Μεταξύ ισχύος και λογικής, ο αγώνας στην Καταλονία




Του Ντάντε Μποροντίνι *

Κρίνοντας τα πράγματα απ' έξω, και χωρίς πρόθεση «να δώσουμε συμβουλές», η υπόθεση της Καταλονίας αποκτά τη στρατηγική σημασία μιας εν θερμώ εμπειρίας η οποία φωτίζει και επιλύει πολυσύνθετα προβλήματα - που είναι αδύνατον να κατανοηθούν χρησιμοποιώντας τις εννοιολογικές κατηγορίες με ακαδημαϊκό και επαναλαμβανόμενο τρόπο. Δεν παρακολουθούμε ένα έργο χιλιοπαιγμένο. Παρά τις όποιες πιθανές ομοιότητες, πράγματι, ποτέ δεν λούζεται κανείς δύο φορές στα ίδια νερά ενός ποτάμιου. Πόσο μάλλον εάν το ποτάμι είναι διαφορετικό.

Τις προηγούμενες εβδομάδες ένα μεγάλο κομμάτι της «κομμουνιστικής» συζήτησης για την Καταλονία επικεντρώθηκε μετά μανίας στην ψευδεπίγραφη αντιπαράθεση διεθνισμού και εθνικής αυτοδιάθεσης, γεννώντας συχνά δυσάρεστες πολιτικές θέσεις ή, αντίθετα, απλουστευτικές κραυγές αφιονισμένων φιλάθλων (όπως στους καιρούς του «zapaturismo»**). Κι όμως, ο καταλανικός αγώνας μιλά για εμάς. Αποκαλύπτει μηχανισμούς καταπίεσης και εκμετάλλευσης που δρουν καθημερινά, αλλά διαφεύγουν της προσοχής των πολλών (ειδικά αν «για να σχηματίσεις μια γνώμη» προστρέχεις στις πηγές του επικοινωνιακού mainstream).

Κεντρική επιδίωξη, «να γυρίσει ο κόσμος στο σπίτι του»

Πέρα από τις ιδιαιτερότητες των χωρών που έτσι κι αλλιώς ανήκουν στην ομάδα των PICS, το περιβάλλον είναι τρομακτικά παρόμοιο. Η βασική διαφορά είναι ωστόσο εκκωφαντική, επειδή αφορά το πολιτικό υποκείμενο: στην Καταλονία διαμορφώθηκε, με το πέρασμα του χρόνου, μια ριζοσπαστική αριστερά ικανή να συνδυάσει το εθνικό με το κοινωνικό ζήτημα, συνδέοντας τα κλασικά θέματα (εργασία, συντάξεις, απασχόληση, μισθούς κ.λπ.) με την εξάρτηση από ένα ισπανικό κράτος που ποτέ δεν απεγκλωβίστηκε από τον φρανκισμό. Μια αριστερά τόσο καλά ριζωμένη στην κοινωνία, που είναι ικανή να επιβάλει μια αντίστοιχη ριζοσπαστικοποίηση στην καταλανική πολιτική ατζέντα, όπου πάντα είχε το πάνω χέρι η «αυτονομιστική» πτέρυγα της κεντροδεξιάς.

Αυτή η διαφορετική πολιτική δυναμική έφερε στην επιφάνεια -μέσα από τη σύγκρουση με το κεντρικό ισπανικό κράτος- τις διαφορετικές αντιδράσεις των διαφόρων ταξικών συνιστωσών. Από τη μια, το μεγάλο πολυεθνικό καταλανικό κεφάλαιο (είτε χρηματοπιστωτικό είτε βιομηχανικό, με τις τράπεζες Caixa και Sabadell, τον κολοσσό των υποδομών Abends, την ιβηρική θυγατρική της Volkswagen κ.λπ.) αντιστάθηκε αποφασιστικά σε κάθε αποσχιστική τάση, πρόθυμο να προβεί στον οικονομικό στραγγαλισμό μιας μελλοντικής Δημοκρατίας. Από την άλλη, η μικρομεσαία αστική τάξη και τα λαϊκά στρώματα συμπαρατάχθηκαν ως ένα βαθμό, δίνοντας πνοή στη συγκινητική λαϊκή αντίσταση τις μέρες του δημοψηφίσματος και της άγριας καταστολής από την Guardia Civil.

Μια τέτοια «λαϊκή ενότητα» είναι ο βασικός στόχος της κυβέρνησης Ραχόι. Θέλει να τη χτυπήσει, να τη διαμελίσει, να κάνει τον κόσμο «να γυρίσει στο σπίτι του» και να αδειάσουν οι δρόμοι... Για το λόγο αυτό, αρνείται κάθε υπόθεση «διαπραγμάτευσης» , προχωρά στην κλιμάκωση της έντασης, επιτείνει τη σύγκρουση, επιχειρώντας να εκφοβίσει τους πιο μετριοπαθείς τομείς του μετώπου υπέρ της ανεξαρτησίας.


H E.E.ως φαντασίωση και ως πραγματικότητα

Ο συσχετισμός δύναμης ανάμεσα στις διάφορες δυνάμεις, εξάλλου, έχει χάσει την ισορροπία του. Οι μετριοπαθείς είχαν αποθέσει πολλές ελπίδες «στην Ευρώπη», που επί δεκαετίες τη φαντασιώνονταν ως «εκπολιτιστική» υπερδομή ικανή να υπερβεί, ακόμη και στην Ισπανία, το σύστημα εξουσίας που είχε κληρονομηθεί από το φρανκικό καθεστώς. Η ίδια ψευδαίσθηση, εν μέρει, είχε διαποτίσει μεγάλο μέρος της λεγόμενης «καθωσπρέπει αριστεράς» της Ιταλίας, που δεν μπορούσε να απελευθερωθεί από τον Μπερλουσκόνι και τους επανακάμπτοντες φασίστες.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση -που είναι μια δομή διακυβέρνησης υποστηριζόμενη από συνθήκες, και δεν έχει καμία σχέση με την αφηρημένη ιδέα της Ευρώπης- ακόμη και σήμερα το πρωί τάχθηκε ανοιχτά υπέρ του Ραχόι, ενισχύοντας τις απειλές του και εγγυούμενη ότι ποτέ δεν θα αναγνωριστεί ένα ανεξάρτητο καταλανικό ) κράτος, επικαλούμενη τα φαντάσματα της I Ελλάδας (θυμίζουμε πως η ΕΚΤ μπλόκαρε τις αναλήψεις χρημάτων από τα ATM μετά τη νίκη του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα). HE.Ε. διαβεβαίωσε ότι οι φρανκιστές τα πάνε μια χαρά, προχωρώντας στο δρόμο που έχει χαράξει η ίδια. Η μόνη της ένσταση αφορούσε την «υπερβολική χρήση βίας».

 Και, πράγματι, αλλού σκέφτονται λίγο περισσότερο πριν προστρέξουν σε αυτήν... Πρόκειται για ένα σκηνικό οικονομικού και όχι μόνο πολέμου, για το οποίο οι μετριοπαθείς φιλοανεξαρτησιακές δυνάμεις, και πάνω απ' όλα ο καταλανικός λαός (όπου ακόμη υπάρχει «φιλοευρωπαϊκή» πλειοψηφία), δεν ήταν προ­ετοιμασμένοι. Και που είναι υποχρεωμένοι να το αντιπαλέψουν σχεδόν μόνοι τους.

Ξαφνικά n δημοκρατία έγινε πολυτέλεια

Αν το δει κανείς απ' έξω, η μετά το δημοψήφισμα περίοδος τελικά έφερε στην επιφάνεια τα πραγ­ματικά εμπόδια που πρέπει να υπερπηδηθούν και τον μακρύ δρόμο που πρέπει να διανυθεί /ια την επίτευξη του τελικού στόχου. Γο πρώτο ζήτημα αφορά ακριβώς τις σχέσεις με την Ε.Ε. Για πρώτη φορά, πράγματι, εκδηλώθηκε ένα κίνημα εθνικής αυτοδιάθεσης σαν πλειοψηφική δύναμη σε μια χώρα εντός ·της Ε.Ε. απρόσμενα, όλη αυτή η «κοινή λογική» που για να τέταρτο του αιώνα συνόδευε τη διάλυση ων χωρών που βρίσκονταν εκτός· του μαγικού κύκλου του δυτικού πολυεθνικού κεφαλαίου, διαγράφτηκε - και αντικαταστάθηκε από την παλιά ρητορική περί «εσωτερικής υπόθεσης», ξαφνικά, ακόμη και η δημοκρατία μετατράπηκε σε μια πολυτέλεια που δεν γίνεται πλέον σεβαστή. Σε σημείο να χαρακτηριστεί η ψήφος του λαού σαν πραξικόπημα.

Το εξήγησε με διαφορετικά λόγια ο Γερμανός πρώην υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, στον αποχαιρετισμό που απηύθυνε στο Γιούρογκρουπ λίγο πριν αναλάβει την προεδρία της γερμανικής Βουλής. Πράγματι, πρότεινε «μεταρρύθμιση» των συνθηκών προκειμένου να αφαιρέσει από την Κομισιόν (την «κυβέρνηση» της Ευρώπης) καθήκον του ελέγχου του προϋπολογισμού κάθε κράτους μέλους. Αντί για μια πολιτική δομή -έστω και χωρίς άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση- που ίσως θα έδειχνε υπερβολική κατανόηση» στις δυσκολίες των κυβερνήσεων, ο Σόιμπλε προτείνει να ασχολείται με αυτό ο ESM. Δηλαδή το λεγόμενο «ταμείο διάσωσης των χωρών», το οποίο συγκροτείται από ειδικευ­μένους υπαλλήλους. Στην πράξη, εάν υλοποι­ηθεί αυτή η ιδέα, η μόνη πλέον εναπομείνασα εκδήλωση της «κυριαρχίας» όλων των κρατών μελών της Ε.Ε. -δηλαδή η κατάρτιση του δικού τους προϋπολογισμού για να αποφασίζουν πώς θα διανέμουν τα έσοδα από τη φορολογία των πολιτών και πώς θα αναδιανέμουν τα έξοδα- θα περάσει στα χέρια λογιστών που θα υπακούουν σε αποκλειστικά οικονομικά κριτήρια.

Η καλύτερη βοήθεια που μπορούμε να προσφέρουμε

 Είναι με αυτήν την οπτική -πραξικοπηματική στην ουσία- που η Ε.Ε. αντιμετωπίζει ό,τι συμ­βαίνει σε κάθε χώρα. Δεν υπάρχει λαϊκό αίτημα που να μπορεί να ληφθεί υπόψη. Υπάρχει ένα πρόγραμμα «μεταρρυθμίσεων» που πρέπει να υλοποιηθεί και επιβάλλεται-απευθύνεται μόνο στις χώρες εκείνες που είναι πρόθυμες να το υλοποιήσουν. Κάθε εμπειρία, έστω και επιμέρους «διαφορετική» (η πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα, το καταλανικό κίνημα υπέρ της ανεξαρτησίας, οι κινήσεις κατά τις λιτότητας που εμφανίζονται σε πολλές χώρες κ.λπ.), πρέπει να καταπνιγεί με κάθε μέσον. Και καταρχήν με οικονομικά-χρηματοπιστωτικά μέσα. Για την ώρα...

  Αν τη δει κανείς απ' έξω λοιπόν, η καταλανική εμπειρία πρέπει να μας κάνει όχι μόνο να εκ­φράσουμε την υποστήριξη και την αλληλεγγύη μας, αλλά και να οικοδομήσουμε εδώ, στον τόπο μας ένα κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο αντάξιο των πολιτικών και συγκρουσιακών αναγκών. Η καλύτερη βοήθεια που μπορούμε να δώσουμε σε όσους βρίσκονται μακριά είναι να ανοίξουμε άλλα μέτωπα, για να εξασθενίσουμε τον κοινό εχθρό. Καθένας στη χώρα του, αναγκαστικά. Αλλά και καθένας στον παρόντα κοινό διαθέσι­μο χρόνο. Εξάλλου, ο συσχετισμός δύναμης στο εσωτερικό ενός τόσο πολύπλοκου συστήματος δεν επιτρέπει σε κανέναν να καλλιεργεί ψευ­δαισθήσεις μικρόκοσμων.
 
Έχουμε μπροστά στα μάτια μας την ενότητα του λαού και το κοινό μίσος ενάντια στους «ευρωπαίους ηγέτες». Οι Καταλανοί πρέπει να δουλέψουν για να το κρατήσουν ζωντανό και να αυξήσουν την επίγνωση τους. Αλλά κι εμείς πρέπει επιτέλους να αρχίσουμε να οικοδομούμε τη λαϊκή ενότη­τα, εγκαταλείποντας οριστικά τις λογικές και τις πρακτικές σολιψισμού των «μικρόκοσμων» που είναι προορισμένοι να εξαφανιστούν μέσα στην ερημοποίηση.



* Ο Ντάντε Μπαροντίνι είναι αρχισυντάκτηε της ιταλικής ηλεκτρονικής εφημερίδας Contropiano (contropiano.org). Οι μεσότιτλοι είναι της Συνταξης. Μετάφραση: Άβα Μπουλουμπαση ** ΣτΜ: Εννοεί τη μόδα του «πολιτικού τουρισμού», και ιδίως όσων επισκέπτονταν την περιοχή των Ζαπατίστας σαν τουρίστες, επιφανειακά.

ΠΗΓΗ  :  δρόμος ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ,14/10/2017

Προστασία από πλειστηριασμούς με το «λόγο της τιμής» των τραπεζών



Εδώ και δύο μέρες, κυκλοφορεί σχεδόν σε όλα τα ΜΜΕ η είδηση ότι «τα ακίνητα με αξία έως 300.000 ευρώ θα εξαιρεθούν από ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς». Η «λεπτομέρεια» είναι ότι αυτή η απόφαση δεν βασίζεται σε κάποιο επίσημο έγγραφο, νόμο ή τροπολογία, αλλά σε μία «συμφωνία κυρίων» μεταξύ του υπουργού Δικαιοσύνης, Σταύρου Κοντονή και των τραπεζών. Κάτι που σημαίνει ότι αυτή η υπόσχεση δεν έχει καμία νομική δεσμευτική αξία. Οπότε, ας το σκεφτούμε λίγο παραπάνω.

του Θάνου Καμήλαλη

Διαβάζουμε τη σχετική είδηση, όπως αναπαράχθηκε (συνήθως με copy paste) από δεκάδες μικρά και μεγάλα ΜΜΕ:
Να μην βγαίνει στους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς που αναμένεται να ξεκινήσουν, κανένα σπίτι αξίας έως 300.000 ευρώ, ανεξάρτητα αν προστατεύεται ή όχι από τον νόμο Κατσέλη, συμφώνησε ο υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής με τις τράπεζες.
Ειδικότερα, εν όψει της έναρξης των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, οι διοικήσεις των τραπεζών συμφώνησαν με τον κ. Κοντονή να εξαιρεθούν από την πλατφόρμα των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, οι πρώτες κατοικίες, οι εξοχικές κατοικίες και κάθε άλλου είδους ακίνητα με αξία μέχρι του ύψους των 300.000 ευρώ.


Πολύ καλά μέχρι εδώ. Το αυτονόητο θα ήταν αυτή η συμφωνία Κοντονή – τραπεζών να γίνει επίσημη, με νόμο του κράτους, ή έστω με μία απλή τροπολογία. Κάτι τέτοιο όμως, δεν φαίνεται ότι θα συμβεί, καθώς πρόκειται απλά για μία «συμφωνία κυρίων». Όπως αναφέρει η κομματική εφημερίδα του ΣΥΡΙΖΑ, «Αυγή» στο ρεπορτάζ της:
Αξιόπιστες πηγές ανέφεραν στην «Α» ότι το συγκεκριμένο μέτρο αποτελεί «συμφωνία κυρίων» και δεν αναμένεται να λάβει κάποια νομική μορφή. 

Λίγο παρακάτω, συνεχίζει η «Αυγή»

Σε πρώτη φάση και σε περίπτωση που δεν διατυπώσουν ισχυρές διαφωνίες οι θεσμοί, κύριες ή δευτερεύουσες κατοικίες φυσικών προσώπων, με αξία κάτω των 300.000 ευρώ, δεν πρόκειται να τεθούν σε πλειστηριασμό. 

Επικοινωνήσαμε με το υπουργείο Δικαιοσύνης και πήραμε την ίδια ακριβώς απάντηση. Δηλαδή πρόκειται για μία προφορική συμφωνία, που δεν αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή για να αποκτήσει νομική ισχύ και αφορά μόνο τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς. Οι φράσεις - κλειδιά επίσης, είναι η προστασία σε «πρώτη φάση» και «σε περίπτωση που δεν διατυπώσουν ισχυρές διαφωνίες οι θεσμοί». Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η «προστασία» αφορά ακίνητα με αντικειμενική αξία 300.000 ευρώ και όχι εμπορική, που πλέον είναι αρκετά χαμηλότερη.

Το εύλογο ερώτημα είναι, γιατί; Γιατί η κυβέρνηση, ενώ ανακοινώνει ανεπίσημα την «προστασία ακινήτων αξίας έως 300.000 ευρώ από πλειστηριασμούς», δεν προχωρά στη νομοθέτηση αυτής της προστασίας, ώστε να προστατεύσει πραγματικά τους δανειολήπτες; Γιατί, είναι η απάντηση, η υπόσχεση αυτή των τραπεζών, δεν είναι και τόσο ίσχυρη όσο φαίνεται. Επομένως, όσο δεν καταγράφεται σε κάποιο νομικό κείμενο, δεν έχει καμία σημασία. Μπορεί να αλλάξει, μπορεί να διατυπώσουν αντιρρήσεις οι θεσμοί, μπορεί να συμβούν «ατυχήματα», μπορεί απλά να περάσουμε στη «δεύτερη φάση» των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών.

Με απλά λόγια: Ο «λόγος της τιμής» των τραπεζών, δεν αρκεί.


 

Μια δικαίωση για το κίνημα

Ας το σκεφτούμε τώρα και λίγο πιο γενικά: Η κυβέρνηση ζήτησε από τις τράπεζες (έχει μία σημασία αυτό από μόνο του) να προστατεύσουν δανειολήπτες που αυτήν τη στιγμή είναι απροστάτευτοι. Και παραμένουν απροστάτευτοι, κάθε εβδομάδα στα ειρηνοδικεία όλης της χώρας, που πραγματοποιούνται οι συνηθισμένοι πλειστηριασμοί. Κάτι που η κυβέρνηση πλέον παραδέχεται έμμεσα.

Ποιος προστατεύει εδώ και μήνες αυτούς τους δανειολήπτες; Φυσικά, το Κίνημα κατά τον πλειστηριασμών. Οι άνθρωποι δηλαδή, που συγκεντρώνονται κάθε εβδομάδα στα ειρηνοδικεία όλης της χώρας, ακυρώνοντας τους προγραμματισμένους πλειστηριασμούς, αρκετοί από τους οποίους αφορούν πρώτες κατοικίες.
 Οι ίδιοι άνθρωποι που συκοφαντούνται ανοιχτά και εν χορώ από την κυβέρνηση, τον πρόεδρο του συμβολαιογραφικού συλλόγου της Αθήνας, Γιώργο Ρούσκα και πολλά ΜΜΕ, ως «εντολοδόχοι βιομήχανων» και «υπηρέτες συμφερόντων» με ανακοινώσεις για μεμονωμένες «ύποπτες ματαιώσεις» πλειστηριασμών για χρέη εκατομμυρίων, που δεν αναφέρουν τη γενική εικόνα, το πόσοι πλειστηριασμοί δηλαδή ακυρώνονται εβδομαδιαία. Για παράδειγμα, ο Σταύρος Κοντονής αναρωτήθηκε σήμερα στη Βουλή «ποιους προστατεύουν». Η απάντηση είναι, αυτούς που εσύ ζήτησες την προστασία τους μόλις προχθές.

Μπορεί λοιπόν ο Ρούσκας να εκδίδει όσες ανακοινώσεις επιθυμεί, δήθεν αντιπροσωπεύοντας του συμβολαιογράφους (των οποίων οι 5 από τους 9 συλλόγους βρίσκονται σε αποχή μέχρι τις αρχές Δεκέμβρη), μπορεί κυβερνητικά ή δεξιά ΜΜΕ να τις αναπαράγουν άκριτα, η πραγματικότητα λέει όμως αυτήν τη στιγμή (και απ΄ό,τι φαίνεται και στο μέλλον), υπάρχουν πολλοί συμπολίτες μας, που χρειάζονται προστασία, όπως ζήτησε άλλωστε και η κυβέρνηση, αλλά δεν την έχουν ούτε καν προφορικά.
 Αυτό που τους έχει σώσει μέχρι στιγμής είναι η δράση του Κινήματος κατά των πλειστηριασμών, που μπλοκάρει επιτυχημένα εδώ και μήνες τους πλειστηριασμούς και η αποχή σημαντικής μερίδας των συμβολαιογράφων, που μπλοκάρουν με τι σειρά τους και τους e-πλειστηριασμούς. Οτιδήποτε άλλο, είναι συκοφαντία ή προπαγάνδα.

 Μια εικόνα από το μέλλον

Τι εξυπηρετεί η δήθεν και μόνο προφορική «προστασία ακινήτων αξίας έως 300.000 ευρώ»; Την επικοινωνιακή διαχείριση του προβλήματος. Αφενός, είναι προφανές ότι από τη στιγμή που θα εφαρμοστούν, οι τράπεζες θα στοχεύσουν τους μεγάλους οφειλέτες, προσπαθώντας «σε πρώτη φάση» να μην προκαλέσουν κοινωνικές αντιδράσεις.

Αφετέρου, θεσπίζει έναν πολύ χρήσιμο «μύθο» για την προστασία δανειοληπτών, ανάλογο της «πλήρους προστασίας της πρώτης κατοικίας». Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε μια εικόνα από το μέλλον, όπου πραγματοποιούνται πλειστηριασμοί ακινήτων με αξία χαμηλότερη των 300.000 ευρώ και βγαίνουν στη δημοσιότητα οι σχετικές καταγγελίες. Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε και την απάντηση της κυβέρνησης σε ένα τέτοιο σενάριο. Όπως ακριβώς στους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας που επιχειρούνται σήμερα η απάντηση είναι «η πρώτη κατοικία προστατεύεται, άρα λέτε ψέματα», στη μελλοντική περίπτωση η απάντηση θα είναι «τα ακίνητα αξίας μέχρι 300.000 ευρώ προστατεύονται, άρα λέτε ψέματα».

Εναλλακτικά, θα υπάρξει το πολύ γνωστό για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ blame game, δηλαδή η μεταφορά της ευθύνης αλλού: Στις κακές τράπεζες, που παραβιάζουν τις δεσμεύσεις τους, στους κακούς συμβολαιογράφους ή απλά στους δανειστές. Δηλαδή, σε οποιονδήποτε άλλον.

 Κι ένα κάλεσμα

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι όλα αυτά είναι απλή καχυποψία. Υπάρχει ένας τρόπος να το μάθουμε αυτό, φαινομενικά πολύ απλός: Να φέρει το υπουργείο Δικαιοσύνης μια έστω τροπολογία που θα προβλέπει την προστασία των δανειοληπτών με ακίνητα έως 300.000 από πλειστηριασμούς, όπως «ανακοινώθηκε». Όπως ακριβώς ψηφίστηκαν οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, όπως ακριβώς άλλαξε ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας το 2015 προς όφελος των τραπεζών, όπως άλλαξε μέσα στο καλοκαίρι ο Κώδικας των συμβολαιογράφων, για να προχωρήσουν οι πλειστηριασμοί. Όπως έχουν περάσει αμέτρητοι μνημονιακοί νόμοι και τροπολογίες όλα αυτά τα χρόνια. Με απλά λόγια: Αν ισχύει, νομοθετήστε το.

Όσο δεν συμβαίνει αυτό, οι υποσχέσεις είναι «λόγια του αέρα», που κυκλοφορούν για να εκτονωθούν οι αντιδράσεις και να προχωρήσουν οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί (όπως θέλουν άλλωστε οι δανειστές). Και έχουν ευθύνη όσοι τα αναπαράγουν άκριτα. Όσο δεν συμβαίνει αυτό, τίποτα δεν ισχύει και ο «λόγος τιμής» δεν έχει απολύτως καμία σημασία. 

Οι (ψευδείς) υποσχέσεις του σχεδίου Industry 4.0 [1]



 της Birgit Mahnkopf

Υπάρχουν σοβαροί λόγοι που μας κάνουν να προβλέπουμε ότι η αντικανονικότητα, η ευελιξία, η αβεβαιότητα και η αστάθεια θα είναι η νέα κανονικότητα του κόσμου της εργασίας στην επικείμενη εποχή του παγκόσμιου ψηφιακού καπιταλισμού



 Είμαστε περιτριγυρισμένοι από ενθουσιώδεις που διαφημίζουν έναν υπέροχο νέο κόσμο «έξυπνων εργοστασίων». Ανάμεσα τους, εκπρόσωποι κυβερνήσεων, όπως οι υπουργοί βιομηχανίας των G7, επιχειρηματικές ενώσεις και εργοδότες και στελέχη μεγάλων εταιρειών, αλλά και πολλοί ακαδημαϊκοί, ακόμη και συνδικαλιστές.

Όλοι αυτοί προσπαθούν να μας πείσουν ότι στο εγγύς μέλλον η ψηφιοποίηση του μεταποιητικού τομέα και γενικότερα της οικονομίας θα αυξήσει, κατά πρώτο, την αποτελεσματικότητα και την ευελιξία ολόκληρης της παραγωγικής διαδικασίας. 
Δεύτερο, θα αλλάξει την αλυσίδα της αξίας [2] στο βαθμό που οι ειδικές απαιτήσεις του πελάτη θα μπορούν να ενσωματωθούν σε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας στις σχετικές υπηρεσίες.
Τρίτο, η ψηφιοποίηση της βιομηχανίας θα παράσχει πρόσθετες μεθόδους παραγωγής στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και, τέταρτον, θα δημιουργήσει νέες ευκαιρίες εξειδικευμένης απασχόλησης. Τελικά, όλα αυτά θα συμβάλουν στην τόνωση ενός νέου κύματος μαζικής κατανάλωσης που θα φέρει την οικονομική ανάπτυξη αλλά και την αειφόρο ανάπτυξη.

Στη Γερμανία, τόσο οι κυβερνητικές υπηρεσίες όσο και οι επιχειρηματικές οργανώσεις τάσσονται υπέρ του σχεδίου αυτού που το ονομάζουν 

«Industry 4.0 », αλλά και τα ίδια τα συνδικάτα συμφωνούν με την άποψη αυτή. Όλοι αυτοί θεωρούν ότι έχουμε εισέλθει πλέον σε μια τέταρτη βιομηχανική επανάσταση που θα αλλάξει ριζικά το μέλλον της εργασίας, αφού οι έξυπνες μηχανές θα μπορούν να αλληλεπιδρούν αυτόνομα με τον φυσικό κόσμο. Οι εκπρόσωποι της βιομηχανίας αναμένουν κυρίως ουσιαστικές βελτιώσεις στην μείωση των σφαλμάτων στην παραγωγική διαδικασία και στη μεγαλύτερη ευελιξία των παραγωγικών διαδικασιών, αυξάνοντας την παραγωγικότητα και την αποδοτικότητα.

 Σήμερα, οι επιχειρήσεις έχουν να επιλέξουν μεταξύ ταχείας και αποτελεσματικής παραγωγής και ευέλικτης και «εξατομικευμένης» παραγωγής. Με τη βοήθεια ενός κυβερνο-φυσικού συστήματος παραγωγής (γνωστού και ως «έξυπνο εργοστάσιο») οι εταιρείες θα μπορούν να χρησιμοποιούν «κινητές» (transfer) [3]  και «αρθρωτές» (modular) [4] μηχανές παραγωγής», συνδεμένες με το δίκτυο της εταιρείας που θα μπορούν να επαναπρογραμματίζονται δυναμικά. Δυνητικά, ένας τρισδιάστατος εκτυπωτής θα επιτρέπει στις επιχειρήσεις να παράγουν παρτίδες ενός και μόνο κομματιού με μεγάλο περιθώριο κέρδους  και σε συμφέρουσα τιμή [*]
 
Στη Γερμανία, ο τομέας μεταποίησης συνεχίζει να αντιπροσωπεύει το 22% του ΑΕΠ και τα «εμπορεύσιμα» προϊόντα του τομέα αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του βιομηχανικού της συστήματος, στο βαθμό που αντιπροσωπεύουν το 80% των γερμανικών εξαγωγών. Σε αυτά τα πλαίσια, το σχέδιο
Industry 4.0 φαίνεται να υπόσχεται πολλά, αφού η ψηφιοποίηση της παραγωγής θα μειώνει τις τιμές, θα αυξάνει τη ζήτηση και θα δημιουργεί απασχόληση, ειδικά στις εταιρείες παραγωγής συστημάτων αυτοματισμού. Ετσι,το γερμανικό συνδικάτο μετάλλου συμμετέχει  και αυτό ενεργά σε μια συμμαχία κυβέρνησης και επιχειρηματικών ενώσεων στην «Πλατφόρμα Industry 4.0» .

Σε έρευνα, ωστόσο,της Συνομοσπονδίας Γερμανικών Συνδικάτων (DGB) φαίνεται ότι τα δύο τρίτα των εργαζομένων δηλώνουν ότι δεν ασκούν καμία επιρροή  στη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας στο χώρο εργασίας ενώ οι μισοί από τους ερωτηθέντες παραπονέθηκαν για αυξημένο φόρτο εργασία λόγω της ψηφιοποίησης.
 Ομως, η γερμανική ομοσπονδία εργατών μετάλλου ανησυχεί με το ενδεχόμενο να μπλοκαριστούν οι διαδικασίες αυτές και να χαθούν τα οφέλη από την ψηφιοποίηση - όπως π.χ. η βελτίωση της ποιότητας των θέσεων εργασίας, η βελτίωση της συνεργασίας και της συμμετοχής μεταξύ των ομάδων των εργαζομένων, η κατάργηση θέσεων εργασίας ιδιαίτερα κουραστικών και διόλου ελκυστικών, όπως και νέες ευκαιρίες για την παροχή πιο ολοκληρωμένης κατάρτισης στους εργαζομένους και, ως εκ τούτου, μεγαλύτερες πιθανότητες βιώσιμης κινητικότητας «προς τα πάνω».

 Υπάρχει μια κοινή άποψη ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις μπορεί να γίνουν η πρωτοπορία της διαδικασίας ψηφιοποίησης και ότι οι αναμενόμενες απώλειες θέσεων απασχόλησης - μέχρι ένα 7% από τα 43 εκατομμύρια σημερινές θέσεις εργασίας - θα μπορούσαν να αντισταθμιστούν, τουλάχιστον σε ένα μεγάλο μέρος τους, από τις νέες θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν με την αύξηση των εξαγωγών (αν και αυτό σημαίνει εξαγωγή της ανεργίας στο εξωτερικό).

Από τις αρχές του 21ου αιώνα, η παραγωγικότητα και τα επίπεδα απασχόλησης δεν εξελίσσονται πλέον παράλληλα, ούτε στη Γερμανία ούτε σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Θα πρέπει επομένως, να γνωρίζουμε ότι, όσο οι νέες ψηφιακές τεχνολογίες περνούν στην παραγωγή, πολλές θέσεις εργασίας πιθανότατα θα αυτοματοποιηθούν, δεδομένου ότι «ψηφιοποίηση», βασικά, σημαίνει εξορθολογισμό. Στην σημερινή αρχική φάση ανάπτυξης αυτών των νέων τεχνολογιών
οι ποσοτικές επιπτώσεις της ψηφιοποίησης στην αγορά εργασίας είναι δύσκολο να εκτιμηθούν και οι μέχρι σήμερα διαθέσιμοι αριθμοί  τρομάζουν.

Σύμφωνα με έρευνα που ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2016 το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, τα ρομπότ, η αυτοματοποίηση και η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσαν να κοστίσουν 5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας λιγότερες στις  μεγάλες επιχειρήσεις των 15 μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου. Οι περισσότερες από τις θέσεις εργασίας που κινδυνεύουν είναι σε δουλειές γραφείου και διοίκησης, αλλά και θέσεις εργασίας  χαμηλής  ή υψηλής εξειδίκευσης στους τομείς μεταποίησης και κατασκευών θα πληγούν βαθύτατα.

Σε ενημερωτικό σημείωμα το McKinsey Global  Institute φετος τον Απρίλιο εκτιμά ότι μέχρι στιγμής οι ΗΠΑ έχουν χρησιμοποιήσει μόλις το 18% των δυνατοτήτων τους από τις ψηφιακές τεχνολογίες, ενώ η Ευρώπη μόνο το 12% και άλλες προηγμένες οικονομίες, ακόμη λιγότερο. Στη Γερμανία, όπως και σε πολλές άλλες χώρες  «η Πλατφόρμα Industry 4.0 » εξακολουθεί να εκφράζει μια έννοια γι’ «αυτό που θα μπορούσε να γίνει», μάλλον, παρά με αυτό που γίνεται σήμερα. Γι αυτό, και δεν θα πρέπει να θεωρούμε ότι δεν θα αλλάξει η τάση προς την ψηφιοποίηση της βιομηχανίας αλλά, αντίθετα, θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε τις πολλές προκλήσεις και τους κινδύνους που προκύπτουν από  αυτή   ώστε  να εκτιμήσουμε στη συνέχεια αν και με ποιο τρόπο θα την αποδεχτούμε  ή θα  την απορρίψουμε.

Τρία είδη προκλήσεων θα πρέπει να τραβήξουν  την προσοχή μας: πρώτον, οι τεχνολογικές. Δεύτερον, οι  κοινωνικές συνέπειες μιας περαιτέρω υποκατάστασης της ανθρώπινης εργασίας από μηχανές και αλγόριθμους και, τρίτον, οι οικολογικές (και γεωπολιτικές) επιπτώσεις των ψηφιακών συστημάτων παραγωγής. Θα αναλύσουμε τώρα εν συντομία αυτές τις προκλήσεις.
 
Οι τεχνολογικές προκλήσεις του σχεδίου Industry 4.0

Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι τα δίκτυα οπτικών ινών που συνήθως θεωρούνται  το μέλλον των δικτύων (τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους καταναλωτές), δεδομένου ότι επιτρέπουν ταχύτητες μετάδοσης  δεδομένων, ασύγκριτα μεγαλύτερες από τα δίκτυα από χαλκό. Ωστόσο, τα δίκτυα αυτά είναι σχεδόν ανύπαρκτα στη Γερμανία, όπως στην Ιταλία ή την Αυστρία, την Πολωνία, την Κροατία και τη Σερβία.Σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αυτός ο τύπος δικτύων έχει ήδη μια διείσδυση στην αγορά μεταξύ 20 και 45% .

Μια δεύτερη κατηγορία τεχνολογικών προϋποθέσεων για την ανάπτυξη «έξυπνων εργοστάσιων» περιλαμβάνει μια τυποποιημένη διασύνδεση προγραμματισμού των εφαρμογών , μια κοινή γλώσσα των δεδομένων και μια μεγαλύτερη ενοποίηση των συστημάτων που μέχρι τώρα σε μεγάλο βαθμό ήταν αυτόνομα, όπως αυτά των  τομέων παραγωγής, εφοδιαστικής  (logistics), προμήθειας ενέργειας ή διαχείρισης ακινήτων και κτιρίων.




Τελικά, η μετάβαση προς την ψηφιοποίηση εκθέτει τις  επιχειρήσεις  σε κινδύνους από επιθέσεις  χάκερ, από άτομα (εντός και εκτός επιχείρησης), καθώς και από υπολογιστές, κοινωνικά δίκτυα, cloud (Online αποθήκευση των  δεδομένων μας σε ένα «σύννεφο» από servers), και  εγκληματικές οργανώσεις.

Δεν πρέπει να εκπλήσσει ότι οι οπαδοί της μη αναστρεψιμότητας της τάσης προς την ψηφιοποίηση υποθέτουν  ότι όλες αυτές οι τεχνολογικές προκλήσεις θα αντιμετωπιστούν επιτυχώς  στο προσεχές άμεσο μέλλον στην Ευρώπη - χωρίς να υπολογίζουν όμως, μεταξύ άλλων, το κόστος για τις επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις.

Ακόμα κι αν συμφωνούσαμε με αυτή την άποψη, δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε  αν θα αποδεχόμαστε  το ίδιο θετικά  και τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις μιας περαιτέρω ψηφιοποίηση της εργασίας και των εργαζομένων και στην κοινωνία συνολικά, δεδομένου ότι αυτό θα πλήξει και τους μηχανισμούς «έλεγχου»  επάνω σ’αυτήν και, επομένως, τη δημοκρατία και την προστασία της ιδιωτικής ζωής .


Οι κοινωνικές επιπτώσεις  της ψηφιοποίησης στους εργαζόμενους

Αρχίζοντας, να πούμε ότι, οι προτείνοντες το σχέδιο  Industry 4.0  υπόσχονται ότι οι διαδικασίες  ρουτίνας και οι επίπονες σωματικές δραστηριότητες θα εκτελούνται αυτόματα από μηχανές, οπότε  οι εργαζόμενοι θα έχουν όλο και περισσότερο το ρόλο του επιβλέποντος των μηχανών  και όχι του  «άμεσου παραγωγού».

 Την ίδια στιγμή, οι εταιρείες θα στηρίζονται  όλο και λιγότερο σε προσωπικό με μόνιμες συμβάσεις εργασίας αλλά, αντίθετα, θα κάνουν προσλήψεις on demand, δηλαδή μόνο αν ζητηθεί,σε στιγμές μεγάλης ζήτησης. Τότε, η σχέση εξαρτημένης εργασίας θα γίνει  μια απλή ανάθεση εργασίας και οι  νέες θέσεις εργασίας που θα δημιουργούνται  δεν θα έχουν ένα σαφές αντικείμενο  στην οργάνωση μιας  επιχείρησης. Με αυτόν τον τρόπο, θα κοπούν οι όποιοι δεσμοί με την επιχείρηση και τα συνδικάτα θα αντιμετωπίζουν ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα  επικοινωνίας  με τους εργαζόμενους και την αντιπροσώπευση  των συμφερόντων τους.

Όλες οι εργασίες ρουτίνας, και οι τυποποιημένες και ανώνυμες διαδικασίες - ειδικότερα οι ψηφιοποιημένες  υπηρεσίες - θα ανατίθενται σε εξωτερικούς συνεργάτες  (outsourcing ) και θα υφίστανται κι άλλες  πιέσεις  προκειμένου να αυξηθεί η αποδοτικότητα τους, ενώ οι δραστηριότητες που χρειάζονται την άμεση παρουσία του ανθρώπου  θα εκτιμώνται όλο και περισσότερο. Όλα αυτά θα συνεπάγονται  και το γεγονός ότι οι ψηφιοποιημένες  υπηρεσίες  θα «σπάνε» λίγο πολύ σε  όλο και μικρότερα κομμάτια, και το έργο τους θα ανατίθεται σε ένα πλήθος «εικονικών εργαζομένων». Συνεπώς, θα επεκτείνεται η λεγόμενη απασχόληση με αξιοποίηση του πλήθους (crowd-working ) [5] και η εργασία μέσα από cloud πλατφόρμες

Όπως γνωρίζουμε, και από πολλούς άλλους τύπους μικροεργασιών λίγο πολύ περιστασιακών, οι αμοιβές των εργαζομένων σε cloud, πλατφόρμες οι λεγόμενοι clickworkers – εργαζόμενοι με το κομμάτι στον υπολογιστή- είναι πολύ χαμηλές και πληρώνονται σε ακανόνιστα χρονικά διαστήματα, ενώ οι ίδιοι οι εργαζόμενοι είναι αόρατοι και απομονωμένοι.
 Ακόμη και η λάθος κατηγοριοποίηση των εργαζομένων ως «αυτοαπασχολούμενοι» δεν είναι κάτι το πρωτοφανές. Και σε άλλους τομείς (ένδυση, κατασκευές ή μεταφορές) η «ψευδής αυτή κατηγοριοποίηση» γίνεται για να ακυρωθούν τα όποια οφέλη υπέρ των εργαζόμενων, να φοροαποφεύγουν οι επιχειρήσεις  και να μην είναι υποχρεωμένες να συμμορφώνονται με την εργατική νομοθεσία. Επιπλέον, ο υπερεθνικός χαρακτήρας της απασχόλησης με αξιοποίηση του πλήθους (crowd employment, crowd-work ) κάνει πολύ πιο δύσκολη την εξατομίκευση και την αξιοποίηση της εθνικής νομοθεσίας, η οποία ρυθμίζει το χρόνο εργασίας, τους μισθούς και τις διατάξεις που αφορούν την κοινωνική ασφάλιση.

Και σα να μην έφτανε αυτό, παύει να υπάρχει και η διάκριση μεταξύ εργασίας και ιδιωτικής ζωής  κάτι που προκαλεί πρόσθετο στρες, ειδικά στις γυναίκες. Από την άποψη αυτή, το μέλλον του κόσμου της ψηφιακής εργασίας αντικατοπτρίζει το σύστημα εργασίας κατά παραγγελία (on demand),για  υπηρεσίες, προϊόντα, δεξιότητες» το οποίο χαρακτήριζε τα πρώτα στάδια του καπιταλισμού, και επέτρεπε στους εργαζόμενους και ιδιαίτερα στις εργαζόμενες κάποια μορφή ευελιξίας, προκειμένου  να επωμιστούν και να εξισορροπήσουν τις δουλειές του σπιτιού και τη φροντίδα των παιδιών, τις γεωργικές εργασίες και τις περιστασιακές μικροδουλειές κατόπιν ζήτησης

Υπάρχει, ύστερα, μια πλευρά του ζητήματος που έχει να κάνει με τη λεγόμενη «οικονομία των μικροεργασιών»( gig economy) [6]  ένα οικονομικό μοντέλο περιστασιακής εργασίας ως ελεύθερος επαγγελματίας, ή ανεξάρτητος συνεργάτης σε πολλαπλούς εργοδότες ταυτόχρονα, κατόπιν ζήτησης, που θα μπορούσε να είναι ένα ακόμη πιο σοβαρό πρόβλημα, και δεν μπορεί παρά να αφορά και τα συνδικάτα . Αυτό έχει να κάνει με το ότι η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία κατόρθωσε να σκλαβώσει τα μυαλά των απλών ανθρώπων, ειδικά των νέων. Πολλοί από αυτούς θεωρούν τον εαυτό τους «μικροεπιχειρηματία» ή «εργοδότη του εαυτού τους», αν και μόνο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις δουλεύουν πραγματικά ως αυτοαπασχολούμενοι .

Επιπλέον η ένταξη, λίγο πολύ εθελοντική, ως αυτοαπασχολούμενοι, τυχαίνει να μην συνδέεται καθόλου με την προσωπική εξέλιξη ή τη έξοδο από τη φτώχεια. Αντίθετα, όλο και πιο συχνά η τυπικά μη εξαρτημένη εργασία  γίνεται παγίδα για τους νέους, οι οποίοι καταλήγουν να παγιδεύονται σε έναν φαύλο κύκλο που περιλαμβάνει αυτοαπασχόληση ,συχνά πολλή κακής ποιότητας, κακές συνθήκες εργασίας και χαμηλές αμοιβές .

Έχουμε, λοιπόν, σοβαρούς λόγους  που μας κάνουν να προβλέπουμε ότι η αντικανονικότητα, η ευελιξία, η αβεβαιότητα, η αστάθεια και το κάθε είδους «ρίσκου» θα είναι η νέα «κανονικότητα» του κόσμου της εργασίας στην εποχή του επικείμενου παγκόσμιου ψηφιακού καπιταλισμού. Δεν έχει σημασία αν οι εργαζόμενοι θα  κατηγοριοποιούνται ως «επισφαλείς» ως «άτυπα εργαζόμενοι», ως «περιστασιακά εργαζόμενοι» ή ως αυταπασχολούμενοι. Στην παγκόσμια αγορά εργασίας θα είναι καταδικασμένοι σε ασταθή απασχόληση, σε μισθούς ή εισοδήματα όλο και χαμηλότερα και σε ακόμη χειρότερες συνθήκες εργασίας. Δεν θα απολαμβάνουν, παρά μόνο σποραδικά, τα μέτρα αρωγής και κοινωνικής πρόνοιας και συχνά θα τους αρνούνται την ευκαιρία να συμμετέχουν σε συλλόγους και σωματεία. 

Αυτοί που θα εξακολουθούν να εργάζονται στα εργοστάσια και τα γραφεία θα ελέγχονται από εφαρμογές και αλγόριθμους, το ισοδύναμο της παλιάς γραμμής παραγωγής - που θα είναι, όμως, πολύ πιο δύσκολο να σπάσει.

Με λίγα λόγια, και σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι σήμερα , η πλειονότητα των ψηφιακών εργαζομένων θα προσφέρει τις υπηρεσίες της σε εργασίες ευκαιριακού χαρακτήρα, σε μόνιμη ή προσωρινή βάση, χωρίς καμία τυπική και συνεχόμενη προστασία - συμπεριλαμβανομένης και της προστασίας που αναγνωρίζει το εργατικό δίκαιο - στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Αντίθετα, μόνο ένα πολύ μικρό μέρος του συνολικού απασχολούμενου εργατικού δυναμικού – σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο - θα καταφέρει να έχει πρόσβαση σε τακτική και προστατευόμενη εργασία, καλύτερης ποιότητας και με καλύτερες απολαβές.

Οπότε, το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι γιατί η έλλειψη σιγουριάς πλήττει ξανά τους εργαζόμενους και των προηγμένων οικονομιών της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, αλλά πώς και γιατί μειώθηκε η αβεβαιότητα για ένα μικρό μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού επί δυο δεκαετίες μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο .

Είναι προφανές ότι η αυξανόμενη αναταραχή που οφείλεται στο σημερινό μηχανισμό συσσώρευσης του παγκόσμιου καπιταλισμού συνδέεται στενά, με την ακύρωση του ρόλου του κράτους ως διαμεσολαβητή μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού, μια διαδικασία που σε όλα τα μέρη του κόσμου έχει συμβάλει στην αύξηση των ανισοτήτων.
 Αυτό που ζούμε σήμερα είναι μια φάση της παγκοσμιοποίησης ολιγαρχικού τύπου, όπου μόνο οι οικονομικά ισχυρότερες χώρες και το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού, και ειδικά το 1%, μπορεί να έχουν πραγματικά θετικές προσδοκίες, αφού ούτε και οι φιλελεύθερες πολιτικές στήριξης του κράτους πρόνοιας μπαίνουν πλέον στην ημερήσια διάταξη. Ετσι έχουμε τον ο πολυκερματισμό των τάξεων και της ταξικής συνείδησης.

Βέβαια, η προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων είναι σχετικά μεγαλύτερη για τους εργαζόμενους με συμβάσεις αορίστου χρόνου στις μεγάλες επιχειρήσεις του τομέα της μεταποίησης, αλλά εκατομμύρια εργαζόμενοι είναι παγιδευμένοι σε συνθήκες που τις χαρακτηρίζουν οι χαμηλές αποδοχές και οι μηδαμινές  ευκαιρίες  εξέλιξης. Στη Γερμανία αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι στα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα πάρθηκαν μέτρα-με την υποστήριξη των συνδικάτων-περικοπής των μισθών σε βάρος των εργαζομένων υψηλής ειδίκευσης και αυτό συνέβαλε στη βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης των γερμανικών επιχειρήσεων σε σύγκριση με τους επιχειρηματικούς εταίρους της στην Ευρώπη και όχι μόνο.

 Ένας άλλος σημαντικός μηχανισμός που επέτρεψε στη γερμανική βιομηχανία να νικήσει τον ανταγωνισμό των ιταλικών, ελληνικών, ισπανικών και γαλλικών επιχειρήσεων ήταν η διαδικασία αποκέντρωσης των διαπραγματεύσεων που δεν είχε προηγούμενο, μετά τη γερμανική επανένωση και η πρόσβαση σε μια δεξαμενή φθηνής εργασίας σε ορισμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό οδήγησε στη δραστική μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας και στη δραματική πτώση της επιρροής των συνδικάτων.

Επιπλέον, οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας και του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας της κόκκινο-πράσινης συμμαχίας υπό τον καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ στις αρχές του 2000 ώθησε εκατομμύρια εργαζόμενους σε θέσεις με χαμηλούς μισθούς και ελάχιστη προστασία, ενώ παράλληλα αύξησε τον ανταγωνισμό μεταξύ τους. Το αποτέλεσμα ήταν, σήμερα στη Γερμανία να έχουμε όχι μόνο μια πολύ ανταγωνιστική βιομηχανία, αλλά και μια από τις μεγαλύτερες δεξαμενές φτηνής εργατικής δύναμης στην Ευρώπη.

Η ανισότητα, η υποαπασχόληση και η φτώχεια είναι σε άνοδο: περίπου 12,5 από τα 80 εκατομμύρια κατοίκους της Γερμανίας βρίσκονται σήμερα κάτω από το όριο σχετικής φτώχειας, δηλαδή κερδίζουν λιγότερο από το 60% του μέσου μισθού. Ηλικιωμένοι, μονογονεϊκές οικογένειες και μικρά παιδιά είναι οι κατηγορίες των ατόμων για τα οποία η πιθανότητα να πέσουν κάτω από αυτό το όριο φτώχειας είναι υψηλότερη. Μια τάση ιδιαίτερα ανησυχητική, τέλος, είναι η αύξηση του αριθμού των φτωχών εργαζομένων, των working poors .
 Τι διδάγματα μπορούν να βγουν από το παράδειγμα της Γερμανίας σχετικά με τους επικείμενους αγώνες κατά του σχεδίου Industry 4.0;

 Βασικά,δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι σε μια ιστορική περίοδο πολύ ιδιαίτερη (όπως αυτή μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου που βλέπει την παγκόσμια οικονομία να ανθεί) τα συνδικάτα αποδεχτήκαν μεταρρυθμίσεις με χαρακτηριστικό τους την αύξηση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας, που λειτουργούν υπέρ της εργοδοσίας. Αυτές έφεραν τα μειωμένα ωράρια εργασίας, κάνοντας τη θέση των εργαζόμενων πιο επισφαλή και μειώνοντας τους μισθούς τους. Αυτό το σύνολο μέτρων ευνόησε πολύ τους εργοδότες, δεδομένου ότι συνέβαλε στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεών τους – απέναντι σε πολλούς από τους εμπορικούς εταίρους τους .

Δεύτερον, σημειώθηκε μια τεράστια έλλειψη εγγυήσεων για την προστασία των εργαζόμενων και των εκπρόσωπων τους: σε επίπεδο επιχείρησης, με δυσμενείς συσχετισμούς δυνάμεων, τα συνδικάτα και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων υποχρεώθηκαν να στηριχτούν μόνο στις δικές τους δυνάμεις. Στο πλαίσιο αυτό, προθυμοποιήθηκαν να αποδεχθούν τα αιτήματα της εργοδοσίας - ειδικά σε βάρος των λιγότερο εγγυημένων.

Τρίτον, μετά την ευφορία που προκάλεσαν οι νέες προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις - με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, την ακαδημαϊκή κοινότητα, εκπρόσωπους της κυβέρνησης και επιχειρηματίες – δέχτηκαν με ενθουσιασμό  τη δυνατότητα να επιτευχθεί μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας χάρη στις διαδικασίες της τεχνολογικής αλλαγής, που ευνοούν - έστω και μακροπρόθεσμα - την οικονομική ανάπτυξη, ίσως και προσφορά εργασίας από τις επιχειρήσεις.

Τέλος, αναφορικά με τη σχέση σχεδίου «Industry 4.0 και κόσμου της εργασίας, αναρωτιόμαστε: σε ποιο βαθμό τα συνδικάτα (στη Γερμανία ή αλλού) θα πρέπει να βασίζονται σε αυτή την προοπτική, φαινομενικά προοδευτική, που αφηγείται ένα αναπόφευκτο και επιθυμητό ψηφιοποιημένο μέλλον της βιομηχανίας; Ωστόσο, θα πρέπει να μάθουμε το μάθημα: η αυτοματοποίηση θα εισαχθεί μόνο όταν είναι κερδοφόρα για τις εταιρείες. Αλλά για να υπάρξουν αυτά τα κέρδη, οι επιχειρήσεις χρειάζονται πρώτον φτηνές πρώτες ύλες και, δεύτερον, μια αγορά που να αναμένει μια ζήτηση για τα προϊόντα τους.

 Εάν αυτό το λάβετε υπόψη , είναι εύκολο να επισημάνουμε τα κρίσιμα σημεία αυτού του αναπτυξιακού σχεδίου: εάν τα ρομπότ θα αντικαταστήσουν ένα μεγάλο αριθμό εργαζομένων, όπως προβλέπουν πολλοί διεθνείς οργανισμοί και διάφορες δεξαμενή σκέψης, αυξάνοντας τα ποσοστά ανεργίας και αν οι μισθοί υποστούν περαιτέρω πίεση προς τα κάτω, δεδομένου ότι μόνο οι εργαζόμενοι υψηλής εξειδίκευσης μπορούν να αναμένουν ότι θα πάρουν ένα αξιοπρεπή μισθό, δύο ερωτήματα προκύπτουν αμέσως: πρώτον, οι επιχειρήσεις σε ποιον θα πουλήσουν όλα αυτά τα «έξυπνα προϊόντα»; και δεύτερο, οι πρώτες ύλες και το σύνολο των αναγκαίων πόρων για να ξεκινήσουν οι διαδικασίες  παραγωγής ,πως γίνεται να μην αυξηθεί σημαντικά η τιμή τους, από τη στιγμή που όλες οι προηγμένες οικονομίες του κόσμου θα ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο, προς την κατεύθυνση του σχεδίου «Industry 4.0  

Οικολογική περιορισμοί και γεωπολιτικοί περιορισμοί του σχεδίου Industry 4.0

Σ’αυτό το σημείο δεν μπορούμε παρά να ασχοληθούμε, έστω και για λίγο, με το θέμα των απαραίτητων πόρων για την ψηφιοποίηση της οικονομίας. Πρόκειται για ένα πρόβλημα το οποίο δεν αντιμετωπίστηκε επαρκώς ούτε από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, ούτε από τους εκπροσώπους της βιομηχανίας ή από τα συνδικάτα. 
Παρά το γεγονός ότι τα κόστοι  μετάβασης στο σχέδιο  Industry 4.0 είναι τέτοια που να μπορούν να τα διαχειρίζονται χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, τουλάχιστον οι  μεγαλύτερες εταιρίες - και παρόλο που τις επιπτώσεις στους εργαζομένους τις αγνοούν σε μεγάλο βαθμό οι κυβερνήσεις και τα συνδικάτα - πρέπει να τονίσουμε ότι το μέλλον του σχεδίου  Industry 4.0  θα εξαρτηθεί πολύ από την πορεία που θα ακολουθήσουν οι τιμές των μετάλλων και όλων των αναγκαίων  υλικών για την παραγωγή των προϊόντων τεχνολογίας, και του πετρελαίου, όταν οι  οικονομίες όλου του κόσμου θα επενδύσουν όλο και πιο μαζικά:
 1 ) στην παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας  
2) στην κινητικότητα της ηλεκτρικής ενέργειας   
3) στην ψηφιακή παραγωγή, ενώ 
4) οι καταναλωτές θα συνεχίσουν να αγοράζουν κάθε είδος κινητής συσκευής (όπως smartphones και tablet). 
5) Οι κυβερνήσεις θα συνεχίσουν να επενδύουν στον στρατιωτικό τομέα (με την αγορά σύγχρονων δρόνων ). Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην πραγματικότητα όλες αυτές οι νέες τεχνολογίες, και οι βιομηχανίες που τις παράγουν, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη διαθεσιμότητα του πετρελαίου και των «σπάνιων μετάλλων», όπως ο χαλκός, το νικέλιο, το ασήμι, το ουράνιο, ο μόλυβδος και ιδίως οι λεγόμενες «σπάνιες γαίες» όπως το ίνδιο, το γάλλιο,το  γερμάνιο, το λίθιο και πολλά άλλα .

Πολλές  τεχνολογίες πληροφορικής  απαραίτητες για την ανάπτυξη του σχεδίου Industry 4.0  - όπως οι αισθητήρες, η νέα γενιά μικροτσίπ, οι τεχνολογίες απεικόνισης (display technologies) και τα καλώδια οπτικών ινών - χρειάζονται τεράστιες ποσότητες  από αυτά τα σπάνια μέταλλα. Αυτά τα μέταλλα έχουν γίνει «σπάνια» για μια σειρά λόγους :

1     Επειδή κάποια από αυτά (π.χ. χαλκός) έχουν ήδη εξαντληθεί και δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα βρεθούν νέα μεταλλεία πλούσια σε τέτοια μέταλλα.
2     επειδή η παραγωγή πολλών από αυτά τα μέταλλα δεν θα αυξηθεί, αλλά το πιθανότερο είναι να μειωθεί, και θα συγκεντρώνεται όλο και περισσότερο στις υπάρχουσες εγκαταστάσεις παραγωγής  επειδή οι τιμές των σπάνιων και υψηλής ζήτησης μετάλλων θα σημειώσουν σημαντική αύξηση στο εγγύς μέλλον.
4     υπό αυτές τις συνθήκες, θα αντλούνται όλο και περισσότερο από τα ορυχεία με μια ολοένα και χαμηλότερη συγκέντρωση των προαναφερθέντων σπάνιων μετάλλων. Ωστόσο, όσο χαμηλότερη  η συγκέντρωση, τόσο μεγαλύτερη είναι και η ποσότητα των τοξικών χημικών ουσιών,  του νερού και της ενέργειας που θα χρειαστούν για την εξόρυξη ορυκτών - επειδή όλο και πιο καταστροφικές θα είναι οι επιπτώσεις από τις διαδικασίες  εξόρυξης στη  φύση, στους  εργαζόμενους και τους τοπικούς πληθυσμούς.
5    
 Τέλος, το χειρότερο είναι ότι τα σπάνια μέταλλα έχουν πολύ χαμηλά ποσοστά ανακύκλωσης, ενώ οι  «σπάνιες γαίες» έχουν ένα ποσοστό ανακύκλωσης κάτω από ένα τοις εκατό. 

Με λίγα λόγια, μόνο μια χούφτα ανίδεοι μπορεί να αρνηθούν ότι υπάρχουν όρια στην οικονομική ανάπτυξη. Συνεπώς, θα πρέπει να αποφύγουμε να οικοδομήσουμε το μέλλον μας ακολουθώντας το ίδιο κοινωνικοοικονομικό και περιβαλλοντικό μοντέλο όπως αυτό που αναπτύχθηκε μέχρι σήμερα. Ωστόσο, τα όρια της οικονομικής ανάπτυξης  με τα τρέχοντα επίπεδα της ρύπανσης που παράγεται από τον καπιταλισμό δεν είναι γνωστά, και κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχίσουν να μην είναι μέχρι να φτάσουμε σ’ ένα «σημείο μη επιστροφής» τέτοιο που να μπορεί να καταρρεύσει ολόκληρο το οικονομικό, κοινωνικό και φυσικό σύστημα . Όρια στην οικονομική ανάπτυξη θα μπορούσαν να υπάρξουν, όμως, ακόμα και πριν την κατάρρευση του συστήματος λόγω των αυστηρών περιορισμών  που έχουν να κάνουν  με τη διαθεσιμότητα των φυσικών πόρων αυτό θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στη διαδικασία καπιταλιστικής συσσώρευσης - όπως και στο παρελθόν, ένα τέτοιο σενάριο θα συνοδεύεται από γεωπολιτικές εντάσεις που θα οδηγήσουν σε βίαιες συγκρούσεις.

Ενώ πλησιάζουμε το «σημείο μη επιστροφής » του οικολογικού συστήματος και τη μέγιστη τιμή παραγωγής με σχετική κατανάλωση πολλών φυσικών πόρων - συμπεριλαμβανομένων των σπάνιων μετάλλων που χρειάζονται για την ανάπτυξη του σχεδίου Industry 4.0  - όποιοι θελήσουν  να ασκήσουν  ριζική κριτική σ’ αυτή  τη κατάσταση  πραγμάτων θα πρέπει να πάρουν  υπόψη τους ότι δεν θα μπορούν πλέον να συνάπτουν ευρείες  και ισχυρές διεθνείς συμμαχίες με τα κοινωνικά και εργατικά κινήματα (ενάντια στην παγκόσμια ισχύ δισεκατομμυριούχων και πολυεθνικών), όσο συνεχίζουμε να εφαρμόζουμε τα μοντέλα και τις πολιτικές λύσεις του προηγούμενου αιώνα (που βασίζονται στην απεριόριστη ανάπτυξη σε ένα πεπερασμένο πλανήτη), αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε την καταστροφή του πλανήτη.

Ναι, σήμερα μπορούμε να αγοράσουμε μια τοστιέρα selfie που ψήνει το τοστ αποτυπώνοντας πάνω του την εικόνα του προσώπου μας, ή ένα ρολό χαρτί τουαλέτας που στέλνει μήνυμα στο κινητό μας όταν το χαρτί πάει να τελειώσει. Και φυσικά, το σχέδιο Industry 4.0  θα καταφέρει, μέσω του μάρκετινγκ, να μας κάνει να αγοράζουμε όλοι αγαθά και υπηρεσίες που δεν χρειαζόμαστε. Αλλά οι οικολογικές και κοινωνικές θυσίες που θα πρέπει να υπομείνουμε με αυτό το είδος «προόδου» είναι προφανώς ανυπολόγιστες. Αυτό που μάλλον χρειαζόμαστε ιδιαίτερα είναι μια πολιτική προσπάθεια για την υπέρβαση του παγκόσμιας  χάσματος  μεταξύ τυπικής και άτυπης εργασίας, μεταξύ  «εγγυημένων» εργαζόμενων και περιστασιακά εργαζόμενων , μεταξύ των υπερβολικά πλούσιων ανθρώπων  και των φτωχών, των αποκλεισμένων και των περιθωριοποιημένων  του κοινού πλανήτη Γη.
 
Το κείμενο είναι μετάφραση της εισήγησης στο συνέδριο «το μέλλον της βιομηχανίας και της εργασίας, του σχεδίου Industry 4.0   που διοργάνωσε η  Ομοσπονδία  Εργατών Μετάλλου της Ιταλίας (FIOM / CGIL), στο Τορίνο στις 28 Σεπτεμβρίου 2017

 ----------------------------------
 

[1] Industry4.0 (Η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση):

Ο συνδιασμός διαδικτυακού κόσμου με τον κόσμο της βιομηχανικής παραγωγής (IoT, Internet of things) , η σύγκλιση τεχνολογίας πληροφορικής (IT,Information Technology) με τα συστήματα λειτουργικής τεχνολογίας  (OT,Operational Technology ) , η ταχεία ανάπτυξη εφαρμογών, το ψηφιακό δίδυμο μοντέλων προσομοίωσης (digital  twin simulation models), κυβερνο-φυσικά συστήματα (cyber-physic systems-CPS), προηγμένη ρομποτική και συνεργαζόμενα ρομπότ (advanced robotics and cobots), παραγωγή πρόσθετων υλών,αυτόνομη παραγωγή, σημαντική μηχανοποίηση  όλης της αλυσίδας αξίας, διεξοδική συλλογή και παροχή δεδομένων, οριζόντια και κάθετη ολοκλήρωση, υπολογιστικό νέφος  (cloud computing), μεγάλη ανάλυση δεδομένων (big data analytics),συστήματα τεχνητής νοημοσύνης  και εικονικής πραγματικότητας (AR / VR): αυτά είναιορισμένα  από τα βασικά στοιχεία της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης.

Αν και το σχέδιο Industry 4.0 αρχικά εφαρμόστηκε στη βιομηχανία μεταποίησης, σήμερα,βλέπουμε να εφαρμόζεται  στις έξυπνες μεταφορές και στη διοικητική μέριμνα (logistics),στα έξυπνα κτίρια,στη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αέριου, στα έξυπνα συστήματα υπηρεσιών υγείας  ακόμη και στις έξυπνες πόλεις


 [2] value chain = Μάρκετινγκ Η αλυσίδα αξίας. Ο όρος αλυσίδα αξίας αναφέρθηκε πρώτη φορά από τον Michael Porter. Σύμφωνα με τον Porter η αλυσίδα αξίας είναι ένα σύστημα από ανεξάρτητες επιχειρησιακές λειτουργίες, οι οποίες συνδέονται με συσχετίσεις. Σύμφωνα λοιπόν με την τεχνική της “αλυσίδας αξίας”, μια επιχείρηση εξετάζεται υπό το πρίσμα των δραστηριοτήτων που εκτελεί για να παρέχει στους πελάτες της το προϊόν ή την υπηρεσία της. Οι συσχετίσεις αυτές υπάρχουν όταν το αποτέλεσμα μιας δραστηριότητας επηρεάζει το κόστος ή την αποδοτικότητα μιας άλλης δραστηριότητας (Porter M.; 1998), έτσι ώστε  να παράγεται μια σημαντική πηγή ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος και προστιθέμενης αξίας. (Porter M.; 1985).



[3] Η αυτόματη μηχανή μεταφοράς του κομματιού, που συνήθως ονομάζεται transfer, είναι ένας τύπος αυτόματης μηχανής που συνδυάζει τις λειτουργίες ενός ξεχωριστού συνόλου μηχανών σε μια ενιαία μονάδα παραγωγής, ενοποιώντας τις διαδικασίες φόρτωσης και μηχανισμούς μεταφοράς.

 Μια μηχανή μεταφοράς αποτελείται από μια σειρά σταθμούς εργασίας που λειτουργούν ταυτόχρονα. Το προς επεξεργασία κομμάτι  εισέρχεται, σφίγγεται κατάλληλα σε ένα σφιγκτήρα και μεταφέρεται διαδοχικά μπροστά από κάθε μία μονάδα λειτουργίας, έτσι ώστε όταν αρχίσει η λειτουργία, σε κάθε βήμα της γραμμής ή της περιστρεφόμενης τράπεζας , να αντιστοιχεί η φόρτωση ενός ακατέργαστου κομματιού  και   η εκφόρτωση ενός πλήρως επεξεργασμένου.  

Ο τύπος αυτός μηχανής είχε μεγάλη διάδοση αφού επιτρέπει την αύξηση του ρυθμού παραγωγής και τον περιορισμό της μεταβλητότητας λόγω του ανθρώπινου παράγοντα. Από την άλλη,όμως, είναι εξαιρετικά άκαμπτη στις αλλαγές προγραμματισμού των λειτουργιών της και δικαιολογεί την αγορά της μόνο υπό το πρίσμα μιας μακράς περιόδου λειτουργίας και μεγάλο τιράζ (  ποσότητας παραγωγής ).Η ποιότητα κατασκευής από το πρώτο μέχρι το τελευταίο κομμάτι είναι σταθερή.





[4] Modular μηχανές = με τυποποιημένες μονάδες ή διαστάσεις για ευελιξία και ποικιλία χρήσης.

[*] Αυτό είναι πολύ ελκυστικό στην μεταποιητική βιομηχανία  όπου για να αλλάξει το σχέδιο  ενός  προϊόντος απαιτούνταν ολόκληρες  εβδομάδες εργασίας για την μετασκευή των γραμμών παραγωγής και την επαναρύθμιση των μηχανών.

[5] Crowd-working  = απασχόληση με αξιοποίηση του πλήθους  : μια διαδικτυακή πλατφόρμα αντιστοιχίζει εργοδότες και εργαζόμενους, ενώ συχνά τα μεγαλύτερα έργα υποδιαιρούνται και επιμερίζονται μεταξύ ενός «εικονικού νέφους» (virtual cloud) εργαζομένων

[6] Η προσφορά και η ζήτηση γίνονται ηλεκτρονικά μέσα από αποκλειστικές πλατφόρμες και εφαρμογές παροχής υπηρεσιών . Πλατφόρμες και εφαρμογές για  προσωρινή ενοικίαση δωματίων (π.χ. Airbnb), για ανεξάρτητες δραστηριότητες όπως σχεδιασμός ιστοσελίδων (π.χ. Fivver), πώληση ειδών χειροτεχνίας (π.χ. Etsy) , εναλλακτικές ιδιωτικές μεταφορές με ταξί (π.χ. Uber, Lyft), υπηρεσίες διανομών στο σπίτι (π.χ. έτοιμα γεύματα, π.χ. Deliveroo και Foodora).
 Στο μοντέλο απασχόλησης, ευρύτερα γνωστό ως «gig economy», οι περισσότερες θέσεις εργασίας είναι προσωρινές και κοινές. Καλύπτονται με ατομικές συμβάσεις ανεξάρτητων «αυτοαπασχολούμενων» ατόμων και  οι εργαζόμενοι δουλεύουν περιστασιακά /  μερικώς / προσωρινά /.