H Γενιά της Επισφάλειας: Εμπειρίες, αγώνες από τα Fast Food της Γαλλίας

 

 Εξαιρετικό βιβλίο ενός γαλλοαλγερινού εργάτη από τα προάστια του Παρισιού που έπιασε δουλειά στα μέσα της δεκαετίας του 90' σε υποκατάστημα της Pizza Hut στο Παρίσι, το οποίο εξιστορεί την αντίσταση και τους αγώνες αυτού και των συναδέλφων του απέναντι στα αφεντικά(μικρά και μεγαλύτερα) της Pizza Hut. 

Το βιβλίο περιγράφει λεπτομερώς τις συνθήκες εργασίας μέσα σε αυτά τα κάτεργα, την συμπεριφορά των αφεντικών ,τρόπους για να αρχίσεις και να οργανώσεις έναν αγώνα, μας δίνει πληροφορίες για τους αγώνες την περίοδο εκείνη στον τομέα της ταχείας εστίασης, για τα ξεπουλημένα συνδικάτατα και τις γραφειοκρατίες και περιέχει ένα πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο για τα αντίστοιχα γεγονότα στην Disneyland. 

 

Το βιβλίο αναφέρεται σε περιστατικά πριν το 2004, οπότε είναι εύκολο να συνάγουμε ότι ο αριθμός των επισφαλώς εργαζόμενων στο πέρας των χρόνων θα έχει πολλαπλασιασθεί. 

Ο σκοπός της αναδημοσίευσής μας είναι να χρησιμεύσει το βιβλίο ως εγχειρίδιο για τους εν εξελίξει αντίστοιχους αγώνες στην Ελλάδα. Και φυσικά τέτοια βιβλία λειτουργούν ως παλίμψηστα, πάνω δηλ. στις παλιές εμπειρίες γράφονται διαρκώς οι καινούργιες που αποκομίζονται μέσα στο σπιράλ της ταξικής πάλης...

Το βιβλίο μεταφράστηκε στα ελληνικά από την ομάδα "Νομάδες αντιρροής" και το αλιεύσαμε από το Ιστολόγιο Η Γενιά της Επισφάλειας.

Αναδημοσιεύουμε τα δύο πρώτα κεφάλαια. Το λινκ για τα υπόλοιπα θα το βρείτε στο τέλος της δημοσίευσης.

 H Γενιά της Επισφάλειας: Εμπειρίες, αγώνες από τα Fast Food της Γαλλίας
 του Αμπντέλ Μαμπρουκί
Στη μητέρα μου που μας μεγάλωσε μ’ αγάπη.
Στον πατέρα μου που πολέμησε για την ανεξαρτησία της Αλγερίας.
Στους αδελφούς και τις αδελφές μου για την υποστήριξή τους.
Στην Λουζ το φως μου

Το κοινωνικό χρονικό ενός McJober

Τριάντα λεπτά με το χρονόμετρο. Οι πελάτες έχουν τα μάτια καρφωμένα στο ρολόι τους, ακριβώς όπως και ο μάνατζερ που δε χάνει ποτέ του την ευκαιρία να μας κάνει παρατηρήσεις ακόμα και για την παραμικρή καθυστέρηση. Κάθε βράδυ, στο κλείσιμο του καταστήματος, κάνει τους λογαριασμούς και μοιράζει τους καλούς βαθμούς: «το 95% των παραγγελιών είναι εντός του χρόνου παράδοσης. 
Μια χαρά παιδιά!». Ή ακόμα: «Λιγότερο από 90%! Μα τι έχετε πάθει ρε παιδιά; Αν φοβάστε το μοτοποδήλατο, δεν έχετε καμιά δουλειά εδώ». Όσο για μένα, όπως και για δεκάδες χιλιάδες άλλους νέους, βρίσκομαι στο μέσο όλων αυτών, μεταξύ του πρώτου και του τελευταίου λεπτού του χρονομέτρου, μεταξύ του πελάτη και του μάνατζερ. Στη γλώσσα της επιχείρησης αυτό το αποκαλούμε: ένας «πολυειδικευμένος εργαζόμενος», που έχει προσληφθεί για να αποψύχει, να ετοιμάζει, να οδηγεί, να καθαρίζει. 
Καλός για όλα, ή μάλλον, «καλός σε τίποτα», όπως λέει και ο μάνατζερ. Χωρίς εμένα όμως δεν έχει γρήγορη πίτσα. Τριάντα λεπτά για να παρθεί η παραγγελία, να ετοιμαστεί η πίτσα, να ψηθεί και να μεταφερθεί με κάθε καιρό. Αυτό απαιτεί ένα πειθήνιο εργατικό δυναμικό και μια καλή δόση από «σκληρό» μάνατζμεντ.



Από τότε που αποφάσισα να καταγγείλω έντονα και δυνατά τις συνθήκες εργασίας μας και να παλέψω δημόσια ενάντια στη διεύθυνση της Pizza Hut, βρήκα μια εντυπωσιακή ανταπόκριση στα ΜΜΕ, στο δρόμο, στα πολιτικά κόμματα, στους αγωνιστές της αριστεράς, αλλά και ακόμα παραπέρα. 
Ο κόσμος ενδιαφέρεται να μάθει για το τι συμβαίνει στις κουζίνες, για το πώς μας μιλάνε, για το πόσα μας πληρώνουν. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι είναι όπως και εγώ: νέοι, εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης που προορίζονται για τις ώρες αιχμής το μεσημέρι και το βράδυ και που σπάνια μένουν πάνω από ένα ή δυο χρόνια στην επιχείρηση.

Στο σημείο αυτό εγώ αποτελώ εξαίρεση: πάνε τώρα περισσότερα από δέκα χρόνια που εργάζομαι στο κατάστημα διανομής του Λεβαλουά-Περέ, στο Ω-ντε-Σαιν κοντά στο Παρίσι. Δέκα χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων έμαθα τουλάχιστον ένα πράγμα: περισσότερο και από τη σάλτσα ντομάτας ή το αποψυγμένο λαρδί, το αμερικάνικο μάνατζμεντ είναι το βασικότερο συστατικό της γρήγορης πίτσας.

 Στο κατάστημά μου έχω ήδη δει να περνούν καμιά δεκαριά από μάνατζερς που γενικά δεν είχαν κανένα πρόβλημα να ξαναβολευτούν σε άλλη δουλειά στη συνέχεια. Γιατί αυτοί είναι που κάνουν το σύστημα να δουλεύει. Όλα εξαρτώνται από την ικανότητά τους να βάζουν τους εργαζόμενους (συχνά φοιτητές ή και επισφαλείς) υπό πίεση. Ό,τι ακριβώς χρειάζεται δηλαδή προκειμένου να είναι κανείς εντός του χρόνου χωρίς όμως και να εκραγεί το εργατικό δυναμικό.

Η έκρηξη όμως έρχεται πάντα κάποια στιγμή. Πιστεύω, εκ πείρας, ότι κανένας δεν μπορεί να αντέξει αυτό το περιβάλλον για χρόνια. Στο κατάστημα του Λεβαλουά, όπως και οπουδήποτε αλλού, σπάνια βλέπουμε τις ίδιες φάτσες δυο χρόνια στη σειρά.

Εκτός βέβαια από τη δικιά μου, γιατί εγώ (ακόμα) δεν έχω εκραγεί. Δεν είναι τόσο η επιθυμία που μου λείπει, η οποία υπάρχει άλλωστε σχεδόν από την πρώτη μέρα, όσο το γεγονός ότι έθεσα σε λειτουργία ένα είδος παθητικής αντίστασης. Για κάποιους απλούς λόγους καλής θέλησης και αξιοπρέπειας αρνήθηκα να προσαρμοστώ στην οποιαδήποτε παράλογη εντολή του μάνατζέρ μου.


Αρνούμενος πάντοτε όλες τις πιέσεις και τις κριτικές για την υποτιθέμενη αργοπορία μου. Μετά από λίγο ήθελα να γίνω ο κόκκος της άμμου που θα έκανε την ωραία τους μηχανή να ντεραπάρει. Να είμαι αυτός που θα μείνει αντί να φύγει. Αντιστάθηκα στο turn-over, σ’ αυτή τη μέθοδο που οδηγεί στην εξουθένωση ένα τεράστιο αριθμό εργαζομένων πάνω στο καθήκον. Θα μπορούσε κανείς να πει πως αυτή η αστάθεια είναι πρόβλημα των ίδιων των νέων εργαζομένων που δεν καταφέρνουν να σταθεροποιηθούν κάπου ή που κατευθύνονται προς άλλους ορίζοντες.

Αυτό όμως δεν ισχύει γιατί αντίθετα το turn-over είναι το κλειδί της επιτυχίας στο χώρο της ταχείας εστίασης. Σ’ αυτό το χώρο, μετά το πέρας κάποιων μηνών ή ίσως κάποιων εβδομάδων, ο εργαζόμενος δεν είναι πια αρκετά παραγωγικός.

Αυτή τη δουλειά μπορείς να την αντέξεις για ένα καλοκαίρι όσο είσαι φοιτητής, γρήγορα όμως γίνεται ανυπόφορη όταν πρόκειται να περάσεις σ’ αυτή όλη σου τη ζωή. Αυτό το ξέρουν καλά η Pizza Hut, τα McDonald’s, το Quick, η Disney και όσο βέβαια υπάρχει νέο σε ηλικία και κακοπληρωμένο εργατικό δυναμικό που περιμένει για δουλειά στο Γραφείο Εύρεσης Εργασίας [ΑΝΡΕ, ανάλογο του ΟΑΕΔ, Σ.τ.Μ]…
Η ιστορία της Pizza Hut είναι υποδειγματική: γιγαντιαίος συγκεντρωτισμός, αμερικανικά κεφάλαια και μια θυγατρική γαλλική εταιρία… Καμιά αμφιβολία ότι σε οικονομικό επίπεδο πρόκειται για σωστό θρίαμβο. Στη Γαλλία, η φίρμα δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση πολλών μικρών επιχειρήσεων οι οποίες, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, πέρασαν υπό αμερικανικό έλεγχο. Η φίρμα της Pizza Hut ανήκει από τότε στον όμιλο YUM Brands, πρώτο όμιλο σε παγκόσμιο επίπεδο στο χώρο της εστίασης με 32.000 σημεία πώλησης πάνω στον πλανήτη! Και δεν είναι μόνο αυτό. Η εταιρία YUM ανήκει κι αυτή με τη σειρά της στο γαλαξία της Pepsi Co, αυτή ξέρετε με τις τόσο ωραίες σόδες. Ο βραχίονας εστίασης της Pepsi περιλαμβάνει λοιπόν την Pizza Hut, αλλά επίσης την Kentucky Fried Chicken, την Taco Bell και αρκετές άλλες αλυσίδες fast-food στις ΗΠΑ.

Η εταιρία αυτή παρουσιάζει ένα διόλου ευκαταφρόνητο ετήσιο τζίρο της τάξης των 22,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων, χάρη κυρίως, στους δεκάδες χιλιάδες «πολυειδικευμένους εργαζόμενους της» που σε όλο τον πλανήτη λιώνουν στη δουλειά.


Το πρόβλημα είναι ότι δεν πήρε κανείς στα σοβαρά τα προβλήματα που τίθενται από αυτό το νέο είδος εργασίας. Ούτε οι πολιτικοί, ούτε τα συνδικάτα, ούτε ο νόμος. Εγώ βρίσκομαι στην πιο κατάλληλη θέση για να πω ότι η «πολυειδίκευση» και η «ταχύτητα» (οι δυο αγαπημένες λέξεις των μάνατζερς) δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στις ίδιες τις συνθήκες εργασίας –με την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν καταπατάτε το ίδιο το εργατικό δίκαιο. Ευτυχώς για τα αφεντικά, ο εργαζόμενος πληθυσμός στην ταχεία εστίαση δεν παρουσιάζει και πολύ διεκδικητικό προφίλ. Πρόκειται πρώτα και κύρια για φοιτητές (περίπου το 40%), για νέους προς αναζήτηση του πρώτου επάγγελματός τους, για ανέργους, για μητέρες. Για ανθρώπους δηλαδή που για τον έναν ή τον άλλο λόγο, βρίσκονται στο περιθώριο της αγοράς εργασίας. Αναπτύσσοντας τη δραστηριότητά τους στην πλάτη αυτού του ανασφάλιστου πληθυσμού, οι φίρμες της ταχείας εστίασης έχουν πιάσει το τζακπότ.


Το σύστημα στηρίζεται λοιπόν σε μεγάλο βαθμό πάνω στην παραγωγικότητα ενός πολυπληθούς εργατικού δυναμικού. Γιατί εταιρίες όπως τα McDonald’s ή η Pizza Hut επιτρέπουν πρακτικά στον καθένα να κερδίσει λεφτά. Βέβαια, πολύ λίγα λεφτά και σίγουρα όχι αρκετά ώστε να μπορεί να ζήσει, μιας και υπάρχει αποκλειστικά και μόνο η ημιαπασχόληση (450 ευρώ το μήνα), ένα ποσό για να περνάς ίσα-ίσα το μήνα σου όσο είσαι φοιτητής και για να επιβιώνεις με το ζόρι όταν είσαι τριάντα χρονών.

Για κάποιους, αυτό το είδος δουλειάς είναι το πρώτο βήμα στην είσοδό τους στην αγορά εργασίας, γι’ άλλους είναι το τελευταίο σκαλοπάτι πριν το ταμείο ανεργίας (RMI). Σήμερα, στο χώρο των διανομών, των ξενοδοχείων ή ακόμα και των τηλεφωνικών κέντρων, αυτών των μεγάλων τηλεφωνικών εγκαταστάσεων όπου επισφαλείς εργαζόμενοι απαντούν σε κλήσεις πελατών από ολόκληρο τον κόσμο, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι γνωρίζουν την εκμετάλλευση.

Σ’ όλους αυτούς τους κλάδους, η μερίδα των επισφαλών εργαζομένων (των ημιαπασχολούμενων, με συμβάσεις ορισμένου χρόνου (CDD), των προσωρινών) αυξάνεται ραγδαία. Μόνο στην ταχεία εστίαση η αύξηση ήταν 7% για το 2001. Με 100.000 ανθρώπους σήμερα, εκ των οποίων οι περισσότεροι εργάζονται πίσω από τον πάγκο ή στην κουζίνα, ο τζίρος τετραπλασιάστηκε αυτά τα δεκαπέντε τελευταία χρόνια.

Για όλους αυτούς, και κυρίως για όλους εκείνους στην ταχεία εστίαση που κερδίζουν με το ζόρι το μισό του βασικού μισθού, θέλησα να κινήσω τα πράγματα. Από το 2000 αρκετές μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων αντιμετώπισαν απεργίες, όλο και πιο άγριες όλο και μεγαλύτερης διάρκειας, οι οποίες αντανακλούν ένα είδος κρίσης στην ανάπτυξη του τομέα. Προφανώς, οι μισθοί και οι συνθήκες εργασίας δεν προόδευσαν το ίδιο γρήγορα με τους αριθμούς του τζίρου. Χρειάστηκε να περιμένουμε τις αρχές του 2001 για τα πρώτα κύματα απεργιών σε δυο εστιατόρια, των McDonald’s και της Pizza Hut του Παρισιού, προκειμένου να συνειδητοποιήσουν τα ΜΜΕ και το ευρύ κοινό τις συνθήκες εργασίας μας και τη διαρκή πίεση που υφίστανται οι διανομείς πίτσας και οι πωλητές χάμπουργκερ.

Ο αγώνας λοιπόν, ενάντια στα McDonald’s και την Pizza Hut είναι κοινός. Υπάρχει ένας φυσικός δεσμός μεταξύ αυτών των δυο εταιριών. Μοιράζονται το ίδιο φοιτητικό εργατικό δυναμικό, τον ίδιο πυρήνα του εμπορίου, τους ίδιους μάνατζερς. Μόνο το προϊόν αλλάζει, αν και βέβαια πάλι, και στις δυο περιπτώσεις, πρόκειται για κατεψυγμένο. Εξ’ άλλου εγώ δεν τρώω πια πίτσα διανομής όπως ούτε και χάμπουργκερ. Δεν το αντέχω από τότε που έμαθα τα «μικρά μυστικά της παραγωγής» τους.

Αυτοί οι πρώτοι αγώνες στην πορεία τους συνάντησαν και άλλους αγώνες: τους αγώνες στη Euro Disney, στο Quick, στα Maxi-Livres, στο Kiabi, στην Extrapole, εκείνους των νέων εργαζομένων με ληγμένη σύμβαση, των καμαριέρων της Accor, ακόμα και των πακιστανών μαγείρων της αλυσίδας Frog που απέργησαν το 2003. Το γεγονός ότι οι αγώνες μας δεν αποτελούν πια πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες δε σημαίνει σε καμιά περίπτωση πως εμείς δεν έχουμε τίποτε άλλο να πούμε. Αντιθέτως, όσο περισσότερο περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερο γίνεται και πιο επιτακτικό για εμάς να «ασφαλίσουμε» αυτά τα εκατοντάδες χιλιάδες επισφαλή επαγγέλματα.

Μιλώντας γι’ αυτά και καθιστώντας τα πρόβλημα της ίδιας της κοινωνίας. Αυτό είναι και το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε απ’ το να παραδώσουμε στα παιδιά μας μια κοινωνία αμερικάνικου τύπου, όπου κανόνας για τους νέους –ή και για τους λιγότερο νέους– θα είναι η επισφάλεια, οι ψυχολογικές πιέσεις του μάνατζερ, η εργασία σε αξιοθρήνητες συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας, χωρίς να αναφέρουμε τις καταχρήσεις που αφορούν τις υπερωρίες, τους μισθούς που δε λένε να ξεκολλήσουν και το συνδικαλιστικό στιγματισμό…

Για αυτό το λόγο ήθελα να γράψω το παρόν βιβλίο. Η μαρτυρία αυτή, που ελπίζω να είναι επαρκής, στον ίδιο βαθμό μ’ ένα ρεπορτάζ στην τηλεόραση ή με ένα άρθρο στον τύπο, φιλοδοξεί να γίνει ένα εργαλείο αγώνα και ερμηνείας. Για μένα αποτελεί επίσης ένα μέσο για να γυρίσω σελίδα μετά από δέκα χρόνια εξουθενωτικής εργασίας και αγώνα ενάντια στη διεύθυνση της Pizza Hut.

Θέλω ν’ απευθυνθώ άμεσα στους δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους της ταχείας εστίασης, που πολλοί απ’ αυτούς διστάζουν να έρθουν στο κίνημά μας. Είναι αλήθεια ότι στους αγώνες αυτούς κινδυνεύουμε συχνά να χάσουμε τη δουλειά μας. 
Όντας απολυμένος και επαναπροσληφθείς δυο φορές, είμαι σε θέση αυτό να το γνωρίζω καλά. Στ’ αλήθεια όμως, τι έχουμε να χάσουμε; Μήπως μια σύμβαση αορίστου χρόνου (CDI) 20 ωρών την εβδομάδα και ένα μισθό της τάξης των 450 ευρώ το μήνα; Ή μήπως τις αναξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας μας και τον μάνατζερ που απαιτεί σιωπή στις τάξεις του; Όσο πιο πολύ λοιπόν μιλάμε και διεκδικούμε, τόσο βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή. Ωστόσο, κατανοώ εξίσου και τον κίνδυνο να χάσουν ορισμένοι εργαζόμενοι τη δουλειά τους. Το όριο μεταξύ επισφάλειας και εξαθλίωσης είναι συχνά πολύ λεπτό.
Η εργοδοσία ποντάρει σ’ αυτό γιατί μια κοινωνία σε κατάσταση μαζικής εξαθλίωσης δεν μπορεί να ελεγχθεί, ενώ αντίθετα μια κοινωνία με επισφαλείς εργαζόμενους, που της κοστίζουν λίγα συμβόλαια ορισμένου χρόνου και ημιαπασχόλησης, είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμη και ελέγξιμη. Αυτήν ακριβώς την καινούργια και αναδυόμενη κατηγορία εργαζομένων θέλω εδώ να περιγράψω. Όχι για να εκλιπαρήσω ή για να «ξοφλήσω» το χρέος μου στ’ αμερικανικά μου αφεντικά, αλλά για να δώσω το λόγο σ’ εκείνους που δε μιλούν συχνά.
 
1. Πίτσα, λάντζα και συνδικαλισμός

Έγινα συνδικαλιστής γιατί είμαι μύωπας, πολύ μύωπας. Μια πραγματική αναπηρία, μια γενετική δυσμορφία του αμφιβληστροειδούς που μ’ εξανάγκασε να εγκαταλείψω το πόστο του διανομέα και του τηλεφωνητή. Μια αρρώστια που δεν εγχειρίζεται και που δε διορθώνεται πλήρως από τα γυαλιά μου. Έχω τόση δυσκολία να δω το βάθος του δρόμου, όση και να δω μια γραπτή παραγγελία με μικρά γράμματα σε οθόνη υπολογιστή.
 Ήδη από το σχολείο φορούσα χοντρά γυαλιά. Επειδή όμως ήμουν πολύ ντροπαλός δεν τολμούσα να πω πως δεν έβλεπα τον πίνακα. Μπουρδουκλωνόμουνα και κανένας δεν το πρόσεχε. Τα αποτελέσματα ακολούθησαν.

 Στην Pizza Hut πάντα πίστευαν πως το έκανα επίτηδες… έως ότου ο γιατρός εργασίας τους το ξεκαθάρισε. Αποτέλεσμα: ο μάνατζερ του καταστήματος στο Λεβαλλουά μ’ έβαλε γρήγορα στη λάντζα. Η αποστολή μου ήταν να γεμίζω και να αδειάζω το τεράστιο πλυντήριο πιάτων που βρίσκεται σε μια γωνία του καταστήματος. Ένα αληθινό σταυροδρόμι απ’ όπου όλοι οι εργαζόμενοι περνούν, σταματούν και ξαποσταίνουν με σκοπό να πιάσουν κουβεντούλα.

Η λάντζα είναι ένα μέρος σταθερό, μηχανικό που σου αφήνει χρόνο για συζήτηση με τους συναδέλφους σου. Κάθε φορά που αυτοί περνούν από τη λάντζα, μου διηγούνται τη ζωή τους, τα σχέδιά τους, τα προβλήματα με τον μάνατζερ ή ακόμα και τους λόγους που τους ώθησαν να έλθουν στην Pizza Hut.

Για μένα που ήμουν πάντα τόσο διακριτικός και που δε μιλούσα ποτέ πολύ αυτή υπήρξε και η πρώτη μου συνδικαλιστική περιπέτεια. Εδώ και χρόνια έχω δει να παρελαύνει κόσμος και κοσμάκης: «παρασκευαστές» απασχολημένοι με την προετοιμασία πίτσας, διανομείς, μάνατζερς (αυτοί οι τελευταίοι έρχονταν, βέβαια, για να μου δίνουν εντολές και όχι για να συζητήσουν), ακόμα και πελάτες που έβλεπα από τη λάντζα.

Εν ολίγοις, βρισκόμουν σε μια στρατηγική θέση πράγμα που μου επέτρεπε τόσο να συνειδητοποιώ τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει ολόκληρο το σύστημα, όσο και να πληροφορούμε τις ταπεινώσεις στις οποίες υπόκειντο το νέο αυτό εργατικό δυναμικό, του οποίου αυτή ήταν συχνά και η πρώτη του δουλειά και γι’ αυτό και δεν τολμούσε να βγάλει άχνα.


Άρχισα λοιπόν να δίνω μικρές συμβουλές στους συναδέλφους μου, να τους ενημερώνω πάνω στα δικαιώματά τους, να τους κάνω να συνειδητοποιούν τους κινδύνους που αναλαμβάνουν οδηγώντας τα μοτοποδήλατα. Αυτή η ανοιχτή συνδικαλιστική πόρτα στη λάντζα δεν άρεσε καθόλου στους ανωτέρους μου. Όταν αναδείχτηκα εκπρόσωπος του προσωπικού ο μάνατζερ απαγόρευσε στην ομάδα να περνά να με βλέπει ακόμα και για να επιστρέφει τα βρώμικα πιάτα!

Για πρώτη φορά σ’ αυτό το κατάστημα υπήρχε μια μικρή γωνιά οργανωμένης, σχεδόν, αντίστασης, και το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς είναι πως ποτέ μέχρι τότε η διεύθυνση δεν είχε μπει σε μπελάδες εξαιτίας ενός συνδικαλιστή.

 Όταν πρωτοξεκίνησα στην Pizza Hut, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (CGT), το μοναδικό συνδικάτο ικανό να εναντιωθεί πραγματικά στη διεύθυνση, ούτε καν εκπροσωπούνταν. Εγώ εκπαιδεύτηκα επί τόπου, ακούγοντας προσεκτικά τους νέους εργαζόμενους, που πολλοί απ’ αυτούς ανακάλυπταν για πρώτη φορά το μάνατζμεντ αμερικάνικου τύπου.
Γι’ αυτούς ήμουν ήδη ο παλιός. Το να μείνεις περισσότερο από ένα χρόνο σε κατάστημα διανομής αποτελούσε ήδη από τότε κατόρθωμα. Όταν έλεγα λοιπόν, στους νέους εργαζόμενους ότι είμαι ήδη δυο, τρία ή τέσσερα χρόνια στην εταιρία, με κοιτούσαν μ’ ανοιχτά τα μάτια και, κατά γενική ομολογία, άκουγαν αυτά που είχα να τους πω.

Έβλεπα φοιτητές, ξένους ή μητέρες να δουλεύουν κάποιες εβδομάδες, μερικές φορές και μήνες και δεν μπορούσα να χωνέψω τον τρόπο με τον οποίο τους μιλούσε ο μάνατζερ. Και αυτοί απ’ την άλλη, με την πρόφαση ότι το πέρασμά τους από το κατάστημα δε θα διαρκούσε πάρα πολύ, τα δέχονταν όλα. 
Ο μάνατζερ όπως και οι εργαζόμενοι ξέρουν καλά πως τα συμβόλαια –ακόμα κι αν πρόκειται για σύμβαση αορίστου χρόνου– σπάνια ξεπερνούν τον ένα χρόνο. Οι εργαζόμενοι σπάνε και ο μάνατζερ είναι χαρούμενος που έχει τη δυνατότητα ν’ «αλλάξει» εργαζόμενους και να προσλάβει καινούργιους που δε θα δυσανασχετούν κατά τη διάρκεια του καθήκοντος. Σε κάθε περίπτωση, κανείς δεν έχει δικαίωμα να εκδηλώνει τα συναισθήματά του. Τα συναισθήματα δε θεωρούνται παραγωγικά. Αυτή η επιβαλλόμενη σιωπή μου φαινόταν πολύ περισσότερο ακατανόητη όσο η διεύθυνση έπαιζε το χαρτί της οικειότητας.
Ο μάνατζερ διοργάνωνε συχνά αγώνες ποδοσφαίρου «για να ενισχύσει την ενότητα της ομάδας». Τα Σάββατα παίζαμε στο δάσος της Μπουλόν ενάντια στο κατάστημα του Κουρμπβουά. Εν ολίγοις, ο μάνατζερ μας φέρονταν λες και ήμασταν τίποτα πιτσιρίκια. Βέβαια, μερικές φορές αναρωτιέμαι αν δεν είχε και αυτός λίγο δίκιο. Οι εργαζόμενοι στην Pizza Hut όπως και στα McDonald’s δεν ξέρουν τα δικαιώματά τους ή ακόμα χειρότερα, δε θέλουν να τα μάθουν.
 Οι νέοι εργαζόμενοι δεν αντέχουν να έρθουν σε σύγκρουση με τον μάνατζερ για μια μικρή ταπείνωση («Πάλι καθυστερημένος!», «Δεν αξίζεις τίποτα!», «Τσακίσου!»), ακόμα κι αν αυτή είναι επαναλαμβανόμενη. Κάτι τέτοιο τους φαίνεται πολύ παρακινδυνευμένο.

Τελείωσα ρωτώντας τον μάνατζερ αν ήξερε για την ύπαρξη κανενός συνδικάτου. Απάντηση: «δεν υπάρχει παρά η Γαλλική Δημοκρατική Συνομοσπονδία Εργασίας (CFDT) για τα στελέχη», έως ότου μια μέρα οι εκπρόσωποι της CGT του καταστήματος της Μπουλόν, ακριβώς δίπλα από το δικό μας, πέρασαν και από τη δική μας μονάδα. Ήταν το 1996. Έκαναν απεργία κι ερχόντουσαν μόνο και μόνο για να στήσουν το συνδικάτο προκειμένου να υπερασπιστούν έναν από τους συναδέλφους τους που είχε απολυθεί για κλοπή.
Για να διαμαρτυρηθούν ενάντια σ’ αυτή την καταχρηστική απόλυση οι εργαζόμενοι της Μπουλόν προετοίμασαν μια διαδήλωση μπροστά στην έδρα της εταιρείας Pizza Hut, πηγαίνοντας από πόρτα σε πόρτα σε όλες τις εταιρείες της περιοχής. Πήρα από περιέργεια την προκήρυξή τους και αποφάσισα να καλέσω τον αριθμό τηλεφώνου που αναγραφόταν για να συμμετάσχω στη διαδήλωση. 
Πήγα με δυο άλλους εργαζόμενους του καταστήματός μου. Ήταν η πρώτη διαδήλωση της ζωής μου. Έφτασα πρωτύτερα στην έδρα της Pizza Hut, που βρισκόταν χαμένη σε μια από τις πολλές βιομηχανικές ζώνες που υπάρχουν γύρω απ’ το Παρίσι. Από μακριά, δε βλέπαμε παρά μόνο τις κόκκινες σημαίες της CGT.
 Ήταν το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση. Υπήρχε επίσης και το κομμουνιστικό κόμμα και θυμάμαι πως εκείνη την εποχή δεν μπορούσα να καταλάβω τι μπορούσε να θέλει μια πολιτική παράταξη από μια εσωτερική υπόθεση της Pizza Hut. Η διαδήλωση ήταν οργανωμένη από την ένωση της CGT της περιοχής του Ω-ντε-Σαιν με την υποστήριξη της ομοσπονδίας Εμπορίου.
Ήμασταν καμιά πενηνταριά. Για πρώτο βήμα όμως ήταν μάλλον επιτυχές. Ένας υπεύθυνος του προσωπικού ήρθε και εμείς του ζητήσαμε να δούμε τον γενικό διευθυντή για να πετύχουμε την επαναπρόσληψη του απολυμένου συναδέλφου. Ο διευθυντής ανθρωπίνων πόρων μας απάντησε γραπτώς: «Κανένας ποτέ κομμουνιστής δε θα επιστρέψει στην Pizza Hut!». Εγώ δεν ήξερα ούτε καν τι ήθελε να πει με εκείνο το «κομμουνιστής».

Είχα ακούσει βέβαια να μιλούν για τον Ζωρζ Μαρσέ [Georges Marchais: Γενικός γραμματέας του ΚΚΓ από το 1972 έως το 1994 και ευρύτερα γνωστός από την έντονη πολεμική του κατά του γαλλικού Μάη. Σ.τ.Μ.], αλλά τι εννοούσε…;

Ο πρώτος εκπρόσωπος της CGT στην επιχείρηση ήταν ένας αλγερινός φοιτητής, ο Λαήντ. Ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία από εμένα και είχε αληθινή πολιτική συνείδηση. Εγώ μπροστά του ήμουν ένα τίποτα. Η καθημερινή πίεση όμως στη δουλειά και η περιφρόνηση από τους ανωτέρους ήταν για μένα ανυπόφορες. Όταν ξεκίνησα, ήμουν λοιπόν πίσω σε σχέση μ’ αυτόν και τους φίλους του, όλοι αλγερινοί ή μαροκινοί φοιτητές. Αυτοί πάντως και ήταν οι πρώτοι που έφεραν την CGT στην Pizza Hut.
Μετά από αυτήν την πρώτη διαδήλωση μπροστά στην έδρα της Pizza Hut ο Λαήντ μου πρότεινε να γίνω εκπρόσωπος της CGT. Υπήρχαν, βέβαια, εργαζόμενοι με καλύτερα προσόντα από τα δικά μου, όπως ο Γιουσέφ που ήταν φοιτητής αρχιτεκτονικής. Λόγω του ότι όμως αυτός ο τελευταίος ήταν φοιτητής από ξένη χώρα, δεν ήθελε ν’ αναλάβει το ρίσκο να συνδικαλιστεί. Στην αρχή αρνήθηκα την πρόταση. Η αλήθεια είναι πως δεν έχω κάνει τίποτα από σπουδές και δεν είμαι δεινός ρήτορας. Επειδή όμως δεν υπήρχε κανείς άλλος, ο Λαήντ επέμεινε. Έτσι, ξεκίνησα χωρίς να ξέρω που πήγαινα. Εν έτει 1996, τρία χρόνια μετά την άφιξή μου, έγινα λοιπόν συνδικαλιστής σχεδόν κατά τύχη. 
Η μέθοδός μου δεν είχε σε τίποτα να κάνει με τη δική του: λιγότερα λόγια, λιγότερη ιδεολογία και περισσότερο σχέσεις εξουσίας. Κι έπειτα έχω την τύχη να είμαι Γάλλος κι έτσι δεν είμαι θύμα των εκβιασμών που η διεύθυνση επέβαλε στον Λαήντ που του ζητούσε κάρτα εργασίας. Θυμάμαι μια συνομιλία κατά την ετήσια διαπραγμάτευση για τους μισθούς. Οι άνθρωποι της διεύθυνσης έκαναν τον κύκλο των εκπροσώπων και με ευγένεια έλεγαν: «Σε λίγο λοιπόν θα επιστρέψετε στις χώρες σας; Τι κρίμα. Κι εσείς το ίδιο;». Κι εγώ τους απάντησα: «Όχι εγώ είμαι Γάλλος. Θα μείνω για πάντα». Κι έτσι είμαι πάντα εδώ.

Όσο για τον Λαήντ παραιτήθηκε από την Pizza Hut το 2000 και σήμερα είναι κλητήρας, αλλά έχει ν’ αντιμετωπίσει τη διαδικασία απέλασής του από τη χώρα. Έχασε τα δικαιώματα που είχε ως ξένος φοιτητής και οι γαλλικές αρχές δε θέλουν να του ανανεώσουν την κάρτα παραμονής του, παρόλο που η γυναίκα του ήρθε στη Γαλλία. Με τις λιγοστές μου γνωριμίες μέσα στο συνδικαλισμό, προσπάθησα να τον βοηθήσω στα πρώτα του βήματα.

Όταν έφυγε λοιπόν ο Λαήντ βρέθηκα επικεφαλής του συνδικαλιστικού τμήματος της CGT στα καταστήματα διανομής της Pizza Hut στο Ιλ-ντε-Φράνς. Το πρώτο μου καθήκον ήταν να ετοιμάσω τις εσωτερικές εκλογές. Στον πρώτο γύρο η CGT τέθηκε επικεφαλής μπροστά από την CFDT και την «Εργατική Εξουσία» (FO).
Στο δεύτερο όμως γύρο εμφανίστηκε από το πουθενά μια λίστα, υποτίθεται «ανεξάρτητη», που αποτελούνταν από φιλόδοξους μάνατζερς και εργαζόμενους στους οποίους είχαν υποσχεθεί ότι θα εκλέγονταν. Ορισμένοι εργαζόμενοι έλεγαν πως θα ψηφίσουν την «επίσημη» αυτή λίστα –την οποία μεταξύ μας μετονομάσαμε σε «λίστα των εξαρτημένων»– και θα είχαν εισιτήρια για το σινεμά από την επιτροπή της επιχείρησης καθώς και ένα σωρό μικρο-προνόμια.
Κι αυτό έπιασε, γιατί αυτή η λίστα έλαβε την πλειοψηφία των ψήφων. Η μάχη ήταν άνιση. Εγώ δεν μπορούσα να βρω ανθρώπους απ’ όλα τα καταστήματα για να προσχωρήσουν στην CGT, ενώ γι’ αυτούς ήταν πανεύκολο να διαλέξουν εκπρόσωπο. Τελικά όμως τα καταφέραμε να έχουμε εκπροσώπους του προσωπικού καθώς και εκλεγμένους στην επιτροπή της επιχείρησης. Έτσι, ξεκίνησα για πρώτη φορά με τις αρχές του κοινωνικού διαλόγου. Η φήμη μου ήταν ήδη κακή, διότι μετά τις εκλογές συμμετείχα σε πολλές στάσεις εργασίας καταγγέλλοντας τις συνθήκες εργασίας μας.

Μερικές εβδομάδες αργότερα η διεύθυνση ξεκίνησε δικαστικό αγώνα εναντίον μου, τον πρώτο μιας μεγάλης σειράς. Το επιχείρημά της ήταν πως η επιχείρηση απασχολούσε λιγότερους από 1000 εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης, το οποίο είναι και το κατώτατο όριο για να υπάρχει και δεύτερος συνδικαλιστικός εκπρόσωπος. Από δικαστήριο σε δικαστήριο η υπόθεση έφτασε μετά από δεκαοχτώ μήνες στο εφετείο, το οποίο με δικαίωσε για τον απλούστατο λόγο ότι η επιχείρηση αρνήθηκε να καταθέσει στο δικαστήριο τα σχετικά έγγραφα που αποδείκνυαν τον αληθινό αριθμό του δυναμικού της. Δύσκολο ν’ αποδείξεις ότι τα καταστήματα διανομής στο Ιλ-ντε-Φρανς απασχολούν λιγότερα από 1000 άτομα.
Η Pizza Hut κρατάει πάντα αυτή τη λειτουργία της πολύ μυστική. Πρέπει συνεχώς ν’ αγωνίζεσαι για ν’ αποκτήσεις τα σχετικά έγγραφα ακόμα και μέσα στην επιτροπή της επιχείρησης. Γιατί τίποτα δεν επιτρέπεται να κυκλοφορήσει ή να πέσει στα χέρια ακόμα και του ίδιου του δικαστή.

Έτσι κι αλλιώς, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας δεν ένιωθα και πολύ νόμιμος, μιας και η εκλογή μου δεν ήταν αναγνωρισμένη. Σ’ όλη την επίσημη αλληλογραφία η διεύθυνση μ’ είχε κατατάξει ως εκπρόσωπο «υπό καθεστώς αμφισβήτησης». Είχα την εντύπωση πως ήμουν ένας αντικαταστάτης, απειλούμενος κάθε στιγμή με απόλυση. Δεν τολμούσα ακόμα και να μιλήσω στις συγκεντρώσεις.
Ωστόσο, έμαθα να ανοίγω τη συζήτηση και να μιλώ με τη διεύθυνση. Γι’ αυτό εξάλλου έγινα και συνδικαλιστικός εκπρόσωπος.
Για να έχω μπροστά μου τους ανθρώπους που παίρνουν τις αποφάσεις. Πρώτα, όταν είχαμε ένα πρόβλημα στο κατάστημα πήγαινα να δω τον βοηθό που μ’ έστελνε να πάω να μιλήσω στον μάνατζερ. Ο μάνατζερ μ’ έστελνε στον επόπτη και ο επόπτης στη διεύθυνση. Όλοι ήθελαν να με ξεφορτωθούν. Εξ’ ου κι αυτή η πλήρης έλλειψη επαφής με τους εργαζόμενους, μιας και κανείς δεν είναι αληθινά υπεύθυνος, εκτός από τη γενική διεύθυνση. Και για να μιλήσεις στη διεύθυνση πρέπει να έχεις εντολή.

Μια εντολή που η διεύθυνση έκανε τα πάντα για να τη σαμποτάρει. Ακόμα κι όταν έχασε ενώπιον της δικαιοσύνης, οι απόπειρες αποσταθεροποίησης εκ των έσω δε σταμάτησαν. Με μεταχειρίζονταν λες και ήμουν λεπρός. Για να μας ξεχωρίσουν χρησιμοποιούσαν τη λέξη «κομμουνιστές». Σα να βρίσκονταν πίσω μου τα φαντάσματα του κόκκινου στρατού! Κι όλα αυτά σε μένα που δεν ήξερα καν την ιστορία του κομμουνισμού.

Θέλετε ένα παράδειγμα συνδικαλιστικού στιγματισμού εναντίον μου; Μόλις που είχα εκλεγεί εκπρόσωπος του προσωπικού, ο μάνατζερ μου πρότεινε να είμαι «υπεύθυνος των προϊόντων συντήρησης» και μου έδωσε το κλειδί του «δωματίου των νεκρών». Έτσι έχουμε ονομάσει το μικρό μουχλιασμένο χώρο που βρίσκεται κοντά στ’ αποδυτήρια όπου βάζουμε τα κράνη, τ’ απορρυπαντικά και τα προϊόντα που δεν είναι γι’ άμεση κατανάλωση. Πρόκειται για ένα ψυχρό χώρο αποθήκευσης με παράξενη μυρωδιά. Ο μάνατζερ έπαιζε το κεφάλι μου. Ως απάντηση του ζήτησα ένα πριμ γι’ αυτό το ωραίο πόστο, αλλά αυτό δεν του άρεσε ούτε καν σαν αστείο.

Μια μέρα ο μάνατζερ ήθελε να με κάνει να σπάσω μια και καλή. Βρισκόμασταν στο αποκορύφωμα της rush [ώρας αιχμής, Σ.τ.Μ.] και όλοι έτρεχαν προς κάθε κατεύθυνση μέσα στο κατάστημα. Ξαφνικά λοιπόν με σταματάει:
Αμπντέλ, να μου καθαρίσεις όλο το μαγαζί από το πάτωμα ως το ταβάνι!
-Μόνος;
-Ναι, άντε.
Δεν το πίστευα. Ήταν η τιμωρία μου και μάλιστα δημόσια. Του απάντησα:
-Θέλεις στ’ αλήθεια να κάνω και το ταβάνι;
-Ναι.
Τοποθέτησα το σκαμπό μπροστά από την έξοδο του φούρνου. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα μια εργαζόμενη πήγε να δει τον μάνατζερ για να του πει ότι δεν μπορούσε να δουλέψει άλλο. Αυτός τσακίστηκε κι ήρθε νευριασμένος και μου είπε:
-Τι κάνεις;
-Εεε… Μου είπες να καθαρίσω και καθαρίζω.
-Καλά λοιπόν, άντε γύρνα στη λάντζα… Άντε, άντε! Κι άσε με ήσυχο.
Μικρή νίκη ενάντια στο σύστημα. Δεν μπορούν να μου ζητούν ό,τι να ‘ναι. Μετά από κάποιες εβδομάδες ο μάνατζερ είχε καταλάβει πώς λειτουργούσα. Κι αυτό απέδωσε: «Σε παρακαλώ Αμπντέλ μπορείς να μου κάνεις αυτό;» Πήγαινε μάλιστα και μου έγραφε σ’ έναν πίνακα τον αριθμό και το είδος της ζύμης για πίτσα που έπρεπε ν’ αποψύξω την ημέρα. Πολύ παιδαγωγικό.

Το μαστίγιο δε δούλεψε, έτσι δοκίμασαν το καρότο. Πίστεψαν ότι έκανα συνδικαλισμό για προσωπικό συμφέρον. Έτσι μ’ ανακήρυξαν –χωρίς πλάκα– «εργαζόμενο του μήνα». Το όνομά μου ήταν γραμμένο στον πίνακα υπηρεσιών δίπλα από το βεστιάριο. Στο μέρος αυτό εμείς είχαμε τη συνήθεια να ξαναπερνάμε μόλις έλειπε ο μάνατζερ προκειμένου να σημειώσουμε το «γλείφτη του μήνα», «τον απομυζητήρα του μήνα» και γι’ αυτό ήταν πολύ γελοίο για μένα να δω τ’ όνομά μου γραμμένο εκεί. Παρόλα αυτά, δεν είχα δουλέψει ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. 
Τίποτα δεν είχα αλλάξει στο ρυθμό μου. Αυτοί όμως εκτίμησαν ότι είχα δικαίωμα στο κάτι τις παραπάνω: ένα κουπόνι αγοράς για τα πολυκαταστήματα FNAC αξίας 20 ευρώ. Το εκμεταλλεύτηκα για ν’ αγοράσω ένα διπλό CD, πράγμα όμως που δε σημαίνει πως μ’ είχαν και στο χέρι τους.

Δεν παραιτούμουν από τη δουλειά του συνδικαλιστή: να γυρίζω τα καταστήματα, να πηγαίνω να συναντάω άλλους εργαζόμενους. Αν δεν κάνουμε αυτή την προσπάθεια (και γνωρίζω πολλούς συνδικαλιστές, συμπεριλαμβανομένων και όσων ανήκουν στη CGT, που δεν αφήνουν με τίποτα το γραφείο τους) η δουλειά των διαπραγματεύσεων είναι άχρηστη. Η βάση είναι εκείνη που μιλάει και εμείς προσπαθούμε να μεταδώσουμε αυτά που λέει στη διεύθυνση. Η μέθοδος είναι πάντα η ίδια: καταφτάνουμε απρόσμενα στα καταστήματα για να αναρτήσουμε τις προκηρύξεις μας σε συνδικαλιστικά πανό.
Συχνά, οι προκηρύξεις εξαφανίζονται μετά το πέρασμά μας. Ο μάνατζερ ξαγρυπνά πάνω απ’ τους στρατιώτες του. Μόλις ένας συνδικαλιστής καταφτάσει στο κατάστημα, ο μάνατζερ τηλεφωνεί στον επόπτη ή στη διεύθυνση ανθρωπίνων πόρων, την οποία, μεταξύ μας, έχουμε μετονομάσει διεύθυνση απάνθρωπων πόρων! Στην πραγματικότητα οι μάνατζερς έχουν εντολή να μεταβιβάζουν οτιδήποτε συμβαίνει στο κατάστημα. Στη γλώσσα της Pizza Hut αυτό ονομάζεται feed-back. Μ’ άλλα λόγια, η γενική διεύθυνση ενημερώνεται και για τις παραμικρές μετακινήσεις μας.

Σήμερα, χάρη στις περιοδείες μου, γνωρίζω τα περισσότερα από τα 63 καταστήματα διανομής στο Ιλ-ντε-Φρανς. Πρέπει να τα επισκέπτεσαι τακτικά ακόμα και αν πρέπει να πας σε τρεις ή τέσσερις προαστιακές πόλεις στο ίδιο βράδυ, πρέπει να είσαι διατεθειμένος από την ίδια σου τη θητεία ν’ αφιερώσεις όλο σου το χρόνο. Πράγμα που είναι η περίπτωσή μου. Μιλώντας με τους εργαζόμενους κατάλαβα ότι αυτό που συμβαίνει στο κατάστημα του Λεβαλουά αναπαράγεται παντού. 
Για να το ξέρεις όμως πρέπει να πας να βγάλεις λόγο ακόμα και στο κέντρο των καταστημάτων διανομής και να κάνεις τους εργαζόμενους να μιλήσουν. Πώς να επιλέξεις σε ποιο κατάστημα να πας; 
Συχνά είναι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι που μας καλούν για να επισημάνουν προβλήματα ασφάλειας ή για να καταγγείλουν συγκρούσεις με τον υπεύθυνο. Ή ακόμα ρίχνω μια ματιά στην ταξινόμηση των CHAMPS που έχει τεθεί από την Pizza Hut για να αξιολογεί τις επιδόσεις των ιδιοκτητών. Τα αρχικά CHAMPS σημαίνουν:

Cleanliness (Καθαριότητα)
Hospitality (Υποδοχή)
Accuracy (Ακρίβεια εντολής)
Maintenance (Συντήρηση)
Product (Ποιότητα προϊόντος)
Speed (Ταχύτητα)

Θα προσέξατε πως οι συνθήκες εργασίας δεν αποτελούν μέρος των ποιοτικών κριτηρίων που έχουν επιλεγεί από τη διεύθυνση. Μ’ αυτήν την ταξινόμηση όμως ξέρει μ’ ακρίβεια ποιο είναι το πιο αποδοτικό κατάστημα. Αυτό είναι συνήθως εκείνο που πάω να επισκεφθώ. Αυτή η ταξινόμηση χρησιμεύει επίσης στο να διατηρεί τον ανταγωνισμό μεταξύ των μάνατζερς. Στους τελευταίους στη λίστα τραβούν τ’ αυτί και αυτοί επιστρέφουν στο κατάστημα συνήθως εκνευρισμένοι μετά από την ετήσια συνέλευση στην έδρα της επιχείρησης. 
Και ποιος την πληρώνει μετά; Ασφαλώς, οι εργαζόμενοι. Επομένως όταν φτάνω στα καταστήματα, βαθμολογημένα θετικά ή αρνητικά, για να υπενθυμίσω ότι υπάρχουν νόμοι, ότι υπάρχει η επιθεώρηση εργασίας καθώς και πως οι εκπρόσωποι έχουν δικαίωμα σε ώρες εκπροσώπησης (ναι, ναι!), πρόκειται για μια μικρή επανάσταση.

Στην αρχή, όταν καταφθάναμε στα καταστήματα με τις προκηρύξεις ανά χείρας, οι μάνατζερς καλούσαν την αστυνομία. Οι αστυνόμοι όμως δεν μπορούσαν παρά να διαπιστώσουν πως είμαστε συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι, κι έτσι έφευγαν. Προφανώς, αυτό άναβε λίγο τα αίματα. Ένα βράδυ στο κατάστημα του Μαλακόφ, ένας βοηθός έβγαλε ένα μαχαίρι για να μας εμποδίσει να μπούμε στο κατάστημα: «Βγείτε έξω!» μας είπε. Κοίταξε τις πινακίδες του φορτηγού μας, που μας είχαν δανείσει από τη CGT, και μας είπε: «Είμαι κορσικανός! Αν δε βγείτε έξω θ’ ανατινάξω το φορτηγό σας!»
 Μια συμπεριφορά που έχει να πει πολλά για την πίεση που ασκεί η διεύθυνση πάνω στους μάνατζερς και τις σχέσεις τους με τα συνδικάτα. Επειδή όμως ήμασταν περισσότεροι απ’ αυτόν μπήκαμε τελικά στη μονάδα διανομής του.

Η στρατηγική μας είναι να καταφθάνουμε τέσσερις ή πέντε το λιγότερο. Αν πάμε μόνοι μας, ο μάνατζερ δε σταματά να μας παρακολουθεί μέσα στο κατάστημα και οι εργαζόμενοι δεν τολμούν να μας εμπιστευτούν. Γνωρίζω έναν μάνατζερ που χρησιμοποιούσε μια ειδική τακτική: κάθε φορά που μ’ έβλεπε να καταφτάνω, στεκόταν δίπλα μου και μου μιλούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της επίσκεψης. «Ξέρεις εγώ δεν έχω τίποτα εναντίον των συνδικάτων. Δεν είναι πολύ δύσκολο αυτό το πόστο;…» 
Και έτσι συνέχιζε. Αποτέλεσμα; Δεν κατάφερνα να προσεγγίσω τους εργαζόμενους. Μόνο αν είμαστε τουλάχιστον πέντε η συνδικαλιστική εργασία είναι δυνατή: ένας να ασχολείται με τον μάνατζερ, ένας με τον βοηθό, ένας να μιλά με τους διανομείς έξω και δυο άλλοι να πάνε στην κουζίνα στο πίσω μέρος να μιλήσουν με τους εργαζόμενους.

Μόνο στην περίπτωση αυτή καταφέρνουμε να εκθέσουμε τις διεκδικήσεις μας: το πριμ ρίσκου για τους διανομείς, η αύξηση των μισθών, η βελτίωση των συνθηκών εργασίας, η διανομή ρούχων και κρανών σύμφωνα με τις προδιαγραφές, κτλ. Και λίγο σεβασμό, τόσο απλά. Από κατάστημα σε κατάστημα έχω συχνά την εντύπωση πως επαναλαμβάνω όλη την ώρα τα ίδια πράγματα, σαν πολιτικός δηλαδή. Παντού οι ίδιες ερωτήσεις, οι ίδιες απαντήσεις. Οι προκηρύξεις δεν αρκούν. Πρέπει να μιλήσουμε απευθείας στους εργαζόμενους για ν’ ακουστούμε εκτός από το ν’ αποφύγουμε τον μάνατζερ.

Τελικά, ο λόγος μας άρχισε να έχει πέραση. Στα τέλη του 1996 είχα την τιμή, με όλο το βάρος της λέξης, να ξεκινήσω, στο κατάστημά μου στο Λεβαλουά, απεργία με τη βοήθεια εκπροσώπων από την Μπουλόν. Οι περισσότεροι από τους 30 εργαζόμενους –ακόμα και οι πιο «γλείφτες»– ήρθαν μαζί μου μπροστά στο κατάστημα για να διαδηλώσουν εκτός από τους δυο συναδέλφους που με είχαν ωθήσει να γίνω συνδικαλιστής! 
Προφανώς φοβόντουσαν μήπως και χάσουν την άδεια εργασίας τους. Εν ολίγοις, κάναμε στάση εργασίας μια Πέμπτη γύρω στις 6:30 το απόγευμα, λίγο πριν την ώρα αιχμής του απογεύματος κατά την οποία το κατάστημα πραγματοποιεί μεγάλο τζίρο. Έβρεχε λίγο. Είχα προειδοποιήσει όλους τους εργαζόμενους και δεν υπήρχαν διαρροές προς τον μάνατζερ. Γενικά τα καταφέρνω στην οργάνωση απεργιών-έκπληξη. 
Σ’ αντίθετη περίπτωση, ο μάνατζερ καταφέρνει να τις ματαιώσει υποσχόμενος οτιδήποτε στους εργαζόμενους. Αυτή τη φορά η έκπληξη ήταν μεγάλη. Ο βοηθός κάλεσε τον μάνατζερ, μετά ήρθε ο επόπτης και τελικά η ίδια η διεύθυνση. Γι’ αυτούς η απεργία ήταν κάτι νέο. Δεν είχαν ακόμα συνηθίσει. Καθώς δε, το κατάστημα του Λεβαλουά είχε γίνει πολύ αποδοτικό –«βγάζει πολλά δολάρια», αποκρίθηκε ένας επόπτης– όλοι τους κατέφθασαν ταχύτατα. 
Οι εργαζόμενοι έδειχναν χαρούμενοι∙ έβλεπαν τον μάνατζερ και τους βοηθούς να δουλεύουν στη θέση τους. Τους φώναζαν ακόμα για να κάνουν πιο γρήγορα. Όσο για τα μικρά αφεντικά, αυτά είχαν αγχωθεί γιατί τα κανονικά τους αφεντικά ήταν εκεί. Στο χρόνο της απεργίας, αναποδογυρίσαμε τους ρόλους. Οι διεκδικήσεις μας: ένα πριμ επικινδυνότητας για τους διανομείς, γάντια, παπούτσια ασφάλειας, αύξηση μισθού, ένα κουτάκι αναψυκτικό μαζί με το φαγητό, κτλ.
Θέλαμε επίσης καινούργιες στολές διότι οι δικές μας ήταν βρώμικες και μάλιστα ορισμένες είχαν σκιστεί. Η απάντηση της διεύθυνσης, που με τον καιρό άρχισε να συνηθίζει, ήταν η εξής: «Η δημόσια διαπραγμάτευση θα διεξαχθεί σε λίγο καιρό με κοινωνικούς εταίρους. Αυτό είναι και το μόνο νόμιμο πλαίσιο για να συζητηθούν τέτοια ζητήματα».

Μια άλλη από τις πονηριές τους συνίστατο στο να ζητήσουν στο μάνατζερ να οργανώσει μια «σύνοδο συζήτησης», η οποία όμως ούτως ή άλλως από μόνη της δε βοηθάει σε τίποτα στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας μας. 
Με την πρώτη αυτή μεγάλη μας απεργία δεν κερδίσαμε βέβαια σπουδαία πράγματα. Τουλάχιστον όμως, κερδίσαμε μια βρύση για νερό και, ίσως, λίγη αξιοπρέπεια. Η πολιτική των γευμάτων δε βελτιώθηκε πολύ από τότε. 
Οι εργαζόμενοι της Pizza Hut είχαν για το φαγητό τους το προνόμιο να έχουν κουπόνια εστιατορίων αξίας 2,29 ευρώ… Σ’ αυτήν την τιμή έχουμε το δικαίωμα σε μια θεσπέσια πίτσα και σ’ ένα κουτάκι αναψυκτικό… που αγοράζουμε απ’ έξω! Ούτε λόγος για να φάμε επί τόπου. Στις μονάδες διανομής τίποτα δεν έχει προβλεφθεί. Στα εστιατόρια οι εργαζόμενοι τρώνε δίπλα στους πελάτες. Ακόμα και στα McDonald’s δεν τολμούν να τους υποχρεώσουν να πληρώνουν για τη μάσα τους. Ακόμα κι όταν υπάρχουν λανθασμένες παραγγελίες, δεν μπορούμε να επωφεληθούμε από αυτές. Γνωρίζω έναν μάνατζερ που ράντιζε τις απούλητες πίτσες με χλωρίνη για να μην τις τρώμε!

Μετά την κινητοποίηση, ο μάνατζερ ξέσφιξε τη μέγγενη. Μας μιλούσε καλύτερα. Βέβαια είναι αλήθεια πως μετά από μια σύγκρουση μας γλυκομιλάει για λίγο. Δεν πρόκειται όμως για τίποτα το ιδιαίτερο. Πρέπει να αναφέρουμε επίσης πως είχαμε αποφασίσει να κάνουμε στάση εργασίας για ένα απόγευμα μόνο, διότι οι διανομείς, όπως και να το κάνουμε, είχαν ανάγκη τα πουρμπουάρ τους. Μετά από αυτήν την πρώτη κινητοποίηση, με αρκετή χαρά γνωστοποίησα πως τα καταστήματα της Pizza Hut στην περιοχή του Παρισιού γνώριζαν το λιγότερο μια απεργία το χρόνο. Αυτή όμως διαρκούσε ένα ή δυο απογεύματα, όχι περισσότερο.

Ακόμα και μετά από μια πολύ σύντομη σύγκρουση οι σχέσεις γίνονται πιο ανθρώπινες. Ο μάνατζερ είναι πιο κατανοητικός ακόμα κι αν ένας εργαζόμενος φτάσει με πέντε λεπτά καθυστέρηση. Από την πλευρά του ο μάνατζερ, δεν αφαιρεί ένα δεκαπεντάλεπτο ειρήνης όπως το κάνει συνήθως. Μπορεί αυτά να είναι μικρά πράγματα, αλλά είναι όλα όσα ζητά η πλειοψηφία των εργαζομένων. Ξέρουν πως δεν πρόκειται να κερδίσουν μια περιουσία. Θέλουν μόνο να τους σέβονται. Ούτως ή άλλως δε δουλεύουν για το στρατό. Και στο στρατό όμως ακόμα έχουν καθαρές στολές…
Για τα επόμενα κεφάλαια απλώς μεταφερθείτε στο ακόλουθο λινκ: