Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φώτης Τερζάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φώτης Τερζάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Το συριακό διακύβευμα



Αυτό που συμβαίνει σήμερα στη Συρία είναι μια πρόβα παγκοσμίου πολέμου – αν όχι ήδη ένας παγκόσμιος πόλεμος σε μικρογραφία. Βλέπουμε μια ομάδα από τοπικές και παγκόσμιες υπερδυνάμεις να ανταγωνίζονται λυσσαλέα για την κυριαρχία στη Μέση Ανατολή, σ’ έναν πρώτο κύκλο, κάτι που ολοφάνερα λειτουργεί ως πεδίο δοκιμής για την παγκόσμια κυριαρχία, σε δεύτερο κύκλο. Και όσο ο τρέχων συσχετισμός δυνάμεων δεν επιτρέπει την καθαρή επικράτηση κανενός, το δράμα των άμαχων πληθυσμών που εμπλέκονται είναι καταδικασμένο να συνεχίζεται χωρίς διαφαινόμενο τέλος.

του Φώτη Τερζάκη
 (δημοσιεύτηκε στο 14ο τεύχος του περιοδικού «ΖΗΝ» του ThePressProject)

Κανένας φυσικά δεν πρέπει να νιώθει ασφαλής, οσοδήποτε μακριά κι αν βρίσκεται, αν τουλάχιστον βλέπει καθαρά τις προθέσεις που ενεργούν πίσω από το φανερό σφαγείο. Το πόσο προσχηματικός λόγος ήταν η «ισλαμική απειλή» τού ISIS φαίνεται καθαρά από το γεγονός ότι η πρακτική εξουδετέρωση του τελευταίου, που είναι πια δεδομένη, διόλου δεν οδηγεί σε προοπτικές ειρήνευσης αλλ’ απεναντίας κλιμακώνει την αναμέτρηση.

Δικαιωματισμός,η γεροντική αρρώστια των κοινωνικών κινημάτων



 

Του Φώτη Τερζάκη


Πολύς λόγος γίνεται σήμερα για την αποτυχία και καταβύθιση της Αριστεράς, και η βαθιά συνειδητοποίηση του γεγονότος μοιάζει να συντρίβει πολλές συνειδήσεις. Στην πραγματικότητα, για ένα εγρήγορο κομμάτι τού κινηματικού κόσμου η συνειδητοποίηση αυτή είχε γίνει πολύ νωρίτερα, ήδη στη δεκαετία του '6ο.

Το τραγικό γεγονός τού οποίου γινόμαστε μάρτυρες σήμερα είναι μάλλον η αποτυχία εκείνου που τότε, στη δεκαετία του'60 και του 70, φάνηκε για μία στιγμή ότι έπαιρνε τη σκυτάλη της κοινωνικής αμφισβήτησης και του οραματισμού μιας αληθινά νέας κοινωνίας από τα χέρια μιας ήδη συνθηκολογημένης Αριστεράς: των λεγόμενων νέων κοινωνικών κινημάτων (γυναικείο, ομοφυλόφιλο, αντιψυχιατρικό, αντιρατσιστικό, οικολογικό, κ.ά.) που βρέθηκαν προς στιγμήν στην πρώτη γραμμή των αντικαπιταλιστικών αγώνων στον μητροπολιτικό κόσμο. 

Η καινοτομία αυτών των κινημάτων, σε σύγκριση με το παλαιότερο εργατικό, ήταν ότι γέννησαν μια πολύ πιο καθολική ιδέα της κοινωνικής αλλαγής συνδέοντας για πρώτη φορά τις μείζονες όψεις τής πολιτικής (ζητήματα πολιτειακής διαχείρισης και γεωπολιτικών επιλογών) με τις ελάσσονες (ζητήματα διαπροσωπικών σχέσεων και άτυπων μορφών εξουσίας σε μικρές συλλογικότητες). 

Στα τέλη τής δεκαετίας του 70, καθώς το μοντέλο του καπιταλισμού άλλαζε άρδην οδηγώντας στην άβυσσο όλες τις επαναστατικές επιδιώξεις τής προηγούμενης δεκαετίας (και όχι μόνο στις μητροπόλεις αλλά επίσης στον υπόλοιπο, μόλις αποαποικιοποιημένο κόσμο), τα κινήματα αυτά ήταν σε ραγδαία υποχώρηση στα τέλη τής δεκαετίας του '8ο ήταν αληθινά κουφάρια και μόνο ένα είδος φιλολογίας έμενε πίσω τους, αφομοιούμενη όλο και περισσότερο από τα πανεπιστημιακά γκέτο.

 Εκτός της  ακαδημίας, η γλώσσα αυτή κατακάθιζε σε ένα είδος αντεστραμμένου πουριτανισμού τον οποίον αποκαλούμε, σχεδόν ευφημιστικά, πολιτική ορθότητα- και η έμπρακτη πολιτική του μετάφραση ήταν  ένα είδος δικαιωματισμού που είχε ως βασικό μέλημα να εξασφαλίσει αναγνώριση  και να κατοχυρώσει δικαιώματα εντός τής υπάρχουσας κοινωνίας, λίγο-πολύ στη μορφή μιας διευρυμένης επιτρεπτικότητας.

Πράγματι, από τη δεκαετία του '7ο και μετά οι κοινωνίες μας έγιναν πολύ πιο επιτρεπτικές, πολύ πιο ανεκτικές στη λεγόμενη διαφορά, υπό τον όρον  όχι απλώς να μη θίγεται η θεμελιώδης εμπορευματική    τους δομή, αλλά και όλες οι διεκδικήσεις(και οι συνακόλουθες «αναγνωρίσεις») να αρθρώνονται αποκλειστικά με τους   δικούς της όρους: τα «κοινωνικά κινήματα» γίνονταν αντιληπτά κατ' αναλογίαν των ανταγωνιστικών δρώντων μέσα στην εμπορευματική αγορά, και τα «δικαιώματα» που εξασφάλιζαν ήταν επιβραβεύσεις για την-ούτως ή άλλως  κλονισμένη για δομικούς λόγους, οφειλόμενους σε εξελίξεις τις οποίες τα ίδια αυτά «κινήματα» είχαν πλέον αφήσει έξω από το πεδίο τού ενδιαφέροντος τους-καταναλωτική συμμετοχή.

Δεν χρειάζεται να πω ότι η διαδικασία αυτή συνεχίζεται μέχρι σήμερα, παίρνοντας όλο και πιο παραληρηματικές διαστάσεις (και δεν έχω εδώ τον χώρο να μιλήσω με παραδείγματα, αλλά όλοι  καταλαβαίνουν νομίζω τι πράγμα εννοώ).

 Η διάσταση ανάμεσα στη ρητορική και τις έμπρακτες πραγματικότητες έχει προσλάβει στις κοινωνίες μας όντως ψυχωτικές διαστάσεις, πράγμα που με τη σειρά του λειτουργεί ως το πιο απο­τελεσματικό παραλυτικό μιας μεστής νοήματος πολιτικής δράσης. Αν εν πάση περιπτώσει κάποιοι νιώθουν πως αυτό που βιώνουμε σήμερα εκπληρώνει ό,τι ήταν αντικειμενικά εκπληρώσιμο από τα αιτήματα του '6ο, θα ήταν καλό να συνειδητοποιήσουν ότι βαδίζουμε ακό­μα τυφλά, χωρίς διαφαινόμενη διέξοδο, στους πιο σκοτεινούς, δαιδαλώδεις και ατέρμονους αντίποδες του '6ο. 

Κρίνοντας αναδρομικά όλη αυτή την οπισθοβατική πορεία, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι, αν αυτά τα κινήματα στο ξε­κίνημα τους έφεραν στο εσωτερικό τής επαναστατικής θεωρίας και πρακτικής μια εικονοκλαστική σύνδεση του πολιτικού με το προσωπικό (ή της μείζονος πολιτι­κής με το μικροπολιτικό), η αποτυχία τους έγκειται στο ότι καθ' οδόν έχασαν τη σύνδεση με -και το ενδιαφέρον για  τη μείζονα πολιτική, τις εξελίξεις στην οικονομική, την κρατικοδιαχειριστική και τη γεωπολιτική σφαίρα, επικεντρούμενα όλο και πιο περιορισμένα, ομφαλοσκοπικά και ασφυκτικά στις λεγόμενες ιδιαιτε­ρότητες, όπου το «προσωπικό» γίνεται έμβλημα της κατακερματισμένης ατο­μικότητας και η επιμέρους διεκδίκηση άλλοθι του κοινωνικού συμβιβασμού.

 Εν ολίγοις, απέτυχαν κατά τρόπο αντίθετο -και συμμετρικό- μ' εκείνον του παλαι­ότερου εργατικού κινήματος, το οποίο στην πορεία ανάπτυξης και πολιτικής του οργάνωσης έχασε την επαφή με τη μικρο­πολιτική σφαίρα: αγνόησε επικίνδυνα -ή και είδε ευθέως εχθρικά- τα ζητήματα μικρο-εξουσίας στις σχέσεις μεταξύ των φύλων, τις οικογενειακές σχέσεις, τις ίδιες τις επαναστατικές συλλογικότητες, με αποτέλεσμα να αναπαράγει διαρκώς στο εσωτερικό του, και αναπότρεπτα στους ίδιους τούς οργανωτικούς του σχηματι­σμούς, δομές κυριαρχίας χαρακτηριστικές τού κόσμου τον οποίον αντιμαχόταν... 

Υπάρχει ωστόσο ένα κοινό χαρακτηριστικό στην πορεία ανάπτυξης του εργατικού κινήματος και των λεγόμενων νέων κοι­νωνικών κινημάτων: το ότι και το μεν και ία δε συγκροτήθηκαν στην πρώτη τους φάση ως κινήματα πολιτικών δικαιωμά­των. Μπορεί εδώ να σκεφτεί κάποιος το κινημάτων Χαρτιστών στη Βρετανία τουι83θ, ως αντιπροσωπευτικότερο μιας ολόκληρης σειράς προσπαθειών για συν­δικαλιστική οργάνωση και πολιτική συμ­μετοχή εκ μέρους τής συγκροτούμενης εργατικής τάξης στην Ευρώπη· το κίνημα για τα δικαιώματα των γυναικών που ξεκίνησε ήδη στις τελευταίες δεκαετί­ες τού δέκατου ένατου αιώνα και για μια μεγάλη περίοδο πήρε τη μορφή τού αγώνα συμμετοχής στην καθολική ψηφο­φορία· το κίνημα για τα δικαιώματα των Μαύρων στις μεταπολεμικές ΗΠΑ, που στο μεγαλύτερο μέρος του διεκδικούσε ισότιμη νομική μεταχείριση με τον λευκό πληθυσμό, κ.ο.κ.

 Το εργατικό κίνημα όμως έγινε κίνημα με την πλήρη σημα­σία τού όρου μετά τις επαναστατικές δο­νήσεις τού 1848, όταν, υπερβαίνοντας το φιλελεύθερο πλαίσιο των πολιτικών δικαιωμάτων, κυοφόρησε στα σπλάχνα του την ιδέα μιας καθολικής αλλαγής τής κοινωνίας, με άρση των υφιστάμενων σχέσεων παραγωγής και ιδιοκτησίας και με τη δημιουργία νέων, εξισωτικών και αλληλέγγυων μορφών παραγωγής και συλλογικής οργάνωσης... 

Αντίστοιχα, τα κοινωνικά κινήματα που συζητάμε συναντήθηκαν μεταξύ τους στη δεκαετία του '6ο μέσα σε ένα κοινό φαντασιακό όραμα, πέρ' από τις επιμέρους ανάγκες και διεκδικήσεις που τα γέννησαν, επί­κεντρο του οποίου ήταν η αξίωση ενός κόσμου απαλλαγμένου από τη στέρηση, την κυριαρχία και κάθε μορφής ξένωση (αλλοτρίωση), ενός κόσμου ισότητας και υλικής (μη καταναλωτικής) αφθονίας, υπαρξιακής πλήρωσης και εκφραστικής ελευθερίας για όλους - που ήταν μια νέα, διευρυμένη και οραματική επεξεργασία τού σοσιαλιστικού πόθου... 

Ήταν, εν ολίγοις, η υπέρβαση της φι­λελεύθερης γλώσσας των δικαιωμάτων εκείνη που γέννησε και εμψύχωσε τα μεγάλα κινήματα του παρελθόντος, και είναι ακριβώς η οπισθοχώρηση τους σε αυτήν που σηματοδοτεί τη συνθηκολόγη­ση τους με μια καταθλιπτική κοινωνική πραγματικότητα. Πράγμα που, μεταξύ άλλων, σημαίνει ότι πρέπει να σκεφτούμε εκ νέου αυτή την έννοια, στις ιστορικές της μεταμορφώσεις και στις διφορούμενες σημασίες της.


 ΠΗΓΗ δρόμος ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ,Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017       

Τι σώζεται από την καταστροφή των σημασιών ;




Η αντεπανάσταση στη δυτικοευρωπαϊκή ιδεολογία



 του Φώτη Τερζάκη

Ας μου επιτραπεί να ξεκινήσω αυτή τη φορά με ένα ανέκδοτο. Ένας τουρίστας περιφέρεται στην παλιά Πράγα, και βλέπει μια βιτρίνα με ρολόγια. Μπαίνει στο κατάστημα, και ρωτάει τον ηλικιωμένο Εβραίο που στέκεται πίσω από τον πάγκο:
 - Μπορώ να δω ένα ρολόι χειρός;
-Δεν πουλάμε ρολόγια εδώ, κύριε.
 - (Σαστισμένα) Και τί κάνετε δηλαδή;
 - Περιτομές!
- Ναι, αλλά στη βιτρίνα...
 - Και τι θέλατε να κρεμάσουμε στη βιτρίνα, κύριε;

Από εδώ πάμε εύκολα στη μαρξιστική έννοια της ιδεολογίας. Σε αντίθεση με την τρέχουσα περιγραφική χρήση τού όρου - την οποία, παρεμπιπτόντως, υιοθετούν και πολλοί mainstream κοινωνιολόγοι. Στη γλώσσα του Μαρξ ο όρος είχε την ιδιάζουσα έννοια της ψευδούς συνείδησης, κατά την εξής σημασία: αντεστραμμένη αντανάκλαση ενός συνόλου πραγματικών σχέσεων μέσα στη συνείδηση , έτσι ώστε να συγκαλύπτονται, και να δικαιολογούνται, υλικές σχέσεις ανισότητας και κυριαρχίας που είναι συστατικές της υπό αναπαράστασιν πραγματικότητας (π.χ. στον τίτλο του νεανικού χειρογράφου των Μαρξ και Ενγκελς, Η γερμανική ιδεολογία). Αυτό βεβαίως ορίζει και τον τρόπο εργασίας της κριτικής σκέψης: πρέπει να ξεκινάει πάντα από την ιδεολογία, να φέρνει στο φως τις αντιφάσεις και τις συγκαλύψεις της, προκειμένου να φτάσει εν συνεχεία στο ίδιο το συγκεκαλυμμένο: τις πραγματικές σχέσεις κυριαρχίας.

 Το καταλάβαινε προφανώς από τη δική του σκοπιά και με τους δικούς του εμπειρικούς όρους ο Μακιαβέλι, πάνω από τρεις αιώνες νωρίτερα, όταν συνιστούσε στον υποθετικό ηγεμόνα του τις «αναγκαίες αποκρύψεις» - εκείνες που θα εξασφαλίσουν τη συναίνεση εκ μέρους των υπηκόων που θέλει να κυβερνήσει και πολύ νωρίτερα, όπως φαίνεται, ήταν καθαρό στον Πλάτωνα, ο οποίος προτείνει τολμηρά στους άρχοντες-φιλοσόφους της Πολιτείας του το γενναίον ψεύδος (να αποδίδεται δηλαδή σε μια υποτιθέμενη «φύση» των ανθρώπων εκείνο που είναι αποτέλεσμα του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας)...
Όμως η μαρξιστική έννοια της ιδεολογίας περιέχει κάτι περισσότερο: δεν δηλώνει απλώς τα συνειδητά ψεύδη που μετέρχεται η εξουσία, τις εσκεμμένες παραπλανήσεις της με στόχο τη χειραγώγηση των μαζών, αλλά τα ψεύδη που κι οι ίδιοι οι εξουσιαστές λένε στον εαυτό τους, έτσι ώστε να πείθονται για τη «φυσικότητα» της θέσης και των προνομίων τους - προκειμένου να ποριστεί το ηθικό έρεισμα, σαν να λέμε, που τους καθιστά ικανούς να ανταπεξέλθουν στον ρόλο τους. Εξού και η επιστημολογική αξία της ιδεολογίας για τη μαρξική συλλογιστική: εμπεριέχει κρυμμένες μέσα της τις αληθινές κοινωνικές σχέσεις που ο κριτικός στοχαστής αναζητά, τις οποίες θα βρει αποκρυσταλλωμένες στην ίδια της τη δομή, «διαρρηγνύοντάς» την, για να το πούμε έτσι.

Αυτό σημαίνει ότι κάθε κοινωνικά εδραιωμένο σύστημα κυριαρχίας είναι υποχρεωμένο να παράγει μορφές λόγου και αξιών: η διασφάλιση και διαιώνισή του εξαρτώνται όχι πρωτίστως από μηχανισμούς αστυνομικής/στρατιωτικής βίας, που από μόνοι τους θα ήταν ένδειξη μάλλον αστάθειας και αδυναμίας, αλλά από τη δύναμή του να εκβιάζει συναινέσεις - από τον βαθμό στα οποίον οι κυριαρχούμενες τάξεις ή ομάδες, μπορούν να συμμεριστούν τις αξίες και τις σημασίες των κυρίαρχων (ό,τι ακριβώς ο Γκράμσι ονόμαζε ηγεμονία και αυτό ισχύει εξίσου, βέβαια, για το νεωτερικό κεφαλαιοκρατικό σύστημα. Οι διαφωτιστικές Θεωρίες τού Φυσικού Δικαίου, ο Γερμανικός Ιδεαλισμός, ωφελιμισμός κι ο επιστημονικός Θετικισμός υπήρξαν μερικές από τις μεταμορφώσεις της «κυρίαρχης ιδεολογίας των αστικών-κεφαλαιοκρατικών τάξεων  μέχρι τις ημέρες μας - μεταφραζόμενες όλες σε ένα σύνολο εκλαϊκευμένων ιδεών-αξιών που καθοδηγούσαν τη ζωή αναρίθμητων ανθρώπων στον κόσμο.
                                                                    **********
Μέχρι τις ημέρες μας... Γιατί το εκπληκτικό που συμβαίνει τούτη τη στιγμή (τουλάχιστον μετά το 1991), είναι ότι αυτή η παραγωγή ηγεμονικής ιδεολογίας, με ό,τι κανονικά σήμαινε ο όρος έχει στερέψει!
Καμία απόπειρα έλλογης δικαιολόγησης των αποφάσεων που διακυβεύουν τον κόσμο μας δεν ηχεί πλέον πειστική, και οι ίδιοι οι κρατούντες μοιάζουν να έχουν παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια συγκάλυψης της ωμής, απερίφραστης και προκλητικά αυθαίρετης ισχύος: οτιδήποτε λέγεται από επίσημα χείλη έχει τον βαθμό λογικής συνέπεια του προλεχθέντος ανεκδότου, και από κανέναν δεν αναμένεται να παρθεί στα σοβαρά.
Η μεθοδευμένη καταστροφή το σημασιών έχει γίνει θεμελιώδες στρατήγημα των κυρίαρχων ελίτ, το μόνο που απομένει στο ρεπερτόριο εκείνο οι οποίοι γνωρίζουν ότι δεν μπορούν πια να βασιστούν σε τίποτε άλλο από τη σκέτη δύναμη καταναγκασμού που διαθέτουν.
Και προτελευταία στιγμή σε αυτή την εξέλιξη, ήταν η προσπάθεια να Θεωρητικοποιηθεί ένα πραξικόπημα κατά των σημασιών/αξιών ως τέτοιων υπό τη μορφή «φιλοσοφικής» χειρονομίας (ό,τι ονόμασαν με τον αμήχανο όρο μεταμοντέρνο) . Το παράδοξο που έχει προκύψει είναι ότι η πάλη των τάξεων (αν ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμα, και καταλαβαίνουμε σε τι ακριβώς ανταποκρίνεται) δεν αντιστοιχεί πλέον σε πάλη μεταξύ αντιτιθέμενων αξιών, όπως συνήθως  συνέβαινε ως τώρα στην ιστορία. Μεταφράζεται μάλλον σε πάλη μεταξύ αξιών, εν γένει, και αξιακού μηδενισμού.

 Αν κάτι μπορεί να ονομαστεί ακόμα κυρίαρχη ιδεολογία, είναι ο μηδενισμός στην πιο απροκάλυπτη μορφή του (θα μπορούσα επίσης να το πω «το στρατήγημα Ντεριντά»: να χρησιμοποιούνται οι λέξεις ειρωνικά, ενάντια στο ίδιο τους το νόημα). Προφανώς, το ιδίωμα των αξιών εγείρει καχυποψία σε όλους τους κύκλους οργανωμένων συμφερόντων και αποθαρρύνεται, διότι υπάρχει πάντα η υπόνοια ότι οδηγεί σε αμφισβήτηση της επικρατούσας τάξης πραγμάτων. Και είναι σωστό. Η γλώσσα των αξιών οδηγεί κατ' ανάγκη - περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, περισσότερο ή λιγότερο εσκεμμένα - στην προεικόνιση ενός δυνητικού μέλλοντος που (οφείλει να) είναι καλύτερο από το παρόν•και υπό τις επικρατούσες συνθήκες κάθε λυτρωτική απεικόνιση μέλλοντος οδηγεί αναπόδραστα τούς ανθρώπους σε κάποια - περισσότερο ή λιγότερο επεξεργασμένη, με αυτό ή με άλλο όνομα - μορφή σοσιαλιστικής απόβλεψης.

 Για όσους λοιπόν αυτή η απόβλεψη είναι συνειδητή, το καθήκον μιας κριτικής της ιδεολογίας σήμερα έχει πρωτίστως το νόημα μιας μετωπικής αντιπαράθεσης με τον αξιακό μηδενισμό (μία όψη του οποίου είναι η λατρεία της τεχνικής αποτελεσματικότητας, το θετικοεπιστημονικό σκέπτεσθαι). Και αυτό σημαίνει, επίσης, ένα τιτάνιο έργο διάσωσης των σημασιών από τη μεθοδευμένη φθορά: επανασύνδεσης της γλώσσας των εννοιών με το στέρεο έδαφος των αναφερομένων τους, ανάληψη των εδραιωμένων ιστορικών τους σημασιών μέσα σε κάθε απόπειρα αναπροσδιορισμού τους, επεξεργασία των εξακολουθητικά ανεκπλήρωτων επιθυμιών και αναγκών μας σε όσο το δυνατόν έλλογη αξιακή μορφή, οικουμενικά υποστηρίξιμη... 
Διότι, όσοι μοχθούν αυτή τη στιγμή να ανατρέψουν τις κτηνώδεις παγκόσμιες ανισότητες που τους συντρίβουν, την τρομακτική υπεροπλία σε κάθε επίπεδο που διαθέτουν οι συνασπισμένοι εχθροί της ανθρωπότητας, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου να βρουν την αχίλλειο πτέρνα τους: και αυτή είναι προπαντός, πιστεύω, η αξιακή/νοηματική τους χρεοκοπία – η έσχατη αφασία τους