, το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ σε αγαθά και υπηρεσίες επιδεινώθηκε κατά 101 δισ. δολάρια, από τα 1.090 δισ. δολάρια στα 1.191 δισ. δολάρια, παρά το γεγονός ότι οι αμερικανικές εξαγωγές ενεργειακών προϊόντων αυξήθηκαν κατά 152 δισ. δολάρια, από τα 264 δισ. δολάρια στα 416 δισ. δολάρια (+57%). Το ίδιο και της Ιταλία, καθώς από πλεόνασμα 41 δισ. ευρώ κατέληξε σε έλλειμμα 30 δισ. ευρώ.

 

Οχι μόνο το υψηλότερο κόστος της ενέργειας από εναλλακτικές πηγές σε σύγκριση με το κόστος της ενέργειας από ορυκτά καύσιμα, τιμωρεί ειδικά τις ευρωπαϊκές χώρες, αλλά δημιουργείται και μια επιπλέον ασυμμετρία στον διεθνή εμπορικό ανταγωνισμό: η Κίνα και η Ινδία, κυρίως, αλλά και πολλές άλλες πρόσφατα βιομηχανοποιημένες χώρες που δεν συμμετέχουν στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, επωφελούνται από την προμήθεια ενέργειας από τη Μόσχα με ευνοϊκούς όρους.

 

Μια ανισορροπία που δεν δείχνει να θεραπεύεται βραχυπρόθεσμα.

 

Για τη Δύση, φαίνεται να μην ισχύουν τόσο οι τρεις παράγοντες που καθόρισαν ένα χαμηλό διαρθρωτικό πληθωρισμό τις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα: το πιο χαμηλό κόστος της εργασίας στην Κίνα και τις πρώην κομμουνιστικές χώρες της Ευρώπης, η αφθονία και η φτηνή τιμή προμήθειας ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη, κάτι που πλέον δεν υπάρχει, και οι δημοσιονομικές πολιτικές προσανατολισμένες προς ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και άρα μη πληθωριστικές.

 

Ενώ από τη μία, οι ασυνήθιστα βολικές νομισματικές πολιτικές μείωναν τα κόστη των υπερχρεωμένων παραγωγών, από την άλλη, οι ενέσεις ρευστότητας διατηρούσαν ψηλά την αξία των εισηγμένων περιουσιακών στοιχείων, δημιουργώντας ίσως τις κερδοσκοπικές φούσκες στις προθεσμιακές αγορές εμπορευμάτων που οδήγησαν στην έξαρση του πληθωρισμού στα τέλη της άνοιξης του 2020.

Η ιδιαίτερα συνθλιπτική στάση του Οργανισμού Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών, ο οποίος μείωσε ακόμα περισσότερο την παραγωγή πετρελαίου, ακόμη και μπροστά στην επιβράδυνση της παγκόσμιας ζήτησης, προκειμένου να διατηρήσει αμετάβλητο τα συνολικά έσοδα των μελών του, θυμίζει τις συστημικές συνέπειες της πετρελαϊκής κρίσης του 1973, η οποία σηματοδότησε μια βαθιά και μη αναστρέψιμη αλλαγή στην ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των πετρελαιοπαραγωγών χωρών και των χωρών που μετασχηματίζονται, με την εγκατάλειψη ενεργοβόρων βιομηχανικών δραστηριοτήτων και την αποβιομηχάνιση.

 

Η Ευρώπη βγαίνει από αυτή την ιστορία με σπασμένα τα πλευρά, επειδή η Αμερική έχει αμελητέα βιομηχανική παραγωγή εδώ και δεκαετίες και πουλάει ΥΦΑ στην Ευρώπη, όπως και άλλοι παραγωγοί, σε τιμές που δεν μπορεί παρά να είναι πολύ υψηλότερες από αυτές του ρωσικού φυσικού αερίου.

 

Το να εισάγεις περισσότερα από όσα εξάγεις,να καταναλώνεις περισσότερα από όσα παράγεις, σημαίνει ότι πρέπει να δανειστείς. Οι ΗΠΑ είναι ήδη ο μεγαλύτερος οφειλέτης έναντι των υπόλοιπων, με καθαρή αρνητική διεθνή οικονομική θέση 16.117 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

 

Η επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου των χωρών των G7 το 2022 οφείλεται στις ανυπέρβλητες διαρθρωτικές ελλείψεις σε πρώτες ύλες, πετρέλαιο και φυσικό αέριο, που τις επιδεινώνει η γεωπολιτική σύγκρουση με τη Ρωσία και την Κίνα: η χειρότερη προοπτική δεν είναι απλά η φτωχοποίηση, αλλά η απομόνωση και η κατάρρευση.

 [----->]