Οι (ψευδείς) υποσχέσεις του σχεδίου Industry 4.0 [1]



 της Birgit Mahnkopf

Υπάρχουν σοβαροί λόγοι που μας κάνουν να προβλέπουμε ότι η αντικανονικότητα, η ευελιξία, η αβεβαιότητα και η αστάθεια θα είναι η νέα κανονικότητα του κόσμου της εργασίας στην επικείμενη εποχή του παγκόσμιου ψηφιακού καπιταλισμού



 Είμαστε περιτριγυρισμένοι από ενθουσιώδεις που διαφημίζουν έναν υπέροχο νέο κόσμο «έξυπνων εργοστασίων». Ανάμεσα τους, εκπρόσωποι κυβερνήσεων, όπως οι υπουργοί βιομηχανίας των G7, επιχειρηματικές ενώσεις και εργοδότες και στελέχη μεγάλων εταιρειών, αλλά και πολλοί ακαδημαϊκοί, ακόμη και συνδικαλιστές.

Όλοι αυτοί προσπαθούν να μας πείσουν ότι στο εγγύς μέλλον η ψηφιοποίηση του μεταποιητικού τομέα και γενικότερα της οικονομίας θα αυξήσει, κατά πρώτο, την αποτελεσματικότητα και την ευελιξία ολόκληρης της παραγωγικής διαδικασίας. 
Δεύτερο, θα αλλάξει την αλυσίδα της αξίας [2] στο βαθμό που οι ειδικές απαιτήσεις του πελάτη θα μπορούν να ενσωματωθούν σε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας στις σχετικές υπηρεσίες.
Τρίτο, η ψηφιοποίηση της βιομηχανίας θα παράσχει πρόσθετες μεθόδους παραγωγής στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και, τέταρτον, θα δημιουργήσει νέες ευκαιρίες εξειδικευμένης απασχόλησης. Τελικά, όλα αυτά θα συμβάλουν στην τόνωση ενός νέου κύματος μαζικής κατανάλωσης που θα φέρει την οικονομική ανάπτυξη αλλά και την αειφόρο ανάπτυξη.

Στη Γερμανία, τόσο οι κυβερνητικές υπηρεσίες όσο και οι επιχειρηματικές οργανώσεις τάσσονται υπέρ του σχεδίου αυτού που το ονομάζουν 

«Industry 4.0 », αλλά και τα ίδια τα συνδικάτα συμφωνούν με την άποψη αυτή. Όλοι αυτοί θεωρούν ότι έχουμε εισέλθει πλέον σε μια τέταρτη βιομηχανική επανάσταση που θα αλλάξει ριζικά το μέλλον της εργασίας, αφού οι έξυπνες μηχανές θα μπορούν να αλληλεπιδρούν αυτόνομα με τον φυσικό κόσμο. Οι εκπρόσωποι της βιομηχανίας αναμένουν κυρίως ουσιαστικές βελτιώσεις στην μείωση των σφαλμάτων στην παραγωγική διαδικασία και στη μεγαλύτερη ευελιξία των παραγωγικών διαδικασιών, αυξάνοντας την παραγωγικότητα και την αποδοτικότητα.

 Σήμερα, οι επιχειρήσεις έχουν να επιλέξουν μεταξύ ταχείας και αποτελεσματικής παραγωγής και ευέλικτης και «εξατομικευμένης» παραγωγής. Με τη βοήθεια ενός κυβερνο-φυσικού συστήματος παραγωγής (γνωστού και ως «έξυπνο εργοστάσιο») οι εταιρείες θα μπορούν να χρησιμοποιούν «κινητές» (transfer) [3]  και «αρθρωτές» (modular) [4] μηχανές παραγωγής», συνδεμένες με το δίκτυο της εταιρείας που θα μπορούν να επαναπρογραμματίζονται δυναμικά. Δυνητικά, ένας τρισδιάστατος εκτυπωτής θα επιτρέπει στις επιχειρήσεις να παράγουν παρτίδες ενός και μόνο κομματιού με μεγάλο περιθώριο κέρδους  και σε συμφέρουσα τιμή [*]
 
Στη Γερμανία, ο τομέας μεταποίησης συνεχίζει να αντιπροσωπεύει το 22% του ΑΕΠ και τα «εμπορεύσιμα» προϊόντα του τομέα αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του βιομηχανικού της συστήματος, στο βαθμό που αντιπροσωπεύουν το 80% των γερμανικών εξαγωγών. Σε αυτά τα πλαίσια, το σχέδιο
Industry 4.0 φαίνεται να υπόσχεται πολλά, αφού η ψηφιοποίηση της παραγωγής θα μειώνει τις τιμές, θα αυξάνει τη ζήτηση και θα δημιουργεί απασχόληση, ειδικά στις εταιρείες παραγωγής συστημάτων αυτοματισμού. Ετσι,το γερμανικό συνδικάτο μετάλλου συμμετέχει  και αυτό ενεργά σε μια συμμαχία κυβέρνησης και επιχειρηματικών ενώσεων στην «Πλατφόρμα Industry 4.0» .

Σε έρευνα, ωστόσο,της Συνομοσπονδίας Γερμανικών Συνδικάτων (DGB) φαίνεται ότι τα δύο τρίτα των εργαζομένων δηλώνουν ότι δεν ασκούν καμία επιρροή  στη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας στο χώρο εργασίας ενώ οι μισοί από τους ερωτηθέντες παραπονέθηκαν για αυξημένο φόρτο εργασία λόγω της ψηφιοποίησης.
 Ομως, η γερμανική ομοσπονδία εργατών μετάλλου ανησυχεί με το ενδεχόμενο να μπλοκαριστούν οι διαδικασίες αυτές και να χαθούν τα οφέλη από την ψηφιοποίηση - όπως π.χ. η βελτίωση της ποιότητας των θέσεων εργασίας, η βελτίωση της συνεργασίας και της συμμετοχής μεταξύ των ομάδων των εργαζομένων, η κατάργηση θέσεων εργασίας ιδιαίτερα κουραστικών και διόλου ελκυστικών, όπως και νέες ευκαιρίες για την παροχή πιο ολοκληρωμένης κατάρτισης στους εργαζομένους και, ως εκ τούτου, μεγαλύτερες πιθανότητες βιώσιμης κινητικότητας «προς τα πάνω».

 Υπάρχει μια κοινή άποψη ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις μπορεί να γίνουν η πρωτοπορία της διαδικασίας ψηφιοποίησης και ότι οι αναμενόμενες απώλειες θέσεων απασχόλησης - μέχρι ένα 7% από τα 43 εκατομμύρια σημερινές θέσεις εργασίας - θα μπορούσαν να αντισταθμιστούν, τουλάχιστον σε ένα μεγάλο μέρος τους, από τις νέες θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν με την αύξηση των εξαγωγών (αν και αυτό σημαίνει εξαγωγή της ανεργίας στο εξωτερικό).

Από τις αρχές του 21ου αιώνα, η παραγωγικότητα και τα επίπεδα απασχόλησης δεν εξελίσσονται πλέον παράλληλα, ούτε στη Γερμανία ούτε σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Θα πρέπει επομένως, να γνωρίζουμε ότι, όσο οι νέες ψηφιακές τεχνολογίες περνούν στην παραγωγή, πολλές θέσεις εργασίας πιθανότατα θα αυτοματοποιηθούν, δεδομένου ότι «ψηφιοποίηση», βασικά, σημαίνει εξορθολογισμό. Στην σημερινή αρχική φάση ανάπτυξης αυτών των νέων τεχνολογιών
οι ποσοτικές επιπτώσεις της ψηφιοποίησης στην αγορά εργασίας είναι δύσκολο να εκτιμηθούν και οι μέχρι σήμερα διαθέσιμοι αριθμοί  τρομάζουν.

Σύμφωνα με έρευνα που ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2016 το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, τα ρομπότ, η αυτοματοποίηση και η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσαν να κοστίσουν 5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας λιγότερες στις  μεγάλες επιχειρήσεις των 15 μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου. Οι περισσότερες από τις θέσεις εργασίας που κινδυνεύουν είναι σε δουλειές γραφείου και διοίκησης, αλλά και θέσεις εργασίας  χαμηλής  ή υψηλής εξειδίκευσης στους τομείς μεταποίησης και κατασκευών θα πληγούν βαθύτατα.

Σε ενημερωτικό σημείωμα το McKinsey Global  Institute φετος τον Απρίλιο εκτιμά ότι μέχρι στιγμής οι ΗΠΑ έχουν χρησιμοποιήσει μόλις το 18% των δυνατοτήτων τους από τις ψηφιακές τεχνολογίες, ενώ η Ευρώπη μόνο το 12% και άλλες προηγμένες οικονομίες, ακόμη λιγότερο. Στη Γερμανία, όπως και σε πολλές άλλες χώρες  «η Πλατφόρμα Industry 4.0 » εξακολουθεί να εκφράζει μια έννοια γι’ «αυτό που θα μπορούσε να γίνει», μάλλον, παρά με αυτό που γίνεται σήμερα. Γι αυτό, και δεν θα πρέπει να θεωρούμε ότι δεν θα αλλάξει η τάση προς την ψηφιοποίηση της βιομηχανίας αλλά, αντίθετα, θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε τις πολλές προκλήσεις και τους κινδύνους που προκύπτουν από  αυτή   ώστε  να εκτιμήσουμε στη συνέχεια αν και με ποιο τρόπο θα την αποδεχτούμε  ή θα  την απορρίψουμε.

Τρία είδη προκλήσεων θα πρέπει να τραβήξουν  την προσοχή μας: πρώτον, οι τεχνολογικές. Δεύτερον, οι  κοινωνικές συνέπειες μιας περαιτέρω υποκατάστασης της ανθρώπινης εργασίας από μηχανές και αλγόριθμους και, τρίτον, οι οικολογικές (και γεωπολιτικές) επιπτώσεις των ψηφιακών συστημάτων παραγωγής. Θα αναλύσουμε τώρα εν συντομία αυτές τις προκλήσεις.
 
Οι τεχνολογικές προκλήσεις του σχεδίου Industry 4.0

Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι τα δίκτυα οπτικών ινών που συνήθως θεωρούνται  το μέλλον των δικτύων (τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους καταναλωτές), δεδομένου ότι επιτρέπουν ταχύτητες μετάδοσης  δεδομένων, ασύγκριτα μεγαλύτερες από τα δίκτυα από χαλκό. Ωστόσο, τα δίκτυα αυτά είναι σχεδόν ανύπαρκτα στη Γερμανία, όπως στην Ιταλία ή την Αυστρία, την Πολωνία, την Κροατία και τη Σερβία.Σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αυτός ο τύπος δικτύων έχει ήδη μια διείσδυση στην αγορά μεταξύ 20 και 45% .

Μια δεύτερη κατηγορία τεχνολογικών προϋποθέσεων για την ανάπτυξη «έξυπνων εργοστάσιων» περιλαμβάνει μια τυποποιημένη διασύνδεση προγραμματισμού των εφαρμογών , μια κοινή γλώσσα των δεδομένων και μια μεγαλύτερη ενοποίηση των συστημάτων που μέχρι τώρα σε μεγάλο βαθμό ήταν αυτόνομα, όπως αυτά των  τομέων παραγωγής, εφοδιαστικής  (logistics), προμήθειας ενέργειας ή διαχείρισης ακινήτων και κτιρίων.




Τελικά, η μετάβαση προς την ψηφιοποίηση εκθέτει τις  επιχειρήσεις  σε κινδύνους από επιθέσεις  χάκερ, από άτομα (εντός και εκτός επιχείρησης), καθώς και από υπολογιστές, κοινωνικά δίκτυα, cloud (Online αποθήκευση των  δεδομένων μας σε ένα «σύννεφο» από servers), και  εγκληματικές οργανώσεις.

Δεν πρέπει να εκπλήσσει ότι οι οπαδοί της μη αναστρεψιμότητας της τάσης προς την ψηφιοποίηση υποθέτουν  ότι όλες αυτές οι τεχνολογικές προκλήσεις θα αντιμετωπιστούν επιτυχώς  στο προσεχές άμεσο μέλλον στην Ευρώπη - χωρίς να υπολογίζουν όμως, μεταξύ άλλων, το κόστος για τις επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις.

Ακόμα κι αν συμφωνούσαμε με αυτή την άποψη, δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε  αν θα αποδεχόμαστε  το ίδιο θετικά  και τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις μιας περαιτέρω ψηφιοποίηση της εργασίας και των εργαζομένων και στην κοινωνία συνολικά, δεδομένου ότι αυτό θα πλήξει και τους μηχανισμούς «έλεγχου»  επάνω σ’αυτήν και, επομένως, τη δημοκρατία και την προστασία της ιδιωτικής ζωής .


Οι κοινωνικές επιπτώσεις  της ψηφιοποίησης στους εργαζόμενους

Αρχίζοντας, να πούμε ότι, οι προτείνοντες το σχέδιο  Industry 4.0  υπόσχονται ότι οι διαδικασίες  ρουτίνας και οι επίπονες σωματικές δραστηριότητες θα εκτελούνται αυτόματα από μηχανές, οπότε  οι εργαζόμενοι θα έχουν όλο και περισσότερο το ρόλο του επιβλέποντος των μηχανών  και όχι του  «άμεσου παραγωγού».

 Την ίδια στιγμή, οι εταιρείες θα στηρίζονται  όλο και λιγότερο σε προσωπικό με μόνιμες συμβάσεις εργασίας αλλά, αντίθετα, θα κάνουν προσλήψεις on demand, δηλαδή μόνο αν ζητηθεί,σε στιγμές μεγάλης ζήτησης. Τότε, η σχέση εξαρτημένης εργασίας θα γίνει  μια απλή ανάθεση εργασίας και οι  νέες θέσεις εργασίας που θα δημιουργούνται  δεν θα έχουν ένα σαφές αντικείμενο  στην οργάνωση μιας  επιχείρησης. Με αυτόν τον τρόπο, θα κοπούν οι όποιοι δεσμοί με την επιχείρηση και τα συνδικάτα θα αντιμετωπίζουν ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα  επικοινωνίας  με τους εργαζόμενους και την αντιπροσώπευση  των συμφερόντων τους.

Όλες οι εργασίες ρουτίνας, και οι τυποποιημένες και ανώνυμες διαδικασίες - ειδικότερα οι ψηφιοποιημένες  υπηρεσίες - θα ανατίθενται σε εξωτερικούς συνεργάτες  (outsourcing ) και θα υφίστανται κι άλλες  πιέσεις  προκειμένου να αυξηθεί η αποδοτικότητα τους, ενώ οι δραστηριότητες που χρειάζονται την άμεση παρουσία του ανθρώπου  θα εκτιμώνται όλο και περισσότερο. Όλα αυτά θα συνεπάγονται  και το γεγονός ότι οι ψηφιοποιημένες  υπηρεσίες  θα «σπάνε» λίγο πολύ σε  όλο και μικρότερα κομμάτια, και το έργο τους θα ανατίθεται σε ένα πλήθος «εικονικών εργαζομένων». Συνεπώς, θα επεκτείνεται η λεγόμενη απασχόληση με αξιοποίηση του πλήθους (crowd-working ) [5] και η εργασία μέσα από cloud πλατφόρμες

Όπως γνωρίζουμε, και από πολλούς άλλους τύπους μικροεργασιών λίγο πολύ περιστασιακών, οι αμοιβές των εργαζομένων σε cloud, πλατφόρμες οι λεγόμενοι clickworkers – εργαζόμενοι με το κομμάτι στον υπολογιστή- είναι πολύ χαμηλές και πληρώνονται σε ακανόνιστα χρονικά διαστήματα, ενώ οι ίδιοι οι εργαζόμενοι είναι αόρατοι και απομονωμένοι.
 Ακόμη και η λάθος κατηγοριοποίηση των εργαζομένων ως «αυτοαπασχολούμενοι» δεν είναι κάτι το πρωτοφανές. Και σε άλλους τομείς (ένδυση, κατασκευές ή μεταφορές) η «ψευδής αυτή κατηγοριοποίηση» γίνεται για να ακυρωθούν τα όποια οφέλη υπέρ των εργαζόμενων, να φοροαποφεύγουν οι επιχειρήσεις  και να μην είναι υποχρεωμένες να συμμορφώνονται με την εργατική νομοθεσία. Επιπλέον, ο υπερεθνικός χαρακτήρας της απασχόλησης με αξιοποίηση του πλήθους (crowd employment, crowd-work ) κάνει πολύ πιο δύσκολη την εξατομίκευση και την αξιοποίηση της εθνικής νομοθεσίας, η οποία ρυθμίζει το χρόνο εργασίας, τους μισθούς και τις διατάξεις που αφορούν την κοινωνική ασφάλιση.

Και σα να μην έφτανε αυτό, παύει να υπάρχει και η διάκριση μεταξύ εργασίας και ιδιωτικής ζωής  κάτι που προκαλεί πρόσθετο στρες, ειδικά στις γυναίκες. Από την άποψη αυτή, το μέλλον του κόσμου της ψηφιακής εργασίας αντικατοπτρίζει το σύστημα εργασίας κατά παραγγελία (on demand),για  υπηρεσίες, προϊόντα, δεξιότητες» το οποίο χαρακτήριζε τα πρώτα στάδια του καπιταλισμού, και επέτρεπε στους εργαζόμενους και ιδιαίτερα στις εργαζόμενες κάποια μορφή ευελιξίας, προκειμένου  να επωμιστούν και να εξισορροπήσουν τις δουλειές του σπιτιού και τη φροντίδα των παιδιών, τις γεωργικές εργασίες και τις περιστασιακές μικροδουλειές κατόπιν ζήτησης

Υπάρχει, ύστερα, μια πλευρά του ζητήματος που έχει να κάνει με τη λεγόμενη «οικονομία των μικροεργασιών»( gig economy) [6]  ένα οικονομικό μοντέλο περιστασιακής εργασίας ως ελεύθερος επαγγελματίας, ή ανεξάρτητος συνεργάτης σε πολλαπλούς εργοδότες ταυτόχρονα, κατόπιν ζήτησης, που θα μπορούσε να είναι ένα ακόμη πιο σοβαρό πρόβλημα, και δεν μπορεί παρά να αφορά και τα συνδικάτα . Αυτό έχει να κάνει με το ότι η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία κατόρθωσε να σκλαβώσει τα μυαλά των απλών ανθρώπων, ειδικά των νέων. Πολλοί από αυτούς θεωρούν τον εαυτό τους «μικροεπιχειρηματία» ή «εργοδότη του εαυτού τους», αν και μόνο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις δουλεύουν πραγματικά ως αυτοαπασχολούμενοι .

Επιπλέον η ένταξη, λίγο πολύ εθελοντική, ως αυτοαπασχολούμενοι, τυχαίνει να μην συνδέεται καθόλου με την προσωπική εξέλιξη ή τη έξοδο από τη φτώχεια. Αντίθετα, όλο και πιο συχνά η τυπικά μη εξαρτημένη εργασία  γίνεται παγίδα για τους νέους, οι οποίοι καταλήγουν να παγιδεύονται σε έναν φαύλο κύκλο που περιλαμβάνει αυτοαπασχόληση ,συχνά πολλή κακής ποιότητας, κακές συνθήκες εργασίας και χαμηλές αμοιβές .

Έχουμε, λοιπόν, σοβαρούς λόγους  που μας κάνουν να προβλέπουμε ότι η αντικανονικότητα, η ευελιξία, η αβεβαιότητα, η αστάθεια και το κάθε είδους «ρίσκου» θα είναι η νέα «κανονικότητα» του κόσμου της εργασίας στην εποχή του επικείμενου παγκόσμιου ψηφιακού καπιταλισμού. Δεν έχει σημασία αν οι εργαζόμενοι θα  κατηγοριοποιούνται ως «επισφαλείς» ως «άτυπα εργαζόμενοι», ως «περιστασιακά εργαζόμενοι» ή ως αυταπασχολούμενοι. Στην παγκόσμια αγορά εργασίας θα είναι καταδικασμένοι σε ασταθή απασχόληση, σε μισθούς ή εισοδήματα όλο και χαμηλότερα και σε ακόμη χειρότερες συνθήκες εργασίας. Δεν θα απολαμβάνουν, παρά μόνο σποραδικά, τα μέτρα αρωγής και κοινωνικής πρόνοιας και συχνά θα τους αρνούνται την ευκαιρία να συμμετέχουν σε συλλόγους και σωματεία. 

Αυτοί που θα εξακολουθούν να εργάζονται στα εργοστάσια και τα γραφεία θα ελέγχονται από εφαρμογές και αλγόριθμους, το ισοδύναμο της παλιάς γραμμής παραγωγής - που θα είναι, όμως, πολύ πιο δύσκολο να σπάσει.

Με λίγα λόγια, και σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι σήμερα , η πλειονότητα των ψηφιακών εργαζομένων θα προσφέρει τις υπηρεσίες της σε εργασίες ευκαιριακού χαρακτήρα, σε μόνιμη ή προσωρινή βάση, χωρίς καμία τυπική και συνεχόμενη προστασία - συμπεριλαμβανομένης και της προστασίας που αναγνωρίζει το εργατικό δίκαιο - στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Αντίθετα, μόνο ένα πολύ μικρό μέρος του συνολικού απασχολούμενου εργατικού δυναμικού – σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο - θα καταφέρει να έχει πρόσβαση σε τακτική και προστατευόμενη εργασία, καλύτερης ποιότητας και με καλύτερες απολαβές.

Οπότε, το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι γιατί η έλλειψη σιγουριάς πλήττει ξανά τους εργαζόμενους και των προηγμένων οικονομιών της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, αλλά πώς και γιατί μειώθηκε η αβεβαιότητα για ένα μικρό μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού επί δυο δεκαετίες μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο .

Είναι προφανές ότι η αυξανόμενη αναταραχή που οφείλεται στο σημερινό μηχανισμό συσσώρευσης του παγκόσμιου καπιταλισμού συνδέεται στενά, με την ακύρωση του ρόλου του κράτους ως διαμεσολαβητή μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού, μια διαδικασία που σε όλα τα μέρη του κόσμου έχει συμβάλει στην αύξηση των ανισοτήτων.
 Αυτό που ζούμε σήμερα είναι μια φάση της παγκοσμιοποίησης ολιγαρχικού τύπου, όπου μόνο οι οικονομικά ισχυρότερες χώρες και το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού, και ειδικά το 1%, μπορεί να έχουν πραγματικά θετικές προσδοκίες, αφού ούτε και οι φιλελεύθερες πολιτικές στήριξης του κράτους πρόνοιας μπαίνουν πλέον στην ημερήσια διάταξη. Ετσι έχουμε τον ο πολυκερματισμό των τάξεων και της ταξικής συνείδησης.

Βέβαια, η προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων είναι σχετικά μεγαλύτερη για τους εργαζόμενους με συμβάσεις αορίστου χρόνου στις μεγάλες επιχειρήσεις του τομέα της μεταποίησης, αλλά εκατομμύρια εργαζόμενοι είναι παγιδευμένοι σε συνθήκες που τις χαρακτηρίζουν οι χαμηλές αποδοχές και οι μηδαμινές  ευκαιρίες  εξέλιξης. Στη Γερμανία αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι στα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα πάρθηκαν μέτρα-με την υποστήριξη των συνδικάτων-περικοπής των μισθών σε βάρος των εργαζομένων υψηλής ειδίκευσης και αυτό συνέβαλε στη βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης των γερμανικών επιχειρήσεων σε σύγκριση με τους επιχειρηματικούς εταίρους της στην Ευρώπη και όχι μόνο.

 Ένας άλλος σημαντικός μηχανισμός που επέτρεψε στη γερμανική βιομηχανία να νικήσει τον ανταγωνισμό των ιταλικών, ελληνικών, ισπανικών και γαλλικών επιχειρήσεων ήταν η διαδικασία αποκέντρωσης των διαπραγματεύσεων που δεν είχε προηγούμενο, μετά τη γερμανική επανένωση και η πρόσβαση σε μια δεξαμενή φθηνής εργασίας σε ορισμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό οδήγησε στη δραστική μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας και στη δραματική πτώση της επιρροής των συνδικάτων.

Επιπλέον, οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας και του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας της κόκκινο-πράσινης συμμαχίας υπό τον καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ στις αρχές του 2000 ώθησε εκατομμύρια εργαζόμενους σε θέσεις με χαμηλούς μισθούς και ελάχιστη προστασία, ενώ παράλληλα αύξησε τον ανταγωνισμό μεταξύ τους. Το αποτέλεσμα ήταν, σήμερα στη Γερμανία να έχουμε όχι μόνο μια πολύ ανταγωνιστική βιομηχανία, αλλά και μια από τις μεγαλύτερες δεξαμενές φτηνής εργατικής δύναμης στην Ευρώπη.

Η ανισότητα, η υποαπασχόληση και η φτώχεια είναι σε άνοδο: περίπου 12,5 από τα 80 εκατομμύρια κατοίκους της Γερμανίας βρίσκονται σήμερα κάτω από το όριο σχετικής φτώχειας, δηλαδή κερδίζουν λιγότερο από το 60% του μέσου μισθού. Ηλικιωμένοι, μονογονεϊκές οικογένειες και μικρά παιδιά είναι οι κατηγορίες των ατόμων για τα οποία η πιθανότητα να πέσουν κάτω από αυτό το όριο φτώχειας είναι υψηλότερη. Μια τάση ιδιαίτερα ανησυχητική, τέλος, είναι η αύξηση του αριθμού των φτωχών εργαζομένων, των working poors .
 Τι διδάγματα μπορούν να βγουν από το παράδειγμα της Γερμανίας σχετικά με τους επικείμενους αγώνες κατά του σχεδίου Industry 4.0;

 Βασικά,δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι σε μια ιστορική περίοδο πολύ ιδιαίτερη (όπως αυτή μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου που βλέπει την παγκόσμια οικονομία να ανθεί) τα συνδικάτα αποδεχτήκαν μεταρρυθμίσεις με χαρακτηριστικό τους την αύξηση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας, που λειτουργούν υπέρ της εργοδοσίας. Αυτές έφεραν τα μειωμένα ωράρια εργασίας, κάνοντας τη θέση των εργαζόμενων πιο επισφαλή και μειώνοντας τους μισθούς τους. Αυτό το σύνολο μέτρων ευνόησε πολύ τους εργοδότες, δεδομένου ότι συνέβαλε στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεών τους – απέναντι σε πολλούς από τους εμπορικούς εταίρους τους .

Δεύτερον, σημειώθηκε μια τεράστια έλλειψη εγγυήσεων για την προστασία των εργαζόμενων και των εκπρόσωπων τους: σε επίπεδο επιχείρησης, με δυσμενείς συσχετισμούς δυνάμεων, τα συνδικάτα και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων υποχρεώθηκαν να στηριχτούν μόνο στις δικές τους δυνάμεις. Στο πλαίσιο αυτό, προθυμοποιήθηκαν να αποδεχθούν τα αιτήματα της εργοδοσίας - ειδικά σε βάρος των λιγότερο εγγυημένων.

Τρίτον, μετά την ευφορία που προκάλεσαν οι νέες προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις - με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, την ακαδημαϊκή κοινότητα, εκπρόσωπους της κυβέρνησης και επιχειρηματίες – δέχτηκαν με ενθουσιασμό  τη δυνατότητα να επιτευχθεί μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας χάρη στις διαδικασίες της τεχνολογικής αλλαγής, που ευνοούν - έστω και μακροπρόθεσμα - την οικονομική ανάπτυξη, ίσως και προσφορά εργασίας από τις επιχειρήσεις.

Τέλος, αναφορικά με τη σχέση σχεδίου «Industry 4.0 και κόσμου της εργασίας, αναρωτιόμαστε: σε ποιο βαθμό τα συνδικάτα (στη Γερμανία ή αλλού) θα πρέπει να βασίζονται σε αυτή την προοπτική, φαινομενικά προοδευτική, που αφηγείται ένα αναπόφευκτο και επιθυμητό ψηφιοποιημένο μέλλον της βιομηχανίας; Ωστόσο, θα πρέπει να μάθουμε το μάθημα: η αυτοματοποίηση θα εισαχθεί μόνο όταν είναι κερδοφόρα για τις εταιρείες. Αλλά για να υπάρξουν αυτά τα κέρδη, οι επιχειρήσεις χρειάζονται πρώτον φτηνές πρώτες ύλες και, δεύτερον, μια αγορά που να αναμένει μια ζήτηση για τα προϊόντα τους.

 Εάν αυτό το λάβετε υπόψη , είναι εύκολο να επισημάνουμε τα κρίσιμα σημεία αυτού του αναπτυξιακού σχεδίου: εάν τα ρομπότ θα αντικαταστήσουν ένα μεγάλο αριθμό εργαζομένων, όπως προβλέπουν πολλοί διεθνείς οργανισμοί και διάφορες δεξαμενή σκέψης, αυξάνοντας τα ποσοστά ανεργίας και αν οι μισθοί υποστούν περαιτέρω πίεση προς τα κάτω, δεδομένου ότι μόνο οι εργαζόμενοι υψηλής εξειδίκευσης μπορούν να αναμένουν ότι θα πάρουν ένα αξιοπρεπή μισθό, δύο ερωτήματα προκύπτουν αμέσως: πρώτον, οι επιχειρήσεις σε ποιον θα πουλήσουν όλα αυτά τα «έξυπνα προϊόντα»; και δεύτερο, οι πρώτες ύλες και το σύνολο των αναγκαίων πόρων για να ξεκινήσουν οι διαδικασίες  παραγωγής ,πως γίνεται να μην αυξηθεί σημαντικά η τιμή τους, από τη στιγμή που όλες οι προηγμένες οικονομίες του κόσμου θα ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο, προς την κατεύθυνση του σχεδίου «Industry 4.0  

Οικολογική περιορισμοί και γεωπολιτικοί περιορισμοί του σχεδίου Industry 4.0

Σ’αυτό το σημείο δεν μπορούμε παρά να ασχοληθούμε, έστω και για λίγο, με το θέμα των απαραίτητων πόρων για την ψηφιοποίηση της οικονομίας. Πρόκειται για ένα πρόβλημα το οποίο δεν αντιμετωπίστηκε επαρκώς ούτε από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, ούτε από τους εκπροσώπους της βιομηχανίας ή από τα συνδικάτα. 
Παρά το γεγονός ότι τα κόστοι  μετάβασης στο σχέδιο  Industry 4.0 είναι τέτοια που να μπορούν να τα διαχειρίζονται χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, τουλάχιστον οι  μεγαλύτερες εταιρίες - και παρόλο που τις επιπτώσεις στους εργαζομένους τις αγνοούν σε μεγάλο βαθμό οι κυβερνήσεις και τα συνδικάτα - πρέπει να τονίσουμε ότι το μέλλον του σχεδίου  Industry 4.0  θα εξαρτηθεί πολύ από την πορεία που θα ακολουθήσουν οι τιμές των μετάλλων και όλων των αναγκαίων  υλικών για την παραγωγή των προϊόντων τεχνολογίας, και του πετρελαίου, όταν οι  οικονομίες όλου του κόσμου θα επενδύσουν όλο και πιο μαζικά:
 1 ) στην παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας  
2) στην κινητικότητα της ηλεκτρικής ενέργειας   
3) στην ψηφιακή παραγωγή, ενώ 
4) οι καταναλωτές θα συνεχίσουν να αγοράζουν κάθε είδος κινητής συσκευής (όπως smartphones και tablet). 
5) Οι κυβερνήσεις θα συνεχίσουν να επενδύουν στον στρατιωτικό τομέα (με την αγορά σύγχρονων δρόνων ). Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην πραγματικότητα όλες αυτές οι νέες τεχνολογίες, και οι βιομηχανίες που τις παράγουν, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη διαθεσιμότητα του πετρελαίου και των «σπάνιων μετάλλων», όπως ο χαλκός, το νικέλιο, το ασήμι, το ουράνιο, ο μόλυβδος και ιδίως οι λεγόμενες «σπάνιες γαίες» όπως το ίνδιο, το γάλλιο,το  γερμάνιο, το λίθιο και πολλά άλλα .

Πολλές  τεχνολογίες πληροφορικής  απαραίτητες για την ανάπτυξη του σχεδίου Industry 4.0  - όπως οι αισθητήρες, η νέα γενιά μικροτσίπ, οι τεχνολογίες απεικόνισης (display technologies) και τα καλώδια οπτικών ινών - χρειάζονται τεράστιες ποσότητες  από αυτά τα σπάνια μέταλλα. Αυτά τα μέταλλα έχουν γίνει «σπάνια» για μια σειρά λόγους :

1     Επειδή κάποια από αυτά (π.χ. χαλκός) έχουν ήδη εξαντληθεί και δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα βρεθούν νέα μεταλλεία πλούσια σε τέτοια μέταλλα.
2     επειδή η παραγωγή πολλών από αυτά τα μέταλλα δεν θα αυξηθεί, αλλά το πιθανότερο είναι να μειωθεί, και θα συγκεντρώνεται όλο και περισσότερο στις υπάρχουσες εγκαταστάσεις παραγωγής  επειδή οι τιμές των σπάνιων και υψηλής ζήτησης μετάλλων θα σημειώσουν σημαντική αύξηση στο εγγύς μέλλον.
4     υπό αυτές τις συνθήκες, θα αντλούνται όλο και περισσότερο από τα ορυχεία με μια ολοένα και χαμηλότερη συγκέντρωση των προαναφερθέντων σπάνιων μετάλλων. Ωστόσο, όσο χαμηλότερη  η συγκέντρωση, τόσο μεγαλύτερη είναι και η ποσότητα των τοξικών χημικών ουσιών,  του νερού και της ενέργειας που θα χρειαστούν για την εξόρυξη ορυκτών - επειδή όλο και πιο καταστροφικές θα είναι οι επιπτώσεις από τις διαδικασίες  εξόρυξης στη  φύση, στους  εργαζόμενους και τους τοπικούς πληθυσμούς.
5    
 Τέλος, το χειρότερο είναι ότι τα σπάνια μέταλλα έχουν πολύ χαμηλά ποσοστά ανακύκλωσης, ενώ οι  «σπάνιες γαίες» έχουν ένα ποσοστό ανακύκλωσης κάτω από ένα τοις εκατό. 

Με λίγα λόγια, μόνο μια χούφτα ανίδεοι μπορεί να αρνηθούν ότι υπάρχουν όρια στην οικονομική ανάπτυξη. Συνεπώς, θα πρέπει να αποφύγουμε να οικοδομήσουμε το μέλλον μας ακολουθώντας το ίδιο κοινωνικοοικονομικό και περιβαλλοντικό μοντέλο όπως αυτό που αναπτύχθηκε μέχρι σήμερα. Ωστόσο, τα όρια της οικονομικής ανάπτυξης  με τα τρέχοντα επίπεδα της ρύπανσης που παράγεται από τον καπιταλισμό δεν είναι γνωστά, και κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχίσουν να μην είναι μέχρι να φτάσουμε σ’ ένα «σημείο μη επιστροφής» τέτοιο που να μπορεί να καταρρεύσει ολόκληρο το οικονομικό, κοινωνικό και φυσικό σύστημα . Όρια στην οικονομική ανάπτυξη θα μπορούσαν να υπάρξουν, όμως, ακόμα και πριν την κατάρρευση του συστήματος λόγω των αυστηρών περιορισμών  που έχουν να κάνουν  με τη διαθεσιμότητα των φυσικών πόρων αυτό θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στη διαδικασία καπιταλιστικής συσσώρευσης - όπως και στο παρελθόν, ένα τέτοιο σενάριο θα συνοδεύεται από γεωπολιτικές εντάσεις που θα οδηγήσουν σε βίαιες συγκρούσεις.

Ενώ πλησιάζουμε το «σημείο μη επιστροφής » του οικολογικού συστήματος και τη μέγιστη τιμή παραγωγής με σχετική κατανάλωση πολλών φυσικών πόρων - συμπεριλαμβανομένων των σπάνιων μετάλλων που χρειάζονται για την ανάπτυξη του σχεδίου Industry 4.0  - όποιοι θελήσουν  να ασκήσουν  ριζική κριτική σ’ αυτή  τη κατάσταση  πραγμάτων θα πρέπει να πάρουν  υπόψη τους ότι δεν θα μπορούν πλέον να συνάπτουν ευρείες  και ισχυρές διεθνείς συμμαχίες με τα κοινωνικά και εργατικά κινήματα (ενάντια στην παγκόσμια ισχύ δισεκατομμυριούχων και πολυεθνικών), όσο συνεχίζουμε να εφαρμόζουμε τα μοντέλα και τις πολιτικές λύσεις του προηγούμενου αιώνα (που βασίζονται στην απεριόριστη ανάπτυξη σε ένα πεπερασμένο πλανήτη), αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε την καταστροφή του πλανήτη.

Ναι, σήμερα μπορούμε να αγοράσουμε μια τοστιέρα selfie που ψήνει το τοστ αποτυπώνοντας πάνω του την εικόνα του προσώπου μας, ή ένα ρολό χαρτί τουαλέτας που στέλνει μήνυμα στο κινητό μας όταν το χαρτί πάει να τελειώσει. Και φυσικά, το σχέδιο Industry 4.0  θα καταφέρει, μέσω του μάρκετινγκ, να μας κάνει να αγοράζουμε όλοι αγαθά και υπηρεσίες που δεν χρειαζόμαστε. Αλλά οι οικολογικές και κοινωνικές θυσίες που θα πρέπει να υπομείνουμε με αυτό το είδος «προόδου» είναι προφανώς ανυπολόγιστες. Αυτό που μάλλον χρειαζόμαστε ιδιαίτερα είναι μια πολιτική προσπάθεια για την υπέρβαση του παγκόσμιας  χάσματος  μεταξύ τυπικής και άτυπης εργασίας, μεταξύ  «εγγυημένων» εργαζόμενων και περιστασιακά εργαζόμενων , μεταξύ των υπερβολικά πλούσιων ανθρώπων  και των φτωχών, των αποκλεισμένων και των περιθωριοποιημένων  του κοινού πλανήτη Γη.
 
Το κείμενο είναι μετάφραση της εισήγησης στο συνέδριο «το μέλλον της βιομηχανίας και της εργασίας, του σχεδίου Industry 4.0   που διοργάνωσε η  Ομοσπονδία  Εργατών Μετάλλου της Ιταλίας (FIOM / CGIL), στο Τορίνο στις 28 Σεπτεμβρίου 2017

 ----------------------------------
 

[1] Industry4.0 (Η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση):

Ο συνδιασμός διαδικτυακού κόσμου με τον κόσμο της βιομηχανικής παραγωγής (IoT, Internet of things) , η σύγκλιση τεχνολογίας πληροφορικής (IT,Information Technology) με τα συστήματα λειτουργικής τεχνολογίας  (OT,Operational Technology ) , η ταχεία ανάπτυξη εφαρμογών, το ψηφιακό δίδυμο μοντέλων προσομοίωσης (digital  twin simulation models), κυβερνο-φυσικά συστήματα (cyber-physic systems-CPS), προηγμένη ρομποτική και συνεργαζόμενα ρομπότ (advanced robotics and cobots), παραγωγή πρόσθετων υλών,αυτόνομη παραγωγή, σημαντική μηχανοποίηση  όλης της αλυσίδας αξίας, διεξοδική συλλογή και παροχή δεδομένων, οριζόντια και κάθετη ολοκλήρωση, υπολογιστικό νέφος  (cloud computing), μεγάλη ανάλυση δεδομένων (big data analytics),συστήματα τεχνητής νοημοσύνης  και εικονικής πραγματικότητας (AR / VR): αυτά είναιορισμένα  από τα βασικά στοιχεία της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης.

Αν και το σχέδιο Industry 4.0 αρχικά εφαρμόστηκε στη βιομηχανία μεταποίησης, σήμερα,βλέπουμε να εφαρμόζεται  στις έξυπνες μεταφορές και στη διοικητική μέριμνα (logistics),στα έξυπνα κτίρια,στη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αέριου, στα έξυπνα συστήματα υπηρεσιών υγείας  ακόμη και στις έξυπνες πόλεις


 [2] value chain = Μάρκετινγκ Η αλυσίδα αξίας. Ο όρος αλυσίδα αξίας αναφέρθηκε πρώτη φορά από τον Michael Porter. Σύμφωνα με τον Porter η αλυσίδα αξίας είναι ένα σύστημα από ανεξάρτητες επιχειρησιακές λειτουργίες, οι οποίες συνδέονται με συσχετίσεις. Σύμφωνα λοιπόν με την τεχνική της “αλυσίδας αξίας”, μια επιχείρηση εξετάζεται υπό το πρίσμα των δραστηριοτήτων που εκτελεί για να παρέχει στους πελάτες της το προϊόν ή την υπηρεσία της. Οι συσχετίσεις αυτές υπάρχουν όταν το αποτέλεσμα μιας δραστηριότητας επηρεάζει το κόστος ή την αποδοτικότητα μιας άλλης δραστηριότητας (Porter M.; 1998), έτσι ώστε  να παράγεται μια σημαντική πηγή ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος και προστιθέμενης αξίας. (Porter M.; 1985).



[3] Η αυτόματη μηχανή μεταφοράς του κομματιού, που συνήθως ονομάζεται transfer, είναι ένας τύπος αυτόματης μηχανής που συνδυάζει τις λειτουργίες ενός ξεχωριστού συνόλου μηχανών σε μια ενιαία μονάδα παραγωγής, ενοποιώντας τις διαδικασίες φόρτωσης και μηχανισμούς μεταφοράς.

 Μια μηχανή μεταφοράς αποτελείται από μια σειρά σταθμούς εργασίας που λειτουργούν ταυτόχρονα. Το προς επεξεργασία κομμάτι  εισέρχεται, σφίγγεται κατάλληλα σε ένα σφιγκτήρα και μεταφέρεται διαδοχικά μπροστά από κάθε μία μονάδα λειτουργίας, έτσι ώστε όταν αρχίσει η λειτουργία, σε κάθε βήμα της γραμμής ή της περιστρεφόμενης τράπεζας , να αντιστοιχεί η φόρτωση ενός ακατέργαστου κομματιού  και   η εκφόρτωση ενός πλήρως επεξεργασμένου.  

Ο τύπος αυτός μηχανής είχε μεγάλη διάδοση αφού επιτρέπει την αύξηση του ρυθμού παραγωγής και τον περιορισμό της μεταβλητότητας λόγω του ανθρώπινου παράγοντα. Από την άλλη,όμως, είναι εξαιρετικά άκαμπτη στις αλλαγές προγραμματισμού των λειτουργιών της και δικαιολογεί την αγορά της μόνο υπό το πρίσμα μιας μακράς περιόδου λειτουργίας και μεγάλο τιράζ (  ποσότητας παραγωγής ).Η ποιότητα κατασκευής από το πρώτο μέχρι το τελευταίο κομμάτι είναι σταθερή.





[4] Modular μηχανές = με τυποποιημένες μονάδες ή διαστάσεις για ευελιξία και ποικιλία χρήσης.

[*] Αυτό είναι πολύ ελκυστικό στην μεταποιητική βιομηχανία  όπου για να αλλάξει το σχέδιο  ενός  προϊόντος απαιτούνταν ολόκληρες  εβδομάδες εργασίας για την μετασκευή των γραμμών παραγωγής και την επαναρύθμιση των μηχανών.

[5] Crowd-working  = απασχόληση με αξιοποίηση του πλήθους  : μια διαδικτυακή πλατφόρμα αντιστοιχίζει εργοδότες και εργαζόμενους, ενώ συχνά τα μεγαλύτερα έργα υποδιαιρούνται και επιμερίζονται μεταξύ ενός «εικονικού νέφους» (virtual cloud) εργαζομένων

[6] Η προσφορά και η ζήτηση γίνονται ηλεκτρονικά μέσα από αποκλειστικές πλατφόρμες και εφαρμογές παροχής υπηρεσιών . Πλατφόρμες και εφαρμογές για  προσωρινή ενοικίαση δωματίων (π.χ. Airbnb), για ανεξάρτητες δραστηριότητες όπως σχεδιασμός ιστοσελίδων (π.χ. Fivver), πώληση ειδών χειροτεχνίας (π.χ. Etsy) , εναλλακτικές ιδιωτικές μεταφορές με ταξί (π.χ. Uber, Lyft), υπηρεσίες διανομών στο σπίτι (π.χ. έτοιμα γεύματα, π.χ. Deliveroo και Foodora).
 Στο μοντέλο απασχόλησης, ευρύτερα γνωστό ως «gig economy», οι περισσότερες θέσεις εργασίας είναι προσωρινές και κοινές. Καλύπτονται με ατομικές συμβάσεις ανεξάρτητων «αυτοαπασχολούμενων» ατόμων και  οι εργαζόμενοι δουλεύουν περιστασιακά /  μερικώς / προσωρινά /.



Δικαιωματισμός,η γεροντική αρρώστια των κοινωνικών κινημάτων



 

Του Φώτη Τερζάκη


Πολύς λόγος γίνεται σήμερα για την αποτυχία και καταβύθιση της Αριστεράς, και η βαθιά συνειδητοποίηση του γεγονότος μοιάζει να συντρίβει πολλές συνειδήσεις. Στην πραγματικότητα, για ένα εγρήγορο κομμάτι τού κινηματικού κόσμου η συνειδητοποίηση αυτή είχε γίνει πολύ νωρίτερα, ήδη στη δεκαετία του '6ο.

Το τραγικό γεγονός τού οποίου γινόμαστε μάρτυρες σήμερα είναι μάλλον η αποτυχία εκείνου που τότε, στη δεκαετία του'60 και του 70, φάνηκε για μία στιγμή ότι έπαιρνε τη σκυτάλη της κοινωνικής αμφισβήτησης και του οραματισμού μιας αληθινά νέας κοινωνίας από τα χέρια μιας ήδη συνθηκολογημένης Αριστεράς: των λεγόμενων νέων κοινωνικών κινημάτων (γυναικείο, ομοφυλόφιλο, αντιψυχιατρικό, αντιρατσιστικό, οικολογικό, κ.ά.) που βρέθηκαν προς στιγμήν στην πρώτη γραμμή των αντικαπιταλιστικών αγώνων στον μητροπολιτικό κόσμο. 

Η καινοτομία αυτών των κινημάτων, σε σύγκριση με το παλαιότερο εργατικό, ήταν ότι γέννησαν μια πολύ πιο καθολική ιδέα της κοινωνικής αλλαγής συνδέοντας για πρώτη φορά τις μείζονες όψεις τής πολιτικής (ζητήματα πολιτειακής διαχείρισης και γεωπολιτικών επιλογών) με τις ελάσσονες (ζητήματα διαπροσωπικών σχέσεων και άτυπων μορφών εξουσίας σε μικρές συλλογικότητες). 

Στα τέλη τής δεκαετίας του 70, καθώς το μοντέλο του καπιταλισμού άλλαζε άρδην οδηγώντας στην άβυσσο όλες τις επαναστατικές επιδιώξεις τής προηγούμενης δεκαετίας (και όχι μόνο στις μητροπόλεις αλλά επίσης στον υπόλοιπο, μόλις αποαποικιοποιημένο κόσμο), τα κινήματα αυτά ήταν σε ραγδαία υποχώρηση στα τέλη τής δεκαετίας του '8ο ήταν αληθινά κουφάρια και μόνο ένα είδος φιλολογίας έμενε πίσω τους, αφομοιούμενη όλο και περισσότερο από τα πανεπιστημιακά γκέτο.

 Εκτός της  ακαδημίας, η γλώσσα αυτή κατακάθιζε σε ένα είδος αντεστραμμένου πουριτανισμού τον οποίον αποκαλούμε, σχεδόν ευφημιστικά, πολιτική ορθότητα- και η έμπρακτη πολιτική του μετάφραση ήταν  ένα είδος δικαιωματισμού που είχε ως βασικό μέλημα να εξασφαλίσει αναγνώριση  και να κατοχυρώσει δικαιώματα εντός τής υπάρχουσας κοινωνίας, λίγο-πολύ στη μορφή μιας διευρυμένης επιτρεπτικότητας.

Πράγματι, από τη δεκαετία του '7ο και μετά οι κοινωνίες μας έγιναν πολύ πιο επιτρεπτικές, πολύ πιο ανεκτικές στη λεγόμενη διαφορά, υπό τον όρον  όχι απλώς να μη θίγεται η θεμελιώδης εμπορευματική    τους δομή, αλλά και όλες οι διεκδικήσεις(και οι συνακόλουθες «αναγνωρίσεις») να αρθρώνονται αποκλειστικά με τους   δικούς της όρους: τα «κοινωνικά κινήματα» γίνονταν αντιληπτά κατ' αναλογίαν των ανταγωνιστικών δρώντων μέσα στην εμπορευματική αγορά, και τα «δικαιώματα» που εξασφάλιζαν ήταν επιβραβεύσεις για την-ούτως ή άλλως  κλονισμένη για δομικούς λόγους, οφειλόμενους σε εξελίξεις τις οποίες τα ίδια αυτά «κινήματα» είχαν πλέον αφήσει έξω από το πεδίο τού ενδιαφέροντος τους-καταναλωτική συμμετοχή.

Δεν χρειάζεται να πω ότι η διαδικασία αυτή συνεχίζεται μέχρι σήμερα, παίρνοντας όλο και πιο παραληρηματικές διαστάσεις (και δεν έχω εδώ τον χώρο να μιλήσω με παραδείγματα, αλλά όλοι  καταλαβαίνουν νομίζω τι πράγμα εννοώ).

 Η διάσταση ανάμεσα στη ρητορική και τις έμπρακτες πραγματικότητες έχει προσλάβει στις κοινωνίες μας όντως ψυχωτικές διαστάσεις, πράγμα που με τη σειρά του λειτουργεί ως το πιο απο­τελεσματικό παραλυτικό μιας μεστής νοήματος πολιτικής δράσης. Αν εν πάση περιπτώσει κάποιοι νιώθουν πως αυτό που βιώνουμε σήμερα εκπληρώνει ό,τι ήταν αντικειμενικά εκπληρώσιμο από τα αιτήματα του '6ο, θα ήταν καλό να συνειδητοποιήσουν ότι βαδίζουμε ακό­μα τυφλά, χωρίς διαφαινόμενη διέξοδο, στους πιο σκοτεινούς, δαιδαλώδεις και ατέρμονους αντίποδες του '6ο. 

Κρίνοντας αναδρομικά όλη αυτή την οπισθοβατική πορεία, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι, αν αυτά τα κινήματα στο ξε­κίνημα τους έφεραν στο εσωτερικό τής επαναστατικής θεωρίας και πρακτικής μια εικονοκλαστική σύνδεση του πολιτικού με το προσωπικό (ή της μείζονος πολιτι­κής με το μικροπολιτικό), η αποτυχία τους έγκειται στο ότι καθ' οδόν έχασαν τη σύνδεση με -και το ενδιαφέρον για  τη μείζονα πολιτική, τις εξελίξεις στην οικονομική, την κρατικοδιαχειριστική και τη γεωπολιτική σφαίρα, επικεντρούμενα όλο και πιο περιορισμένα, ομφαλοσκοπικά και ασφυκτικά στις λεγόμενες ιδιαιτε­ρότητες, όπου το «προσωπικό» γίνεται έμβλημα της κατακερματισμένης ατο­μικότητας και η επιμέρους διεκδίκηση άλλοθι του κοινωνικού συμβιβασμού.

 Εν ολίγοις, απέτυχαν κατά τρόπο αντίθετο -και συμμετρικό- μ' εκείνον του παλαι­ότερου εργατικού κινήματος, το οποίο στην πορεία ανάπτυξης και πολιτικής του οργάνωσης έχασε την επαφή με τη μικρο­πολιτική σφαίρα: αγνόησε επικίνδυνα -ή και είδε ευθέως εχθρικά- τα ζητήματα μικρο-εξουσίας στις σχέσεις μεταξύ των φύλων, τις οικογενειακές σχέσεις, τις ίδιες τις επαναστατικές συλλογικότητες, με αποτέλεσμα να αναπαράγει διαρκώς στο εσωτερικό του, και αναπότρεπτα στους ίδιους τούς οργανωτικούς του σχηματι­σμούς, δομές κυριαρχίας χαρακτηριστικές τού κόσμου τον οποίον αντιμαχόταν... 

Υπάρχει ωστόσο ένα κοινό χαρακτηριστικό στην πορεία ανάπτυξης του εργατικού κινήματος και των λεγόμενων νέων κοι­νωνικών κινημάτων: το ότι και το μεν και ία δε συγκροτήθηκαν στην πρώτη τους φάση ως κινήματα πολιτικών δικαιωμά­των. Μπορεί εδώ να σκεφτεί κάποιος το κινημάτων Χαρτιστών στη Βρετανία τουι83θ, ως αντιπροσωπευτικότερο μιας ολόκληρης σειράς προσπαθειών για συν­δικαλιστική οργάνωση και πολιτική συμ­μετοχή εκ μέρους τής συγκροτούμενης εργατικής τάξης στην Ευρώπη· το κίνημα για τα δικαιώματα των γυναικών που ξεκίνησε ήδη στις τελευταίες δεκαετί­ες τού δέκατου ένατου αιώνα και για μια μεγάλη περίοδο πήρε τη μορφή τού αγώνα συμμετοχής στην καθολική ψηφο­φορία· το κίνημα για τα δικαιώματα των Μαύρων στις μεταπολεμικές ΗΠΑ, που στο μεγαλύτερο μέρος του διεκδικούσε ισότιμη νομική μεταχείριση με τον λευκό πληθυσμό, κ.ο.κ.

 Το εργατικό κίνημα όμως έγινε κίνημα με την πλήρη σημα­σία τού όρου μετά τις επαναστατικές δο­νήσεις τού 1848, όταν, υπερβαίνοντας το φιλελεύθερο πλαίσιο των πολιτικών δικαιωμάτων, κυοφόρησε στα σπλάχνα του την ιδέα μιας καθολικής αλλαγής τής κοινωνίας, με άρση των υφιστάμενων σχέσεων παραγωγής και ιδιοκτησίας και με τη δημιουργία νέων, εξισωτικών και αλληλέγγυων μορφών παραγωγής και συλλογικής οργάνωσης... 

Αντίστοιχα, τα κοινωνικά κινήματα που συζητάμε συναντήθηκαν μεταξύ τους στη δεκαετία του '6ο μέσα σε ένα κοινό φαντασιακό όραμα, πέρ' από τις επιμέρους ανάγκες και διεκδικήσεις που τα γέννησαν, επί­κεντρο του οποίου ήταν η αξίωση ενός κόσμου απαλλαγμένου από τη στέρηση, την κυριαρχία και κάθε μορφής ξένωση (αλλοτρίωση), ενός κόσμου ισότητας και υλικής (μη καταναλωτικής) αφθονίας, υπαρξιακής πλήρωσης και εκφραστικής ελευθερίας για όλους - που ήταν μια νέα, διευρυμένη και οραματική επεξεργασία τού σοσιαλιστικού πόθου... 

Ήταν, εν ολίγοις, η υπέρβαση της φι­λελεύθερης γλώσσας των δικαιωμάτων εκείνη που γέννησε και εμψύχωσε τα μεγάλα κινήματα του παρελθόντος, και είναι ακριβώς η οπισθοχώρηση τους σε αυτήν που σηματοδοτεί τη συνθηκολόγη­ση τους με μια καταθλιπτική κοινωνική πραγματικότητα. Πράγμα που, μεταξύ άλλων, σημαίνει ότι πρέπει να σκεφτούμε εκ νέου αυτή την έννοια, στις ιστορικές της μεταμορφώσεις και στις διφορούμενες σημασίες της.


 ΠΗΓΗ δρόμος ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ,Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017       

Ποιος φοβάται την αλήθεια για το flash smelting;

Της Μαρίας Καδόγλου

Πριν από δέκα μέρες, κάτω από ανάρτηση φίλου στο Facebook, έπιασα κουβέντα με υπάλληλο της Ελληνικός Χρυσός ο οποίος, γράφοντας με ψευδώνυμο, αποκαλούσε το συνομιλητή του «βλακάκο» και αράδιαζε όλα τα γνωστά παραμύθια της εταιρείας του σχετικά με την ακαριαία τήξη (flash smelting): οτι η μέθοδος λειτουργεί όσο αρσενικό και αν έχει το συμπύκνωμα, οτι το βεβαιώνει ο Φινλανδός διευθυντής της Outotec, οτι τέτοιο εργοστάσιο υπάρχει ακόμα και στο κέντρο του Αμβούργου κλπ.

Εγώ του έγραψα νούμερα από τις μελέτες της εταιρείας, του έδωσα συνδέσμους σε ξένα άρθρα και εκθέσεις που δείχνουν οτι αυτό που λέει οτι θα κάνει η εταιρεία εδώ δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο, του τόνισα οτι ΕΚΕΙΝΟΣ θα το εισπνεύσει πρώτος το αρσενικό που θα εκλύει το εργοστάσιο και πρώτα εκείνος θα έπρεπε να ανησυχεί. Μάταια βέβαια. Ο άνθρωπος είχε τρικυμία εν κρανίω. Άλλοτε αμφισβητούσε οτι το ποσοστό του αρσενικού θα είναι 8% στο μίγμα Σκουριών-Ολυμπιάδας. (Θέλεις να πούμε 6% του είπα; 5%; Πόσο θέλεις; Δεν αλλάζει τίποτα γιατί με αρσενικό πάνω από 0,5% η μέθοδος δεν τα βγάζει πέρα). Άλλοτε πάλι δεχόταν οτι είναι ψηλό το αρσενικό αλλά «η μέθοδος δουλεύει». Πού δουλεύει, δεν ήξερε να μου πει. Βέβαια για τη σύγχυση στο μυαλό του εργαζόμενου δεν φταίει ο ίδιος αλλά η καλή εργοδότρια εταιρεία που δεν φροντίζει τουλάχιστον να λέει κάθε φορά το ίδιο ψέμμα…

Για να κλείσει η συζήτηση του είπα να ζητήσει από την εταιρεία του δύο πράγματα που μπορούν να αποδείξουν πέραν αμφιβολίας ποιος λέει αλήθεια και ποιος ψέμματα. Και αν τα βρει αυτά τα δύο πράγματα και είναι πράγματι έτσι, εγώ θα το παραδεχθώ και θα ζητήσω συγγνώμη. Συμφώνησε, με τη βεβαιότητα οτι η εταιρεία θα κατατροπώσει τους αμφισβητίες.

Τις επόμενες  μέρες μου έλεγε να περιμένω γιατι «κάνει έρευνα». Tελικά το έβαλε στα πόδια και προσπάθησε να σβήσει και τα ίχνη της συζήτησης. Στην επόμενη εικόνα φαίνομαι να μιλάω μόνη μου, γιατί ο δειλός συνομιλητής μου έσβησε ο,τι είχε γράψει:

Ποιος φοβάται την αλήθεια; Η ερώτηση-πρόκληση είναι ακόμα εδώ και απευθύνεται πλέον στην ίδια την εταιρεία, στον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας κ. Δημητριάδη και στους διάφορους δόκτορες, πανεπιστημιακούς και πρώην ΙΓΜΕ που συμπεριφέρονται ως υπάλληλοί της:
– 1. Υποδείξτε ΜΙΑ επιστημονική μελέτη για επιτυχημένη βιομηχανική εφαρμογή του flash smelting σε συμπύκνωμα με 8% αρσενικό.

– 2. Υποδείξτε ΕΝΑ εργοστάσιο σε όλο τον κόσμο που να κάνει ακαριαία τήξη (flash smelting) σε συμπύκνωμα με 8% αρσενικό. Προσοχή: Ακαριαία τήξη με όλα τα στάδια της διαδικασίας μέχρι την παραγωγή καθαρών μετάλλων και την εξουδετέρωση του αρσενικού, όπως εγκρίθηκε για τη Χαλκιδική.


Δώστε αυτά τα δύο πράγματα στη δημοσιότητα και αν είναι πράγματι έτσι, εγώ και το antigoldgr.org θα το παραδεχθoύμε και θα ζητήσουμε δημόσια συγγνώμη που από το 2013 μέχρι σήμερα κατηγορούμε την εταιρεία για ΑΠΑΤΗ.

[--->]