Χονγκ Κονγκ: μεταξύ κυρίαρχης αφήγησης και πραγματικών αντιφάσεων




των Nicola Casale, Raffaele Sciortino

1hkΑυτή του Χονγκ Κονγκ είναι εμφανώς μια «έγχρωμη επανάσταση». Αλλά, όπως κάθε έγχρωμη επανάσταση, έτσι κι αυτή, έχει υλικές βάσεις.

Το πρώτo είναι προφανές. Το δείχνει η σαφής υποστήριξη των Αμερικάνων πολιτικών - από τον Τραμπ μέχρι την Κλίντον - και των Βρετανών, η φωτογραφία ηγετών της εξέγερσης με αξιωματούχο του αμερικανικού προξενείου που ανήκει σίγουρα στο προσωπικό της CIA (βλ. Φωτογραφία δίπλα από  https://www.zerohedge.com/news/2019-08-08/evidence-cia-meeting-hk-protest-leaders-china-summons-us-diplomats-over-viral-photo

Μια «διαβούλευση» την οποία οι άμεσοι ενδιαφερόμενοι δεν μπόρεσαν να διαψεύσουν, τις αμερικανικές σημαίες στις διαδηλώσεις και τη σημαία της βρετανικής αποικίας του Χονγκ Κονγκ που υψώθηκε κατά την επιδρομή στο τοπικό κοινοβούλιο ενώ στην επίθεση της 21ης ​​Ιουλίου στο διπλωματικό γραφείο του Πεκίνου η σημαία της Κίνας καταστράφηκε (βλέπε φωτογραφία από: https: //www.scmp.com/news/hong-kong/politics/article/3023817/are-hong-kong-protesters-pro-american-or-british-when-they και φωτογραφίες από: https://www.workers.org / 2019/08/16 /whats-behind-hong-kong-protests /), τις συνεχείς βίαιες προκλήσεις που αποσκοπούσαν σαφώς στην πρόκληση σκληρής αντίδρασης από την πλευρά της αστυνομίας ( θα εμφανιστεί και κάποιος ελεύθερος σκοπευτής της Cia που, όπως και στη πλατεία Μαϊντάν, θα πυροβολεί διαδηλωτές και αστυνομικούς ,την υποστήριξη των δυτικών μμε, φτάνει να δούμε τον τρόπο μηντιακής κάλυψης των κινητοποιήσεων των Κίτρινων Γιλέκων ή, για να μείνουμε στους δικούς μας, την «αδικαιολόγητη βία» των NoTav - ενάντια στον «αυταρχισμό του Πεκίνου», την υποστήριξη των Facebook, Twitter, κλπ. και φυσικά την όχι και τόσο καλυμμένη δράση των χρηματοδοτούμενων ΜΚΟ, ακόμη περισσότερο από ό, τι στο Κίνημα της Ομπρέλας, το φθινόπωρο του 2014, από τη National Endowment of Democracy (το Εθνικό Ταμείο Δημοκρατίας), όργανο της μαλακής εξουσίας του Αμερικανικού Πενταγώνου (https: //www.strategic-culture.org/news/2019/08/17/the-anglo-american-origins-of-color-revolutions-ned/). Εν ολίγοις, ο Συνασπισμός των Πολιτικών Δικαιωμάτων διαθέτει στηρίγματα με κάποιο ειδικό βάρος ...

Θυσία στο Brexit η βρετανική Βουλή


Τα πάνω – κάτω, εντός κι εκτός Αγγλίας, έφερε η απόφαση του βρετανού πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον να κλείσει το κοινοβούλιο για πέντε εβδομάδες! 

Η αναστολή των εργασιών του βρετανικού κοινοβουλίου έχει έναν και μοναδικό σκοπό: να διαπραγματευτεί με τους Ευρωπαίους εν όψει της Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 17 και 18 Οκτωβρίου, χωρίς την απειλή «ανίερων» διακομματικών συμμαχιών που θα του επιβάλλουν να αποδεχθεί μια συμφωνία εξόδου την οποία κρίνει ως επιβλαβή για τα βρετανικά συμφέροντα κι ενάντια στο πνεύμα του δημοψηφίσματος του Ιουνίου του 2016, όταν το 52% ψήφισε υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ.

 Έτσι, στους δύο σχεδόν μήνες που απομένουν μέχρι την 31η Οκτωβρίου, όταν η Αγγλία βάσει του άρθρου 50 θα βρεθεί εκτός ΕΕ, ο Μπόρις Τζόνσον θα μπορεί να διαπραγματευτεί με τους Ευρωπαίους ζητώντας μια καλύτερη συμφωνία από αυτήν που του έχουν ήδη προσφέρει κι είναι κατά γενική ομολογία ταπεινωτική για την Αγγλία και …διδακτική για όποιον άλλον σκεφτεί ποτέ ξανά να αποχωρήσει από την ΕΕ. 

Ο κίνδυνος για τον ηγέτη των Τόρηδων δεν προερχόταν από την …ήπειρο, αλλά από μια ψηφοφορία στη Βουλή που θα έδινε τη δυνατότητα παράτασης της ημερομηνίας εξόδου, οπότε δεν θα μπορούσε να εκβιάζει με την ημερομηνία λήξης να είναι αδιαπραγμάτευτη, όπως τώρα! 

Τελικά, όντως μας ψεκάζουν…


Αξεπέραστη περίπτωση εθελοντικής διάσωσης τράπεζας, στην ταινία του Φρανκ Κάπρα "Μια υπέροχη ζωή" (1946). Εκεί να δείτε ψεκασμένους...



Το πρόβλημα με τις κρίσεις και τους -φαύλους, ομαλούς ή ανώμαλους- κύκλους τους είναι ότι τα θύματά τους, όσα τουλάχιστον παραμένουν ζωντανά, πλήττονται από το σύνδρομο της Ωραίας Κοιμωμένης. Ξυπνούν και δεν θυμούνται τίποτα. Δεν θυμούνται πώς ξεκίνησαν όλα. Ποιος τους σβούριξε τη ροπαλιά που τους έριξε ξερούς; Ποιος τους χτύπησε την παραμύθα στη φλέβα και τους βύθισε στον μεγάλο ύπνο;

Φέρ’ ειπείν: από αύριο υποτίθεται πως τελειώνουμε οριστικά με τα κάπιταλ κοντρόλ (οι κοινοί θνητοί έχουμε καθαρίσει προ έτους, αλλά ας πούμε πως έπεσε και το τελευταίο οχυρό). Η κυβέρνηση μας καλεί να ανοίξουμε σαμπάνιες. Ασφαλείς πληροφορίες αναφέρουν ότι σκέπτεται να καθιερώσει την ημερομηνία 1η Σεπτεμβρίου ως τρίτη εθνικοαπελευθερωτική επέτειο, μετά την 25η Μαρτίου και την 28η Οκτωβρίου, καθότι υπεράνω όλων πατρίς οι τράπεζες και έσχατα σύνορά της τα γκισέ, τα ATM και το e-banking.

Κάπιταλ κοντρόλ τέλος, λοιπόν, αλλά στο μεταξύ έχουμε ξεχάσει τα βασικά: ποιος τα επέβαλε, υπέρ ποιου και σε βάρος ποιου. Κι οφείλω να αναγνωρίσω στον Βαρουφάκη -που κατά τα λοιπά μπορούμε να του καταλογίζουμε πολλά, πέραν της επιχείρησης εξαφάνισης των «ν» από το αλφάβητο- ότι μας θύμισε το στοιχειώδες: ήταν η ΕΚΤ, το ευρωσύστημα, η δικτατορία Φρανκφούρτης-Βρυξελλών που επέβαλαν την τιμωρητική ασφυξία, τη νομισματική τρομοκρατία του ELA – και όχι του ΕΛΑ. Και δη όχι στις 29 Ιουνίου του 2015, αλλά πολύ νωρίτερα, από τον Γενάρη του ίδιου χρόνου. Στην πραγματικότητα ακόμη νωρίτερα, τουλάχιστον από το 2010, όταν έγιναν εμψυχωτές της τεράστιας φυγής κεφαλαίων από τις ελληνικές προς τις γερμανικές, τις γαλλικές και άλλες τράπεζες. Κι όταν επέβαλαν σε μας να γίνουμε ακούσιοι χορηγοί της εγχώριας τραπεζοκρατίας, φορολογικά υποζύγια της διάσωσής της με τις αλλεπάλληλες ανακεφαλαιοποιήσεις.
Αυτά τα στοιχειώδη φάνηκε να έχει κατανοήσει η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας το 2015, όταν με απροσδόκητη ψυχραιμία, χωρίς υστερίες και πανικούς, στήθηκε υπομονετικά στις ουρές για το κατά κεφαλήν 60άρι της μέρας, 24ωρα πριν πάει στην κάλπη και ρίξει με πείσμα «όχι» (η τύχη του οποίου είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία, ας μην την πιάσουμε τώρα). Κι η ψυχραιμία των πολλών προ του ολέθρου των κάπιταλ κοντρόλ, σημάδι πως μάλλον δεν μας ψέκασαν ή πως τα ψεκάσματα ήταν ληγμένα, ήρθε σε χτυπητή αντίθεση με το αθόρυβο, ακήρυχτο, ακατάγγελτο bank run, με το οποίο η κραταιά ελληνική ολιγαρχία, η περιούσια μεσαία τάξη και η παρασιτική γραφειοκρατία επί πέντε χρόνια στράγγιξαν, εξαφάνισαν και ξαπόστειλαν στο εξωτερικό καταθέσεις 150 δισ. ευρώ, χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Αλλά αυτή η βασική ιστορία έχει ξεχαστεί, έχει εξαφανιστεί. Οπότε τελικά μάλλον μας ψεκάζουν.

Μας ψεκάζουν, δεν εξηγείται αλλιώς, γιατί από τη συλλογική μας μνήμη κοντεύει να εξαφανιστεί και η άλλη βασική αλήθεια: ότι δεν ήταν οι τράπεζες τα θύματα της κρίσης, αλλά η αιτία τους - μία από τις αιτίες τους, για να είμαστε ακριβείς. Οτι το 2007, όταν έσκασε η αμερικανική φούσκα των τοξικών ενυπόθηκων δανείων που με κανιβαλική χαρά είχαν αγοράσει όλες οι καθωσπρέπει τράπεζες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των ευρωζωνικών, όλες οι καθωσπρέπει κυβερνήσεις του κόσμου, νεοφιλελεύθερες ή σοσιαλφιλελεύθερες, έσπευσαν να σώσουν τις τράπεζες φιλοδωρώντας τες τουλάχιστον με 10 τρισ. δολάρια σε Ασία, Ευρώπη κι Αμερική. Μετέτρεψαν έτσι πρόθυμα, σε 2-3 χρόνια, το τραπεζικό χρέος σε δημόσιο, το οποίο πληρώσαμε και θα πληρώνουμε εμείς, τα παιδιά μας, τα εγγόνια, τα δισέγγονα, τα τρισέγγονά μας. Δεν είναι σχήμα λόγου, τουλάχιστον για τη μεταμνημονιακή Ελλάδα, αλλά η κυριολεξία που προκύπτει από τη λήξη του ελληνικού χρέους το 2060 ή τη λήξη του Υπερταμείου κάπου στα 2114 μ.Χ., όταν ο Αρης θα έχει εποικιστεί, η Σελήνη θα έχει γίνει Μύκονος του επόμενου αιώνα και η Ε.Ε. θα έχει συρρικνωθεί σε ασήμαντη υποσημείωση στα βιβλία της Ιστορίας.

Μας ψεκάζουν, και προφανώς εισπνέουμε το ψέκασμα αδιαμαρτύρητα. Γιατί πώς αλλιώς να εξηγηθεί ότι έχουμε ξεχάσει εντελώς ότι το τραπεζικό σύστημα, που ανυποψίαστοι διασώζουμε, στην ουσία δεν υπάρχει εδώ και χρόνια. Χελόου! Πίστη σημαίνει πίστωση, αλλά εδώ και οκτώ χρόνια είμαστε η μόνη χώρα στον κόσμο που δεν χορηγεί δάνεια. Σώζουμε κάτι που δεν υπάρχει. Ή υπάρχει μόνο για τον εαυτό του και τους ελάχιστους ακολούθους του. Το τραπεζικό σύστημα υπάρχει γιατί εμείς εξακολουθούμε να παίζουμε τον ρόλο των πιστωτών του. Ανεχόμαστε μια τεράστια πολιτική απάτη που κατάπιε ακόμη και τον πιο άγριο θυμό μας.

ΟΚ, καταλαβαίνω πως χάσαμε. Χάσαμε ποικιλοτρόπως. Αλλά δεν υπάρχει λόγος ούτε να ξεχάσουμε ούτε να το χάσουμε.