25Η ΜΑΪΟΥ 1976


Ο ΝΟΜΟΣ 330 ΚΑΙ Η 25Η ΜΑΪΟΥ 1976





Η πτώση της δικτατορίας, τον Ιούλιο 1974, έφερε στην επιφάνεια το σύνολο των κοινωνικών αντιθέσεων που συσσωρεύονταν επί χρόνια, αλλά την εκδήλωσή τους, με τη μορφή της ανοιχτής ταξικής αντιπαράθεσης, εμπόδιζε το καθεστώς βίας και τρόμου που είχε επιβάλει η στρατιωτική Χούντα. Παρ’ ό,τι η αλματώδης μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη απογείωσε την κερδοφορία του ελληνικού κεφαλαίου, το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων εξακολουθούσε να βρίσκεται μεταξύ των χαμηλότερων στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών.

Η μεταπολίτευση, με την αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αλλά και την κατάργηση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης που είχε επιβληθεί από την περίοδο του Εμφυλίου, ελάχιστα επηρέασε το συνδικαλιστικό κίνημα.

Καθεστώς εξαίρεσης και εργατικές αντιστάσεις

Αν και ανασυστάθηκαν οι οργανώσεις που είχαν διαλυθεί μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, καθαιρέθηκαν οι διορισμένες χουντικές διοικήσεις στις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες οργανώσεις, και αποκαταστάθηκε το δικαίωμα στην απεργία, οι νέες διοικήσεις που διορίστηκαν (και κατόπιν εκλέχτηκαν μέσα από παράτυπες διαδικασίες) σε Εργατικά Κέντρα, Ομοσπονδίες, ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, αποτελούνταν, κυρίως, από πρόσωπα φιλικά προσκείμενα στην κυβέρνηση Καραμανλή. Έξω από τις δευτεροβάθμιες οργανώσεις και τη ΓΣΕΕ εξακολουθούσαν να παραμένουν οι περισσότερες από τις μαζικές οργανώσεις που ελέγχονταν από τις δυνάμεις της Αριστεράς, ενώ σχεδόν τίποτα δεν άλλαξε στο καθεστώς εργοδοτικής τρομοκρατίας που επικρατούσε στους χώρους δουλειάς και ιδιαίτερα στη βιομηχανία.

Καθώς η διεθνής οικονομική κρίση που ξέσπασε το 1973 είχε ως συνέπεια την κάθετη πτώση του ήδη χαμηλού βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, η κατοχύρωση και επέκταση των συνδικαλιστικών ελευθεριών και δικαιωμάτων αποτέλεσε κεντρικό ζήτημα για το μεταπολιτευτικό εργατικό κίνημα.
Κυριότερη εκδήλωση αυτού του προσανατολισμού ήταν η έκρηξη του βιομηχανικού και επιχειρησιακού συνδικαλισμού, με τη συγκρότηση δεκάδων και εκατοντάδων επιτροπών αγώνα και συνδικαλιστικών οργανώσεων κατά χώρο δουλειάς, που συνοδεύτηκε από το ξέσπασμα ενός τεραστίων διαστάσεων απεργιακού κινήματος. Το 1975 καταγράφηκαν συνολικά 2.381 εργατικές κινητοποιήσεις, ενώ μόνο κατά το πρώτο δίμηνο του 1976 σημειώθηκαν άλλες 358.

Θορυβημένος από την έξαρση του εργατικού κινήματος, ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων, ζήτησε με συνέντευξη Τύπου, στις 5 Μαρτίου 1976, τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπισή του. Στην απαίτηση αυτή ανταποκρίθηκε άμεσα η κυβέρνηση Καραμανλή και στις 11 Μαρτίου ο υπουργός Εργασίας Κωνσταντίνος Λάσκαρης έκανε λόγο για «κατάχρηση ελευθεριών» και «κύμα αδικαιολόγητων απεργιών». Λίγες μέρες αργότερα, στις 25 Μαρτίου, κατέθεσε νομοσχέδιο για την περαιτέρω περιστολή των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, ενώ τη γενική θυμηδία προκάλεσε η δήλωσή του πως προτίθεται «να καταργήσει την πάλη των τάξεων».

Με το νομοσχέδιο τίθονταν αυστηροί όροι για την κήρυξη απεργίας, η προσφυγή στη διαιτησία γινόταν υποχρεωτική, απαγορεύονταν οι απεργίες αλληλεγγύης προς απεργούς εργαζόμενους, κατοχυρωνόταν η απεργοσπασία και το δικαίωμα της εργοδοσίας στην ανταπεργία (λοκ άουτ) κ.λπ.

Η 25η Μαΐου

Όταν στις 24 Μαΐου 1976 το νομοσχέδιο ήρθε για ψήφιση στη Βουλή, ως νόμος 330, προκηρύχθηκε 48ωρη γενική πανεργατική απεργία και πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα συγκέντρωση με τη συμμετοχή περισσότερων από 100.000 εργαζομένων, ενώ την επόμενη μέρα πραγματοποίησαν συγκέντρωση χιλιάδες οικοδόμοι.

Η απόπειρα των οικοδόμων να πραγματοποιήσουν πορεία προς το Υπουργείο Εργασίας αντιμετωπίστηκε με επίθεση από τα σχετικά νεοσύστατα ΜΑΤ, με άγριους ξυλοδαρμούς και ρίψη χημικών από ειδικά οχήματα, τις διαβόητες «αύρες». Οι απεργοί, συνεπικουρούμενοι από χιλιάδες άλλους διαδηλωτές, κυρίως φοιτητές και μαθητές, απάντησαν με στήσιμο οδοφραγμάτων και πετροπόλεμο, παρόλο που οι ελεγχόμενες από την Αριστερά συνδικαλιστικές οργανώσεις καλούσαν σε αποχώρηση από τα πεδία των συγκρούσεων.

Συνέπεια της αστυνομικής βαρβαρότητας ήταν 75 τραυματίες και περισσότερες από 140 συλλήψεις, ενώ «αύρα» διαμέλισε τη διερχόμενη 67χρονη Αναστασία Τσιβίκα.

Την επόμενη μέρα η κοινοβουλευτική Αριστερά (ΚΚΕ, ΚΚΕ εσ. και ΕΔΑ) και το ΠΑΣΟΚ καταδίκασαν τα «έκτροπα» ως έργο «προβοκατόρων», θέτοντας τα όρια των διαθέσεων αντιπαράθεσης με το μεταπολιτευτικό καθεστώς. Ταυτόχρονα, άρχιζε η ποινική δίωξη οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, που ανέλαβαν την ευθύνη για την αντίσταση στην αστυνομική βία.

Ο νόμος 330 θα λειτουργήσει ως τροχοπέδη σε πολλές περιπτώσεις, αλλά οι αγωνιστικές εκδηλώσεις του εργατικού κινήματος θα συνεχιστούν και τα επόμενα χρόνια. Τελικά, ο νόμος θα καταργηθεί το 1982 από την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, ως συνέπεια της ισχυρής πίεσης ενός ρωμαλέου κινήματος.

*Δημοσιεύτηκε στο 6ο φύλλο της εφημερίδας "Έξοδος 133", στις 27 Μαΐου 2016.

 Φωτογραφία του Γιώργος Αλεξάτος.

Ευρωσκεπτικιστική πλειοψηφία


 
Εσωτερικές και ευρωπαϊκές επιπτώσεις των ιταλικών εκλογών

του Κάρλο Φορμέντι*

Ενώ γράφεται τούτο το σημείωμα «παίζεται» το ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης συνεργασίας ανάμεσα στο Κίνημα 5 Αστέρων και τη Λέγκα. Δεν είναι πλέον δεδομένη η συμφωνία που θεωρούνταν σίγουρη τις προηγούμενες μέρες, ενώ αυξάνονται οι πιθανότητες νέας προσφυγής στις κάλπες. Δεν έχω την πρόθεση να αναφερθώ εδώ στα εκλογικά μαγειρέματα, αλλά να τονίσω τις επιπτώσεις των πρόσφατων ιταλικών εκλογών στις πολιτικές ισορροπίες της Ιταλίας και της Ευρώπης.
Αν εξαιρέσουμε την περίπτωση της Ελλάδας, που έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά, είναι η πρώτη φορά που, σε μια από τις μεγάλες χώρες που συνίδρυσαν την Ε.Ε., το ποσοστό των ευρωσκεπτικιστών (αν όχι σαφώς αντιευρωπαϊστών) ψηφοφόρων ξεπερνάει το 50%. Η Γαλλία είχε πλησιάσει αυτό το ποσοστό την πρώτη μέρα των προεδρικών εκλογών, αν αθροίσουμε τις ψήφους του Ζαν-Λικ Μελανσόν και της Μαρίν Λεπέν. 

Αλλά, αθροίζοντας τις ψήφους του Κινήματος 5 Αστέρων και της Λέγκας, η Ιταλία ξεπέρασε αυτό το όριο. Μετά από τη νίκη του Τραμπ στις ΗΠΑ, το βρετανικό Brexit και την ήττα του Ρέντσι στο δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου 2016, στάλθηκε ένα νέο ισχυρό μήνυμα σχετικά με την αυξανόμενη  δυσαρέσκεια  των  λαϊκών μαζών απέναντι στις φιλελεύθερες ελίτ, στα κόμματα που τις εκπροσωπούν και στα ΜΜΕ που τις υποστηρίζουν.Όμως, δυστυχώς, η οργή αυτή δεν προσανατολίζεται προς ένα συνεκτικό αντικαπιταλιστικό πολιτικό σχέδιο.

Οι  λαϊκισμοί  της  αριστεράς  (Σάντερς, Κόρμπιν, Μελανσόν, Podemos) παραμένουν μειοψηφικοί, αν και έχουν σταθερή απήχηση. Φαίνεται πως οι λαϊκισμοί της δεξιάς μπορούν να εκμεταλλευθούν καλύτερα το πολιτικό κενό που δημιουργήθηκε με το θάνατο της σοσιαλδημοκρατίας (η κηδεία του ιταλικού Δημοκρατικού Κόμματος/PD ήταν το τελευταίο επεισόδιο της  σειράς)  και  της  «ριζοσπαστικής»  αριστεράς (δες π.χ. το μίζερο 1,1% του Potere al Popolo). 

Ένας φανταστικός κίνδυνος
Αλλά οι λαϊκισμοί της δεξιάς δεν τρομάζουν τους ευρω-ολιγάρχες: ακόμη κι αν το Κίνημα 5 Αστέρων, που εγκατέλειψε τους αρχικούς ριζοσπαστικούς του στόχους (δεν μιλά πια για έξοδο από την Ε.Ε. και το ευρώ, ούτε, πολύ περισσότερο, για έξοδο από το ΝΑΤΟ), και η Λέγκα, που εναντιώνεται στην Ε.Ε. μόνο για το μεταναστευτικό, κατάφερναν να σχηματίσουν κυβέρνηση, θα αναγκάζονταν σύντομα να απαρνηθούν στόχους όπως η τροποποίηση του νόμου για τις συντάξεις, η θεσμοθέτηση του ελάχιστου εισοδήματος για τους πολίτες, ή η αναθεώρηση των ευρωπαϊκών Συνθηκών.

Αυτό δεν εμποδίζει τα παραδοσιακά κόμματα, τα ΜΜΕ και τους ευρωγραφειοκράτες (καθώς και έναν Πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας που είναι πειθήνιο όργανό τους) να τους επιτίθενται κινδυνολογώντας: όσο περισσότερο επικαλούνται έναν φανταστικό κίνδυνο, τόσο καλύτερα μπορούν να πείσουν τον κόσμο ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές.

Είναι πολύ άσχημο να βλέπεις να συντονίζονται μαζί τους και ορισμένοι φορείς της ιταλικής ριζοσπαστικής αριστεράς. Πριν λίγες μέρες, στη Μαδρίτη, κατά την παρουσίαση της ισπανικής έκδοσης ενός βιβλίου μου, οι φίλοι Podemos εξέφρασαν τον ενθουσιασμό τους για ένα πιθανό ιταλικό «πείραμα» – θεωρώντας το σαν ευκαιρία για να πιέσουν μια πιθανή κυβέρνηση της Λέγκας και του Κινήματος των 5 Αστέρων να εφαρμόσει τις προγραμματικές θέσεις που εξυπηρετούν τα συμφέροντα των υποτελών τάξεων, και να προετοιμάσουν το έδαφος για μια ριζοσπαστικοποίηση της πολιτικής κρίσης. 

Αντίθετα, επιστρέφοντας στην Ιταλία, δυστυχώς άκουσα τις ανοησίες ορισμένων συντρόφων που, επισείοντας μια υποτιθέμενη «φασιστική απειλή», καλούν σε μετωπική συμμαχία για την υπεράσπιση της ευρωπαϊκής δημοκρατίας(!;).

* Ο Κάρλο Φορμέντι είναι Ιταλός συγγραφέας,
αναλυτής και δημοσιογράφος, με μακρόχρονη
συμμετοχή στο αριστερό κίνημα της Ιταλίας.
Πέρυσι πήρε μέρος στο Resistance Festival.
Έγραψε το παρόν κείμενο για το Δρόμο στις 15
Μαΐου. Οι τίτλοι είναι της Σύνταξης

ΠΗΓΗ : δρόμος της ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ, φύλλο 409,26/5/2018

Καθημερινή ζωή στα Κατεχόμενα


Στις 4 Μαΐου 2017, ο ισραηλινός στρατός επέκτεινε το φράκτη που εγκατέστησε το 2012 στην κύρια είσοδο των συνοικιών Gheith και a-Salaimeh στη Χεβρώνα. Ο φράκτης έχει μια μόνο πύλη την οποία οι στρατιώτες θα άνοιγαν καθημερινά από τις έξι το πρωί έως τις δέκα το βράδυ, επιτρέποντας στους κατοίκους της περιοχής να περνούν. Κατά το τελευταίο έτος όμως, ο στρατός συχνά αρνείται να ανοίξει την πύλη ακόμα και κατά τις ώρες αυτές. Το κλείσιμο αυτών των συνοικιών έχει ιδιαίτερα επιζήμια αποτελέσματα στα παιδιά που πάνε σχολείο καθώς αναγκάζονται να ακολουθήσουν μια εναλλακτική διαδρομή η οποία περιλαμβάνει τη διέλευση από ένα στρατιωτικό σημείο ελέγχου. Επίσης, αυξάνει την απόσταση κατά 500 μέτρα για τους μαθητές που πρέπει επίσης να περάσουν μέσα από ένα σκοτεινό δρομάκι.

Την Παρασκευή 11 Μαΐου 2018, ο στρατός έκλεισε την πύλη και δεν την ξανάνοιξε. Την Κυριακή 13 Μαΐου, οι μαθητές που επέστρεψαν από το σχολείο διαπίστωσαν ότι η πύλη έκλεισε. Οι μητέρες των παιδιών βγήκαν από τα σπίτια τους, συγκεντρώθηκαν στην άλλη πλευρά της πύλης και απηύθυναν έκκληση στους αξιωματικούς των συνόρων που βρίσκονταν εκεί για να την ανοίξουν. Οι αξιωματικοί αρνήθηκαν, κατηγόρησαν τις μητέρες για «αναταραχή» και απειλούσαν να τις συλλάβουν. Οι αξιωματικοί δήλωσαν επίσης ότι η πύλη είχε κλείσει ως «τιμωρία» επειδή κάποιοι πέταξαν πέτρες. Μερικά από τα παιδιά σκαρφάλωσαν στον φράχτη. Οι αξιωματικοί οδήγησαν τα άλλα παιδιά μακριά από την περιοχή. Η πύλη επαναλειτούργησε την Τετάρτη 16 Μαΐου 2018, στις 5:00 μ.μ.

Ο αποκλεισμός των δύο συνοικιών αποτελεί συλλογική τιμωρία η οποία απαγορεύεται από το διεθνές δίκαιο. Είναι ένα ακόμη παράδειγμα της αυθαίρετης τιμωρίας του αμάχου πληθυσμού της Χεβρώνας και των Κατεχόμενων Εδαφών γενικότερα, καθώς και της ισραηλινής πολιτικής των διακρίσεων.



Τρόμος !