Τελικά, όντως μας ψεκάζουν…


Αξεπέραστη περίπτωση εθελοντικής διάσωσης τράπεζας, στην ταινία του Φρανκ Κάπρα "Μια υπέροχη ζωή" (1946). Εκεί να δείτε ψεκασμένους...



Το πρόβλημα με τις κρίσεις και τους -φαύλους, ομαλούς ή ανώμαλους- κύκλους τους είναι ότι τα θύματά τους, όσα τουλάχιστον παραμένουν ζωντανά, πλήττονται από το σύνδρομο της Ωραίας Κοιμωμένης. Ξυπνούν και δεν θυμούνται τίποτα. Δεν θυμούνται πώς ξεκίνησαν όλα. Ποιος τους σβούριξε τη ροπαλιά που τους έριξε ξερούς; Ποιος τους χτύπησε την παραμύθα στη φλέβα και τους βύθισε στον μεγάλο ύπνο;

Φέρ’ ειπείν: από αύριο υποτίθεται πως τελειώνουμε οριστικά με τα κάπιταλ κοντρόλ (οι κοινοί θνητοί έχουμε καθαρίσει προ έτους, αλλά ας πούμε πως έπεσε και το τελευταίο οχυρό). Η κυβέρνηση μας καλεί να ανοίξουμε σαμπάνιες. Ασφαλείς πληροφορίες αναφέρουν ότι σκέπτεται να καθιερώσει την ημερομηνία 1η Σεπτεμβρίου ως τρίτη εθνικοαπελευθερωτική επέτειο, μετά την 25η Μαρτίου και την 28η Οκτωβρίου, καθότι υπεράνω όλων πατρίς οι τράπεζες και έσχατα σύνορά της τα γκισέ, τα ATM και το e-banking.

Κάπιταλ κοντρόλ τέλος, λοιπόν, αλλά στο μεταξύ έχουμε ξεχάσει τα βασικά: ποιος τα επέβαλε, υπέρ ποιου και σε βάρος ποιου. Κι οφείλω να αναγνωρίσω στον Βαρουφάκη -που κατά τα λοιπά μπορούμε να του καταλογίζουμε πολλά, πέραν της επιχείρησης εξαφάνισης των «ν» από το αλφάβητο- ότι μας θύμισε το στοιχειώδες: ήταν η ΕΚΤ, το ευρωσύστημα, η δικτατορία Φρανκφούρτης-Βρυξελλών που επέβαλαν την τιμωρητική ασφυξία, τη νομισματική τρομοκρατία του ELA – και όχι του ΕΛΑ. Και δη όχι στις 29 Ιουνίου του 2015, αλλά πολύ νωρίτερα, από τον Γενάρη του ίδιου χρόνου. Στην πραγματικότητα ακόμη νωρίτερα, τουλάχιστον από το 2010, όταν έγιναν εμψυχωτές της τεράστιας φυγής κεφαλαίων από τις ελληνικές προς τις γερμανικές, τις γαλλικές και άλλες τράπεζες. Κι όταν επέβαλαν σε μας να γίνουμε ακούσιοι χορηγοί της εγχώριας τραπεζοκρατίας, φορολογικά υποζύγια της διάσωσής της με τις αλλεπάλληλες ανακεφαλαιοποιήσεις.
Αυτά τα στοιχειώδη φάνηκε να έχει κατανοήσει η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας το 2015, όταν με απροσδόκητη ψυχραιμία, χωρίς υστερίες και πανικούς, στήθηκε υπομονετικά στις ουρές για το κατά κεφαλήν 60άρι της μέρας, 24ωρα πριν πάει στην κάλπη και ρίξει με πείσμα «όχι» (η τύχη του οποίου είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία, ας μην την πιάσουμε τώρα). Κι η ψυχραιμία των πολλών προ του ολέθρου των κάπιταλ κοντρόλ, σημάδι πως μάλλον δεν μας ψέκασαν ή πως τα ψεκάσματα ήταν ληγμένα, ήρθε σε χτυπητή αντίθεση με το αθόρυβο, ακήρυχτο, ακατάγγελτο bank run, με το οποίο η κραταιά ελληνική ολιγαρχία, η περιούσια μεσαία τάξη και η παρασιτική γραφειοκρατία επί πέντε χρόνια στράγγιξαν, εξαφάνισαν και ξαπόστειλαν στο εξωτερικό καταθέσεις 150 δισ. ευρώ, χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Αλλά αυτή η βασική ιστορία έχει ξεχαστεί, έχει εξαφανιστεί. Οπότε τελικά μάλλον μας ψεκάζουν.

Μας ψεκάζουν, δεν εξηγείται αλλιώς, γιατί από τη συλλογική μας μνήμη κοντεύει να εξαφανιστεί και η άλλη βασική αλήθεια: ότι δεν ήταν οι τράπεζες τα θύματα της κρίσης, αλλά η αιτία τους - μία από τις αιτίες τους, για να είμαστε ακριβείς. Οτι το 2007, όταν έσκασε η αμερικανική φούσκα των τοξικών ενυπόθηκων δανείων που με κανιβαλική χαρά είχαν αγοράσει όλες οι καθωσπρέπει τράπεζες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των ευρωζωνικών, όλες οι καθωσπρέπει κυβερνήσεις του κόσμου, νεοφιλελεύθερες ή σοσιαλφιλελεύθερες, έσπευσαν να σώσουν τις τράπεζες φιλοδωρώντας τες τουλάχιστον με 10 τρισ. δολάρια σε Ασία, Ευρώπη κι Αμερική. Μετέτρεψαν έτσι πρόθυμα, σε 2-3 χρόνια, το τραπεζικό χρέος σε δημόσιο, το οποίο πληρώσαμε και θα πληρώνουμε εμείς, τα παιδιά μας, τα εγγόνια, τα δισέγγονα, τα τρισέγγονά μας. Δεν είναι σχήμα λόγου, τουλάχιστον για τη μεταμνημονιακή Ελλάδα, αλλά η κυριολεξία που προκύπτει από τη λήξη του ελληνικού χρέους το 2060 ή τη λήξη του Υπερταμείου κάπου στα 2114 μ.Χ., όταν ο Αρης θα έχει εποικιστεί, η Σελήνη θα έχει γίνει Μύκονος του επόμενου αιώνα και η Ε.Ε. θα έχει συρρικνωθεί σε ασήμαντη υποσημείωση στα βιβλία της Ιστορίας.

Μας ψεκάζουν, και προφανώς εισπνέουμε το ψέκασμα αδιαμαρτύρητα. Γιατί πώς αλλιώς να εξηγηθεί ότι έχουμε ξεχάσει εντελώς ότι το τραπεζικό σύστημα, που ανυποψίαστοι διασώζουμε, στην ουσία δεν υπάρχει εδώ και χρόνια. Χελόου! Πίστη σημαίνει πίστωση, αλλά εδώ και οκτώ χρόνια είμαστε η μόνη χώρα στον κόσμο που δεν χορηγεί δάνεια. Σώζουμε κάτι που δεν υπάρχει. Ή υπάρχει μόνο για τον εαυτό του και τους ελάχιστους ακολούθους του. Το τραπεζικό σύστημα υπάρχει γιατί εμείς εξακολουθούμε να παίζουμε τον ρόλο των πιστωτών του. Ανεχόμαστε μια τεράστια πολιτική απάτη που κατάπιε ακόμη και τον πιο άγριο θυμό μας.

ΟΚ, καταλαβαίνω πως χάσαμε. Χάσαμε ποικιλοτρόπως. Αλλά δεν υπάρχει λόγος ούτε να ξεχάσουμε ούτε να το χάσουμε.

Ποιος είναι ήρωας, ποιος παράνομος;


  


Από το Θανάση Σκαμνάκη



Αν κανείς νομίζει πως η πολιτική είναι μόνο συνθήματα, καθαρές ανατροπές και αίθρια σαφή τοπία, όπου όποιος χαμογελά είναι με τους καλούς και όποιος είναι στυφός είναι με τους άλλους, αρκεί να κοιτάξει την πραγματικότητα.

Πολλές ιδέες, πολύπλοκες σχέσεις, αντιφάσεις, πολλά χαμόγελα από στυφές απόψεις και ιδέες. Μπορεί όλα να ανάγονται στο βασικό, αλλά μεταξύ του βασικού και των επί μέρους παρεμβάλλονται τόσα, τόσες δολιχοδρομίες, τόσο σκοτεινά τούνελ, δυσπρόσιτες περιοχές, ώστε ζαλίζεται ο απλοϊκός νους και παραδίδεται, είτε στην αδιαφορία, δεν είναι για μένα αυτά ας έρθουν όπως νάναι, είτε στην μονοσήμαντη παραδοχή, προς τη μια κατεύθυνση, έτσι τα βρήκαμε, έτσι θα είναι, αυτή είναι η φύση του ανθρώπου και η τάξη των πραγμάτων, είτε προς την άλλη, το μόνο είναι η ανατροπή, δεν υπάρχουν αποχρώσεις, πέντε, δέκα, είκοσι κόμματα αλλά δυό πολιτικές.

Οι διαπιστώσεις αυτές τόσο αφορούν γενικές λειτουργίες κομμάτων, κινήσεων, ρευμάτων της εποχής μας, συμπεριφορές και αντιδράσεις ατόμων, όσο και υπογραμμίζουν την ανάγκη μιας συμπεριφοράς που δεν θα υποτιμά τα επί μέρους, θα ασκεί πολιτική, θα συμμαχεί και θα συγκρούεται, θα θέτει προτεραιότητες και θα παραμένει ενεργή και έτοιμη σε κάθε μέτωπο της πάλης που δημιουργεί αυτή η πολλαπλή πραγματικότητα (τουτέστιν δεν θα διαφεύγει από εκείνα που δεν είναι στον προγραμματισμό της!). Και πρωτίστως, μέσα σε όλα αυτά, θα μπορεί να αναγνωρίζει, να προβάλλει και να υπερασπίζεται το κύριο.

Το σχόλιο αφορά και την τωρινή επικαιρότητα. Ο Μακρόν, επί παραδείγματι, βγαίνει ο κύριος αντίπαλος του Μπολσονάρο για την καταστροφή του Αμαζονίου και την υπεράσπιση του περιβάλλοντος. Τα ύστερα του κόσμου!…

Κι η δήμαρχος του Παρισιού Αν Ινταλγκό (Anne Hidalgo) απονέμει τιμητικό μετάλλιο στην Πία Κλεμπ (Pia Klemp) για τη στάση της απέναντι στους μετανάστες. (Μέρος αυτών των μεταναστών προέρχονται από την Τυνησία και τη Λιβύη τις οποίες βομβάρδισε και διέλυσε η γαλλική κυβέρνηση).

Η Πία Κλεμπ είναι η πλοίαρχος των πλοίων Iuventa και Sea Watch 3 (μαζί με την Καρόλα Ρακέτε), που έχουν σώσει χιλιάδες μετανάστες στη Μεσόγειο. Και η οποία αποδεικνύει πως μπορεί να υπερασπίζεται το κύριο.

Η απάντησή της εγγράφως στην απόφαση της δημάρχου είναι σαφής:

“Παρίσι, σ‘ αγαπώ”, έγραφε στην απάντησή της. “Σ’ αγαπώ για όλους τους ελεύθερους και αλληλέγγυους ανθρώπους που ζουν εντός σου και που αγωνίζονται για την ελευθερία κάθε μέρα, όρθιοι, αγκαλιασμένοι, μοιράζοντας κουβέρτες, φιλία και αλληλεγγύη. Σ‘ αγαπώ γι‘ αυτούς που μοιράζονται τα σπίτια τους, την αγάπη τους και τους αγώνες τους καθημερινά, χωρίς να νοιάζονται για την εθνικότητα του διπλανού τους ή αν έχει χαρτιά ή όχι”.

“Κυρία Hidalgo, θέλετε να με παρασημοφορήσετε για την αλληλέγγυα δράση μου στη Μεσόγειο, επειδή τα πληρώματά μας εργάζονται καθημερινά για να σώζουν μετανάστες μέσα σε δύσκολες συνθήκες. Την ίδια στιγμή, η αστυνομία σας κλέβει τις κουβέρτες ανθρώπων που αναγκάζονται να ζουν στους δρόμους, ενώ καταστέλλετε διαδηλώσεις και αντιμετωπίζετε σαν εγκληματίες όσους υπερασπίζονται τα δικαιώματα των μεταναστών και των αιτούντων άσυλο. Θέλετε να μου δώσετε ένα μετάλλιο για πράξεις που καταπολεμάτε μέσα στα τείχη σας. Είμαι βέβαιη ότι δεν θα εκπλαγείτε που θα με δείτε να αρνούμαι το παράσημο Grand Vermeil.

Παρίσι, δεν είμαι μία ανθρωπίστρια. Δεν είμαι εδώ για να «βοηθήσω». Στέκομαι δίπλα σου. Δεν χρειαζόμαστε παράσημα. Δεν χρειαζόμαστε εξουσίες που να αποφασίζουν ποιος είναι «ήρωας» και ποιος είναι «παράνομος». Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει λόγος να το κάνουμε αυτό επειδή είμαστε όλοι ίσοι.

Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ελευθερία και δικαιώματα.
  


Είναι καιρός να καταγγείλουμε τις υποκριτικές τιμές και να καλύψουμε το κενό με την κοινωνική δικαιοσύνη.

Είναι καιρός να πετάξουμε μακριά όλα τα μετάλλια και να γίνουν δόρατα της επανάστασης! Χαρτιά και στέγη για όλους! Ελευθερία κίνησης και εγκατάστασης!”

Ξέρω πως εμπλέκονται οι ΜΚΟ, για την ακρίβεια πολλές ή και οι πιο πολλές, με περίεργα σχέδια, αλλά η απάντηση της Πία Κλεμπ στη δήμαρχο είναι ένα διαμάντι ανάλογο με εκείνα που κοσμούν το ανθρώπινο σύμπαν: την άρνηση του Ζαν Πολ Σαρτρ να πάρει το Νόμπελ Λογοτεχνίας και την ενέργεια του Μάρλον Μπράντον που έστειλε την ινδιάνα φίλη του να παραλάβει το Όσκαρ, διαμαρτυρόμενος για την παραβίαση των δικαιωμάτων των ινδιάνικων φυλών.

Επί πλέον το θέμα είναι επίκαιρο ούτως ή άλλως, αλλά αποχτά και μια ειρωνική απόχρωση όταν εμφανίζεται τις ίδιες μέρες που οι σιδερόφρακτοι ιππότες της ελληνικής κυβέρνησης αποφασίζουν να φέρουν το νόμο και την τάξη στα Εξάρχεια εκκενώνοντας κτίρια από μετανάστες, γυναίκες και παιδιά.