Η είσοδος στην «θηλιά» του χρέους





Έξοδος στις αγορές, επικοινωνιακά παιγνίδια και πραγματικότητα



 Του Παύλου Δερμενάκη
 Η χώρα διανύει το ένατο ημερολογιακό έτος εντός των μνημονίων. Ο λαός συνεχίζει να υφίσταται τα πάνδεινα εξαθλιωνόμενος καθημερινά. Η νέα «μεγάλη» ιδέα που πλασάρει η παρούσα κυβέρνηση είναι η έξοδος από τα μνημόνια μετά τον Αύγουστο. Αν αφήσουμε κατά μέρος το θέμα της εποπτείας (για το θέμα αυτό δείτε στη σελίδα 7 το άρθρο του Γ. Κιμπουρόπουλου) η έξοδος από τα μνημόνια σημαίνει είσοδο στο σύστημα των αγορών, για να δανειστούμε προκειμένου να εξυπηρετήσουμε το δημόσιο χρέος που ξεπερνά πλέον το 180% του ΑΕΠ.

Μπήκαμε στα μνημόνια με χρέος στο 120% του ΑΕΠ, επειδή οι όροι που μας δάνειζαν οι αγορές ήταν ασύμφοροι. Βγαίνουμε από τα μνημόνια το 2018 με χρέος στο 180% του ΑΕΠ για να δανειστούμε από τις αγορές για την εξυπηρέτηση του χρέους. 

Κλειδί συνεπώς στην πορεία των οικονομικών θεμάτων της χώρας και του λαού τα επόμενα χρόνια θα είναι ο αγώνας και η αγωνία για την εξυπηρέτηση του «εξαιρετικά μη βιώσιμου» δημόσιου χρέους, όπως το χαρακτηρίζει το ΔΝΤ.
Σήμερα το δημόσιο χρέος συνεχίζει να αποτελεί τη «θηλιά στο λαιμό» του λαού η οποία όμως έχει σφίξει αφάνταστα καθώς: α) το χρέος μεγάλωσε τόσο σε απόλυτο ύψος όσο κυρίως σαν ποσοστό του ΑΕΠ, β) οι οικονομικές δυνατότητες τόσο γενικά ως οικονομία όσο και ειδικά ως μεμονωμένοι πολίτες έχουν μειωθεί δραματικά, και γ) μπαίνουμε σε μια νέα φάση όπου από τα μηδενικά και τα αρνητικά επιτόκια θα οδηγηθούμε το αργότερο εντός του 2019 σε συνεχείς αυξήσεις επιτοκίων και από την αυξημένη ρευστότητα σε σημαντικό περιορισμό της καθώς θα τελειώσει η ποσοτική χαλάρωση.
Με αυτά τα δεδομένα οφείλουμε να αξιολογούμε τους σχεδιασμούς και τα επικοινωνιακά παιγνίδια της κυβέρνησης σχετικά με την έξοδο στις αγορές.


Η πρώτη «κρυάδα»



Η πολυδιαφημισμένη έξοδος στις αγορές, που θα γίνει σε στάδια και θα αποκαταστήσει τη θέση της Ελλάδας ως συμμετέχουσα σε αυτές, ξεκίνησε την περασμένη βδομάδα (Πέμπτη 7/2/2018). Εν μέσω αναταραχής στις διεθνείς αγορές, αφού είχε προηγηθεί αναβολή της αρχικής ημερομηνίας, αποφασίστηκε η τελική έξοδος. Ο δανεισμός ήταν με την μορφή κοινοπρακτικού δανείου ύψους 3 δισ. ευρώ για μία επταετία. 

Να σημειώσουμε ότι η μορφή του δανεισμού ήταν τέτοια που ότι δεν θα καλυπτόταν από δημόσιες προσφορές θα το κατέβαλαν τελικά οι τράπεζες-ανάδοχοι του κοινοπρακτικού δανείου. Άρα η κυβέρνηση βγήκε στις αγορές έχοντας ήδη εξασφαλίσει την κάλυψη του συνολικού ποσού, το οποίο ήταν αρκετά μικρό.Επίσης  ο  κίνδυνος  που  ανέλαβαν όσοι  αγόρασαν  τα  ομόλογα  είναι  σχετικά μικρός για την κατάσταση της Ελλάδας.

Η αρχική εκτίμηση της κυβέρνησης ήταν ότι η έκδοση στέφθηκε με επιτυχία. Ο πρωθυπουργός στην ομιλία του στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του  ΣΥΡΙΖΑ  είπε  ότι  «3,375%  ήταν το  επταετές  με  το  οποίο  βγήκαμε  στις αγορές την προηγούμενη Παρασκευή». Με κριτήριο την επιτυχημένη αυτή έξοδο στις αγορές θεώρησε ότι η έχει «γυρίσει σελίδα» η ελληνική οικονομία και «οι προϋποθέσεις για την έξοδο δεν ήταν ποτέ καλύτερες». 

Όμως  η  πραγματικότητα  για  μία  ακόμα  φορά  αποδεικνύεται  πολύ  διαφορετική.Η τελική απόδοση του ομολόγου την ημέρα που εκδόθηκε ήταν 3,5% και όχι  3,375%  που  ανάφερε  επιλεκτικά ο κ. Τσίπρας. Τρεις μέρες μετά την έκδοση η απόδοσή του είναι στο 4,06%, κάνοντας άλμα 16%. Δηλαδή όσοι επένδυσαν καταγράφουν ζημιές 16% σε διάστημα 3 ημερών. Αν αυτά τα νούμερα τα συνδέσουμε με τον στόχο για επιτόκιο 2,8% που ήταν ο αρχικός σχεδιασμός (Ιανουάριος 2018) κάθε άλλο παρά δικαιολογούνται οι κυβερνητικοί πανηγυρισμοί. Φυσικά αυτή η αρνητική εξέλιξη για όσους επένδυσαν στην παρούσα έκδοση θα μετρήσει πολύ αρνητικά στα επιτόκια των επόμενων εκδόσεων. Μάλιστα παράγοντες  της  αγοράς  εκτιμούν ως  μεγάλο  λάθος  την  έκδοση  του ομολόγου στη συγκεκριμένη συγκυρία, που θα έχει μεγάλο οικονομικό κόστος στη συνέχεια.


Οι αγορές δεν είναι για επικοινωνιακά κόλπα


Η έκδοση του επταετούς ομολόγου και  ο  σχεδιασμός  της  κυβέρνησης  για τα επόμενα βήματα εξόδου στις αγορές στηρίχτηκε στην επίπλαστη εικόνα των αγορών του τελευταίου διμήνου (Δεκέμβριος 2017 - Ιανουάριος  2018).  Στο  διάστημα  αυτό  αποκλιμακώθηκαν  σημαντικά  τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων.
Το δεκαετές ομόλογο από 5,5% στις αρχές Δεκεμβρίου 2017 έφτασε στο 3,6%  τον  Ιανουάριο,  σε  επίπεδα  δηλαδή της περιόδου πριν από τα μνημόνια. Βέβαια αυτή η βελτίωση συνέβη εν μέσω μεγάλης ευημερίας στις αγορές και ακόμα μεγαλύτερης κερδοσκοπίας στα ελληνικά ομόλογα. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα κερδοσκοπικών παιγνιδιών στα ομόλογα είναι το διετές ελληνικό ομόλογο (λήξη Απριλίου 2019) που έφτασε να έχει απόδοση 1,68% στις αρχές Ιανουαρίου όταν το αντίστοιχο των ΗΠΑ είχε απόδοση 1,96%. Δηλαδή θεωρητικά η Ελλάδα «δανειζόταν» φθηνότερα από τις ΗΠΑ.

Βέβαια αυτά τα νούμερα δεν περιγράφουν από μόνα τους όλη την πραγματικότητα, καθώς πρέπει να ληφθεί υπόψη η πορεία των επιτοκίων (αρνητικά στην Ε.Ε., σε συνεχή άνοδο στις ΗΠΑ) που επηρεάζει σημαντικά τις αποδόσεις των ομολόγων στη δευτερογενή αγορά. Είναι ενδεικτικά όμως των στρεβλώσεων που δημιουργούνται στις αγορές στο πλαίσιο των κερδοσκοπικών παιγνιδιών και φανερώνουν τα προβλήματα στους σχεδιασμούς της κυβέρνησης για τη συμμετοχή της ως εκδότης ομολόγων στις αγορές.

Σε αυτό το θετικό πλαίσιο σχεδιάστηκε η έκδοση του επταετούς ελληνικού ομολόγου. Γι ́ αυτό και ανέμεναν επιτόκιο 2,8%. Όμως αυτός ο σχεδιασμός πήγε «στράφι» και το κόστος θα πληρωθεί στις πόμενες εκδόσεις. Όμως την κατάσταση ευημερίας από το τέλος Ιανουαρίου την έχουν διαδεχθεί αναταράξεις και «ξεπούλημα». Το δεκαετές ελληνικό ομόλογο έχασε τα μισά από όσα κέρδισε τον Δεκέμβρη. Έτσι από 3,6% αρχές Ιανουαρίου έφθασε στο 4,4% την 13/2/2018. Και αυτή είναι η κατάσταση, όταν στην ευρωπαϊκή αγορά συνεχίζει να υπάρχει η ποσοτική χαλάρωση και τα διατραπεζικά επιτόκια είναι αρνητικά. 

Μπορούμε να φανταστούμε τι θα γίνει όταν, από το 2019 όπως έχει αρχίσει και διαμορφώνεται το κλίμα, αντιστραφεί αυτή η κατάσταση. Μόλις το δεκαετές ομόλογο των ΗΠΑ ξεπέρασε το 2,6%, που είχαν βάλει ως όριο αναλυτές, ξεκίνησαν οι αναταράξεις στις χρηματιστηριακές αγορές στις ΗΠΑ αρχικά και σε όλο τον κόσμο κατ ́ επέκταση. Ακόμα και η αρχική εικόνα επιτυχίας του επταετούς ομολόγου έχει πάρα πολλές σκιές που δεν έχουν αξιολογηθεί ακόμα. Η τελική κατανομή του ποσού των 3 δισ. στους επενδυτές αποτελεί παράγοντα αστάθειας για τη διαμόρφωση της τιμής του ομολόγου στη δευτερογενή αγορά.

Τα hedge funds (άκρως επιθετικά, κερδοσκοπικά χαρτοφυλάκια) επένδυσαν 950 εκ. (31,5%), τράπεζες 700 εκ. (23,3%), διεθνείς επενδυτές 1.1170 (39%) και 180 εκ. (6%) η Τράπεζα της Ελλάδος. Ως προς τη γεωγραφική διάσταση 43,7% προήλθαν από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία, από φορείς που ασχολούνται με την κερδοσκοπία. Επίσης 19% προέρχονται από την Ελλάδα όπου με δεδομένα τα προβλήματα ρευστότητας (εξαιρείται η Τράπεζα της Ελλάδας) και τη μεταβλητότητα στην ελληνική αγορά οι συγκεκριμένοι επενδυτές μπορεί να πιεστούν από πολλές πλευρές για να μην διακρατήσουν μακροπρόθεσμα τη συγκεκριμένη τοποθέτηση.

 Η κυβέρνηση ξεκίνησε ένα επικοινωνιακό παιγνίδι για εσωτερική κατανάλωση με σημαία αρχικά την «καθαρή έξοδο» από τα μνημόνια. Όσο γνωστοποιούνται τα όσα έχουν συμφωνηθεί με τους «θεσμούς» αυτή η προσέγγιση ξεθωριάζει. Ακολούθησε η νέα σημαία «δεν χρειαζόμαστε προληπτική πιστωτική γραμμή στήριξης». Και αυτή η θεώρηση άρχισε να ξεθωριάζει μετά την πρώτη δοκιμαστική έξοδο στις αγορές. Άρα οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια σε αυξημένη εποπτεία-επιτήρηση, ανεξάρτητα πως αυτή θα ονομαστεί, από τους δανειστές και σε ακόμη αυστηρότερη επιτήρηση από τις αγορές.


Οι ''κακοί'' ξεπουλάνε παίρνοντας μίζες,οι ''καλοί'' ,απλώς, ξεπουλάνε


Το εκτός βαλίτσας σκάνδαλο

Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου

  Όσοι είχαμε την τύχη -ή την ατυχία- να δουλέψουμε σε ιδιωτικά ΜΜΕ προφανώς δεν εκπλησσόμαστε από όσα γλαφυρά περιγράφονται στις δικογραφίες για τα σκάνδαλα στην Υγεία. Ένα μέρος του βρόμικου χρήματος, που συντήρησε τόσο την προμνημονιακή εκτίναξη όσο και τη μνημονιακή κατεδάφιση της φαρμακευτικής δαπάνης, έφτανε και στα λογιστήρια των ΜΜΕ, ως αντίτιμο για την προβολή αμφίβολης επιστημονικής αξίας ερευνών, μελετών, επιδημιολογικών πληροφοριών ή πρωτοβουλιών «εταιρικής κοινωνικής ευθύνης». Ενίοτε και για την αποκάλυψη «σκανδάλων». Άλλοτε για την εξουδετέρωση ανταγωνιστών, άλλοτε ως μέσο πίεσης σε κυβερνητικούς αξιωματούχους και άλλοτε -ιδιαίτερα την περίοδο των Μνημονίων- για τη διαμόρφωση συνενοχής στην κοινή γνώμη για την υποτιθέμενη συμβολή της στο μεγάλο «πάρτι» στην Υγεία.

Ας ελπίσουμε ότι η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης Novartis και των συναφών θα μας διαφωτίσει για την παραπάνω και για όλες τις άλλες διαδρομές του βρόμικου χρήματος στην υγεία. Για τις βαλίτσες, το περιεχόμενο και τους αποδέκτες τους.

Όμως, το πλιάτσικο στη δημόσια Υγεία δεν προϋποθέτει οπωσδήποτε χρηματισμό πολιτικών προσώπων. Σκάνδαλο υφίσταται ακόμη κι όταν το πολιτικό προσωπικό και οι κρατικοί αξιωματούχοι προσφέρουν «ανιδιοτελώς» τις υπηρεσίες τους, στο όνομα μιας ταξικής αντίληψης ότι πρέπει να υπηρετηθούν πάση θυσία τα συμφέροντα των μεγάλων πολυεθνικών ή εγχώριων εμπόρων υγείας. Κι αν ένα μέρος του σκανδάλου βρίσκεται μέσα στις βαλίτσες και τους χαρτοφύλακες που επικαλούνται οι μάρτυρες, ένα άλλο, ίσως το μεγαλύτερο, βρίσκεται έξω απ’ αυτές. Και αφορά το συντριπτικό πλήγμα που υπέστη η δημόσια Υγεία με τη μνημονιακή της «θεραπεία».

Φυσικά και ήταν ανορθόδοξος ο τετραπλασιασμός της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης μεταξύ 2000 και 2009, αν βέβαια είναι «ανορθόδοξη» η καπιταλιστική κερδοσκοπία εις βάρος του δημόσιου συστήματος Υγείας. Αν δεν υπήρχαν τα ΕΣΥ, δεν θα υπήρχαν και πολυεθνικές φαρμάκου. Θα υπήρχαν μόνο φαρμακευτικές «μπουτίκ» για τους πλούσιους. Αλλά πολύ πιο ανορθόδοξη είναι η περικοπή αυτής της δαπάνης κατά 60% μέσα σε πέντε χρόνια, και μάλιστα με την επ’ αόριστον επιβολή δημοσιονομικού πλαφόν 1,9 δισ. ευρώ, σε πείσμα των δημογραφικών δεδομένων που καταγράφουν γήρανση, επιβράδυνση στο προσδόκιμο ζωής, αύξηση της έκθεσης του πληθυσμού σε σοβαρά νοσήματα.

Προφανώς και ήταν διογκωμένη η δημόσια χρηματοδότηση της Υγείας με 16 δισ. ευρώ το 2009. Αλλά πολύ πιο προβληματική και σκανδαλώδης ήταν η βίαιη περικοπή της κατά 50% τα μνημονιακά χρόνια. Και είναι βέβαιο ότι η κερδοσκοπική φούσκα των φαρμακευτικών βρίσκεται πίσω από τη διογκωμένη κατά κεφαλήν δημόσια δαπάνη των 460 ευρώ του 2009. Αλλά η μνημονιακή της περικοπή στα 180 ευρώ, 100 ευρώ κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε., δεν είναι εξυγίανση. Είναι συνειδητή και εγκληματική έκθεση του πληθυσμού σε κίνδυνο. Κάποια συνάφεια μ’ αυτό έχει το γεγονός ότι από το 2010 και μετά το ισοζύγιο γεννήσεων και θανάτων ανατρέπεται σταθερά και εκθετικά υπέρ των δεύτερων, έπειτα από πολλές μεταπολεμικές δεκαετίες.

Υπάρχει, λοιπόν, ένα εκτός βαλιτσών σκάνδαλο εις βάρος της δημόσιας Υγείας με το οποίο έχουμε επικίνδυνα εξοικειωθεί, λες και οι δανειστές προσέφεραν φιλανθρωπικό έργο με τις περικοπές που επέβαλαν. Ό,τι περικόπηκε από τη δημόσια χρηματοδότηση, στην Υγεία γενικά και στο φάρμακο ειδικά, έγινε αναγκαστικά ιδιωτική δαπάνη, και μάλιστα σε συνθήκες δραματικής μείωσης των εισοδημάτων. Ένα στοιχείο είναι χαρακτηριστικό: ενώ η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη στην Ελλάδα περιορίστηκε στα 180 ευρώ κατά κεφαλήν, η ιδιωτική δαπάνη εκτινάχθηκε στα 166 ευρώ, σχεδόν ισότιμη με την πρώτη. Στην Ε.Ε. ο λόγος δημόσιας και ιδιωτικής φαρμακευτικής δαπάνης είναι 285 προς 131 ευρώ και στη Γερμανία 480 προς 96! Μια ματιά στα αντίστοιχα στοιχεία για τις 27 χώρες της Ε.Ε. αποκαλύπτει τη βαθιά διχοτόμησή της ανάμεσα σε κοινωνίες στις οποίες σε γενικές γραμμές διατηρείται ο δημόσιος χαρακτήρας της περίθαλψης και σε κοινωνίες - παρίες, όπου η Υγεία ιδιωτικοποιείται και επιδεινώνεται σταθερά στο όνομα της δημοσιονομικής εγκράτειας.

Το μήνυμα των δανειστών, του πολιτικού συστήματος και των φαρμακευτικών που συνεργάστηκαν σ’ αυτήν την «εξυγίανση» του συστήματος Υγείας ήταν απίστευτα κυνικό: ας θεραπευτεί κι ας ζήσει καθένας ανάλογα με τη «ρευστότητά» του. Οι υπόλοιποι, καλή τύχη.

Αν λοιπόν είναι μια φορά σκανδαλώδες το «service» των φαρμακευτικών υπερτιμολογήσεων -με ή χωρίς πολιτική μίζα- την περίοδο της «ευημερίας», είναι πολλαπλά σκανδαλώδης η συνέργεια κυβερνήσεων και τρόικας στην εξασφάλιση της κερδοφορίας των φαρμακευτικών σε συνθήκες αιματηρών περικοπών, που έφεραν κοντά στη διάλυση το ΕΣΥ. Και μάλιστα με τους δανειστές σε ρόλο μπράβων - εισπρακτόρων των φαρμακευτικών να εκβιάζουν να εξοφληθούν κατ’ απόλυτη προτεραιότητα οι εταιρείες - «εθνικοί πρωταθλητές» τους. Μια πραγματική εις βάθος έρευνα θα έπρεπε να περιλάβει, για τη μετά το 2010 περίοδο, την τρίτη κορυφή του αμαρτωλού τριγώνου.